9 συν 1 σκέψεις περί κηδεμονισμού

Με αφορμή την προ ημερών εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και ζωηρή εκδήλωση του Ερευνητικού Ομίλου John Stuart Mill στην Νομική, όπου έλαμψαν διά της παρουσίας τους οι ομιλητές Αντώνης Καραμπατζός, Επ. Καθηγητής της Νομικής μας, και Κωνσταντίνος Καλλίρης, Διδάκτωρ Φιλοσοφίας Δικαίου της Οξφόρδης, καταγράφω κάποιες σκέψεις, αξιοποιώντας όσα μας δίδαξαν οι καλοί φίλοι (χωρίς να συμφωνούν βέβαια απαραίτητα με όλα όσα γράφω, αυτοί χάνουν και ντροπή δικιά τους):

1.

Αρχής σοφίας, ξέρετε τι. Το θέμα μας είναι ο κηδεμονισμός, που κάτι παλιοχαρακτήρες τον λένε πατερναλισμό. Ο όρος αυτός έχει δύο κακά: είναι πρώτον ξενόγλωσσος και δεύτερον φαλλοκρατικός. Οπότε εγώ προτιμώ δυνατά κι ελληνικά να τον λέω κηδεμονισμό, που επιτρέπει και την χρήση όλης της οικογένειας λέξεων κηδεμών, κηδεμονεύω, κηδεμονευτικός, ακηδεμόνευτος κ.λπ.

Κηδεμόνας είναι λοιπόν κάποιος που παίρνει τις αποφάσεις (που δεν μπορούμε ή δεν θέλουμε ή δεν ξέρουμε να πάρουμε εμείς) για λογαριασμό μας και πάντα για το καλό μας. Ο κηδεμονισμός συνεπώς 1) περιορίζει την ελευθερία μας, αλλά 2) πάντοτε επ’ αγαθώ: ο κηδεμών είναι αγαθόβουλος. Θυσιάζει ελευθερία για να κερδίση ευημερία. Προωθεί μια αντίληψη του αγαθού δαπάναις του ορθού. Αντιλαμβάνεται την ελευθερία και τις περί αγαθού αντιλήψεις ως ανταγωνιστικά προϊόντα σε ένα αλγεβρικό άθροισμα.

Να και ένας ακόμη αγαθόβουλος κηδεμόνας.
Να και ένας ακόμη αγαθόβουλος κηδεμόνας.

2.

Κηδεμονισμού υπάρχουν κάμποσες ποικιλίες. Σημειώνω εδώ την διάκριση ανάμεσα σε σκληρό και ήπιο κηδεμονισμό, όπου σκληρός και άτεγκτος είναι ο κηδεμών που μας υποκαθιστά κατά τας βουλάς του, ενώ ήπιος είναι ο κηδεμονισμός που συγχωρείται μόνο αφού διαγνωστή κάποιο γνωστικό ή βουλητικό ελάττωμα.

Μια άλλη σημαντική διάκριση είναι μεταξύ θετικού και αρνητικού κηδεμονισμού, όπου ο θετικός κηδεμονισμός εννοεί το αγαθό του κηδεμονευομένου ως προσθήκη, επαύξηση, βελτίωση κάποιου θετικού ιδιώματος, την στιγμή που αρνητικός είναι ο κηδεμονισμός όταν αποτρέπει, παρεμποδίζει, διακωλύει την επέλευση κάποιας βλάβης.

Ο κηδεμών πράττει επίσης αμέσως ή εμμέσως. Άμεσο κηδεμονισμό έχουμε όταν επιβάλλεται κάτι ευθέως στον κηδεμονευόμενο, ενώ έμμεσο όταν η επιταγή απευθύνεται σε τρίτο που έρχεται σε επαφή με τον κηδεμονευόμενο, τυπικά στον προμηθευτή κάποιου προϊόντος ή κάποιας υπηρεσίας.

Εδώ κυρίως ενδιαφέρει ο ήπιος και αρνητικός κηδεμονισμός, άμεσος και έμμεσος.

3.

Από τον ορισμό έπεται ότι δεν είναι κηδεμονιστικές οι απαγορεύσεις οι επιβαλλόμενες χάριν τρίτων και όχι του ίδιου του καθ’ ου. Εδώ υπάγονται επίσης οι απαγορεύσεις υπέρ ανηλίκων (αυτή ας πούμε ή αυτή εδώ), ζώων, κυοφορουμένων. Δεν είναι κηδεμονιστικές επίσης οι ηθικιστικές απαγορεύσεις, ήτοι όσες επιβάλλονται για την εμπέδωση κάποιας ηθικής αξίας (του ηθικιστή απαγορευτή προφανώς), ανεξαρτήτως εκτιμήσεων αγαθού για τον καθ’ ου η απαγόρευση.

4.

Παραδείγματα κηδεμονισμού που έχω ξετινάξει σε επικά άρθρα μου: οι ψυχοτρόπες ουσίες, η ισλαμική καλύπτρα, οι αυτοδύτες, η αζωνία, και φυσικά η τιμημένη άδεια κολυμβήσεως με το συναφές ζήτημα των μπρατσακίων, καθώς και κάτι άλλα ψιλά. Τι να λέμε, τά’χω πει όλα ναούμε.

5.

Τι σημαίνει όμως γνωστικά και βουλητικά ελαττώματα ως προϋποθέσεις εφαρμογής του ήπιου κηδεμονισμού;

Ας αρχίσουμε από τα δεύτερα, που είναι και τα πιο εύκολα. Βουλητικό ελάττωμα καθαυτό είναι η ανελεύθερη διαμόρφωση της βούλησης, που ανάγεται είτε σε ένα αίτιο εσωτερικό, π.χ. μια ψύχωση, είτε εξωτερικό, π.χ. μια απειλή. Όταν η βούληση είναι ελαττωματική, η απόφαση που σχηματίζεται δεν είναι αυτόνομη. Οπότε ο κηδεμών θεμιτά την υποκαθιστά.

Η υποκατάσταση αυτή μπορεί να γίνη προς δύο κατευθύνσεις όμως, ανάλογα με την χρονική διάσταση του ελαττώματος. Υπάρχουν παροδικά ελαττώματα και υπάρχουν και διαρκή. Όταν μεν το ελάττωμα είναι διαρκές, η κηδεμονιστική υποκατάσταση εύλογα είναι και αυτή μόνιμη. Όταν είναι όμως παροδικό, ο αγαθόβουλος κηδεμών, για να παραμείνη αγαθόβουλος, πρέπει να διακρίνη: η λήψη της απόφασης εκ μέρους του κηδεμόνα επιτρέπεται μόνο σε περιπτώσεις επείγοντος. Διαφορετικά, η παρέμβασή του νομιμοποιείται (: επιτρέπεται, αλλά και επιβάλλεται) μόνο επί τω τέλει άρσεως του ελαττώματος.

Στην ρίζα του γνωστικού ελαττώματος τώρα βρίσκεται κάποια πλάνη, ήτοι κάποια αναντιστοιχία στην συνείδηση του ηθικού υποκειμένου μεταξύ αντικειμενικής πραγματικότητας και παράστασης περί αυτής. Με λίγα λόγια, το υποκείμενο απλούστατα σφάλλεται, στο κάτω κάτω όλοι λάθη είμαστε, ανθρώπους κάνουμε. Και εδώ η κηδεμονιστική παρέμβαση κατατείνει πρώτα και κύρια στην άρση του ελαττώματος.

Η κοινωνική μηχανική που εισάγεται με τέτοιες ιδέες ερείδεται σε στρεβλώσεις της ανθρώπινης νόησης, που διαπιστώνονται και πειραματικά. Ειδικώτερα, το θεωρητικό υπόδειγμα του ψυχρά ορθολογικού homo oeconomicus αντικαθίσταται ή μάλλον συμπληρώνεται και αρτιώνεται με την παραδοχή των περιπτώσεων της περιωρισμένης ορθολογικότητας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εν προκειμένω είναι η υπερβολοειδής προεξόφληση, στην οποία έχουμε αναφερθή εκτενώς στο ιστολόγιο.

Για όσους είχαν την απορία, έτσι μοιάζει μια ισοσκελής υπερβολή. Για εσάς που κάνατε κοπάνα στην Β΄ Λυκείου το λέω. Όχι για μένα.
Για όσους είχαν την απορία, έτσι μοιάζει μια ισοσκελής υπερβολή. Για εσάς που κάνατε κοπάνα στην Β΄ Λυκείου το λέω. Όχι για μένα.

Αλλά πού υπάγεται ακριβώς η υπερβολοειδής προεξόφληση; Νομίζω ότι πρόκειται για γνωστική υποτίμηση των μελλοντικών συνεπειών των σημερινών μας επιλογών, άρα συνιστά γνωστικό ελάττωμα. Η προτιμησιακή διαταραχή έχει ως αίτιο τον μη επαρκή συνυπολογισμό αυτών των απώτερων συνεπειών, που με την σειρά του οφείλεται στην εσφαλμένη απόδοση σε αυτούς μιας πιθανοτικής τιμής κατώτερης της πραγματικής. Ο προεξοφλητής κηδεμονεύεται, επειδή δεν μετρά καλά.

Σχηματίσαμε λοιπόν μέχρι τώρα μια χρήσιμη διάκριση της θεμιτής κηδεμονευτικής δράσης, η οποία ακολουθεί λεξικογραφική σειρά: πρώτα η άρση του ελαττώματος και κατόπιν η υποκατάσταση της απόφασης, αν αυτό είναι αναγκαίο. Αυτό πρακτικά σημαίνει ως προς τον κηδεμονευόμενο ιδίως αναγκαστική διαφώτιση.

6.

[Να πούμε και κάτι άλλο;

Αν καθένας μας ατομικά υποκύπτει στην πλάνη της υπερβολοειδούς προεξόφλησης, ειδικά στα οικονομικά του, και δεν παίρνει επαρκώς υπόψιν τις ανάγκες του μελλοντικού του εαυτού και ζη λιγουλάκι εις βάρος της μελλοντικής έκδοσης του εαυτού του, και
Αν αυτό το κάνουμε όλοι μας στις ζωές μας αθροιστικά, και
Αν επιτρέπεται εξαιτίας του σφάλματος αυτού κάποιος κηδεμονισμός, και

Αν όλοι εμείς έχουμε και δικαίωμα ψήφου, και
Αν κάθε ψηφοφόρος ατομικά υποκύπτει στην πλάνη της υπερβολοειδούς προεξόφλησης, ειδικά στα οικονομικά του, και δεν παίρνει επαρκώς υπόψιν τις ανάγκες των μελλοντικών γενεών και ζη λιγουλάκι εις βάρος της μελλοντικής έκδοσης της χώρας του και των ίδιων των παιδιών του, και
Αν αυτό το κάνουμε όλοι μας ψηφίζοντας αθροιστικά,

Τότε τι;]

7.

Πλην των γνωστικών και βουλητικών ελαττωμάτων όμως υπάρχουν άραγε άλλες περιπτώσεις όπου νομιμοποιείται κάποιος τοσοδούλης κηδεμονισμός; Ίσως. Αν η ωφέλεια είναι πολύ μεγάλη και η παρέμβαση ελάχιστη. Δεν είμαι συνεπειοκράτης, αλλά δεν κλείνω και τα μάτια σε ένα επωφελές για όλους αποτέλεσμα.

Ειδικά το ζήτημα του έμμεσου κηδεμονισμού συνδέεται στενά με ζητήματα σμίλευσης των επιλογών του κηδεμενευομένου μέσω νυγμού ή παρώθησης. Ο νυγμός και η παρώθηση αποτελούν βαθμίδες έντασης του ίδιου πράγματος, ήτοι της παροχέτευσης της απόφασης του κηδεμονευομένου προς ωρισμένη επιθυμητή από τον κηδεμόνα κατεύθυνση, χωρίς εξαναγκαστικά μέτρα, αλλά με την εκμετάλλευση εγγενών αδυναμιών της ανθρώπινης φύσης. (Αν αυτός ο τύπος κηδεμονισμού, που δεν συνδέεται με γνωστικά ή βουλητικά ελαττώματα, αξίζει την ονομασία ελευθεριστικός κηδεμονισμός, επιτρέψτε μου βέβαια να αμφιβάλλω).

Nudge

Αγοράζουμε πολύ πιο εύκολα τα προϊόντα που βρίσκονται στο επίπεδο των ματιών μας παρά αυτά για τα οποία πρέπει να σκύψουμε ή να τεντωθούμε. Αν ερωτηθούμε, θα γίνουμε πολύ πιο εύκολα δωρητές οργάνων παρά αν δεν ερωτηθούμε. Ένας εκνευριστικός ήχος όταν δεν βάζουμε την ζώνη ασφαλείας μας εκμηδενίζει σχεδόν τα επίπεδα αζωνίας (πλην Ελλήνων ταξιτζήδων φυσικά). Σε κάθε απόφαση όπου προσφέρεται στον αποφασίζοντα κάποια προεπιλογή, π.χ. δωρεά 1% υπέρ φιλανθρωπίας σε κάποια φορολογική πληρωμή, συνήθως ακολουθείται χωρίς πολλή σκέψη.

Ειδικά η αναγκαστική επιλογή συνιστά μια εξαιρετικά ήπια κηδεμόνευση του πολίτη, καθώς συνίσταται στην υποχρεωτική επιλογή ανάμεσα σε δύο αλληλοαποκλειόμενες προτάσεις (χαρακτηριστικά: επιθυμείτε να γίνετε δωρητής οργάνων ή όχι;). Το σύστημα αυτό ακολουθεί το σύστημα της θετικής δήλωσης, όπου η πρωτοβουλία εναπόκειται στον πολίτη (“ναι, επιθυμώ να γίνω δωρητής”), ενώ προηγείται κατά ένα λογικό βήμα του πιο παρεμβατικού συστήματος της αρνητικής δήλωσης, όπου η επιλογή έχει γίνει ήδη για τον πολίτη κεντρικά και εναπόκειται σε αυτόν να δηλώση την αντίθεσή του (“όχι, δεν επιθυμώ να γίνω δωρητής”). Εδώ η ερώτηση επιτελεί λειτουργία παρωθητική, δεδομένου ότι εν ταυτώ συνιστά επικοινωνιακά και υπενθύμιση μιας δυνατότητας, ανάκληση στην μνήμη μιας επιλογής, ελαφρά υπόδειξη.

8.

Το όριο επιτρεπόμενης δράσης που θέτει ο ήπιος αρνητικός άμεσος κηδεμονισμός επί γνωστικών ελαττωμάτων είναι η υποχρέωση διαπίστωσης και κατόπιν υποχρέωση ενημέρωσης του κηδεμονευομένου. Το κράτος έχει κατά συνέπεια την εξουσία πρώτα να διαπιστώση ότι ο πολίτης είναι γνωστικά εν τάξει, άρα να τον προσκαλέση, να τον ερωτήση, να τον δοκιμάση, να τον εξετάση. Ακολούθως, αν το αποτέλεσμα της έρευνας είναι αρνητικό, έχει την εξουσία να προβή σε διαφώτιση, ενημέρωση, πληροφόρηση, ακόμη και ταρακούνηση του πολίτη. Στο πλαίσιο αυτό εύλογα μπορεί να εκδώση συστάσεις, να προτρέψη, να συμβουλεύση, να αποτρέψη. Ακόμη, το κυριώτερο ίσως: να φορολογήση.

Προσοχή: αυτή η κρατική δράση απορροφεί πόρους, αποτρέπει ελεύθερες συναλλαγές, έχει κόστος. Το γεγονός ότι δεν συνοδεύεται πάντα από χωροφύλακες καθόλου δεν συνεπάγεται ότι δεν εντάσσεται στο πλαίσιο του καταναγκαστικού οπλοστασίου του κράτους. Αλλά δικαιολογείται, στον βαθμό που αποσκοπεί στην εξακρίβωση ότι συντρέχουν οι γνωστικοί όροι της αυτοδιακινδύνευσης/αυτοβλάβης.

9.

Αλλά ακόμα δεν τελειώσαμε.

Ισχυρίζεται μία τάση, όχι της ακροφιλελεύθερης πτέρυγας ασφαλώς, μάλλον ούτε και της μεσοφιλελεύθερης, ότι τα αγαθά είναι δύο ειδών: αφενός μεν τα παντόχρηστα, αφετέρου δε τα ενστερνιστέα. Τα πρώτα αποτελούν τις απολύτως στοιχειώδεις προϋποθέσεις ενός ευ ζην, τα δεύτερα συνιστούν αντικείμενο σχεδίων ζωής, προγραμμάτων δράσης, ατομικής στοχοθεσίας. Τα πρώτα τα αποδέχονται απαξάπαντες και είναι πολύτιμα για όλους, ενώ τα δεύτερα απαιτείται κανείς να τα ενστερνιστή. Ως προς τα πρώτα υπάρχει κάτι σαν άμεσος δόλος β΄ βαθμού, την στιγμή που τα δεύτερα πρέπει να τα επιδιώκουμε.

Πρακτική συνέπεια που συνάγεται είναι ότι κάθε παραίτηση (ή καλύτερα: κάθε διακινδύνευση) ενός παντόχρηστου αγαθού αντιμετωπίζεται με πολύ πολύ μεγάλο σκεπτικισμό. Δεν είναι δυνατόν σταλήθεια να θες σου κόψουμε το πόδι. Κάποιο βουλητικό ελάττωμα υπάρχει όταν μας λες ότι δεν σε πειράζει να φας ληγμένα τρόφιμα. Δεν είναι λογικό να μην θες να ασφαλιστής. Σε κάθε περίπτωση, εμείς θα λάβουμε σαν καλοί κηδεμόνες τα μέτρα εκείνα που είναι απαραίτητα για να μπορής να συνεχίσης να απολαμβάνης ζωή, υγεία, σωματική ακεραιότητα, στοιχειώδεις γραμματικές γνώσεις, ελάχιστη οικονομική ασφάλεια.

Σε νομικά συμφραζόμενα η εν λόγω θέση, η οποία κατ’ ουσίαν συνδυάζει σκληρό και ήπιο κηδεμονισμό σε ένα μίγμα αμφίβολης στερεότητας, αντιμετωπίζει το εξής πρόβλημα: οι νομικές επιταγές (: επιτρέπεται, απαγορεύεται, επιβάλλεται) είναι καθολικές (δεν είμαι βέβαιος ωστόσο αν αυτό είναι εγγενές γνώρισμά τους ή μήπως θα μπορούσαν να είναι και μερικές. Ας είναι.). Ως καθολικές επιταγές όμως αρκεί προς ανατροπή τους και ένα (δεοντικό) αντιπαράδειγμα. Αν για παράδειγμα υπάρχει ένας πρωτεύων νομικός κανόνας “ου κλέψεις”, αρκεί για να τον ανατρέψω να δείξω ότι υπάρχει μία ατομική περίπτωση κάποιου που πρέπει να δικαιούται να κλέβη (δύσκολο). Αν όμως ο κανόνας επιτάσσει “φοράτε ζώνη ασφαλείας”, είναι σχετικά εύκολο να ανεύρω αντιπαραδείγματα. Το αντιπαράδειγμα είναι αυτός που θα ονομάσω υπέρσταχυς.

Ο υπέρσταχυς δεν είναι υπερήρωας. Είναι όμως το στάχυ που ξεχωρίζει από τα άλλα, που υπερέχει και, υπερέχοντας, δεν ακολουθεί τον ίδιο κανόνα με τα άλλα στάχυα. Από αρχαιοτάτων χρόνων συνιστάται ένας τρόπος δράσης σχετικώς: το κολούειν.

Σαν να μου φαίνεται ότι θα πάρω κεφάλια εκεί αριστερά.
Σαν να μου φαίνεται ότι θα πάρω κεφάλια εκεί αριστερά.

Το κολούειν τον υπερέχοντα στάχυν θεωρήθηκε ίδιον των τυράννων, και ορθώς. Ο σκληρήπιος κηδεμονισμός που σχολιάζω δεν ενεργεί κατ’ ουσίαν διαφορετικά: η κηδεμονιστική νομική του ρύθμιση δεν αποβλέπει, ως εικός, παρά στο δύνασθαι ενός μέσου κοινωνού του δικαίου: του μέσου οδηγού ας πούμε και όχι του οδηγού φόρμουλας. Ο υπέρσταχυς, εκείνος που έχει συνειδητά και ενημερωμένα επιλέξει κάποια κινδυνώδη δραστηριότητα, που την έχει ακόμη ενστερνιστή, υφίσταται αδικαιολόγητη μείωση της ελευθερίας του, χωρίς να επαυξάνεται η ευημερία του. Μπορεί να είναι ένας ασκητής, μπορεί ένας πρωταθλητής, μπορεί ένας οραματιστής. Κάποιος όμως που αξίζει να αυτογραφήση την ζωή του και όχι να την ζήση σαν ετερογραφία χάριν των άλλων.

10.

Και η συν μία:

Και μετά; Τον ενημερώσαμε τον ηπίως κηδεμονευθέντα, του μιλήσαμε, τον παρωθήσαμε. Και μετά; Αφήνουμε τον συγκοινωνό, συμπολίτη και συνάνθρωπο να σπάση το κεφάλι του, να καταστρέψη την ζωή του;

Ναι.

Γιατί μόνο έτσι τον τιμούμε ως το λογικό αυτεξούσιο ον που είναι.

10 thoughts on “9 συν 1 σκέψεις περί κηδεμονισμού”

  1. Και για να μην ξεπατικώνουμε όλο τα ξένα παραδείγματα, ιδού ένα από την παρ’ ημίν πρακτική:

    Στις δημόσιες διαθήκες, που είναι συμβολαιογραφικές, τυπικά προστίθεται πάνω κάτω το εξής:

    Στην συνέχεια τον ρώτησα [δηλ. τον διαθέτη] μήπως θέλει να αφήσει κάτι στον Ερυθρό Σταυρό ή στον Εθνικό Στόλο ή σε φιλανθρωπικά ιδρύματα και αυτός μού απάντησε αρνητικά.

    Δεν ξέρω την ιστορία της συνήθειας αυτής, ίσως να υπάρχη κάπου και νομοθετική διάταξη, ίσως πάλι να οφείλεται απλώς σε νομικό έθιμο. Το ζήτημα είναι ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας παρώθησης: ο διάθέτης τα έχει τετρακόσια, αλλιώς δεν θα διέθετε. Γνωρίζει ότι μπορεί να αφήση την περιουσία του όπου θέλει χονδρικά και φυσικά γνωρίζει ότι ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα θα χαιρόταν ιδιαίτερα από τυχόν δωρεά. Όσο για τον Εθνικό Στόλο, δεν το συζητούμε καν. Ο ίδιος μάλιστα ο διαθέτης μάλλον θα συμφωνούσε ότι ο Ερυθρός Σταυρός και ο Εθνικός Στόλος είναι άξιοι της γενικής μας υποστήριξης.

    Η παρώθηση εδώ έχει την έννοια της ανάκλησης από τα βάθη της συνεπίγνωσης του διαθέτη μιας δυνατότητας στο προσκήνιο της συνείδησής του. Αποτρέπει την λήθη δηλαδή, συνιστά ένα “μέμνησο”. Έχει ασφαλώς ένα ελάχιστο κόστος, 3 αράδες τυπωμένες και 10 δευτερόλεπτα χρόνου, αλλά το κόστος αυτό είναι αμελητέο.

    Στην πράξη βέβαια, έχω την εντύπωση ότι παραμελείται αυτή η παραδοσιακή παρώθηση και το τελικό αποτέλεσμα είναι σίγουρα μηδενικό. Αυτό σχετίζεται όμως περισσότερο με τον μηχανισμό σχεδίασης της παρώθησης, παρά με την αρχή στην οποία στηρίζεται.

    Reply
  2. Μεταφορά Ι (σχόλιο): Κάποιον (φιλικό) αντίλογο θα ήθελα να διατυπώσω, αλλά ξεκινώ με ένα ερώτημα: πώς δικαιολογούμε την απόλυτη προτεραιότητα που αποδίδουμε στην αξία του να ‘τιμήσουμε κάποιον ως το λογικό αυτεξούσιο ον που είναι’, ιδίως αν συμφωνήσουμε ότι μπορούμε τούτο να το πράξουμε σε μεγαλύτερο ή και μικρότερο βαθμό (και άρα να δικαιολογήσουμε, ενδεχομένως, κάποιες επεμβάσεις στις περιπτώσεις των παντόχρηστων αγαθών);

    Reply
  3. Μεταφορά ΙΙ (σχόλιο-ανάπτυξη): Εμποδίζουμε το αυτεξούσιο ον να κόψει το πόδι του. Μας απευθύνει την εξής ένσταση: ‘δεν τιμάς το λογικό και αυτεξούσιό μου!’. Του απαντάμε: ‘το τιμώ, αλλά σταθμίζω την προσβολή με την ευημερία σου, αφού το πόδι σου είναι παντόχρηστο και δεν βρίσκω λόγο να κερδίζει πάντα η πρώτη. Εκτός και αν μου τον πεις’.

    Reply
  4. Και το τελευταίο: Άρα χρειάζεται εδώ ένα επιχείρημα ότι να τιμάς και να σταθμίζεις ταυτόχρονα δεν γίνεται (επειδή είναι αδύνατο; και, αν ναι, εννοιολογικά;). Η αυτονομία είναι σαν την αγάπη: it conquers all. Αναρωτιέμαι όμως αν μπορεί κάποιος εύλογα να διαφωνήσει με αυτήν την άποψη και τι έπεται της εύλογης διαφωνίας (και λόγω αυτής) στο πολιτικό επίπεδο (του ‘επιβάλλω/αποφασίζω/διατάσσω’).

    Reply
  5. Μεταφέρω από το φατσαμπούκι και το σχόλιο του φίλου Δημήτρη Κυρίτση και επιφυλάσσομαι να απαντήσω συνολικά:

    Μπράβο για τις πολύ κομψές και ευφάνταστες μεταφραστικές και εν γένει γλωσσικές αποδόσεις πολύπλοκων φιλοσοφικών όρων και ιδεών. Μια από αυτές όμως, ότι ο κηδεμονισμός ‘προωθεί μια αντίληψη του αγαθού δαπάναις του ορθού’, αν και πολύ μου άρεσε, δε νομίζω ότι ακριβολογεί. Ο κηδεμονισμός είναι, τουλάχιστον στις περισσότερες εκφάνσεις του, ο ιδιος μια θεωρία περί του ορθού. Φωτίζει ορισμένες από τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι ηθικώς ορθό να επέμβουμε στη ζωή κάποιου. Σε τέτοιες περιπτώσεις, όποια κι αν είναι η δαπάνη, δεν είναι δαπάνη του ορθού, αφού το ορθό το συγκροτεί το πρώτον η σχέση της δαπάνης με το αποτέλεσμα (και ίσως την πρόθεση).

    Reply
  6. Σε απάντηση του προηγούμενου σχολίου μου με ρώτησες αν εννοώ ότι το αγαθό περιέχει το ορθό. Όχι. Το ορθό βάζει περιορισμούς στην προαγωγή του αγαθού. Μας λέει υπό ποιες προϋποθέσεις είναι επιτρέπεται ή επιβάλλεται να προάγουμε το αγαθό, είτε το δικό μας είτε κάποιου/ων άλλου/ων. Το ίδιο κάνει και ο κηδεμονισμός. Μας λέει ότι όταν πρόκειται για την προαγωγή του αγαθού εκείνου που κηδεμονεύεται και (ίσως) εφόσον η κηδεμόνευση συντελείται με συγκεκριμένα μέσα και με την αρμόζουσα πρόθεση, τότε είναι ηθικώς επιτρεπτή ή και επιβεβλημένη. Κατά τούτο, και για τον κηδεμονισμό το ορθό έχει προτεραιότητα έναντι του αγαθού. Πώς πρέπει τότε να χαρακτηρίσουμε το κόστος του κηδεμονισμού, τη δαπάνη όπως το θες εσύ; Εξαρτάται από τις ευρύτερες ηθικές και μεταηθικές παραδοχές μας. Ορισμένοι θεωρούν ότι ο περιορισμός της ελευθερίας είναι απλώς βλάβη, η ηθική αποτίμηση της οποίας εξαρτάται από τις περιστάσεις, στις οποίες συμπεριλαμβάνουμε και την επενέργεια της κηδεμονιστικής δικαιολόγησης. Άλλοι θεωρούν ότι είναι prima facie ηθικώς προβληματική βλάβη, αλλά όχι τελειωτικά ανήθικη ενόψει της κηδεμονιστικής δικαιολόγησής της. Και άλλοι θεωρούν ότι είναι κατ’ αρχήν ανήθικη, αλλά ότι η ηθική της απαξία θεραπεύεται (δεν είμαι σίγουρος ότι αυτός είναι ο ορθός όρος) από την κηδεμονιστική της δικαιολόγηση. Προφανώς η τρίτη εκδοχή ταιριάζει κάπως περισσότερο με την αρχική σου διατύπωση. Αλλά τυχαίνει να είναι η λιγότερο πειστική εκδοχή του κηδεμονισμού.

    Reply
  7. Απαντήσεις λοιπόν.

    Καταρχάς, το άρθρο είχε χαρακτήρα πιο πολύ ταξινομικό. Απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα προφανώς δεν έχω. Αλλά μπορώ πάντα να προσπαθήσω. :-)

    Δ Τσα,

    πώς δικαιολογούμε την απόλυτη προτεραιότητα που αποδίδουμε στην αξία του να ‘τιμήσουμε κάποιον ως το λογικό αυτεξούσιο ον που είναι΄…Εμποδίζουμε το αυτεξούσιο ον να κόψει το πόδι του. Μας απευθύνει την εξής ένσταση: ‘δεν τιμάς το λογικό και αυτεξούσιό μου!’. Του απαντάμε: ‘το τιμώ, αλλά σταθμίζω την προσβολή με την ευημερία σου, αφού το πόδι σου είναι παντόχρηστο και δεν βρίσκω λόγο να κερδίζει πάντα η πρώτη. Εκτός και αν μου τον πεις’

    Δεν μιλάμε για απόλυτη προτεραιότητα προφανώς, μια και έδωσα αρκετές περιπτώσεις όπου υποχωρεί. Κάποια στιγμή όμως πρέπει να αποδεχθούμε και να σεβαστούμε, ακόμη και αν δεν εγκολπωνώμαστε, την απόφαση κάποιου που σε γενικές γραμμές είναι λογικός και αυτεξούσιος.

    Άρα χρειάζεται εδώ ένα επιχείρημα ότι να τιμάς και να σταθμίζεις ταυτόχρονα δεν γίνεται (επειδή είναι αδύνατο; και, αν ναι, εννοιολογικά;). Η αυτονομία είναι σαν την αγάπη: it conquers all. Αναρωτιέμαι όμως αν μπορεί κάποιος εύλογα να διαφωνήσει με αυτήν την άποψη και τι έπεται της εύλογης διαφωνίας (και λόγω αυτής) στο πολιτικό επίπεδο (του ‘επιβάλλω/αποφασίζω/διατάσσω’).

    Μάλλον όχι να τιμώ και να σταθμίζω, αλλά, ακριβέστερα, να τιμώ και να επιβάλλω μετά στάθμιση. Αν επιβάλλω, αποφασίζοντας και διατάσσοντας, μπορεί να τιμώ την σωματική ακεραιότητα του έτερου ηθικού υποκειμένου (και είναι ακόμη υποκείμενο τάχα, αν του φέρωμαι έτσι;), μπορεί την μακροπρόθεσμη ευδαιμονία του, πάντως δεν τιμώ συνολικά το ίδιο.

    Σε τελευταία ανάλυση είναι η διάκριση αυτογραφίας με ετερογραφία: αν ο κηδεμόνας θέλει για τον εαυτό του να αυτογραφή τον δικό του βίο, πόθεν αρύεται το ηθικό δικαίωμα να προελάση και στην ετερογράφηση des Lebens der Anderen?

    Reply
  8. Δ Κυρ,

    Μια από αυτές όμως, ότι ο κηδεμονισμός ‘προωθεί μια αντίληψη του αγαθού δαπάναις του ορθού’, αν και πολύ μου άρεσε, δε νομίζω ότι ακριβολογεί.

    Χμ, εγώ το καταλαβαίνω ως εξής, και ασφαλώς δεν έχω την εποπτεία που έχεις εσύ:

    Το ορθό βάζει περιορισμούς στην προαγωγή του αγαθού. Μας λέει υπό ποιες προϋποθέσεις είναι επιτρέπεται ή επιβάλλεται να προάγουμε το αγαθό, είτε το δικό μας είτε κάποιου/ων άλλου/ων

    Πολύ σωστά ως προς την πρώτη περίοδο. Ως προς την δεύτερη όμως, δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση;

    Αν εγώ ακολουθώ κάποια πολύ βολική θεωρία ηθικού εγωισμού, στην οποία έχω θέσει με την απεριόριστη ηθική μου αυθεντία τον αυτοπεριορισμό να μην ενεργώ ηθικώς εγωιστικά τις Μεγάλες Τετάρτες, θα πούμε απλώς ότι:

    Κατά τούτο, και για τον κηδεμονισμό [παρομοίως για την δική μου εκδοχή ηθικού εγωισμού] το ορθό έχει προτεραιότητα έναντι του αγαθού.

    Ή θα πούμε ότι έχω γαμήσει τα πρέκια σε κάθε εύλογη αντίληψη περί ορθού;

    Πώς πρέπει τότε να χαρακτηρίσουμε το κόστος του κηδεμονισμού, τη δαπάνη όπως το θες εσύ; Εξαρτάται από τις ευρύτερες ηθικές και μεταηθικές παραδοχές μας. Ορισμένοι θεωρούν ότι ο περιορισμός της ελευθερίας είναι απλώς βλάβη, η ηθική αποτίμηση της οποίας εξαρτάται από τις περιστάσεις, στις οποίες συμπεριλαμβάνουμε και την επενέργεια της κηδεμονιστικής δικαιολόγησης. Άλλοι θεωρούν ότι είναι prima facie ηθικώς προβληματική βλάβη, αλλά όχι τελειωτικά ανήθικη ενόψει της κηδεμονιστικής δικαιολόγησής της. Και άλλοι θεωρούν ότι είναι κατ’ αρχήν ανήθικη, αλλά ότι η ηθική της απαξία θεραπεύεται (δεν είμαι σίγουρος ότι αυτός είναι ο ορθός όρος) από την κηδεμονιστική της δικαιολόγηση. Προφανώς η τρίτη εκδοχή ταιριάζει κάπως περισσότερο με την αρχική σου διατύπωση. Αλλά τυχαίνει να είναι η λιγότερο πειστική εκδοχή του κηδεμονισμού.

    Αυτά τα πολύ ενδιαφέροντα που λες δεν τα αντιλαμβάνομαι πλήρως.

    @ΔΤσα, @ΔΚυρ: πώς σας φαίνεται το σημείο υπό 6; Υπάρχει κίνδυνος;

    Reply

Leave a Comment