Η μέριμνα για τη δική μας ευτυχία, μας συνιστά την αρετή της σύνεσης· η μέριμνα για την ευτυχία των άλλων ανθρώπων, τις αρετές της δικαιοσύνης και της ευεργεσίας – εκ των οποίων, η πρώτη μας συγκρατεί από το να βλάψουμε αυτή την ευτυχία, [ενώ] η άλλη μας προτρέπει να προάγουμε αυτή την ευτυχία [των άλλων ανθρώπων]. Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε μέριμνα, είτε για το ποια είναι ή ποια θα έπρεπε να είναι, ή ποια – σε μια συγκεκριμένη κατάσταση – θα ήταν, τα συναισθήματα των άλλων ανθρώπων, η πρώτη από τις τρεις αυτές αρετές αρχικά μας συνίσταται από τα εγωιστικά μας αισθήματα, οι άλλες δύο από καλοκάγαθα αισθήματά μας. Η μέριμνα για τα συναισθήματα των άλλων ανθρώπων, όμως, έρχεται στη συνέχεια τόσο για να επιβάλλει και να κατευθύνει την πρακτική όλων αυτών των αρετών· και [δεν υπήρξε] κανένας άνθρωπος που, κατά τη διάρκεια, είτε ολόκληρης της ζωής του, ή ενός σημαντικού μέρους της, διέσχισε σταθερά και ομοιόμορφα στα μονοπάτια της σύνεσης, της δικαιοσύνης, ή της ορθής ευεργεσίας, του οποίου η συμπεριφορά δεν κατευθύνθηκε κατά κύριο λόγο από το ενδιαφέρον για τα συναισθήματα του υποθετικού αμερόληπτου θεατή, του σπουδαίου “επιστήθιου συγκατοίκου”*, του μεγάλου δικαστή και κριτή της συμπεριφοράς. Αν κατά τη διάρκεια της ημέρας έχουμε παρεκλίνει σε τίποτα κατά κάποιο τρόπο από τους κανόνες που αυτός [ο αμερόληπτος θεατής] μας καθορίζει· αν έχουμε είτε υπερβεί ή χαλαρώσει την λιτότητα μας· αν έχουμε είτε υπερβεί ή χαλαρώσει στη δουλειά μας· εάν, λόγω πάθους ή απροσεξίας, έχουμε πλήξει καθ’ οιονδήποτε τρόπο το συμφέρον ή την ευτυχία του γείτονά μας· αν έχουμε παραμελήσει μια απλή και καλή ευκαιρία για την προώθηση αυτού του συμφέροντος και ευτυχίας· είναι ο “συγκάτοικος” ο οποίος, όταν βραδιάσει, μας καλεί να λογαριάσουμε όλες αυτές τις παραλείψεις και τις παραβιάσεις, και οι επιπλήξεις του συχνά μας κάνουν να κοκκινίζουμε ενδόμυχα τόσο για την αφρωσύνη και την απροσεξία μας ως προς την δική μας ευτυχία, και για ακόμα μεγαλύτερη αδιαφορία και απροσεξία, ίσως, ως προς εκείνη των άλλων ανθρώπων. –Άνταμ Σμιθ, Θεωρία των Ηθικών Αισθημάτων, VI.III.54 (Μετάφραση δική μου)
Φιλοσοφικά
Μικρό μεταηθικό αμ Μπάισπηλ του βρεφοτηγανισμού
Σήμερα θα τηγανίσουμε ένα βρέφος. Τίποτε δεν μας εμποδίζει εξ ηθικής επόψεως, γιατί όλα είναι σχετικά και εγώ που σας γράφω δεν βρίσκω τίποτε το ανήθικο στο να τηγανίσω το μωρό. Όχι μόνο αυτό, αλλά και όσοι ισχυρίζονται ότι τάχα θα ήταν λάθος να το κάνω αυτό πλανώνται πλάνην μεγάλην: δεν υπάρχει λάθος και σωστό σε αυτά τα πράγματα, δεν υπάρχει λάθος και σωστό γενικώς. Όλα είναι σχετικά, το ‘παμε; [εκτός ίσως από το ότι η πρόταση “όλα είναι σχετικά” δεν είναι η ίδια σχετική, χμ]
Η πρόταση “ο βρεφοτηγανισμός είναι ηθικώς απορριπτέος” δεν επιδέχεται αληθοτιμή. Δεν μπορεί να είναι αληθής ή ψευδής περισσότερο παρά η πρόταση “το πλιγούρι είναι πεντανόστιμο” ή “γεια σου ρε Καλλίρη παλλήκαρε!” ή “Πλύνε τα δόντια σου, είπα!”.
Ιδιαιτερότητα και καρικατούρα
Ας υποθέσουμε ότι βρισκόμαστε στην Τρίπολη τον μήνα Σεπτέμβριο, σε ένα από τα δύο στρατόπεδα εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων στρατιωτών που βρίσκονται εκεί. Ένας στρατιώτης, μέσα στις καιρικές συνθήκες πρόωρου χειμώνα που επικρατούν συχνά στην συγκεκριμένη πόλη την περίοδο αυτή, τολμά να κατεβάσει τα μανίκια της στολής του, μετατρέποντάς την έτσι από «θερινή» σε «χειμερινή». Ένας αξιωματικός τον πλησιάζει και τον εγκαλεί αυστηρά. Ο στρατιωτικός κανονισμός είναι σαφής: τα μανίκια δεν επιτρέπεται να κατεβαστούν πριν τα μέσα Οκτωβρίου, όταν δοθεί δηλ. η σχετική διαταγή. Ο στρατιώτης διαμαρτύρεται επικαλούμενος το τσουχτερό κρύο, αρνείται να ανεβάσει τα μανίκια και τελικά τιμωρείται από τον αξιωματικό. Αυτήν την απλή και συχνή στα στρατόπεδα ιστορία μπορούμε να την δούμε με δύο τρόπους. Ο ένας είναι να διαγνώσουμε στον στρατιώτη την χαρακτηριστική ελληνική νοοτροπία απειθαρχίας και αποστροφής προς κάθε κανόνα. Μια ανώριμη κοσμοαντίληψη που στην καλύτερη περίπτωση συνιστά απλώς εμπόδιο σε κάθε προσπάθεια ορθολογικής συγκρότησης μιας κοινότητας ανθρώπων και στην χειρότερη είναι προάγγελος μελλοντικής παρανομίας και διαφθοράς. Ο άλλος τρόπος προσέγγισης της ιστορίας είναι να εστιάσουμε την προσοχή μας στον κανονισμό. Να υποψιαστούμε δηλ. ότι ο σχετικός κανονισμός, αντιγραμμένος πιθανότατα από κάποιο ξένο εγχειρίδιο, αγνοεί καταφανέστατα τον μικροκλιματικό χαρακτήρα του ελληνικού καιρού.
Πώς ο Πρωθυπουργός (δεν;) έκανε πράγματα με τις λέξεις
Πριν από λίγο καιρό, ο πρωθυπουργός της χώρας μιλώντας στην κοινοβουλευτική του ομάδα εξεφώνησε την ακόλουθη πρόταση (σε έντονο ύφος και με αποφασιστικό τόνο): «Αναλαμβάνω το μερίδιο ευθύνης που μου αναλογεί!». Ο Κ.Καραμανλής αναφερόταν με την δήλωσή του αυτή στην σκανδαλώδη υπόθεση του Βατοπεδίου και τα περίφημα πορίσματα που αφορούσαν την τελευταία.
Η παραπάνω δήλωση δεν έπεισε τον πολύ κόσμο. Οι περισσότεροι γνωστοί και φίλοι μου λ.χ., κουβεντιάζοντας γι’αυτή, την αξιολόγησαν με δηλώσεις όπως οι: «Και τί μας είπε δηλαδή ο Καραμανλής; Τίποτε…», «Πάλι στείρα ρητορική…» και παρόμοιες, των οποίων η ποικιλία είναι μεγάλη. Το βέβαιον είναι ότι οι σχετικές δηλώσεις αξιολόγησης της πρωθυπουργικής δήλωσης από πολίτες συνέπιπταν γενικώς ως προς το ότι εξέφραζαν μια «κοινή διαίσθηση»: Ότι η πρωθυπουργική δήλωση είχε προβληματικό σημασιολογικό και πραγματολογικό περιεχόμενο…
Πράγματι ο κοινός νους μας λέει ότι το «Αναλαμβάνω την ευθύνη» που είπε ο πρωθυπουργός δεν σήμανε κιόλας, ότι ανέλαβε την ευθύνη. Γιατί όμως;; Την απάντηση στο ερώτημα αυτό μπορεί να δώσει μόνον ο φιλοσοφικός νους, μέσω της προσπάθειας ακριβέστερης ανάλυσης-σημασιολόγησης της πρωθυπουργικής δήλωσης. Ο φιλοσοφικός νους μπορεί να δικαιολογήσει την «διαίσθηση» του κοινού νου μέσα από μια προσέγγιση που δεν έχει καθόλου να κάνει με πολιτικές προτιμήσεις, κομματικές τοποθετήσεις, συμπάθειες και αντιπάθειες προσώπων, κυβερνήσεων και πολιτικών αλλά με απλή και καθαρή φιλοσοφία της γλώσσας. Σε αξιοποίηση της τελευταίας προχωρώ ευθύς αμέσως στο κείμενο.
Στη φιλοσοφία της γλώσσας γίνεται εδώ και μισόν αιώνα περίπου, λόγος για το «πως να κάνουμε πράγματα με τις λέξεις». Η σχετική διδασκαλία είναι απλή: Πάντοτε, κάθε φορά που λέμε κάτι, κάνουμε και κάτι άλλο εκτός από το να μιλάμε και να εκφωνούμε λέξεις. Για παράδειγμα όταν λέω «γεια σου» στον φίλο μου Αθανάσιο, τον χαιρετώ. Όταν του λέω «Στοιχηματίζω την περιουσία μου ότι γράφω καλύτερα ποινικά βιβλία από σένα!» βάζω μαζί του πράγματι ένα στοίχημα (ενδέχεται βεβαίως και να τον απειλώ ότι θα του φάω τη θέση στο Πανεπιστήμιο, ή να κάνω χιούμορ ή χίλια δυο άλλα πράγματα). Κάθε φορά, ο λόγος μας συνιστά και μια ορισμένη πράξη και η διαπίστωση αυτή συνιστά με την σειρά της μια τεράστια επανάσταση απέναντι στην κλασική αλλά πρόχειρη και εσφαλμένη πεποίθηση του κοινού νου, ότι: «Άλλο τα λόγια κι άλλο τα έργα!» ή ότι «Ο Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια!»: Η αλήθεια είναι αντιθέτως, ότι «και τα λόγια είναι έργα»!
Read moreΠώς ο Πρωθυπουργός (δεν;) έκανε πράγματα με τις λέξεις
Περί αποτυχίας του φιλελευθερισμού
Η πρόσφατη οικονομική κρίση και η ταύτισή της με την περίφημη ελεύθερη αγορά έχει οδηγήσει πολλούς στο συμπέρασμα ότι μπορεί πλέον να ειπωθεί με ασφάλεια πως ο φιλελευθερισμός απέτυχε. Η πορεία του επιχειρήματος μοιάζει να είναι η εξής: η οικονομική κρίση αποδεικνύει ότι η ελεύθερη αγορά απέτυχε και, εφόσον η τελευταία αποτελεί τη βασικότερη πλατφόρμα του φιλελευθερισμού, συνεπάγεται ότι και ο τελευταίος απέτυχε. Για τους σκοπούς του κειμένου δεν σκοπεύω να ασχοληθώ καθόλου με την αφετηρία του επιχειρήματος – δεν σκοπεύω, δηλαδή, να αρνηθώ την αποτυχία της ελεύθερης αγοράς. Αρνούμαι, όμως, το δεύτερο μέρος του συλλογισμού: η όποια αποτυχία της ελεύθερης αγοράς του δεύτερου μισού του 20ου και των αρχών του 21ου αιώνα δεν συνεπάγεται απαραιτήτως αποτυχία του πολιτικού φιλελευθερισμού.
Ο πολιτικός φιλελευθερισμός είναι μια θεωρία που πρωτοεμφανίστηκε με αμφίεση ωφελιμιστική. Ο ωφελιμισμός ήταν εξαιρετικά δημοφιλής στους κύκλους της διανόησης του 19ου αιώνα και ο Mill βιάστηκε να ξεκαθαρίσει νωρίς στο On Liberty ότι παραιτείται κάθε πλεονεκτήματος που θα του έδινε η εξάρτηση από ένα “θεωρητικό δικαίωμα”. Ο φιλελεύθερος ωφελιμισμός έδωσε στην πορεία τη θέση του σε δικαιωματοκρατικές θεωρίες που κινήθηκαν -και κινούνται- γύρω από την έννοια της προσωπικής αυτονομίας. Το δικαίωμα -ή η ανάγκη για τους ωφελιμιστές- του ώριμου ανθρώπου στην προσωπική αυτονομία (στο εξής αυτονομία) συνεπάγεται, χωρίς αμφιβολία, και κάποιο βαθμό οικονομικής ελευθερίας. Ο αυτόνομος άνθρωπος είναι, μεταξύ άλλων, ελεύθερος να επιλέγει το επάγγελμά του, να διαχειρίζεται την περιουσία και τους πόρους του κοκ. Πρόκεται, όμως, για μία ελευθερία που υπηρετεί το γενικότερο σκοπό που δεν είναι άλλος από το να είμαστε εμείς -και όχι κάποιος τρίτος- οι βασικοί συγγραφείς του βιβλίου της ζωής μας έτσι ώστε στο τέλος της να μπορούμε να πούμε ότι πράγματι, σε γενικές γραμμές, ζήσαμε όπως επιλέξαμε, τηρουμένων των αναλογιών.
Η πολυσυζητημένη “αποθέωση” της ελεύθερης αγοράς και η σταδιακή τοποθέτησή της στο επίκεντρο πολιτικών θεωριών που επικράτησε να αποκαλούνται φιλελεύθερες αφορά κατ’ εξοχήν τον λεγόμενο “νεοφιλελευθερισμό”, τον αμερικανικής κοπής (δεξιό) ελευθερισμό δηλαδή.
Υπέρ της επιχορήγησης της τέχνης
Κατόπιν της πρόσφατης κουβεντούλας που κάναμε εδώ στην αΜ/Συνιστολόγιο για την τέχνη με αφορμή κάποιες ιστοριούλες που θυμήθηκα, ένας φίλος μου ζήτησε, ενώ στεκόμασταν μπροστά σε έναν από τους πίνακες που παρέθεσα στις αναρτήσεις μου, να γράψω ένα κομμάτι που θα εξηγεί γιατί είμαι υπέρ της κρατικής επιχορήγησης της τέχνης. Γιατί, δηλαδή, θεωρώ θεμιτή τη χρηματοδότηση μουσείων, γκαλερί, θεάτρων και μουσικών σκηνών από το κοινό ταμείο όταν είναι προφανές ότι πολλοί αδιαφορούν για όλα αυτά και δεν τα επισκέπτονται ποτέ. Το επιχείρημα εναντίον της πολιτικής αυτής είναι πολύ δημοφιλές στις τάξεις των φιλελεύθερων “ουδετεριστών”, εκείνων δηλαδή που θεωρούν ότι το κράτος δεν πρέπει να προωθεί ή να αποθαρρύνει κανένα συγκεκριμένο πρότυπο καλής ζωής. Εν προκειμένω, η επιλογή να χρηματοδοτηθεί η όπερα λχ και όχι τα μπουζούκια προκύπτει από τη θέση ότι η πρώτη είναι πιο πολύτιμη από τα δεύτερα και, άρα, είναι καλύτερο για κάποιον να πηγαίνει στην όπερα παρά στα μπουζούκια. Εκείνοι, λοιπόν, που προτιμούν τον Πλούταρχο αδικούνται διότι αφενός μεν οι επιλογές τους απαξιώνονται, αφετέρου δε οι πόροι κατανέμονται άνισα αφού αφιερώνονται στη ικανοποίηση των λίγων και όχι των πολλών. Διότι, φυσικά, είναι λίγοι εκείνοι που αγαπούν το θέατρο του παραλόγου και τον Πουτσίνι και πολλοί εκείνοι που τα βαριούνται θανάσιμα. Η συζήτηση είναι εκτενής και, σε ορισμένα σημεία της, ιδιαίτερα περίπλοκη και, συνεπώς, μόνο μία επιδερμική προσέγγιση είνα δυνατή στο πλαίσιο μίας τέτοιας ανάρτησης. Η θετική θέση μου είναι σύμφωνη με τη γενικότερη πολιτική μου θεωρία: δε βλέπω τίποτα το κακό στην μη-εξαναγκαστική προώθηση πολύτιμων επιλογών. Υπάρχει, όμως, μία πολιτική θεωρία που αυτό το αρνείται και θα προσπαθήσω να δείξω ότι, στην συγκεκριμένη περίπτωση, ακόμα και η άρνηση του λεγόμενου “φιλελεύθερου περφεξιονισμού” δεν αποκλείει τη κρατική χρηματοδότηση της τέχνης. Όσοι δεν προσυπογράφουν αυτή την άρνηση δε χρειάζεται να πεισθούν.
Δύο είναι οι δημοφιλέστερες θεωρίες πολιτικής ουδετερότητας. Η πρώτη αποδίδεται στο Νόζικ και απαγορεύει στο κράτος να αιτιολογεί τις ενέργειές του στη βάση της λογικής ότι κάποιος τρόπος ζωής είναι καλύτερος από κάποιον άλλο. Η δεύτερη ανήκει στο Ρωλς που επιμένει ότι βασικός στόχος της κυβέρνησης θα πρέπει να είναι η εξασφάλιση σε όλους τους πολίτες ίσων πιθανοτήτων να ζήσουν μία καλή ζωή όπως την αντιλαμβάνονται οι ίδιοι. Η τρίτη μεγάλη κατηγορία ουδετεριστών προσυπογράφει μία αρχή που συνοψίζεται χονδρικά στη φράση “καμμία ενέργεια του κράτους που καθιστά ευχερέστερη την απόλαυση ή επιλογή ενός τρόπου ζωής δεν είναι ανεκτή αν δεν αντισταθμίζεται με αντίστοιχες ενέργειες προς όφελος των υπολοίπων πολιτών που δεν επιλέγουν την συγκεκριμένη ζωή”. Θα ασχοληθώ κυρίως με τις δύο πρώτες θέσεις, καθώς θεωρώ ότι η τρίτη είναι καταφανέστατα προβληματική. Στο τέλος, όμως, η τοποθέτησή μου θα αφορά εξίσου όλες τις παραπάνω κατηγορίες πολιτικών ουδετεριστών.
Πάρις και Ραδάμανθυς
Έστω ότι υπάρχουν δύο δικαστές, ο Ραδάμανθυς και ο Πάρις. Ο Ραδάμανθυς είναι ο σόφος δικαστής του Άδη. Η απέραντη σοφία του του επιτρέπει όχι μόνο να εκδίδη πάντοτε δίκαιες αποφάσεις, αλλά και να τις αιτιολογή, να παρουσιάζη επιχειρήματα υπέρ και κατά, να επανεκτιμά τις απόψεις του, να ακούη τα επιχειρήματα που του προσάγονται, να … Read more Πάρις και Ραδάμανθυς