Κατόπιν της πρόσφατης κουβεντούλας που κάναμε εδώ στην αΜ/Συνιστολόγιο για την τέχνη με αφορμή κάποιες ιστοριούλες που θυμήθηκα, ένας φίλος μου ζήτησε, ενώ στεκόμασταν μπροστά σε έναν από τους πίνακες που παρέθεσα στις αναρτήσεις μου, να γράψω ένα κομμάτι που θα εξηγεί γιατί είμαι υπέρ της κρατικής επιχορήγησης της τέχνης. Γιατί, δηλαδή, θεωρώ θεμιτή τη χρηματοδότηση μουσείων, γκαλερί, θεάτρων και μουσικών σκηνών από το κοινό ταμείο όταν είναι προφανές ότι πολλοί αδιαφορούν για όλα αυτά και δεν τα επισκέπτονται ποτέ. Το επιχείρημα εναντίον της πολιτικής αυτής είναι πολύ δημοφιλές στις τάξεις των φιλελεύθερων “ουδετεριστών”, εκείνων δηλαδή που θεωρούν ότι το κράτος δεν πρέπει να προωθεί ή να αποθαρρύνει κανένα συγκεκριμένο πρότυπο καλής ζωής. Εν προκειμένω, η επιλογή να χρηματοδοτηθεί η όπερα λχ και όχι τα μπουζούκια προκύπτει από τη θέση ότι η πρώτη είναι πιο πολύτιμη από τα δεύτερα και, άρα, είναι καλύτερο για κάποιον να πηγαίνει στην όπερα παρά στα μπουζούκια. Εκείνοι, λοιπόν, που προτιμούν τον Πλούταρχο αδικούνται διότι αφενός μεν οι επιλογές τους απαξιώνονται, αφετέρου δε οι πόροι κατανέμονται άνισα αφού αφιερώνονται στη ικανοποίηση των λίγων και όχι των πολλών. Διότι, φυσικά, είναι λίγοι εκείνοι που αγαπούν το θέατρο του παραλόγου και τον Πουτσίνι και πολλοί εκείνοι που τα βαριούνται θανάσιμα. Η συζήτηση είναι εκτενής και, σε ορισμένα σημεία της, ιδιαίτερα περίπλοκη και, συνεπώς, μόνο μία επιδερμική προσέγγιση είνα δυνατή στο πλαίσιο μίας τέτοιας ανάρτησης. Η θετική θέση μου είναι σύμφωνη με τη γενικότερη πολιτική μου θεωρία: δε βλέπω τίποτα το κακό στην μη-εξαναγκαστική προώθηση πολύτιμων επιλογών. Υπάρχει, όμως, μία πολιτική θεωρία που αυτό το αρνείται και θα προσπαθήσω να δείξω ότι, στην συγκεκριμένη περίπτωση, ακόμα και η άρνηση του λεγόμενου “φιλελεύθερου περφεξιονισμού” δεν αποκλείει τη κρατική χρηματοδότηση της τέχνης. Όσοι δεν προσυπογράφουν αυτή την άρνηση δε χρειάζεται να πεισθούν.
Δύο είναι οι δημοφιλέστερες θεωρίες πολιτικής ουδετερότητας. Η πρώτη αποδίδεται στο Νόζικ και απαγορεύει στο κράτος να αιτιολογεί τις ενέργειές του στη βάση της λογικής ότι κάποιος τρόπος ζωής είναι καλύτερος από κάποιον άλλο. Η δεύτερη ανήκει στο Ρωλς που επιμένει ότι βασικός στόχος της κυβέρνησης θα πρέπει να είναι η εξασφάλιση σε όλους τους πολίτες ίσων πιθανοτήτων να ζήσουν μία καλή ζωή όπως την αντιλαμβάνονται οι ίδιοι. Η τρίτη μεγάλη κατηγορία ουδετεριστών προσυπογράφει μία αρχή που συνοψίζεται χονδρικά στη φράση “καμμία ενέργεια του κράτους που καθιστά ευχερέστερη την απόλαυση ή επιλογή ενός τρόπου ζωής δεν είναι ανεκτή αν δεν αντισταθμίζεται με αντίστοιχες ενέργειες προς όφελος των υπολοίπων πολιτών που δεν επιλέγουν την συγκεκριμένη ζωή”. Θα ασχοληθώ κυρίως με τις δύο πρώτες θέσεις, καθώς θεωρώ ότι η τρίτη είναι καταφανέστατα προβληματική. Στο τέλος, όμως, η τοποθέτησή μου θα αφορά εξίσου όλες τις παραπάνω κατηγορίες πολιτικών ουδετεριστών.
Οι περισσότεροι ουδετεριστές δεν προσυπογράφουν κανένα είδος ηθικού σχετικισμού ή σκεπτικισμού. Μία πασίγνωστη εξαίρεση αποτελεί ο Bruce Ackerman, ένας σκεπτικιστής θεωρητικός που ξεκινά από την ιδέα ότι αυτός ο κόσμος είναι ό,τι εμείς τον κάνουμε διότι τίποτα δε βρίσκεται στην απαρχή του και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι κανείς δεν μπορεί να επιβάλει σε κανέναν πως θα ζει. Το πρώτο σφάλμα του Άκερμαν είναι προφανές: η επιλογή μας δεν περιορίζεται ανάμεσα στον ουδετερισμό και την επιβολή κάποιου προτύπου καλής ζωής – υπάρχουν πολλοί άλλοι τρόποι για να “σπάσει” η ουδετερότητα υπέρ ενός τέτοιου προτύπου. Κυρίως, όμως, δε διαβλέπει ότι δεν μπορεί να είναι κανείς σκεπτικιστής και φιλελεύθερος ταυτόχρονα. Κι αυτό γιατί οι κρίσεις για τα δικαιώματα είναι κανονιστικές και δε διαφέρουν σε τίποτα από τις κρίσεις για το καλό. Ακόμα χειρότερα, εδώ ο Άκερμαν λέει το εξής: δεν μπορούμε να ξέρουμε τι κάνει μία ζωή καλή γι’ αυτό ας κάνουμε μόνοι μας τις κρίσεις μας επ’ αυτού για να ζούμε καλά. Γνωρίζει, δηλαδή, τελικά, αυτό που υποτίθεται ότι δεν μπορεί να γνωρίζει. Το επιχείρημά του δεν μας πείθει ότι θα πρέπει να εγκαταλειφθούν όλα στην τύχη τους μόνο και μόνο επειδή δεν ξέρουμε τι αξίζει να διασωθεί.
Ο σκεπτικισμός αυτού του είδους εκθέτει τους ουδετεριστές και γι’ αυτό εγκαταλείφθηκε γρήγορα. Ένας από τους πλέον δημοφιλείς δικαιοφιλοσόφους του καιρού μας και δυναμικός ουδετεριστής, ο Ronald Dworkin, έσπευσε να απορρίψει την ιδέα και να προτείνει ένα φιλελεύθερο ηθικό κώδικα που θα περιστρέφεται γύρω από τη θεμελιώδη αρχή της ισότητας και του “ίσου σεβασμού” προς όλους τους πολίτες. Το θέμα της χρηματοδότησης της τέχνης δεν του διέφυγε και σε ένα πολυδιαβασμένο άρθρο του, το “Can a liberal state support art?”, αναγνωρίζει ότι κάποιες τάξεις θα ευνοηθούν από μία τέτοια πολιτική αλλά προτείνει και μία ενδιαφέρουσα λύση. Ίσως, λέει, θα ευνοηθεί η μέση και ανώτερη τάξη που συχνάζει στις όπερες και τις γκαλερί αλλά αυτό δε θα συμβεί διότι η λεγόμενη κλασική μουσική και η ζωγραφική είναι σημαντικότερες για μία καλή ζωή από τον Σταλόνε και τα μπουζούκια. Αντίθετα, θα συμβεί διότι έχουμε υποχρέωση να συντηρήσουμε μορφές τέχνης που, αν χαθούν, θα στερήσουν από τις μελλοντικές γενιές μία σειρά από επιλογές. Ο πατερναλιστής, λέει ο Dworkin, αφαιρεί επιλογές για να οδηγήσει τον πολίτη εκεί που επιθυμεί. Εν προκειμένω, όμως, το κράτος θα συντηρήσει επιλογές, σε μία επίδειξη διαγενεακής αλληλεγγύης που θα συνεχίζεται επ’ άπειρον προς όφελος όλων. Μπορεί, τελικά, να μην επιλέξουν πολλοί τις διασωθείσες μορφές τέχνης, αλλά είναι καλύτερο να έχεις πολλές παρά λίγες επιλογές. Άρα, καλούμαστε να κάνουμε μία οικονομική θυσία για τη διαφύλαξη μερικών πολύτιμων επιλογών.
Αυτό το τελευταίο είναι ελαφρώς επιπόλαιο. Οι περισσότερες επιλογές δεν συνεπάγονται απαραιτήτως και περισσότερες δυνατότητες. Αν έχω να επιλέξω ανάμεσα σε 30 πανομοιότυπα σπίτια, τίποτα δε θα αλλάξει αν προστεθούν 50 ακόμα που δε θα διαφέρουν καθόλου. Για να είναι επιθυμητή μία επιπρόσθετη επιλογή, θα πρέπει να διαφέρει σε κάτι -κατά πολλούς σε κάτι σημαντικό- από τις υπόλοιπες. Και για να έχει αξία η πρόσθεσή της θα πρέπει και η ίδια η επιλογή να είναι πολύτιμη – θα συζητούσαμε για την συντήρηση της επιλογής να μπορεί κανείς να ουρεί στο δρόμο; Η δέσμευση μεγάλων χρηματικών ποσών για την συντήρηση κάποιων μορφών τέχνης σαφέστα υπονοεί, στο επιχείρημα του Dworkin, ότι αυτές, σε αντίθεση με άλλες, αξίζουν αυτής της αντιμετώπισης. Επιπροσθέτως, αυτή η έννοια διαγενεακής αλληλεγγύης έχει νόημα για εμάς, τους σημερινούς πολίτες, μόνο αν αυτό που προσφέρουμε στους επόμενους έχει μία αξία σημαντικά μεγαλύτερη από μία ακόμα επιλογή. Άλλωστε, και χωρίς όπερα ή Μπρεχτ, τα παιδιά μας θα έχουν αρκετές επιλογές για την αισθητική τους απόλαυση έτσι ώστε να μην καταδικάζονται σε μία άδεια ζωή.
Στην πραγματικότητα, η κρατική χρηματοδότηση της τέχνης δεν έρχεται σε καμμία απολύτως αντίθεση με την κατά Νόζικ και την κατά Ρωλς πολιτική ουδετερότητα. Υπάρχει ένας πάρα πολύ καλός λόγος για να καθιστά το κράτος προσβάσιμες δραστηριότητες όπως η παρακολούθηση όπερας ή μπαλέτου, η επίσκεψη σε μουσεία και γκαλερί κοκ που δεν προϋποθέτει καμμία απολύτως αξιολόγησή τους. Πριν από οτιδήποτε άλλο, θα πρέπει να είναι σαφές ότι όλοι οι πολίτες έχουν δικαίωμα στην αισθητική απόλαυση και την ψυχαγωγία. Δεύτερον, είναι δεδομένο ότι το γούστο, παρά το γεγονός ότι είναι σε κάποιο βαθμό επίκτητο, είναι κάτι που, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την τέχνη, είναι και έμφυτο: κάποιοι πηγαίνουν στους παλιάτσους του Λεονκαβάλο και συγκινούνται και κάποιοι το βρίσκουν γελοίο. Η απόλαυση της τέχνης δεν μοιάζει με το ακριβό και πολυτελές γούστο όσων “δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς σαμπάνια και χαβιάρι”. Αν, λοιπόν, το κράτος φροντίζει να ικανοποιεί αυτή τους την ανάγκη χωρίς να αξιολογεί τη ζωή τους ως καλύτερη από αυτή των μπουζουκόβιων πληροί τις προϋποθέσεις του Νόζικ. Και εφόσον προσπαθεί να τους προσφέρει τις ίδιες πιθανότητες για αισθητική απόλαυση και καλή ζωή που απολαμβάνουν όσοι αγαπούν τις δημοφιλείς μορφές τέχνης που επιβιώνουν στην αγορά, ικανοποιεί και τον Ρωλς. Τέλος, ακόμα και η τρίτη κατηγορία ουδετεριστών ελάχιστα θα έχει να αντιπαραθέσει αν παραμείνει σε μετριοπαθή επίπεδα: το κράτος εδώ δεν προωθεί μία αντίληψη καλής ζωής αλλά διορθώνει μία ανωμαλία που προκύπτει από τη φύση μίας συγκεκριμένης έκφανσης μίας ανάγκης που αναγνωρίζουμε όλοι, αυτής της αισθητικής απόλαυσης που μπορεί να κυμαίνεται από το παίξιμο της φλογέρας του βοσκού μέχρι τον Κούρα στην σκηνή του Κοβεντ Γκαρντεν. Φυσικά, εγώ θεωρώ ότι υπάρχουν απολύτως θεμιτοί περφεξιονιστικοί λόγοι για την κρατική χρηματοδότηση της τέχνης και πιστεύω ότι το κατάλληλο μοντέλο θα επέτρεπε σε πολύ περισσότερους να αποκτήσουν την εκπαίδευση που προαπαιτείται και, τελικά, να εκμεταλλεύονται αυτή τη χρηματοδότηση για την αισθητική τους απόλαυση. Ακόμα και χωρίς τη βοήθεια του φιλελεύθερου περφεξιονισμού, όμως, ο κατά γενική ομολογία μεγαλύτερος εχθρός αυτής της πολιτικής, η πολιτική ουδετερότητα, δεν μοιάζει να προσφέρει καλούς λόγους υπέρ της παύσης της.
Θα ήθελα να επισημάνω εδώ και την πολύ καλή στάση του ελληνικού κράτους στο συγκεκριμένο θέμα, που επί σειρά ετών υποστηρίζει οικονομικά μία ιδιαίτερα απαιτητική μορφή τέχνης, αυτήν που ασκούν οι διασυνδεδεμένοι καλλιτέχνες.
Πράγματι, οι μελλοντικές γενιές θα έχαναν την επιλογή να απολαύσουν αισθητικά τις χορογραφίες/θεατρικά έργα/βιβλία/τραγούδια κ.λπ. όλων αυτών των σημερινών καλλιτεχνών με διασυνδέσεις στο κόμμα και στην κυβέρνηση, με υψηλές γνωριμίες και καλές δημόσιες σχέσεις. Έρχεται όμως εδώ το ελληνικό κράτος και διορθώνει αυτήν την ανωμαλία, προσφέροντας στους μεν διασυνδεδεμένους καλλιτέχνες κομμάτι από την πίτα, σε εμάς δε την πιθανότητα για αισθητική απόλαυση και καλή ζωή.
Και αφήνοντας κατά μέρος την πλάκα, δε βλέπω το νόημα μιας τέτοιας συζήτησης, τη στιγμή που ζούμε στη συγκεκριμένη Ελλάδα με το συγκεκριμένο ΥΠΠΟ, το οποίο λειτουργεί με έναν πολύ συγκεκριμένο και σκανδαλώδη τρόπο. Μου φαίνεται εντελώς εκτός τόπου η θεωρητική συζήτηση για ένα ιδανικό κράτος το οποίο εμείς, οι κάτοικοι Ελλάδας μέσης ηλικίας, κατά πάσα πιθανότητα δε θα ζήσουμε ποτέ.
Είμαι εκτός θέματος;
Ναι :-) Η ερωτηση αν το κρατος επι της αρχης θα επρεπε να στηριζει την τεχνη ειναι ενδιαφερουσα, ασχετα με το τι γινεται σε αυτην την πολυ περιεργη χωρα καπου στην ακρη της Ευρωπης.
Ειναι μαλιστα σημαντικο να δειξει κανεις οτι η επιχορηγηση της τεχνης δεν συγκρουεται με την αρχη της πολ. ουδετεροτητας ή αλλες αρχες που συμπαθουν οι περισσοτεροι φιλελευθεροι.
Εχω μια απορια βεβαια: θα επρεπε το κρατος να στηριζει και τα λεγομενα επικτητα γουστα? δηλαδη αν κανεις δεν γουσταρει οπερα στην Ελλαδα, αλλα ξερουμε οτι με μια μαζικη κρατικη επενδυση θα αρεσε σε οσους σημερα ακουνε σκυλαδικο, ειναι αυτη μια επενδυση που πρεπει να γινει?
Πολύ ωραίο ερώτημα και πολύ καλή ανάλυση, αλλά συμφωνώ με τον Elias σε μεγάλο βαθμο. Στο βαθμό που δεν συμφωνώ θα έλεγα το εξής: θα ήμουν σύμφωνος το κράτος να επιβάλλει επιπλέον φόρους για την επιχορήγηση μιας μορφής τέχνης (ή του αθλητισμού, κτλ) αν η πλειοψηφία το επιθυμεί. Κάτι όμως που θα πρέπει να ανανεώνεται και να σταθμίζεται συχνά με δημοκρατικό τρόπο (πιο συχνά από τις εκλογές, όταν συντάσσεται προϋπολογισμός), ενώ να είναι κομμάτι της ερώτησης/δημοψήφισμα το ποσό που θα αφαιρεθεί από κάθε πολίτη (επομένως και από αυτούς που δεν θέλουν να το δώσουν).
Έχω μόνο μια παρατήρηση στην ανάλυση των θέσεων του Bruce Ackerman.
Θεωρώ ότι αναφέρεται στις ζωές των άλλων. Για τη δική μας ζωή μπορούμε να εκφέρουμε άποψη με λιγότερη ασάφεια από ότι για τις ζωές των άλλων. Γνωρίζει το δικό του κομμάτι πληροφορίας και δεν θέλει να του επιβάλλει κάποιος άλλος που δεν το γνωρίζει.
Λέει λοιπόν ότι οι δρόμοι για την καλή ζωή εξαρτώνται από το άτομο και δεν υπάρχει μόνο ένας. Επιπλέον ο καλύτερος γνώστης για να επιλέξει το δρόμο είναι το ίδιο το άτομο και όχι κάποιος τρίτος.
Σας ευχαριστώ όλους για τα ενδιαφέροντα σχόλια.
Elias,
Μπορεί να είναι και έτσι τα πράγματα με το ΥΠΠΟ, αλλά εγώ δε γράφω για τη χρηματοδότηση των ημετέρων αλλά για τη χρηματοδότηση της τέχνης. Το “νόημα της συζήτησης” που δε βλέπεις είναι μάλλον απλό τελικά: πρώτα παοφασίζουμε αν πρέπει, επί της αρχής, να κάνουμε κάτι και μετά το κατά πόσον οι ειδικές κατά περίπτωση περιστάσεις το επιτρέπουν. Επί του πρώτου θέματος ποια είναι η θέση σου; Αφήνω, βέβαια, κατά μέρος το γεγονός ότι η συζήτηση ως θεωρητική άσκηση μου είναι ιδιαίτερα προσφιλής.
Σώτο,
Αυτά είναι, στην πραγματικότητα, δύο διαφορετικά ερωτήματα. Όσον αφορά το πρώτο, η απάντησή μου είναι ότι δεν είμαι βέβαιος για το κατά πόσον το κριτήριο θα πρέπει να είναι το επίκτητο ή μη του γούστου ή το γούστο το ίδιο. Δηλαδή, αν η χρήση ηρωίνης δεν ήταν επίκτητη θα εξακολουθούσε να είναι κάτι που θα πρέπει να αποθαρρύνουμε και, αντιστοίχως, αν η αστακοφαγία ήταν επίκτητη δε θα έπρεπε απαραιτήτως να την επιχορηγούμε. Για μένα, το πιο ενδιαφέρον κριτήριο είναι το τι χάνει κανείς από την μη ικανοποίηση του συγκεκριμένου γούστου. Αλλά δεν είμα απολύτως βέβαιος για το πως θα έφτιαχνα το θεωρητικό σχήμα – απλώς ήθελα να επισημάνω στο κείμενο ότι η αισθητική απόλαυση είναι σημαντική ανάγκη η μη ικανοποίηση της οποίας κάνει τη ζωή μας χειρότερη και όχι απλά μια “κακομαθημενιά” ή “πολυτέλεια”.
Το δεύτερο ερώτημα μπορεί να απαντηθεί με δύο τρόπους, ανάλογα με το αν θέλεις τη δική μου γνώμη ή τη μία τοποθέτηση στη λογική του κειμένου. Εγώ δε θα ξεχώριζα την τέχνη σε υψηλή και ανάξια, αλλά θα έκανα το διαχωρισμό ανάμεσα σε ψυχαγωγία και αισθητική απόλαυση. Αν τα μπουζούκια επιτυγχάνουν το δεύτερο, διεκδικούν επαξίως την κρατική υποστήριξη. Αυτό, όμως, είναι εξαιρετικά απίθανο. Στη χειρότερη περίπτωση, θα έλεγα ότι θα ήταν καλό να γίνει μία εισαγωγή στις πιο “δύσκολες” μορφές τέχνης ώστε να δίνεται η ευκαιρία σε όλους να κρίνουν, με τα κατάλληλα εργαλεία πια, τι τους προσφέρει την εν λόγω απόλαυση. Στο πλαίσιο του κειμένου, θα έλεγα μόνο αυτό το τελευταίο: όσο, δηλαδή, η λογική είναι αυτή της τελευταίας μου φράσης και όχι ότι μία ζωή με όπερα είναι ανώτερη από μία με μπουζούκια και όσο γίνεται μία προσπάθεια να γίνουν προσβάσιμες μορφές τέχνης που δεν είναι εμπορικές προς εξισορόπηση της κατάστασης, ο ουδετεριστής έχει λίγα να αντιπαραθέσει.
JL,
Πέρα από την, αναπάντεχη αν κρίνω από προηγούμενα σχόλιά σου, έλλειψη πρακτικότητας που σίγουρα θα παρατηρείς κι εσύ στην πρότασή σου, νομίζω ότι προτείνεις μία αμεσοδημοκρατική λύση σε ένα δημοκρατικό πλαίσιο δυτικού τύπου. Κατ’ αρχάς, και σε συνάφεια με το πρακτικό κομμάτι, σίγουρα υπάρχουν και πιο σημαντικές αποφάσεις από το αν θα πάρει χρήματα το μέγαρο ή Λυρική. Όλοι έχουμε τις απόψεις μας για τα νοσοκομεία, τα σχολεία, τον αθλητισμό κοκ και αν έπρεπε κάθε φορά που αποφασίζει η κυβέρνηση για το πως θα μοιράσει τα χρήματα σε υγεία, παιδεία και τα σχετικά να μας συμβουλεύεται μόνο δημοψηφίσματα θα κάναμε. Άσε που σχετικές με το θέμα μας αποφάσεις που δεν έχουν οικονομικές παραμέτρους μπορούν να έχουν πολύ μεγαλύτερες επιδράσεις στη ζωή μας – κι εκεί δημοψήφισμα; Επί της αρχής, αρνούμαι και τα παρακάτω: 1) ότι η κάθε κυβέρνηση έχει υποχρέωση να δίνει επί τόπου λογαριασμό για κάθε πράξη της: ο πολίτης ψηφίζει πρόγραμμα και γενικές πολιτικές και καταψηφίζει την αθέτηση ή κακή εφαρμογή τους και 2) ότι η κυβέρνηση θα πρέπει πάντα να κάνει αυτό που θέλει η πλειονότητα -κάτι προφανές νομίζω. Κι εδώ το επιχείρημά μου είναι ότι αν γίνει αυτό που θέλει η πλειονότητα, εκείνη θα βολευτεί μια χαρά με τις εμπορικές της συνήθειες και οι μειονότητες θα αδυνατούν -με εξαίρεση τους ζάπλουτους- να ικανοποιήσουν την ανάγκη τους για πρόσβαση στην τέχνη και την αισθητική απόλαυση/ψυχαγωγία χωρίς να έχουν κάνει κάτι για να το αξίζουν.
ΟΚ, και λοιπόν; Δεν καταλαβαίνω ούτε τη διευκρίνιση ούτε το επιχείρημά σου. Τι αντιτείνεις στο δικό μου επιχείρημα;
Kωνσταντίνος
Δεκτές οι γενικές παρατηρήσεις και απόλυτα λογικές. Αν όμως τις υποστηρίζει η μειονότητα έχω τη δυνατότητα σε ένα δημοκρατικό σύστημα να περάσω τη δική μου άποψη περί δημοψηφισμάτων έχοντας την πλειονότητα με το μέρος μου. Ως αντεπιχείρημα λοιπόν, αν μια κυβέρνηση κατεβάσει στο πρόγραμμα της τη λογική δημοψηφισμάτων σε αυτούς τους τομείς, και ο κόσμος ψηφίσει αυτή την κυβέρνηση, συνεχίζεις να έχεις πρόβλημα και να αρνείσαι?
Μα το θέμα μας είναι η τέχνη. Η υγεία και η παιδεία δίνονται σε όλους. Όμως στην όπερα μπορεί να πάει το 1% του πληθυσμού. Ή μπορεί μόνο το 10% του πληθυσμού να ασχολείται ενεργά με την άθληση. Ή μόνο το 5% του πληθυσμού να μην έχει χρήματα για διατροφή και ένδυση. Μιλώ μόνο για τέτοιες περιπτώσεις και πότε πρέπει να διατηρούμε τέτοια πακέτα προς τις μειοψηφίες. Τα υπόλοιπα είναι δικές σου προσθήκες, ποτέ δεν μίλησα για δημοψήφισμα επί παντός επιστητού.
Ο Bruce Ackerman λέει ότι δεν μπορούμε να ξέρουμε τι κάνει μια ζωή καλή. Θεωρώ ότι αναφέρεται στη ζωή των άλλων. Δεν μπορούμε να ξέρουμε τι κάνει τη ζωή του κάθε άλλου καλή. Μπορούμε να ξέρουμε όμως τι κάνει τη ζωή τη δική μας καλή άρα εμείς πρέπει να αποφασίσουμε για τη δική μας ζωή και όχι οι άλλοι.
Έσυ λες “Γνωρίζει, δηλαδή, τελικά, αυτό που υποτίθεται ότι δεν μπορεί να γνωρίζει”. Δεν γνωρίζει τι είναι καλό για τη ζώη γενικά, γνωρίζει τι είναι καλό για τη δική του ζωή ειδικά. Αυτό αντιτείνω.
“Πρόβλημα” δεν έχω, υπό την έννοια ότι θα ήταν, στην πραγματικότητα, μία πρόταση για ένα καινούργιο, πιο αμεσοδημοκρατικό, πολιτικό σύστημα. Αλλά θα ήταν τόσο προβληματικό στην πράξη που θα καταργούσε τον ίδιο του τον σκοπό: ούτε για πολιτική πράξη θα έμενε χρόνος ούτε σοβαρός πολιτικός διάλογος θα γινόταν. Υπάρχει κάποιος λόγος που προχωρήσαμε στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία.
Μα η αξία της τέχνης είναι lato sensu εργαλειακή, είτε την αντιληφθεί κανείς με την παραδοσιακή έννοια του όρου είτε με τη ραζιανή εφεύρεση του “απαραίτητου συστατικού” που θα της έδινε διαφορετική περιωπή και την οποία εξηγώ στην κεντρική σελίδα, στο κείμενο για την ιδιοκτησία και την τέχνη, στο οποίο ίσως θα έπρεπε να είχα παραπέμψει νωρίτερα. Αλλά, ακόμα και σε αυτή την ανάρτηση που συζητούμε τώρα, φαίνεται νομίζω σαφώς ότι μιλώ για την τέχνη ως αισθητική απόλαυση η οποία με την σειρά της συνεισφέρει στην καλή ζωή. Και όλοι έχουμε ανάγκη από αισηθητική απόλαυση, όπως όλοι έχουμε ανάγκη από υγεία και παιδεία. Αν μια μέρα οι περισσότεροι αδιαφορούν για τη δημόσια υγεία, αυτό δεν συνεπάγεται ότι το κράτος θα πρέπει να την καταργήσει και να αφήσει όσους δεν έχουν πρόσβαση στην ιδιωτική στην τύχη τους. Και, φυσικά, όλοι έχουμε τις ιδέες μας για το πως θα πρέπει να λειτουργούν τα νοσοκομεία και -πολύ περισσότερο!- τα σχολεία. Αν -κάτι που δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα- η πλειονότητα των Ελλήνων επιθυμούσε να διδάσκονται μόνο μαθήματα που έχουν σχέση με τις πανελλήνιες που θα δώσει το κάθε παιδί -και ίσως και θρησκευτικά- στα σχολεία, θα έπρεπε το κράτος να συμφωνήσει;
« Καπνιζοντας στην Ουγκανντα – μια ασυνηθιστα επικινδυνη συνηθεια
Η επιστημη να κοιταει πανω απο ολα τον ανθρωπο! »
Υπέρ της επιχορήγησης της τέχνης
Published
by
Κωνσταντίνος
on October 7, 2008
in Φιλοσοφικά
. Edit Tags: φιλοσοφια.
Κατόπιν της πρόσφατης κουβεντούλας που κάναμε εδώ στην αΜ/Συνιστολόγιο για την τέχνη με αφορμή κάποιες ιστοριούλες που θυμήθηκα, ένας φίλος μου ζήτησε, ενώ στεκόμασταν μπροστά σε έναν από τους πίνακες που παρέθεσα στις αναρτήσεις μου, να γράψω ένα κομμάτι που θα εξηγεί γιατί είμαι υπέρ της κρατικής επιχορήγησης της τέχνης. Γιατί, δηλαδή, θεωρώ θεμιτή τη χρηματοδότηση μουσείων, γκαλερί, θεάτρων και μουσικών σκηνών από το κοινό ταμείο όταν είναι προφανές ότι πολλοί αδιαφορούν για όλα αυτά και δεν τα επισκέπτονται ποτέ. Το επιχείρημα εναντίον της πολιτικής αυτής είναι πολύ δημοφιλές στις τάξεις των φιλελεύθερων “ουδετεριστών”, εκείνων δηλαδή που θεωρούν ότι το κράτος δεν πρέπει να προωθεί ή να αποθαρρύνει κανένα συγκεκριμένο πρότυπο καλής ζωής. Εν προκειμένω, η επιλογή να χρηματοδοτηθεί η όπερα λχ και όχι τα μπουζούκια προκύπτει από τη θέση ότι η πρώτη είναι πιο πολύτιμη από τα δεύτερα και, άρα, είναι καλύτερο για κάποιον να πηγαίνει στην όπερα παρά στα μπουζούκια. Εκείνοι, λοιπόν, που προτιμούν τον Πλούταρχο αδικούνται διότι αφενός μεν οι επιλογές τους απαξιώνονται, αφετέρου δε οι πόροι κατανέμονται άνισα αφού αφιερώνονται στη ικανοποίηση των λίγων και όχι των πολλών. Διότι, φυσικά, είναι λίγοι εκείνοι που αγαπούν το θέατρο του παραλόγου και τον Πουτσίνι και πολλοί εκείνοι που τα βαριούνται θανάσιμα. Η συζήτηση είναι εκτενής και, σε ορισμένα σημεία της, ιδιαίτερα περίπλοκη και, συνεπώς, μόνο μία επιδερμική προσέγγιση είνα δυνατή στο πλαίσιο μίας τέτοιας ανάρτησης. Η θετική θέση μου είναι σύμφωνη με τη γενικότερη πολιτική μου θεωρία: δε βλέπω τίποτα το κακό στην μη-εξαναγκαστική προώθηση πολύτιμων επιλογών. Υπάρχει, όμως, μία πολιτική θεωρία που αυτό το αρνείται και θα προσπαθήσω να δείξω ότι, στην συγκεκριμένη περίπτωση, ακόμα και η άρνηση του λεγόμενου “φιλελεύθερου περφεξιονισμού” δεν αποκλείει τη κρατική χρηματοδότηση της τέχνης. Όσοι δεν προσυπογράφουν αυτή την άρνηση δε χρειάζεται να πεισθούν.
Δύο είναι οι δημοφιλέστερες θεωρίες πολιτικής ουδετερότητας. Η πρώτη αποδίδεται στο Νόζικ και απαγορεύει στο κράτος να αιτιολογεί τις ενέργειές του στη βάση της λογικής ότι κάποιος τρόπος ζωής είναι καλύτερος από κάποιον άλλο. Η δεύτερη ανήκει στο Ρωλς που επιμένει ότι βασικός στόχος της κυβέρνησης θα πρέπει να είναι η εξασφάλιση σε όλους τους πολίτες ίσων πιθανοτήτων να ζήσουν μία καλή ζωή όπως την αντιλαμβάνονται οι ίδιοι. Η τρίτη μεγάλη κατηγορία ουδετεριστών προσυπογράφει μία αρχή που συνοψίζεται χονδρικά στη φράση “καμμία ενέργεια του κράτους που καθιστά ευχερέστερη την απόλαυση ή επιλογή ενός τρόπου ζωής δεν είναι ανεκτή αν δεν αντισταθμίζεται με αντίστοιχες ενέργειες προς όφελος των υπολοίπων πολιτών που δεν επιλέγουν την συγκεκριμένη ζωή”. Θα ασχοληθώ κυρίως με τις δύο πρώτες θέσεις, καθώς θεωρώ ότι η τρίτη είναι καταφανέστατα προβληματική. Στο τέλος, όμως, η τοποθέτησή μου θα αφορά εξίσου όλες τις παραπάνω κατηγορίες πολιτικών ουδετεριστών.
Οι περισσότεροι ουδετεριστές δεν προσυπογράφουν κανένα είδος ηθικού σχετικισμού ή σκεπτικισμού. Μία πασίγνωστη εξαίρεση αποτελεί ο Bruce Ackerman, ένας σκεπτικιστής θεωρητικός που ξεκινά από την ιδέα ότι αυτός ο κόσμος είναι ό,τι εμείς τον κάνουμε διότι τίποτα δε βρίσκεται στην απαρχή του και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι κανείς δεν μπορεί να επιβάλει σε κανέναν πως θα ζει. Το πρώτο σφάλμα του Άκερμαν είναι προφανές: η επιλογή μας δεν περιορίζεται ανάμεσα στον ουδετερισμό και την επιβολή κάποιου προτύπου καλής ζωής – υπάρχουν πολλοί άλλοι τρόποι για να “σπάσει” η ουδετερότητα υπέρ ενός τέτοιου προτύπου. Κυρίως, όμως, δε διαβλέπει ότι δεν μπορεί να είναι κανείς σκεπτικιστής και φιλελεύθερος ταυτόχρονα. Κι αυτό γιατί οι κρίσεις για τα δικαιώματα είναι κανονιστικές και δε διαφέρουν σε τίποτα από τις κρίσεις για το καλό. Ακόμα χειρότερα, εδώ ο Άκερμαν λέει το εξής: δεν μπορούμε να ξέρουμε τι κάνει μία ζωή καλή γι’ αυτό ας κάνουμε μόνοι μας τις κρίσεις μας επ’ αυτού για να ζούμε καλά. Γνωρίζει, δηλαδή, τελικά, αυτό που υποτίθεται ότι δεν μπορεί να γνωρίζει. Το επιχείρημά του δεν μας πείθει ότι θα πρέπει να εγκαταλειφθούν όλα στην τύχη τους μόνο και μόνο επειδή δεν ξέρουμε τι αξίζει να διασωθεί.
Ο σκεπτικισμός αυτού του είδους εκθέτει τους ουδετεριστές και γι’ αυτό εγκαταλείφθηκε γρήγορα. Ένας από τους πλέον δημοφιλείς δικαιοφιλοσόφους του καιρού μας και δυναμικός ουδετεριστής, ο Ronald Dworkin, έσπευσε να απορρίψει την ιδέα και να προτείνει ένα φιλελεύθερο ηθικό κώδικα που θα περιστρέφεται γύρω από τη θεμελιώδη αρχή της ισότητας και του “ίσου σεβασμού” προς όλους τους πολίτες. Το θέμα της χρηματοδότησης της τέχνης δεν του διέφυγε και σε ένα πολυδιαβασμένο άρθρο του, το “Can a liberal state support art?”, αναγνωρίζει ότι κάποιες τάξεις θα ευνοηθούν από μία τέτοια πολιτική αλλά προτείνει και μία ενδιαφέρουσα λύση. Ίσως, λέει, θα ευνοηθεί η μέση και ανώτερη τάξη που συχνάζει στις όπερες και τις γκαλερί αλλά αυτό δε θα συμβεί διότι η λεγόμενη κλασική μουσική και η ζωγραφική είναι σημαντικότερες για μία καλή ζωή από τον Σταλόνε και τα μπουζούκια. Αντίθετα, θα συμβεί διότι έχουμε υποχρέωση να συντηρήσουμε μορφές τέχνης που, αν χαθούν, θα στερήσουν από τις μελλοντικές γενιές μία σειρά από επιλογές. Ο πατερναλιστής, λέει ο Dworkin, αφαιρεί επιλογές για να οδηγήσει τον πολίτη εκεί που επιθυμεί. Εν προκειμένω, όμως, το κράτος θα συντηρήσει επιλογές, σε μία επίδειξη διαγενεακής αλληλεγγύης που θα συνεχίζεται επ’ άπειρον προς όφελος όλων. Μπορεί, τελικά, να μην επιλέξουν πολλοί τις διασωθείσες μορφές τέχνης, αλλά είναι καλύτερο να έχεις πολλές παρά λίγες επιλογές. Άρα, καλούμαστε να κάνουμε μία οικονομική θυσία για τη διαφύλαξη μερικών πολύτιμων επιλογών.
Αυτό το τελευταίο είναι ελαφρώς επιπόλαιο. Οι περισσότερες επιλογές δεν συνεπάγονται απαραιτήτως και περισσότερες δυνατότητες. Αν έχω να επιλέξω ανάμεσα σε 30 πανομοιότυπα σπίτια, τίποτα δε θα αλλάξει αν προστεθούν 50 ακόμα που δε θα διαφέρουν καθόλου. Για να είναι επιθυμητή μία επιπρόσθετη επιλογή, θα πρέπει να διαφέρει σε κάτι -κατά πολλούς σε κάτι σημαντικό- από τις υπόλοιπες. Και για να έχει αξία η πρόσθεσή της θα πρέπει και η ίδια η επιλογή να είναι πολύτιμη – θα συζητούσαμε για την συντήρηση της επιλογής να μπορεί κανείς να ουρεί στο δρόμο; Η δέσμευση μεγάλων χρηματικών ποσών για την συντήρηση κάποιων μορφών τέχνης σαφέστα υπονοεί, στο επιχείρημα του Dworkin, ότι αυτές, σε αντίθεση με άλλες, αξίζουν αυτής της αντιμετώπισης. Επιπροσθέτως, αυτή η έννοια διαγενεακής αλληλεγγύης έχει νόημα για εμάς, τους σημερινούς πολίτες, μόνο αν αυτό που προσφέρουμε στους επόμενους έχει μία αξία σημαντικά μεγαλύτερη από μία ακόμα επιλογή. Άλλωστε, και χωρίς όπερα ή Μπρεχτ, τα παιδιά μας θα έχουν αρκετές επιλογές για την αισθητική τους απόλαυση έτσι ώστε να μην καταδικάζονται σε μία άδεια ζωή.
Στην πραγματικότητα, η κρατική χρηματοδότηση της τέχνης δεν έρχεται σε καμμία απολύτως αντίθεση με την κατά Νόζικ και την κατά Ρωλς πολιτική ουδετερότητα. Υπάρχει ένας πάρα πολύ καλός λόγος για να καθιστά το κράτος προσβάσιμες δραστηριότητες όπως η παρακολούθηση όπερας ή μπαλέτου, η επίσκεψη σε μουσεία και γκαλερί κοκ που δεν προϋποθέτει καμμία απολύτως αξιολόγησή τους. Πριν από οτιδήποτε άλλο, θα πρέπει να είναι σαφές ότι όλοι οι πολίτες έχουν δικαίωμα στην αισθητική απόλαυση και την ψυχαγωγία. Δεύτερον, είναι δεδομένο ότι το γούστο, παρά το γεγονός ότι είναι σε κάποιο βαθμό επίκτητο, είναι κάτι που, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την τέχνη, είναι και έμφυτο: κάποιοι πηγαίνουν στους παλιάτσους του Λεονκαβάλο και συγκινούνται και κάποιοι το βρίσκουν γελοίο. Η απόλαυση της τέχνης δεν μοιάζει με το ακριβό και πολυτελές γούστο όσων “δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς σαμπάνια και χαβιάρι”. Αν, λοιπόν, το κράτος φροντίζει να ικανοποιεί αυτή τους την ανάγκη χωρίς να αξιολογεί τη ζωή τους ως καλύτερη από αυτή των μπουζουκόβιων πληροί τις προϋποθέσεις του Νόζικ. Και εφόσον προσπαθεί να τους προσφέρει τις ίδιες πιθανότητες για αισθητική απόλαυση και καλή ζωή που απολαμβάνουν όσοι αγαπούν τις δημοφιλείς μορφές τέχνης που επιβιώνουν στην αγορά, ικανοποιεί και τον Ρωλς. Τέλος, ακόμα και η τρίτη κατηγορία ουδετεριστών ελάχιστα θα έχει να αντιπαραθέσει αν παραμείνει σε μετριοπαθή επίπεδα: το κράτος εδώ δεν προωθεί μία αντίληψη καλής ζωής αλλά διορθώνει μία ανωμαλία που προκύπτει από τη φύση μίας συγκεκριμένης έκφανσης μίας ανάγκης που αναγνωρίζουμε όλοι, αυτής της αισθητικής απόλαυσης που μπορεί να κυμαίνεται από το παίξιμο της φλογέρας του βοσκού μέχρι τον Κούρα στην σκηνή του Κοβεντ Γκαρντεν. Φυσικά, εγώ θεωρώ ότι υπάρχουν απολύτως θεμιτοί περφεξιονιστικοί λόγοι για την κρατική χρηματοδότηση της τέχνης και πιστεύω ότι το κατάλληλο μοντέλο θα επέτρεπε σε πολύ περισσότερους να αποκτήσουν την εκπαίδευση που προαπαιτείται και, τελικά, να εκμεταλλεύονται αυτή τη χρηματοδότηση για την αισθητική τους απόλαυση. Ακόμα και χωρίς τη βοήθεια του φιλελεύθερου περφεξιονισμού, όμως, ο κατά γενική ομολογία μεγαλύτερος εχθρός αυτής της πολιτικής, η πολιτική ουδετερότητα, δεν μοιάζει να προσφέρει καλούς λόγους υπέρ της παύσης της.
« Καπνιζοντας στην Ουγκανντα – μια ασυνηθιστα επικινδυνη συνηθεια
Η επιστημη να κοιταει πανω απο ολα τον ανθρωπο! »
5 Responses to “Υπέρ της επιχορήγησης της τέχνης”
Feed for this Entry Trackback Address
1. 1 Elias
October 9, 2008 at 3:09 am Quote Edit
Θα ήθελα να επισημάνω εδώ και την πολύ καλή στάση του ελληνικού κράτους στο συγκεκριμένο θέμα, που επί σειρά ετών υποστηρίζει οικονομικά μία ιδιαίτερα απαιτητική μορφή τέχνης, αυτήν που ασκούν οι διασυνδεδεμένοι καλλιτέχνες.
Πράγματι, οι μελλοντικές γενιές θα έχαναν την επιλογή να απολαύσουν αισθητικά τις χορογραφίες/θεατρικά έργα/βιβλία/τραγούδια κ.λπ. όλων αυτών των σημερινών καλλιτεχνών με διασυνδέσεις στο κόμμα και στην κυβέρνηση, με υψηλές γνωριμίες και καλές δημόσιες σχέσεις. Έρχεται όμως εδώ το ελληνικό κράτος και διορθώνει αυτήν την ανωμαλία, προσφέροντας στους μεν διασυνδεδεμένους καλλιτέχνες κομμάτι από την πίτα, σε εμάς δε την πιθανότητα για αισθητική απόλαυση και καλή ζωή.
Και αφήνοντας κατά μέρος την πλάκα, δε βλέπω το νόημα μιας τέτοιας συζήτησης, τη στιγμή που ζούμε στη συγκεκριμένη Ελλάδα με το συγκεκριμένο ΥΠΠΟ, το οποίο λειτουργεί με έναν πολύ συγκεκριμένο και σκανδαλώδη τρόπο. Μου φαίνεται εντελώς εκτός τόπου η θεωρητική συζήτηση για ένα ιδανικό κράτος το οποίο εμείς, οι κάτοικοι Ελλάδας μέσης ηλικίας, κατά πάσα πιθανότητα δε θα ζήσουμε ποτέ.
Είμαι εκτός θέματος;
2. 2 S G
October 9, 2008 at 4:40 am Quote Edit
Ναι :-) Η ερωτηση αν το κρατος επι της αρχης θα επρεπε να στηριζει την τεχνη ειναι ενδιαφερουσα, ασχετα με το τι γινεται σε αυτην την πολυ περιεργη χωρα καπου στην ακρη της Ευρωπης.
Ειναι μαλιστα σημαντικο να δειξει κανεις οτι η επιχορηγηση της τεχνης δεν συγκρουεται με την αρχη της πολ. ουδετεροτητας ή αλλες αρχες που συμπαθουν οι περισσοτεροι φιλελευθεροι.
Εχω μια απορια βεβαια: θα επρεπε το κρατος να στηριζει και τα λεγομενα επικτητα γουστα? δηλαδη αν κανεις δεν γουσταρει οπερα στην Ελλαδα, αλλα ξερουμε οτι με μια μαζικη κρατικη επενδυση θα αρεσε σε οσους σημερα ακουνε σκυλαδικο, ειναι αυτη μια επενδυση που πρεπει να γινει?
3. 3 JL
October 9, 2008 at 12:07 pm Quote Edit
Πολύ ωραίο ερώτημα και πολύ καλή ανάλυση, αλλά συμφωνώ με τον Elias σε μεγάλο βαθμο. Στο βαθμό που δεν συμφωνώ θα έλεγα το εξής: θα ήμουν σύμφωνος το κράτος να επιβάλλει επιπλέον φόρους για την επιχορήγηση μιας μορφής τέχνης (ή του αθλητισμού, κτλ) αν η πλειοψηφία το επιθυμεί. Κάτι όμως που θα πρέπει να ανανεώνεται και να σταθμίζεται συχνά με δημοκρατικό τρόπο (πιο συχνά από τις εκλογές, όταν συντάσσεται προϋπολογισμός), ενώ να είναι κομμάτι της ερώτησης/δημοψήφισμα το ποσό που θα αφαιρεθεί από κάθε πολίτη (επομένως και από αυτούς που δεν θέλουν να το δώσουν).
Έχω μόνο μια παρατήρηση στην ανάλυση των θέσεων του Bruce Ackerman.
δεν μπορούμε να ξέρουμε τι κάνει μία ζωή καλή γι’ αυτό ας κάνουμε μόνοι μας τις κρίσεις μας επ’ αυτού για να ζούμε καλά. Γνωρίζει, δηλαδή, τελικά, αυτό που υποτίθεται ότι δεν μπορεί να γνωρίζει.
Θεωρώ ότι αναφέρεται στις ζωές των άλλων. Για τη δική μας ζωή μπορούμε να εκφέρουμε άποψη με λιγότερη ασάφεια από ότι για τις ζωές των άλλων. Γνωρίζει το δικό του κομμάτι πληροφορίας και δεν θέλει να του επιβάλλει κάποιος άλλος που δεν το γνωρίζει.
Λέει λοιπόν ότι οι δρόμοι για την καλή ζωή εξαρτώνται από το άτομο και δεν υπάρχει μόνο ένας. Επιπλέον ο καλύτερος γνώστης για να επιλέξει το δρόμο είναι το ίδιο το άτομο και όχι κάποιος τρίτος.
4. 4 Κωνσταντίνος
October 9, 2008 at 4:16 pm Quote Edit
Σας ευχαριστώ όλους για τα ενδιαφέροντα σχόλια.
Elias,
Μπορεί να είναι και έτσι τα πράγματα με το ΥΠΠΟ, αλλά εγώ δε γράφω για τη χρηματοδότηση των ημετέρων αλλά για τη χρηματοδότηση της τέχνης. Το “νόημα της συζήτησης” που δε βλέπεις είναι μάλλον απλό τελικά: πρώτα παοφασίζουμε αν πρέπει, επί της αρχής, να κάνουμε κάτι και μετά το κατά πόσον οι ειδικές κατά περίπτωση περιστάσεις το επιτρέπουν. Επί του πρώτου θέματος ποια είναι η θέση σου; Αφήνω, βέβαια, κατά μέρος το γεγονός ότι η συζήτηση ως θεωρητική άσκηση μου είναι ιδιαίτερα προσφιλής.
Σώτο,
Εχω μια απορια βεβαια: θα επρεπε το κρατος να στηριζει και τα λεγομενα επικτητα γουστα? δηλαδη αν κανεις δεν γουσταρει οπερα στην Ελλαδα, αλλα ξερουμε οτι με μια μαζικη κρατικη επενδυση θα αρεσε σε οσους σημερα ακουνε σκυλαδικο, ειναι αυτη μια επενδυση που πρεπει να γινει?
Αυτά είναι, στην πραγματικότητα, δύο διαφορετικά ερωτήματα. Όσον αφορά το πρώτο, η απάντησή μου είναι ότι δεν είμαι βέβαιος για το κατά πόσον το κριτήριο θα πρέπει να είναι το επίκτητο ή μη του γούστου ή το γούστο το ίδιο. Δηλαδή, αν η χρήση ηρωίνης δεν ήταν επίκτητη θα εξακολουθούσε να είναι κάτι που θα πρέπει να αποθαρρύνουμε και, αντιστοίχως, αν η αστακοφαγία ήταν επίκτητη δε θα έπρεπε απαραιτήτως να την επιχορηγούμε. Για μένα, το πιο ενδιαφέρον κριτήριο είναι το τι χάνει κανείς από την μη ικανοποίηση του συγκεκριμένου γούστου. Αλλά δεν είμα απολύτως βέβαιος για το πως θα έφτιαχνα το θεωρητικό σχήμα – απλώς ήθελα να επισημάνω στο κείμενο ότι η αισθητική απόλαυση είναι σημαντική ανάγκη η μη ικανοποίηση της οποίας κάνει τη ζωή μας χειρότερη και όχι απλά μια “κακομαθημενιά” ή “πολυτέλεια”.
Το δεύτερο ερώτημα μπορεί να απαντηθεί με δύο τρόπους, ανάλογα με το αν θέλεις τη δική μου γνώμη ή τη μία τοποθέτηση στη λογική του κειμένου. Εγώ δε θα ξεχώριζα την τέχνη σε υψηλή και ανάξια, αλλά θα έκανα το διαχωρισμό ανάμεσα σε ψυχαγωγία και αισθητική απόλαυση. Αν τα μπουζούκια επιτυγχάνουν το δεύτερο, διεκδικούν επαξίως την κρατική υποστήριξη. Αυτό, όμως, είναι εξαιρετικά απίθανο. Στη χειρότερη περίπτωση, θα έλεγα ότι θα ήταν καλό να γίνει μία εισαγωγή στις πιο “δύσκολες” μορφές τέχνης ώστε να δίνεται η ευκαιρία σε όλους να κρίνουν, με τα κατάλληλα εργαλεία πια, τι τους προσφέρει την εν λόγω απόλαυση. Στο πλαίσιο του κειμένου, θα έλεγα μόνο αυτό το τελευταίο: όσο, δηλαδή, η λογική είναι αυτή της τελευταίας μου φράσης και όχι ότι μία ζωή με όπερα είναι ανώτερη από μία με μπουζούκια και όσο γίνεται μία προσπάθεια να γίνουν προσβάσιμες μορφές τέχνης που δεν είναι εμπορικές προς εξισορόπηση της κατάστασης, ο ουδετεριστής έχει λίγα να αντιπαραθέσει.
JL,
Κάτι όμως που θα πρέπει να ανανεώνεται και να σταθμίζεται συχνά με δημοκρατικό τρόπο (πιο συχνά από τις εκλογές, όταν συντάσσεται προϋπολογισμός), ενώ να είναι κομμάτι της ερώτησης/δημοψήφισμα το ποσό που θα αφαιρεθεί από κάθε πολίτη (επομένως και από αυτούς που δεν θέλουν να το δώσουν).
Πέρα από την, αναπάντεχη αν κρίνω από προηγούμενα σχόλιά σου, έλλειψη πρακτικότητας που σίγουρα θα παρατηρείς κι εσύ στην πρότασή σου, νομίζω ότι προτείνεις μία αμεσοδημοκρατική λύση σε ένα δημοκρατικό πλαίσιο δυτικού τύπου. Κατ’ αρχάς, και σε συνάφεια με το πρακτικό κομμάτι, σίγουρα υπάρχουν και πιο σημαντικές αποφάσεις από το αν θα πάρει χρήματα το μέγαρο ή Λυρική. Όλοι έχουμε τις απόψεις μας για τα νοσοκομεία, τα σχολεία, τον αθλητισμό κοκ και αν έπρεπε κάθε φορά που αποφασίζει η κυβέρνηση για το πως θα μοιράσει τα χρήματα σε υγεία, παιδεία και τα σχετικά να μας συμβουλεύεται μόνο δημοψηφίσματα θα κάναμε. Άσε που σχετικές με το θέμα μας αποφάσεις που δεν έχουν οικονομικές παραμέτρους μπορούν να έχουν πολύ μεγαλύτερες επιδράσεις στη ζωή μας – κι εκεί δημοψήφισμα; Επί της αρχής, αρνούμαι και τα παρακάτω: 1) ότι η κάθε κυβέρνηση έχει υποχρέωση να δίνει επί τόπου λογαριασμό για κάθε πράξη της: ο πολίτης ψηφίζει πρόγραμμα και γενικές πολιτικές και καταψηφίζει την αθέτηση ή κακή εφαρμογή τους και 2) ότι η κυβέρνηση θα πρέπει πάντα να κάνει αυτό που θέλει η πλειονότητα -κάτι προφανές νομίζω. Κι εδώ το επιχείρημά μου είναι ότι αν γίνει αυτό που θέλει η πλειονότητα, εκείνη θα βολευτεί μια χαρά με τις εμπορικές της συνήθειες και οι μειονότητες θα αδυνατούν -με εξαίρεση τους ζάμπλουτους- να ικανοποιήσουν την ανάγκη τους για πρόσβαση στην τέχνη και την αισθητική απόλαυση/ψυχαγωγία χωρίς να έχουν κάνει κάτι για να το αξίζουν.
Θεωρώ ότι αναφέρεται στις ζωές των άλλων. Για τη δική μας ζωή μπορούμε να εκφέρουμε άποψη με λιγότερη ασάφεια από ότι για τις ζωές των άλλων. Γνωρίζει το δικό του κομμάτι πληροφορίας και δεν θέλει να του επιβάλλει κάποιος άλλος που δεν το γνωρίζει.
Λέει λοιπόν ότι οι δρόμοι για την καλή ζωή εξαρτώνται από το άτομο και δεν υπάρχει μόνο ένας. Επιπλέον ο καλύτερος γνώστης για να επιλέξει το δρόμο είναι το ίδιο το άτομο και όχι κάποιος τρίτος.
ΟΚ, και λοιπόν; Δεν καταλαβαίνω ούτε τη διευκρίνιση ούτε το επιχείρημά σου. Τι αντιτείνεις στο δικό μου επιχείρημα;
5. 5 JL
October 9, 2008 at 6:21 pm Quote Edit
Kωνσταντίνος
1) ότι η κάθε κυβέρνηση έχει υποχρέωση να δίνει επί τόπου λογαριασμό για κάθε πράξη της: ο πολίτης ψηφίζει πρόγραμμα και γενικές πολιτικές και καταψηφίζει την αθέτηση ή κακή εφαρμογή τους και 2) ότι η κυβέρνηση θα πρέπει πάντα να κάνει αυτό που θέλει η πλειονότητα -κάτι προφανές νομίζω. Κι εδώ το επιχείρημά μου είναι ότι αν γίνει αυτό που θέλει η πλειονότητα,
Δεκτές οι γενικές παρατηρήσεις και απόλυτα λογικές. Αν όμως τις υποστηρίζει η μειονότητα έχω τη δυνατότητα σε ένα δημοκρατικό σύστημα να περάσω τη δική μου άποψη περί δημοψηφισμάτων έχοντας την πλειονότητα με το μέρος μου. Ως αντεπιχείρημα λοιπόν, αν μια κυβέρνηση κατεβάσει στο πρόγραμμα της τη λογική δημοψηφισμάτων σε αυτούς τους τομείς, και ο κόσμος ψηφίσει αυτή την κυβέρνηση, συνεχίζεις να έχεις πρόβλημα και να αρνείσαι?
για το πως θα μοιράσει τα χρήματα σε υγεία, παιδεία και τα σχετικά να μας συμβουλεύεται μόνο δημοψηφίσματα θα κάναμε.
Μα το θέμα μας είναι η τέχνη. Η υγεία και η παιδεία δίνονται σε όλους. Όμως στην όπερα μπορεί να πάει το 1% του πληθυσμού. Ή μπορεί μόνο το 10% του πληθυσμού να ασχολείται ενεργά με την άθληση. Ή μόνο το 5% του πληθυσμού να μην έχει χρήματα για διατροφή και ένδυση. Μιλώ μόνο για τέτοιες περιπτώσεις και πότε πρέπει να διατηρούμε τέτοια πακέτα προς τις μειοψηφίες. Τα υπόλοιπα είναι δικές σου προσθήκες, ποτέ δεν μίλησα για δημοψήφισμα επί παντός επιστητού.
ΟΚ, και λοιπόν; Δεν καταλαβαίνω ούτε τη διευκρίνιση ούτε το επιχείρημά σου. Τι αντιτείνεις στο δικό μου επιχείρημα;
ΟΚ, ήταν δεδομένο ότι θα έχουμε τέτοιες παρεξηγήσεις, λόγω της προχειρότητας της ανάρτησης – το φταίξιμο είναι δικό μου. Όταν ο Ackerman λέει ότι ο καθένας ξέρει καλύτερα από τους τρίτους πως θα ζήσει μία καλή -για τον ίδιο και τα μέτρα του- ζωή, καταθέτει μία άποψη για το τι είναι καλή ζωή. Δεν αποφεύγει, μάλιστα, και τη ρητή αποδοχή αυτού του ισχυρισμού λέγοντας πχ ότι “each of us is prepared to say that our own image of self-fulfillment has some
” (δική μου η έμφαση, δες Social Justice in the Liberal State, 373-4). Καταθέτοντας τα παραπάνω, ο Ackerman αποτυγχάνει ως ουδετεριστής διότι εκκινεί από την πολύτιμη κατ’ αυτόν ιδιότητα του σκεπτόμενου ανθρώπου που έχει σχέδια και στόχους και το ιδανικό αυτού που ο Galston αποκαλεί rational humanism (Liberal Purposes, 92). Και αποτυγχάνει ως σχετικιστής/σκεπτικιστής γιατί γνωρίζει αυτό το κανονιστικό μέγεθος που δε δέχεται ότι θα μπορούσε να γνωρίζει: ότι αυτά τα παραπάνω είναι, πράγματι, πολύτιμα.
Καταρχάς υπάρχουν επιτυχημένες χώρες που εφαρμόζουν δημοψηφίσματα κατά κόρον και σε εθνικό και σε τοπικό επίπεδο (Ελβετία).
Νομίζω θα πρέπει να διευκρινίσω λίγο τι εννοώ με τα δημοψηφίσματα. Δεν προτείνω αλλαγή του πολιτεύματος. Αν ο λαός κρίνει την επόμενη τετραετία ότι τα δημοψηφίσματα είναι ανούσια, χρονοβόρα και με μεγάλο κόστος μπορεί να μην ψηφίσει τη συγκεκριμένη κυβέρνηση ή να την πιέσει να τα αποσύρρει από το πρόγραμμα της. Θεωρώ τη δημοκρατία μια δυναμική διαδικασία. Δηλαδή οι πολίτες μπορούν να μάθουν από τα λάθη που αναμφισβήτητα κάποια στιγμή θα κάνουν, ή μπορεί να κρίνουν ότι οι νέες συνθήκες επιβάλλουν διαφορετική λύση.
Επιπλέον, θα ήταν ανόητο να γίνει δημοψήφισμα (για παράδειγμα κόστους 10.000.000€), για ένα θέμα παρόμοιας κλίμακας σε κόστος. Αν όμως ζητάς ας πούμε 200.000.000€ για επιχορήγηση των καλλιτεχνών, θα ήθελα να έχω λόγο και δεν θα με πείραζε το κατά πολύ μικρότερο κόστος του δημοψηφίσματος.
Αυτό δεν το δέχομαι ως επιχείρημα. Κάποιος λόγος υπήρξε που ορισμένες χώρες προχώρησαν στο φασισμό και στον κομμουνισμό επίσης. Ενω επιπλέον, αν αύριο προχωρήσουμε σε άμεση δημοκρατία, μπορώ να έρθω και να σου πω: “έλα τώρα, σταμάτα την αντιπαράθεση, κάποιος λόγος υπάρχει που προχωρήσαμε στην άμεση δημοκρατία”
Είναι σαν να δέχεσαι ένα ντετερμινισμό που δεν περιλαμβάνει καινούργια αίτια με το πέρασμα του χρόνου (τα πάντα καθορίστηκαν από τις αρχικές συνθήκες). Δηλαδή αν υπάρξουν νέοι επαρκείς λόγοι μπορούμε πάλι να μετακινηθούμε σε άλλη μορφή πολιτεύματος.
Συγνώμη, αλλά αυτό δεν το κατάλαβα καλά. Είναι πραγματικά εκτός του πεδίου μου η ορολογία (π.χ. τι είναι το ραζιανή?). Το μόνο που εξέλαβα, αν δεν είμαι τελείως λάθος, είναι ότι αν η τέχνη είναι θεμελιωδώς σημαντική (με αναντικατάστατο τρόπο), πρέπει να τη στηρίζουμε δια της βίας γιατί τότε αφαιρούμε κάτι από την ίδια την έννοια της ζωής.
Κι όμως αυτό συνεπάγεται. Γιατί κάποιος να επιβάλλει στο 60% του πληθυσμού τη δική του θέληση? Τι τον κάνει εξυπνότερο από αυτούς και από που αντλεί την κρατική ισχύ ή τη βια, σε πρακτικό επίπεδο, ώστε να επιβάλλει κάτι στην πλειοψηφία (στα πλαίσια ενός δημοκρατικού πολιτεύματος)?
Άρα παραβιάζει τον ηθικό σχετικισμό του ή/και τον σκεπτικισμό του. Από την άλλη όμως μπορεί να περιπτωσιολογεί και να είναι συνεπές με τη φιλοσοφία του ότι δύναται να εκφέρει τι είναι καλό ή ηθικό για μια ειδική περίπτωση με μικρότερη ασάφεια χωρίς να μπορεί να επαναλάβει το ίδιο σε παρόμοια δεύτερη περίπτωση δίχως να την μελετήσει πάλι ειδικά.
Με αυτά συμφωνώ εξαρχής.
Δεν συμφωνώ απόλυτα με το τρίτο σου επιχείρημα για την εσωτερική αντίφαση του λόγου του (πώς γίνεται να γνωρίζει τι είναι καλό για τη ζωή τη δική του όταν δεν αποδέχεται ότι είναι δυνατόν να γνωρίζει τι είναι καλό για της ζωή όλων γενικά).
Εκτός αν εννοείς, ότι αν κάποιος γνωρίζει (ή νομίζει ότι γνωρίζει) ότι για τη δική του ζωή καλό είναι να επεμβαίνει στις ζωές των άλλων, είναι ηθικό να επεμβαίνει κατά Ackerman, άρα έρχεται σε αντίφαση.
___________
Ένα επιπλέον σχόλιο για το θέμα. Η τέχνη δεν ξεκίνησε ως κρατική διαδικασία, παρόλο που το κράτος ενεπλάκει πάμπολλες φορές στη χρηματοδότηση και στην κατεύθυνση της. Δηλαδή το κράτος δεν αποτελεί ουσιαστικό συστατικό της γέννησης της. Γιατί τώρα χρειάζεται πατερίτσες? Και αν ξεκινούμε με την τέχνη που σταματάμε και πώς ανιχνεύουμε το όριο? (Για το λόγο αυτό καταθέτω την πρόταση περί δημοκρατικής στάθμισης στο τι συμπεριλαμβάνουμε και τι αφήνουμε απέξω).
Πολύ ωραία ανάρτηση, Κωνσταντίνε, αλλά δεν πείθομαι:
Θεωρώ αυτήν την χρήση της λέξης “δικαίωμα” πολύ χαλαρή. Σε κάθε περίπτωση, η αναγνώριση ενός (ηθικού; νομικού;) δικαιώματος σε αισθητική απόλαυση εξίσου εύκολα συνεπάγεται δικαίωμα σε ιδιόκτητη στέγαση, διακοπές, σπουδές, συμμετοχή στο Συνιστολόγιο και γενικώς ό,τι θεωρούμε ότι περιέχεται σε μια καλή ζωή και δουλεύουμε σκληρά για να τα πετύχουμε αντί απλώς να επικαλούμαστε “δικαιώματα” και να περιμένουμε τις χιλιαρικιές στην αυλή μας να δέσουν τους καρπούς τους…
Ειδικά επειδή μιλάμε για την λειτουργία τους κράτους και άρα τους κανόνες δικαίου βάσει των οποίων ορίζεται, δεν θεωρώ άσκοπο να υπενθυμίσω την παλιά καλή διαίρεση των δικαιωμάτων σε αρνητικά/αμυντικά και θετικά: μου είναι δύσκολο να φανταστώ μια αγωγή κατά του ΥΠΠΟ για να μου χρηματοδοτήση, εμού προσωπικώς, αναδρομική έκθεση του αγαπημένου μου ζωγράφου.
Είναι δεδομένο; Θα ήθελα διευκρινίσεις επ’ αυτού: έμφυτο καταλαβαίνω ότι σημαίνει “γραμμένο στο γονιδίωμα”. Αυτό εννοείς;
Συγκρατώ το γεγονός ότι αποκρούεις την διαδεδομένη αντίληψη περί καλών, κακών και άσχημων τεχνών (συμφωνώ) και ελπίζω να συμφωνή και ο περφεξιονιστικός εαυτός σου.
Όμως: πώς γεφυρώνεις το χάσμα ανάμεσα στην πρόταση “χρηματοδοτέα η γλυπτική” και στην πρόταση “κόβω τσέκι στον συγκεκριμένο Χ γλύπτη”; Εντάξει, είναι κάτι που αφορά το πώς και όχι το αν, αλλά καταδέξου να ασχοληθής και με αυτό. Για να σε προκαλέσω: γνωστού όντος ότι μια επιδότηση σε χρήμα είναι πάντοτε πιο αποτελεσματική από μια επιδότηση σε είδος, γιατί η κρατική επιχορήγηση να μην γίνεται με κρατικά δελτάρια (π.χ. ζωγραφικής, γλυπτικής κ.λπ.) προς τους πολίτες;