11η και προτελευταία δικάσιμος της δίκης #Richter λοιπόν. Η ημέρα ήταν αφιερωμένη στην εισαγγελική πρόταση και τις αγορεύσεις των συνηγόρων υπερασπίσεως.
Τετάρτη, 27 Ιανουαρίου 2016, 11η ημέρα της δίκης.
Νομικα, οικονομικα, φιλοσοφια, επιστημες
11η και προτελευταία δικάσιμος της δίκης #Richter λοιπόν. Η ημέρα ήταν αφιερωμένη στην εισαγγελική πρόταση και τις αγορεύσεις των συνηγόρων υπερασπίσεως.
Τετάρτη, 27 Ιανουαρίου 2016, 11η ημέρα της δίκης.
Τρία ζητήματα περί αιμοδοσίας υπάρχουν, θέλω να θίξω σήμερα εκείνο που είναι το πιο σοβαρό και ταυτόχρονα το πιο αποσιωπημένο.
Σύμφωνα με το άρ. 13 Ν. 3402/2005:
Όποιος προβαίνει σε συναλλαγή με οικονομικό όφελος, που αφορά το αίμα, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και με χρηματική ποινή μέχρι τριακόσιες χιλιάδες ευρώ, εκτός εάν προβλέπεται βαρύτερη ποινή από άλλη διάταξη.
[300.000 ευρώ; Καλά, ληγμένα παίρνει ο Έλλην νομοθέτης;]
Το άρ. 1 του ίδιου νόμου προβλέπει:
1. Η οργάνωση της αιμοδοσίας στην Ελλάδα βασίζεται στο θεσμό της εθελοντικής, μη αμειβόμενης προσφοράς αίματος.
2. Το προσφερόμενο αίμα διατίθεται δωρεάν.
3. Κάθε συναλλαγή, με οικονομικό όφελος, που αφορά το αίμα, απαγορεύεται.
Παρόμοια, σχεδόν επί λέξει, ήταν και η προϊσχύσασα διάταξη του άρ. 1 Ν. 1820/1988. Τα πράγματα όμως δεν ήταν πάντοτε έτσι: το άρ. 1 Ν.Δ. 4026/1959 ώριζε μεν ότι “Η οργάνωσις της αιμοδοσίας εν Ελλάδι στηρίζεται επί του θεσμού της εθελοντικής δωρεάν προσφοράς του αίματος”, ωστόσο πολύ σοφά συνέχιζε λέγοντας “Κατ’ εξαίρεσιν και εφ’ όσον το ούτω προσφερόμενον αίμα δεν επαρκεί διά την κάλυψιν των συνήθων ή εκτάκτων αναγκών επιτρέπεται και η επ’ αμοιβή προσφορά αυτού”.
Διαβάζουμε στην Αιτιολογική Έκθεση του νόμου:
Η σύγχρονη πρακτική μετάγγισης αίματος βασίζεται στις αρχές των εθελοντικών υπηρεσιών των δοτών, της ανωνυμίας τόσο του δότη όσο και του αποδέκτη, της γενναιοδωρίας του δότη και της έλλειψης κέρδους για τα κέντρα που εμπλέκονται στις υπηρεσίες μετάγγισης αίματος. Λαμβάνονται όλα τα απαραίτητα μέτρα, προκειμένου να παρέχονται σε όλους τους ενδεχόμενους δότες αίματος ή συστατικών αίματος εχέγγυα σχετικά με τον εμπιστευτικό χαρακτήρα κάθε πληροφορίας που αφορά την υγεία και που παρέχεται στο εγκεκριμένο προσωπικό με τα αποτελέσματα του ελέγχου της αιμοδοσίας τους, καθώς και με οποιαδήποτε στοιχεία μελλοντικής ανιχνευσιμότητας της αιμοδοσίας τους.
Η εθελοντική και μη αμειβόμενη αιμοδοσία θεωρείται παράγων ο οποίος μπορεί να συμβάλει στην επίτευξη υψηλών προτύπων ασφαλείας για το αίμα και τα συστατικά του αίματος και, συνεπώς, στην προστασία της ανθρώπινης υγείας. Πρέπει να υποστηρίζονται οι προσπάθειες που καταβάλλει στον τομέα αυτό το Συμβούλιο της Ευρώπης και να λαμβάνονται όλα τα απαραίτητα μέτρα για την ενθάρρυνση της εθελοντικής και μη αμειβόμενης αιμοδοσίας, θεσπίζοντας κατάλληλα μέτρα και πρωτοβουλίες και εξασφαλίζοντας ότι οι δότες χαίρουν μεγαλύτερης δημόσιας αναγνώρισης, αυξάνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο και την αυτάρκεια.
Καταρχάς, διακρίνουμε την εθελοντική από την μη αμειβόμενη αιμοδοσία. Το αντίθετο της εθελοντικής είναι η καταναγκαστική αιμοδοσία, η οποία προφανώς είναι αδιανόητη.
[Αδιανόητη; Έστω ότι ο Α αιμορραγεί ακατάσχετα. Έστω ότι μόνο ο παρακείμενος Β έχει την σπάνια ομάδα αίματος του Α Και έστω ότι ο Β αρνείται να δώση το αίμα του. Ο Β επιτίθεται διά παραλείψεως στον Α, διότι διαπράττει το έγκλημα της παραλείψεως λυτρώσεως από κινδύνου ζωής του άρ. 307 ΠΚ. Αν ο Γ διενεργήση αιμοληψία επί του Β υπέρ του Α, τριταμύνεται υπέρ του Α. Αχά.]
Εδώ μας απασχολεί το άλλο σκέλος της σύζευξης, το μη αμειβόμενο της αιμοδοσίας. Το σκέλος αυτό παρουσιάζεται ως αυτονόητο από την Αιτιολογική Έκθεση, και πράγματι είναι για πολλούς ανθρώπους, όσους ας πούμε βρίσκονται στην ίδια κατάσταση αναστοχαστικής ισορροπίας από την μέρα που γεννήθηκαν.
Το ζήτημα εμφανώς είναι συγγενές με το ζήτημα της αγοράς νεφρού, οπότε επιβάλλεται να παραπέμψω σε όσα ήδη έχουμε πει. Εδώ υπάρχει μάλιστα το πρόσθετο στοιχείο ότι ο αιμοδότης δεν υφίσταται μόνιμη βλάβη οποιουδήπτε είδους, η βλάβη μάλιστα την οποία υφίσταται είναι ολοφάνερα ελαφρά (και όχι επικίνδυνη ή βαρεία). Το αίμα, ως τμήμα του σώματός του, ανήκει στον ίδιο τον αιμοδότη, μετά τον αποχωρισμό του από τον οργανισμό του, και όχι ασφαλώς στον Υπουργό Υγείας. Ούτε τίθεται εδώ θέμα εκμετάλλευσης του αιμοδότη, όπως θεωρείται ότι τίθεται στην παράλληλη περίπτωση του νεφρού. Και από την άλλη μεριά του ζυγού, το διακύβευμα παραμένει τεράστιο: μια ανθρώπινη ζωή εν κινδύνω.
Συνεχίζεται η δίκη #Richter ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ρεθύμνου. Εδώ μπορείτε να διαβάσετε τι έχει ήδη προηγηθή: Ημέρες 1-2, 3-4, 5-6 και 7-8.
Αυτό το διήμερο είχαμε σπουδαίες εξελίξεις.
Τετάρτη, 13 Ιανουαρίου 2016, 8η ημέρα της δίκης.
Αλλά πριν το μάθημα, είχαμε κάποια διαδικαστικά.
Κατά την έναρξη της διαδικασίας, ο συνάδελφος της πολιτικής αγωγής Κοτζαμπασάκης δήλωσε στο δικαστήριο ότι λόγω της αποχής των δικηγόρων κωλύεται να παραστή και προτίθεται να απόσχη. Το ίδιο δήλωσε και ο δεύτερος συνήγορος της πολιτικής αγωγής Νικολιδάκης, ενώ ο τρίτος, Επιτροπάκης, που είναι δικηγόρος Ηρακλείου, είχε αποστείλει γραπτή άρνηση του Προέδρου του Συλλόγου του να του χορηγήση άδεια. Ζήτησαν λοιπόν την διακοπή της δίκης. Και όλα αυτά, χωρίς να έχουν ενημερώσει την υπεράσπιση.
Ατυχώς, ο Πρόεδρος και η υπεράσπιση γνώριζαν ότι το πλαίσιο αδειών κάθε αποχής καλύπτει τις νέες μόνο δικασίμους και όχι τις συνεχιζόμενες εκ διακοπής. Ειδικά ο Πρόεδρος ξεκαθάρισε από την πρώτη στιγμή ότι η δίκη θα προοδεύση, πολλώ δε μάλλον που είχαμε κατεβή από την Αθήνα 5 άτομα για την δικάσιμο (πράγμα γνωστό άλλωστε στην πολιτική αγωγή). Η υπεράσπιση δήλωσε ότι όχι μόνο δεν είχε ζητήσει καμία άδεια, αλλά ούτε και χρειαζόταν. Όποιος ήθελε να απόσχη, ας απόσχη, στο κάτω κάτω δεν είναι υποχρεωτική η παρουσία της πολιτικής αγωγής για την πρόοδο της δίκης. Τα συνδικαλιστικά των δικηγόρων δεν αφορούν το δικαστήριο, δήλωσε ο Πρόεδρος.
Ο Πρόεδρος διέκοψε επί 10λεπτο, προκειμένου να προσκομίση η πολιτική αγωγή άδεια του Συλλόγου της ή άρνηση.
Δεν ήμουν βέβαια μπροστά όταν οι συνάδελφοι ζήτησαν την άδεια. Μπορώ να υποθέσω ότι ειπώθηκε κάτι του τύπου “οι Αθηναίοι κατέβηκαν χωρίς άδεια, εμείς πώς θα παραστούμε;”. Το μόνο βέβαιο είναι ότι επέστρεψαν με γραπτή άρνηση του Προέδρου τους.
Κακή εκτίμηση.
Μέχρι τώρα έχουνε ένα, δύο, τρία οδοιπορικά στο Ρέθυμνο. Αυτό είναι το τέταρτο μέρος της πρόχειρης νομικοδημοσιογραφικής μου καταγραφής.
Πέμπτη, 7 Ιανουαρίου 2016, 7η ημέρα της δίκης.
Η σημερινή ημέρα θα μου μείνη αξέχαστη. Για την υπέροχη λιακάδα που επικρατεί στο φωτεινό πνεύμα του Καθηγητή Αντ. Λιάκου.
Η δικάσιμος ήταν όλη δική του. Συγκλονιστική κατάθεση Λιάκου σήμερα στην δίκη #Richter. Μια ιστορική στιγμή. Επιτέλους, ένας άνθρωπος που στάθηκε με τα δυο του πόδια ενώπιον του δικαστηρίου και μίλησε για θέματα αρχής. Που μίλησε για την φιλελεύθερη δημοκρατία. Που διαβεβαίωσε ότι τα βλέμματα των ιστορικών όλου του κόσμου είναι στραμμένα στο Ρέθυμνο. Που υπέμνησε στον Πρόεδρο την βαρειά ιστορική του ευθύνη.
Ξανά και ξανά: το περιεχόμενο του βιβλίου δεν αφορά το δικαστήριο. Δεν έχει καμία σημασία τι είδους και τι διαμετρήματος ιστορικός είναι ο Ρίχτερ. Η ελευθερία του επιστημονικού στοχασμού είναι κατά πολύ σημαντικώτερη. Κάποιος που έχει παραμείνει στις φυλακές της δικτατορίας 5 χρόνια πληροφόρησε σχετικά όσους το αγνοούσαν.
Το Σύνταγμα της χώρας μας προβλέπει όλες κι όλες μόνο 4 υποχρεώσεις των Ελλήνων: φόρο, ψήφο, θητεία και αντίσταση.
Σύμφωνα λοιπόν με το άρ. 4 παρ. 6 Σ:
Κάθε Έλληνας που μπορεί να φέρει όπλα είναι υποχρεωμένος να συντελεί στην άμυνα της Πατρίδας, σύμφωνα με τους ορισμούς των νόμων.
Για κάποιον μυστηριώδη λόγο, δηλαδή τι μυστηριώδη, ολοφάνερα σεξιστικό, οι ερμηνευτές και οι εφαρμοστές του Συντάγματος ερμηνεύουν κυριολεκτικά το “Έλληνας”. Ότι τάχα δηλαδή αναφέρεται μόνο στους άνδρες Έλληνες και όχι και στις Ελληνίδες (ενώ παντού αλλού φυσικά ο “Έλληνας” των συνταγματικών διατάξεων καλύπτει και τους αρσενικούς και τις θηλυκές).
Η διάταξη αυτή μάλιστα δεν μπορεί παρά να διαβάζεται και υπό το φως της βασικής και ειδικής περί έμφυλης ισότητας διάταξης του άρ. 4 παρ. 2 Σ:
Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις.
Όχι λοιπόν ίσα δικαιώματα και άνισες υποχρεώσεις, μας λέει το Σύνταγμά μας, αλλά ίσες και τις υποχρεώσεις τους: ίση εκλογική υποχρέωση και ίση φορολογική υποχρέωση. Και, προφανώς, ίση στρατιωτική υποχρέωση.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το δημοψήφισμα θα καταγραφεί ως σημαδιακό γεγονός της πολιτικής μας ζωής – όχι βέβαια σαν πολιτικό γεγονός καθ’εαυτό (σαν τέτοιο, μάλλον περί κλανιάς στον άνεμο πρόκειται), αλλά σαν υπόμνηση του διχασμού που είναι το Leitmotif της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Αυτήν την φορά δεν οδηγήθηκε η κατάσταση στα άκρα – σε αντίθεση με παλαιότερους διχασμούς – επειδή δεν υπήρχε ουσιαστικά αντικείμενο διχασμού, εξέπληξε ωστόσο η ταχύτητα και ο αυθορμητισμός με τον οποίο συγκροτήθηκαν οι δύο ομάδες: αυτή του αδάμαστου υστερικού αντίευρωπαϊσμού που μόλις είδε στην μάπα την πόρτα της εξόδου από την Ευρώπη και της εισόδου στα Βαλκάνια άρχισε τα „πώς κάνετε τώρα και σεις, όλα τοις μετρητοίς τα παίρνετε πια“ και αυτή των ευρωπαϊστών που έμοιαζε εταιρική παρουσίαση σε powerpoint υπό τους ήχους της Βανδή.
Δυστυχώς όμως δεν θα υπάρξει κάποιος συγγραφέας ή συνθέτης ή σκηνοθέτης να καταγράψει όλα αυτά που είδαμε, ακούσαμε και ζήσαμε αυτήν την περίοδο• δεν θα βρεθεί κανείς να δώσει στην αιώνια Ανθρώπινη Κωμωδία το ήθος, το ύφος και την αισθητική του εδώ και τώρα.
Θα ξεχαστούν όλα.
Και ακόμα και αν εμφανιστεί κάποιος, η φώνη του θα έρχεται από το υπόγειο και θα παραμείνει σε αυτό, ενώ στις λεωφόρους από πάνω θα κυκλοφορούν τα ουζερί-Τσιτσάνης, τα διάφορα „σπαράγματα“, οικογενειακά ρομάντζα με φόντο τις χαμένες πατρίδες, „καταθέσεις ψυχής“, νεορεμπέτικα και „μικροί ήρωες της καθημερινότητας και της σιωπής“. Και ακόμα και αν, ίσως από κάποιο χαριτωμένο λάθος, η φωνή αυτή ακουστεί λίγο παραέξω, είτε θα περιθωριοποιηθεί αμέσως σαν εκκεντρικότητα και παραδοξότητα, είτε θα απαξιωθεί με γροτέσκο τρόπο: με αναφορά, συνοδευόμενη από συνομοτικό ύφος, στην αποσιωπούμενη εβραϊκή καταγωγή του δημιούργου, με υπονοούμενα για ομοφυλοφιλική δραστηριότητα και προώθηση από αντίστοιχα κυκλώματα, με επισήμανση απίθανων κουσουριών στο έργο, με μομφές για αντιγραφή/ξεπατίκωμα.
Όλα θα ξεχαστούν λοιπόν.
Ο στρατιώτης εκτελεί εντολές. Αυτή είναι η αποστολή του. Αν η εντολή είναι παράνομη, εκτελεί και αναφέρεται ιεραρχικώς. Οι εντολές δεν αμφισβητούνται. Και γενικά ό,τι σου λέει να κάνης ο ανώτερός σου, καλό για την ευημερία σου είναι να μην αμφισβητήται. Στα φανερά. Η αμφισβήτηση ενδείκνυται να είναι αντιστρόφως ανάλογη της ιεραρχικής σου απόστασης από τον εκδόντα την διαταγή. Αν ο Δίκας λέει ότι ο γάιδαρος πετάει, τότε κατά πάσα πιθανότητα υπερίπταται ήδη του στρατοπέδου. Αυτά διδάσκει η συμβατική σοφία. Η υπακοή μειώνει την θητεία.
Στην μονάδα που λέτε δεν ήμουν ο μόνος δικηγόρος, πράγμα ασυνήθιστο. Ήταν κι άλλος ένας συνάδελφος, συμπτωματικά από το έτος μου στην Αθήνα, αλλά δεν είχε τύχει να γνωριστούμε (ήμαστε κάμποσες εκατοντάδες). Ως δικηγόρος, κωλυώθηκε τσάκα τσάκα στο διοικητήριο και δεν τον πολυβλέπαμε, αντιλαμβάνεστε.
Μία των ημερών τρώγαμε μαζί στα εστιατόρια. Ο συνάδελφος είχε πεταχτή από το γραφείο για φαΐ, οπότε κουτσομπολεύαμε τα της μέρας μας. Τον είχε φωνάξει στο γραφείο του ο Υπόδικας. Μόνοι τους. Μετά από μια κάπως κουμπωμένη εισαγωγή, αναγνωριστικού χαρακτήρα, του αποκάλυψε τον σκοπό της συνέντευξης: είχε ένα φίλο στην Σχολή Πολέμου. Ο φίλος έπρεπε να γράψη μια εργασία για την Συρία. Ο φίλος δεν είχε ιδέα και προφανώς δεν ήθελε ούτε να αποκτήση. Δεν του γράφεις εσύ την εργασία, που είσαι και δικηγόρος; (δεν κατάλαβα πού κόλλαγε το “είσαι και δικηγόρος”, ακούστηκε σαν “είσαι και φωτεινός παντογνώστης”). Από μένα θα έχης ό,τι θες, κάθε μέρα υπηρεσιακό για την πόλη, θα πηγαίνης στην βιβλιοθήκη, θα κάθεσαι, θα μελετάς και θα γράφης, και όποτε τελειώσης. Και το βράδυ έξοδο με δίωρο, να ξεκουράζεσαι κιόλας. Δεν ήταν εντολή, ήταν μια πρόταση. Αλλά από Τχη και Υποδιοικητή.