Η ποινική τιμώρηση της δυσφήμησης (συκοφαντικής ή μη) έχει αποτελέσει κατά το πρόσφατο παρελθόν αντικείμενο συζητήσεων και αντεγκλήσεων για πολλούς από τους ενδιαφερόμενους για ζητήματα δικαιοφιλοσοφικού ή ηθικού περιεχομένου. Οι κατ’ εξοχήν υπερασπιστές της απεγκληματοποίησης της δυσφήμησης φαίνεται πως είναι οι φιλελεύθεροι που συχνά αντιδικούν με τους «απέναντι» για το ζήτημα αυτό. Λαμβάνοντας ως δεδομένη την κατ’ αρχήν ανάγκη ποινικής τιμώρησης των ανήθικων συμπεριφορών θα εξετάσω τη φιλελεύθερη παράδοση και την ηθική της θεωρία σε μία προσπάθεια να δείξω ότι: 1) η ετεροβλάβη δεν είναι απαραίτητη για τον περιορισμό της προσωπικής αυτονομίας/ελευθερίας δράσης κατά την παράδοση αυτή 2) στις περισσότερες περιπτώσεις δυσφήμησης υφίσταται βλάβη κατά την ίδια παράδοση 3) το αν η δυσφήμηση είναι συκοφαντική ή όχι ελάχιστα επιδρά στην συγκεκριμένη συζήτηση εφόσον η συμπεριφορά του συκοφαντούντος είναι δόλια και 4) ακόμα και η κλασική ελευθεριστική θεωρία αδυνατεί να απαντήσει στην πρόκληση των υπερμάχων της ποινικής τιμώρησης.
Ι. Συνηθέστατα αναφέρεται στις συζητήσεις των ποπ ελευθεριστών ότι η αρχή της βλάβης είναι ταυτόσημη με τον κλασικό φιλελευθερισμό. Η θέση αυτή στηρίζεται, ασφαλώς, στη γνωστή φράση του J. S. Mill στο On
Again, there are many acts which, being directly injurious only to the agents themselves, ought not to be legally interdicted, but which, if done publicly, are a violation of good manners and, coming thus within the category of offences against others, may rightly be prohibited. Of this kind are offences against decency
Στην πραγματικότητα αυτό που έχουμε εδώ είναι καταφανώς ισχυρότερο από αυτό που χρειαζόμαστε για να αποφανθούμε ότι ο κλασικός φιλελευθερισμός δε θα αποδεχόταν το άδικο της τιμώρησης της δυσφήμησης. Κι αυτό διότι ο Mill συμπεριλαμβάνει στη θέση και απλές εκδηλώσεις «κακών τρόπων», στις οποίες ασφαλώς συγκαταλέγονται απείρως ηπιότερες σε ό,τι αφορά την επίδραση στον αποδέκτη τους (εξύβριση) ή και χωρίς αποδέκτη (δημόσια ούρηση ή γύμνια) συμπεριφορές. Ομοίως, ο φιλοσοφικός εγγονός του Mill, ο Joel Feinberg, που μένει όσο λίγοι πιστός στο πνεύμα του On Liberty, αποδέχεται ρητώς και κατόπιν εκτενούς επιχειρηματολογίας την αρχή της προσβολής, αφιερώνοντάς της έναν από τους 4 τόμους του σημαντικού έργου του The Moral Limits of the Criminal Law. Συμπερασματικά, λοιπόν, η φιλελεύθερη παράδοση και η προβολή της στο πολιτικοφιλοσοφικό παρόν διά της –δικαιωματοκρατικής, φυσικά, και όχι ωφελιμιστικής- θεωρίας του Feinberg φαίνεται να δέχεται χωρίς δυσκολία την προσβολή ως καλό λόγο περιορισμού της ελευθερίας δράσης του ατόμου. Η δυσφήμηση, όπως και η εξύβριση, εμπίπτουν χωρίς αμφιβολία στην κατηγορία των προσβολών αυτών.
ΙΙ. Στις περισσότερες περιπτώσεις δυσφήμησης, όμως, το διακύβευμα δεν συνίσταται απλά σε μία άδικη προσβολή του συκοφαντούμενου αλλά επεκτείνεται και σε stricto sensu βλάβες εις βάρος του εν λόγω προσώπου. Ο Α διαθέτει ένα καφενείο στο κέντρο του Ηθικοχωρίου, ενός παραδοσιακού ελληνικού χωριού. Ο Β, που αντιπαθεί ή ανταγωνίζεται τον Α, διαδίδει ότι ο τελευταίος είναι παιδεραστής που έχει μάλιστα καταδικασθεί στις Η.Π.Α. όπου διέμενε πριν επιστρέψει στα πάτρια. Η κατηγορία αυτή είναι πέρα για πέρα ψευδής και θίγει βαθύτατα τον Α αλλά δεν κάνει μόνο αυτό. Επιπροσθέτως έχει μία σειρά από επιπτώσεις απολύτως αναμένομενες – και, φυσικά, ευχάριστες για τον Β: η επιχείρησή του Α καταστρέφεται, η οικογένειά του τον εγκαταλείπει, οι φίλοι του εξαφανίζονται. Το αποτέλεσμα είναι σοβαρότατες οικονομικές και ψυχικές βλάβες που πλήττουν ανυπολόγιστα την ευημερία του. Το ότι αυτές οι βλάβες είναι τέτοιες κατά τη φιλελεύθερη παράδοση είναι αδιαμφισβήτητο. Κι αυτό διότι οι περισσότεροι φιλελεύθεροι –και σίγουρα ο Mill και ο Feinberg– έχουν μία αντίληψη της βλάβης που σχετίζεται άμεσα με την έννοια του συμφέροντος. Η άδικη καταρράκωση των συμφερόντων μας, (όπως εμείς τα αντιλαμβανόμαστε και όχι κάποια τρίτη ομάδα ανθρώπων ή θεωρία), συνιστά βλάβη – κι εδώ είναι προφανές ότι τα συμφέροντα του Α υποφέρουν δίχως εκείνος να έχει κάνει τίποτα για να το αξίζει. Το μόνο ερώτημα που απομένει είναι το εξής: είναι η βλάβη που τελικά επέρχεται εκείνη που επιδιώκεται διά της δυσφήμησης; Μήπως, δηλαδή, αυτή το πλήγμα στα συμφέροντα είναι απλά παρεμπίπτον, μία παρενέργεια της δυσφήμησης που δε διαφέρει, για παράδειγμα, από την τρύπα στο πουκάμισο που προκαλεί η σφαίρα που πετυχαίνει την καρδιά; Νομίζω πως θα ήταν δύσκολο να υποστηρίξει κανείς κάτι τέτοιο πειστικά. Κι αυτό διότι η δυσφήμηση ως απλή διάδοση ενός αρνητικού γεγονότος ή μίας αρνητικής κρίσης για ένα πρόσωπο δε θα ήταν το ηθικό ατόπημα που όλοι βρίσκουμε πως είναι αν δεν συνδεόταν αναπόσπαστα με τη βλάβη της ευημερίας του δυσφημούμενου. Το θύμα λογίζεται ως τέτοιο όχι απλά επειδή κάτι κακό προστέθηκε στην περιγραφή της προσωπικότητάς του αλλά επειδή αυτό έχει τις παραπάνω συνέπειες. Σε μία κοινωνία που θα αποδεχόταν το παιδεραστικό παρελθόν ή απλά θα αδιαφορούσε γι’ αυτό η δυσφήμηση αυτή θα έμοιαζε πολύ λιγότερο ως τέτοια. Ο δυσφημών δυσφημεί για να πλήξει τον δυσφημούμενο διά της πράξης του και όχι απλά για να του προσδώσει ένα χαρακτηριστικό αδιαφορώντας για ό,τι αυτό συνεπάγεται. Δυσφήμηση και βλάβες, πέραν της ίδιας της βλάβης στην προσωπικότητα, η βαρύτητα της οποίας για την κατάφαση της ποινικής τιμώρησης φαίνεται πως αμφισβητείται, είναι αλληλένδετες.
ΙΙΙ. Ας τροποποιήσουμε το παραπάνω παράδειγμα. Ο Β διαδίδει, αντί του ψεύδους περί παιδεραστίας, το αληθές γεγονός ότι ο Α είναι ομοφυλόφιλος. Δεδομένης της ηθικής οικολογίας του Ηθικοχωρίου, οι συνέπειες δε διαφέρουν σε τίποτα από εκείνες του αρχικού παραδείγματος και οι βλάβες που προκύπτουν είναι ακριβώς οι ίδιες. Εκ πρώτης όψεως, δε βλέπω κανένα λόγο σημαντικής διαφοροποίησης της ποινικής αντιμετώπισης της συγκεκριμένης συμπεριφοράς σε σχέση με την συκοφαντική δυσφήμηση. Ασφαλώς, η διασπορά μίας τέτοιας ψευδούς είδησης που βλάπτει τον Α καταδεικνύει ότι ο χαρακτήρας του Β είναι ακόμα χειρότερος σε αυτή την περίπτωση– είναι, επιπροσθέτως, και ψεύτης! Αλλά τα δύο σημαντικά μεγέθη παραμένουν στην ίδια ηθική περιοχή: ο Β σκοπεύει, διά της δήλωσής του, τη βλάβη των συμφερόντων του Α και η βλάβη αυτή είναι άδικη. Ο παρατηρητικός αναγνώστης θα έχει εδώ μία ένσταση: η δήλωση του Β δεν είναι μόνο αληθής – είναι και «ουδέτερη», υπό την έννοια ότι οι σεξουαλικές προτιμήσεις μας δε θα πρέπει να θεωρείται ότι μας δυσφημούν, με λίγες προφανείς εξαιρέσεις. Συνεπάγεται αυτό, λοιπόν, ότι θα πρέπει να δεχθώ ότι δόλιες και βλαπτικές αποκαλύψεις θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στις εδώ υπό απαγόρευση συμπεριφορές, ακόμα κι αν δεν είναι δυσφημιστικές; Η απάντησή μου είναι «γιατί όχι;». Σκεφτείτε έναν ακτιβιστή υπέρ των δικαιωμάτων των μαύρων που βρίσκεται σε μία συγκέντρωση της ΚΚΚ. Ένας παλιός του φίλος που παρευρίσκεται γνωρίζει τη δράση του και αποφασίζει να την αποκαλύψει φωνάζοντας «ο άνθρωπος αυτός είναι ένας γνωστός υπέρμαχος των δικαιωμάτων των μαύρων». Υπό φυσιολογικές συνθήκες, αυτή η δήλωση είναι τιμητική – εν προκειμένω, όμως, θα προκαλέσει μετά βεβαιότητος τον ξυλοδαρμό του ακτιβιστή. Τα δύο μεγέθη που συζητούσαμε παραπάνω παραμένουν ως έχουν και η συμπεριφορά του αποκαλύπτοντος δε διαφέρει από την καθιερωμένη έννοια της «δυσφήμησης», όπως προσεγγίσθηκε νωρίτερα. Ας το δούμε και από μία άλλη όψη: οι ρατσιστές ρωτούν το φίλο του ακτιβιστή ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος που βρίσκεται ανάμεσά τους και αν είναι ομοϊδεάτης τους. Ένα δυσφημιστικό ψέμμα («είναι ρατσιστής») θα σώσει το υποψήφιο θύμα – η τιμητική αλήθεια θα τον καταστρέψει. Ο άνθρωπος που καλείται να το αποφασίσει στην πραγματικότητα πρέπει να αποφασίσει αν θα επιτρέψει ή θα αποτρέψει μία άδικη ετεροβλάβη.
IV. Οι περισσότεροι ελευθεριστές προσυπογράφουν κάποια μορφή του λεγόμενου non-aggression ή zero aggression principle. O Murray Rothbard εξηγεί τη βασική αρχή: “No one may threaten or commit violence (‘aggress’) against another man’s person or property” (War, Peace and the State). Νομίζω ότι αυτή η αρχή καταδικάζει και τους ελευθεριστές στην παραδοχή του αποδεκτού της τιμώρησης της δυσφήμησης. Κι αυτό διότι η συμπεριφορά του δυσφημούντος είναι καταφανέστατα επιθετική (και δεν είναι –ούτε μπορεί να είναι στις περισσότερες περιπτώσεις- απάντηση σε άδικη επίθεση, δηλαδή αμυντική, προς ικανοποίηση και των όρων της Ayn Rand, στην οποία αποδίδεται η μητρότητα της αρχής). Επιστρέφοντας στον Ροθμπαρντ, είναι σαφές ότι η δυσφήμηση, ακόμα και όταν δεν συνεπάγεται βλάβες στο σώμα ή την περιουσία, συνιστά επίθεση στο «πρόσωπο» (person). Κι αυτό διότι ως πρόσωπο κατά παράδοση λογίζεται το σύνολο αυτών από τα οποία αποτελούμαστε – και όχι μόνο το σώμα μας. Κλασικό σύγχρονο παράδειγμα αποτελεί η δουλειά του Peter Singer πάνω σε αυτό που ονομάζουμε personhood – και έχει έντονη αν όχι απόλυτη σχέση με όλα τα ψυχικά και νοητικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τους ζωντανούς οργανισμούς. Εδώ, για να κλείσω, κάποιοι θα μου καταλόγιζαν υπερβολική προσήλωση στην επιλογή των λέξεων ενός ανθρώπου που ίσως να μην χρησιμοποιούσε τους όρους με την παραδοσιακή ακρίβεια των πολιτικών φιλοσόφων (κάτι μάλλον προφανές στην συνέχεια του άρθρου που παραθέτω). Ίσως, δηλαδή, να επιλέγω, ως προς αυτό έναν εύκολο αντίπαλο από το στρατόπεδο των ελευθεριστών. Δεν μπορώ, για λόγους οικονομίας, να πω πολλά επ’ αυτού εδώ και γι΄αυτό θα περιοριστώ σε ένα ενδεικτικό σχόλιο. Αν η ίδια η ιδιοκτησία του εαυτού επιθυμούμε να έχει το νοηματικό βάθος που οι θιασώτες της της αποδίδουν, θα πρέπει να αναφέρεται σε αυτό ακριβώς: στον εαυτό, ως σύνολο, και όχι σε κάποιες μόνο εκφάνσεις της φύσης (σώμα) ή των έργων του (περιουσία). Θα μπορούσε, λοιπόν, και από τη γενική αυτή «πρωτεύουσα» αρχή του ελευθερισμού να συμπεράνει κανείς ευθέως, με την κατάλληλη προεργασία που δεν μπορεί να γίνει εδώ, ότι, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, ίσως ο ελευθεριστής να δεσμεύεται υπέρ της τιμώρησης της δυσφήμησης περισσότερο από το φιλελεύθερο!
Πολύ ενδιαφέρον άρθρο. Προσωπικά υιοθετώ ενδιάμεση θέση καθόσον αφορά τα άρ. 363-363 ΠΚ: α) κατάργηση της απλής δυσφήμησης, β) μετατροπή της δυνητικής διακινδύνευσης σε συγκεκριμένη, και γ) στην συκοφαντική το γεγονός πρέπει να συνιστά άδικη πράξη.
Μερικές παρατηρήσεις:
Πράγμα που αρκεί να μας κάνη εξαιρετικά καχύποπτους απέναντι σε οποιαδήποτε εγκληματοποίηση στηρίζεται σε κάποια νεφελώδη οφφένς, σε προσβολές ευαίσθητων συναισθημάτων κ.λπ…. Αφού ο ίδιος διακρίνεις ότι η εν λόγω αρχή είναι πολύ πιο ισχυρή και δικαιολογεί, καλύτερα θα δικαιολογούσε, ένα σωρό χαζομάρες, πώς την περιορίζεις σε δυο τρία πράγματα και δεν δέχεσαι όλο το πακετάκι;
Όχι, τα παραδείγματα δεν είναι όμοια. Άλλο να μην αγοράζω τσιγάρα από το περίπτερό σου (προσβολή συμφέροντος) και άλλο να σε δείρω (προσβολή δικαιώματος).
Πρόσεξε την συνέπεια που έχει η άποψή σου στην εξύβριση: μπορώ να καταδικαστώ επί εξυβρίσει αν αποκαλέσω κάποιον Εβραίο ή Βούλγαρο και αυτό θεωρείται από το, μη ουδέτερο, ακροατήριο ως προσβολή. Απαράδεκτο. Άρα προκρίνω αντικειμενική ερμηνεία: δεν είναι κακό να είσαι ομοφυλόφιλος, εβραίος ή ό,τι άλλο, ό,τι και αν νομίζη η πλέμπα.
Για την απλή δυσφήμηση διάλεξες ένα ασθενές παράδειγμα της αντίθετης άποψης, αυτό με την ομοφυλοφιλία. Κατ’ αρχάς, αν η ομοφυλοφιλία είναι υπαρκτή, δεν υπάρχει δυσφήμηση κατά το ελληνικό δίκαιο (προϋπόθεση της δυσφήμησης είναι πάντα το ψεύδος του διαδιδόμενου γεγονότος).
Κατά την γνώμη μου, θα έπρεπε να είχες διαλέξει ένα πιο δυνατό παράδειγμα: ο Α εγκαλεί τον Β επειδή ο Β διαδίδει στην γειτονιά το ψευδές γεγονός ότι στον Α αρέσει να τρώη καρπούζι με μουστάρδα. Οι γείτονες, γνωστοί εστέτ, συγκλονίζονται από την βαρβαρότητα του γεγονότος, αλλά συνεχίζουν να ψωνίζουν από το μπακάλικο του Α, αν και χασκογελάνε κάθε φορά που αγοράζουν μουστάρδα. Υπάρχει συκοφαντική δυσφήμηση; Πρέπει να τιμωρήται;
Το ψεύδος ή η αλήθεια μιας πρότασης δεν επηρεάζει το αν η εκφορά της αποτελεί ή όχι άδικη ετεροβλάβη, και άρα δεν επηρεάζει ένα σημαντικό κριτήριο εγκληματοποίησης -κι’αυτό δεν συνεπάγεται οτι το περιεχόμενο μιας εκφοράς δεν πρέπει να παίζει ποτέ ρόλο. Οτι η δυσφήμιση στο ελληνικό δίκαιο προϋποθέτει ψεύδος δεν μας λέει, νομίζω, κάτι ενδιαφέρον.
Θανάση, γράφεις
‘Πράγμα που αρκεί να μας κάνη εξαιρετικά καχύποπτους απέναντι σε οποιαδήποτε εγκληματοποίηση στηρίζεται σε κάποια νεφελώδη οφφένς, σε προσβολές ευαίσθητων συναισθημάτων’
Κάποιος μπορεί να καταφέρεται ενάντια στην εγκληματοποίηση με βάση ‘νεφελώδεις’ μορφές offence, ή προσβολές συναισθημάτων. Αλλά δεν είναι όλες οι μορφές offence νεφελώδεις, ούτε συνιστούν αποκλειστικά και μόνο προσβολές συναισθημάτων. Κάποιες επηρεάζουν σοβαρά τις ζωές ανθρώπων, και τις δυνατότητες για μια καλή ζωή, ή ζωή εξίσου καλή με όλων των άλλων. Αυτός είναι, πιστεύω, αρκετός λόγος για να απαγορεύονται.
Στο παράδειγμα του Κώστα με την ΚΚΚ, απαντάς
‘Όχι, τα παραδείγματα δεν είναι όμοια. Άλλο να μην αγοράζω τσιγάρα από το περίπτερό σου (προσβολή συμφέροντος) και άλλο να σε δείρω (προσβολή δικαιώματος).’
Αλλά δεν έχει σημασία αν θα τον δείρουν, ή θα θέσουν σε κίνδυνο τη σωματική και ψυχική του υγεία. Αν ο πρόμαχος των δικαιωμάτων των μαύρων ζει σε μία πολιτεία με ρατσιστές, οι οποίοι δεν αγοράζουν από το περίπτερό του post-αποκάλυψη, οδηγώντας σε κατάρρευση τη ποιότητα ζωής του, τότε είναι θεμιτό να τιμωρηθεί αυτός που (δόλια) την κάνει.
Εδώ ένας δεξιός ελευθεριστής μπορεί να διαφωνήσει με τον Κώστα, αντιτείνοντας οτι κάτι τέτοιο δεν παραβιάζει κάποιο ηθικό δικαίωμα του περιπτερά και κατά συνέπεια η (δόλια) αποκάλυψη της ‘αλήθειας’ είναι ηθικά επιτρεπτή, και άρα (πρέπει να είναι) νομικά μη-επιλήψιμη. Πιστεύω οτι και οι δύο συνεπαγωγές είναι παράλογες. Αλλά η προκείμενη είναι ακόμα πιο παράλογη από τις συνεπαγωγές.
Πρόσεξε οτι δεν υπάρχει ασυνέπεια ανάμεσα στη θέση του Κώστα και μια αρνητική απάντηση στο τελευταίο σου ερώτημα: δεν νομίζω οτι το παράδειγμα έχει πολεμική ισχύ εναντίον του.
Σε περιπτώσεις συνεχούς δυσφήμισης κάποιου χωρίς όμως να βλάπτεται η αυτονομία του, θεωρείτε ότι η δυσφήμιση πρέπει να διώκεται;
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί το σκεπτικό που αναπτύσσεται στο ποστ για την εξαγωγή ανάλογων συμπερασμάτων για το μισαλλόδοξο λόγο;
Μήπως η ορθή γραφή είναι δυσφήμηση; ^ο)
Νικόλα,
“Το ψεύδος ή η αλήθεια μιας πρότασης δεν επηρεάζει το αν η εκφορά της αποτελεί ή όχι άδικη ετεροβλάβη”
Διαφωνώ: έχει πάρα πολλά να κάνη με τον αν είναι ή όχι άδικη.
“Οτι η δυσφήμιση στο ελληνικό δίκαιο προϋποθέτει ψεύδος δεν μας λέει, νομίζω, κάτι ενδιαφέρον”
Ίσως είναι πιο ενδιαφέρον ότι εξ όσων γνωρίζω το ίδιο ισχύει σε όλα τα δίκαια. Να λες την αλήθεια δεν είναι δυσφήμηση! Μπορεί να διώκεται ποινικά αλλιώς βέβαια, μην τα μπερδεύουμε.
“Αλλά δεν είναι όλες οι μορφές offence νεφελώδεις”
Διαφωνώ, όλες στην βάση τους έχουν να κάνουν με ταλαιπωρημένους ευαίσθητους ψυχικούς κόσμους, αλλά εν πάση περιπτώσει: τι διαφορά έχει η δυσφήμηση (και η εξύβριση!) με την καθύβριση θρησκευμάτων (άρ. 199 ΠΚ); Πώς δέχεσαι το ένα αλλά όχι το άλλο;
“Αν ο πρόμαχος των δικαιωμάτων των μαύρων ζει σε μία πολιτεία με ρατσιστές, οι οποίοι δεν αγοράζουν από το περίπτερό του post-αποκάλυψη, οδηγώντας σε κατάρρευση τη ποιότητα ζωής του, τότε είναι θεμιτό να τιμωρηθεί αυτός που (δόλια) την κάνει”
Ας αλλάξουμε τα πρόσημα λοιπόν: κατά την γνώμη σου είναι δυσφήμηση και πρέπει να τιμωρήται από τον ποινικό νόμο αν αποκαλύψω στην αθεϊστική κοινωνία στην οποία τυχαίνει να ζης το αληθές γεγονός ότι θρησκεύεσαι και εξ αυτού του λόγου πάνε στο εξής άσχημα οι δουλειές σου και καταρρεύση η ποιότητα ζωής σου. Absurdum.
“Εδώ ένας δεξιός ελευθεριστής μπορεί να διαφωνήσει με τον Κώστα, αντιτείνοντας οτι κάτι τέτοιο δεν παραβιάζει κάποιο ηθικό δικαίωμα του περιπτερά και κατά συνέπεια η (δόλια) αποκάλυψη της ‘αλήθειας’ είναι ηθικά επιτρεπτή, και άρα (πρέπει να είναι) νομικά μη-επιλήψιμη. Πιστεύω οτι και οι δύο συνεπαγωγές είναι παράλογες. Αλλά η προκείμενη είναι ακόμα πιο παράλογη από τις συνεπαγωγές”
Γιατί η αλήθεια μπαίνει σε εισαγωγικά; Ο περιπτεράς φυσικά και δεν έχει δικαίωμα στο ψεύδος και φυσικά και δεν έχει δικαίωμα στην πελατεία, συμφέροντα έχει όπως ανέφερα και πιο πάνω.
“Πρόσεξε οτι δεν υπάρχει ασυνέπεια ανάμεσα στη θέση του Κώστα και μια αρνητική απάντηση στο τελευταίο σου ερώτημα: δεν νομίζω οτι το παράδειγμα έχει πολεμική ισχύ εναντίον του.”
Δεν μας λες όμως γιατί. Ας περιμένουμε και την καλλίρειο απάντηση.
Και δεν απαντήθηκε ακόμα αυτό:
“Πρόσεξε την συνέπεια που έχει η άποψή σου στην εξύβριση: μπορώ να καταδικαστώ επί εξυβρίσει αν αποκαλέσω κάποιον Εβραίο ή Βούλγαρο και αυτό θεωρείται από το, μη ουδέτερο, ακροατήριο ως προσβολή”
[quote comment=”9707″]Σε περιπτώσεις συνεχούς δυσφήμισης κάποιου χωρίς όμως να βλάπτεται η αυτονομία του, θεωρείτε ότι η δυσφήμιση πρέπει να διώκεται;
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί το σκεπτικό που αναπτύσσεται στο ποστ για την εξαγωγή ανάλογων συμπερασμάτων για το μισαλλόδοξο λόγο;[/quote]
Τι εννοείτε “δεν βλάπτεται η αυτονομία του”;
Όσο για το δεύτερο: μου φαίνεται ότι όποιος επιχειρηματολογεί με αυτόν τον τρόπο για την δυσφήμηση οφείλει να δεχθή και την εγκληματοποίηση του μισαλλόδοξου λόγου και γιατί όχι του επιθετικού λόγου, του ασύντακτου λόγου, του μηκαθωσπρέπει λόγου και έχει ο Θεός. .. Ο Καλλίρης έχει αρνηθή το δεύτερο, άρα μένει να εξηγήση γιατί επιμένει στο πρώτο.
Επαναδιατύπωση: “Σε περιπτώσεις συνεχούς δυσφήμισης κάποιου, χωρίς όμως να περιορίζεται η αυτονομία του, θεωρείτε ότι η δυσφήμιση πρέπει να διώκεται;”
Οι ερωτήσεις περιμένουν την απάντηση του Μέγα Ιεροφάντη κλπ. Ο κ. Αγχωμένος μπορεί να βοηθήσει για τη δυσφήμ.η/ι.ση;
Ε, καλά, αφού κανείς δεν παίρνει στα σοβαρά τις νομικοφιλοσοφικές μου απόψεις, ας παίξω λίγο με την ορθογραφία: θαμιστικά καλούνται τα ρήματα που δείχνουν πόσο συχνά τελείται η πράξη και δημιουργούνται με τη προσθήκη της κατάληξης -ίζω. Αναλόγως και η ορθογράφηση λοιπόν. Στην συγκεκριμένη περίπτωση απαντά και δυσφημώ και δυσφημίζω, δεν βρίσκω λάθος λοιπόν σε οποιαδήποτε γραφή εκ των δύο (το ίδιο συμβαίνει και με την διευκρίνηση και με κάμποσα άλλα). Οφείλω όμως να παρατηρήσω ότι συνηθέστερη είναι η γραφή με η. Γενικά, έχει μεγαλύτερη σημασία να ξέρουμε γιατί γράφουμε κάτι με ωρισμένο τρόπο, κι ας ξεφεύγη από τον κανόνα, παρά να το γράφουμε προβλεπόμενα και να μην ξέρουμε το γιατί.
Πολύ ενδιαφέροντα όλα τα σχόλια και σας ευχαριστώ. Κατ’ αρχάς, επί του ορθογραφικού: η “απλοποιημένη” γραφή με ι προέρχεται μάλλον από την σύγχρονη εκδοχή του ρήματος δυσφημώ – το “δυσφημίζω”. Διαπίστωσα, όμως, ότι το ρήμα δυσφημώ χρησιμοποιώ σε όλο το κείμενο και, συνεπώς, έπρεπε να διορθωθεί η ορθογραφία, όπως και έγινε. Επιμένω, πάντως, στο “δυσφημιστικός”, καθότι δεν μου φαίνεται ιδιαιτέρως κομψό (φοβερό επιχείρημα ε;) οτιδήποτε άλλο – οι ειδικοί στην ορθογραφία ας μας διαφωτίσουν. Επί της ουσίας τώρα:
Θανάση,
Πρώτα απ΄ όλα να χαίρεσαι το διάδοχο του Συνιστολογικού θρόνου!
Στο ζήτημα της προσβολής συμφωνώ με το Νικόλα: δεν είναι όλες οι προσβολές νεφελώδεις και αόριστες και, αν θέλουμε να αποτελεί κάποιου είδους προσβολή κριτήριο εγκληματοποίησης, θα πρέπει να έχουμε στα χέρια μας κάτι πιο δυνατό. Ο Feinberg προσφέρει μία πιθανή εκδοχή στις σελίδες 14-22 του Offence to Others. Δεν συμφωνώ με όλα όσα λέει, αλλά είναι μία αντιμετώπιση που δεν κουβαλάει τα προβλήματα της αφηρημένης και πρόχειρης μιλλιανής θέσης.
Όσον αφορά τα περί ΚΚΚ, δεν συμφωνώ με τον ελαφρώς αυθαίρετο, ως προς την σημασία που του αποδίδεις, διαχωρισμό συμφέροντος/δικαιώματος. Κι αυτό διότι η άδικη και δόλια επίθεση στα εύλογα συμφέροντά μας, όταν είναι επιτυχής, μπορεί να πλήξει ανεπανόρθωτα τόσα και τόσα δικαιώματά μας, όπως το δικαίωμα στην ευημερία, την καλή ζωή, τη διαχείριση των οικονομικών μας και των επενδύσεών μας, ως μέρους της γενικότερης διαχείρισης της ζωής μας, κοκ. Το να πεις ότι βλάβη υπάρχει μόνο όταν πλήττεται ένα δικαίωμα έχει δύο μειονεκτήματα: 1) επαναλαμβάνεις το αυτονόητο χωρίς στην πραγματικότητα να είναι και τόσο αυτονόητο (μπορεί να βλάπτεται ένα δικαιωμά σου προς το συμφέρον σου)! και 2) προϋποτίθεται η αποδοχή της δικής σου θεωρίας δικαιωμάτων για να δεχθεί κάποιος τη θέση σου. Γι’ αυτό το λόγο, οι περισσότεροι φιλελεύθεροι, που δεν καταφεύγουν σε ένα “προφανές” δικαίωμα όπως πχ η ισότητα, επιμένουν στα συμφέροντα (harm=setback to interest) που έχει δύο πλεονεκτήματα: 1) είναι λίγο-πολύ αυτονόητο – όλοι θέλουν να προστατεύονται τα συμφέροντά τους όποια θεωρία δικαιωμάτων κι αν προσυπογράφουν και 2) είναι μία προσέγγιση αυστηρά ατομικιστική – δεν μπορεί κάποιος να υποστηρίξει αυτό που λέω εγώ εντός της προηγούμενης παρενθέσεως. Αλλά, έστω κι έτσι, εδώ έχουμε επίθεση σε δικαιώματα, νομίζω – και είναι και άδικη.
Τέλος, δεν καταλαβαίνω τι θέλεις να δείξεις με όσα λες από αυτό το σημείο του σχολίου σου και κάτω. Εγώ επιμένω ότι ο διαχωρισμός συκοφαντικής και μη δυσφήμησης είναι ατυχής. Το ζητούμενο είναι αν κάποιος επιδιώκει να βλάψει (ή να προσβάλει βαθύτατα – αλλά ας το αφήσουμε αυτό στην άκρη προς το παρόν) τον “δυσφημούμενο”. Αυτό που κάνει ο τύπος στην συγκέντρωση της ΚΚΚ ισοδυναμεί, ηθικά, με την κραυγή “σκοτώστε τον εχθρό”. Το κριτήριο, λοιπόν, θα πρέπει να είναι η σκοπούμενη βλάβη. Αν ο σκοπός είναι απλώς η προσβολή της προσωπικότητας του θύματος θα πρέπει να έχουμε “απλή” Χ (όπου Χ βάλε ό,τι καταλαβαίνεις στη θέση του όρου δυσφήμηση). Αν ο σκοπός είναι όλες οι άλλες βλάβες, που συνήθως “πάνε πακέτο”, θα έχουμε βαρύτερη Χ. Το ψευδές της “αποκάλυψης” ‘η δήλωσης θα μπορεί να είναι επιβαρυντική περίσταση και, σε περίπτωση βαρύτερου αποτελέσματος που οφείλεται σε αμέλεια, θα εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις του ΠΚ. Έτσι, ο μανάβης του παραδείγματός σου θα μπορεί να παραπονεθεί, στη χειρότερη περίπτωση, για απλή Χ. Αυτό θα μπορεί να κρίνεται αντικειμενικά, όπως επιθυμείς – κανένα πρόβλημα.
Ασμοδαίε,
Κατ’ αρχάς, σε τιμώ διότι μόνος εσύ σέβεσαι την ιεραρχία και χρησιμοποιείς τους τίτλους μας. Αυτό με τον μισαλλόδοξο λόγο κλπ (κατά το Μέγας Ιεροφάντης κλπ) είναι ενδιαφέρουσα παγίδα, αλλά δε θα πέσω μέσα. Σε επίπεδο “διδασκαλίας μίσους”, νομίζω είναι λίγες οι περιπτώσεις που η επιρροή του “διδασκάλου” είναι τέτοια που θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για αντιστοιχία με το παράδειγμα ΚΚΚ. Επί της αρχής, η ελευθερία του λόγου πρέπει να προηγείται μίας τέτοιας ακραίας πιθανότητας. Σε επίπεδο επίθεσης κατά πρόσωπο, η αυστηρή κριτική μίας ιδεολογίας/θεωρίας/άποψης δεν απευθύνεται στο πρόσωπο. Άν κάποιος θίγεται από αυτή την κριτική, θα πρέπει να το ανεχθεί υπέρ της ελευθερίας του λόγου. Αν πάλι η επίθεση στοχεύει στο πρόσωπο, ισχύουν τα παραπάνω, μόνο που η κατάφαση της προσβολής της προσωπικότητας θα είναι ακόμα πιο δύσκολη -ειδικά αν γίνει αντικειμενικά ή κατ’ αρχήν αντικειμενικά.
Με πρόλαβε ο Θανάσης στα ορθογραφικά αλλά βιάστηκε να πιστέψει ότι δεν παίρνω σοβαρά τις νομικοφιλοσοφικές του απόψεις – ή τουλάχιστον ότι δε θα αποφύγω να διαφανεί ότι δεν τις παίρνω σοβαρά!
“..ποινικής τιμώρησης..” Τι ειν’ τουτο; ελληνικουρισμος; αμ η “ελευθεριστική θεωρία”;
Eπανιδρυση της γλωσσας κανεις φιλε μου;
Δεν μπαινω στην ουσια του αρθρου, επειδη… περισσοτερο απο τα συμφραζομενα καταλαβαινει το νοημα ο αναγνωστης..
(λυπησου μας) :)
Πάρα πολύ ενδιαφέρον άρθρο, εύγε Κωνσταντίνε, κάποιος επιτέλους έπρεπε να γράψει γι’αυτό.
Ένα πράγμα που ξεχνάμε πάρα πολύ συχνά είναι πως ακόμα κι αν είμαστε γνήσιοι Φιλελεύθεροι, η ελευθερία του λόγου είναι μονάχα ΜΙΑ από τις Ελευθερίες που θα μπορούσε να αποκτήσει ένα χειραφετημένο άτομο (είτε απ’τους συνανθρώπους του, είτε απ’την κοινωνία/κράτος). Υπάρχουν όμως ένα σωρό άλλες έννοιες που συνδέονται με την «ελευθερία» που θα μπορούσαν να δοθούν ως: ελευθερία από τον φόβο, την απειλή, τη λασπολογία, την ασυδοσία, κλπ κατά αναλογία με το αγγλικό “free of/from…”
Σε μια κοινωνία που η δυσφήμιση έχει απεγκληματοποιηθεί πλήρως ελλοχεύει ο κίνδυνος οι ισχυροί που έχουν πρόσβαση στα μέσα πληροφόρησης εν τέλει να δημιουργούν ή οδηγούν τις ειδήσεις εκεί που θέλουν καταστρέφοντας συνειδήσεις, αξιοπρέπειες ή και καριέρες εν μια νυχτί.
Οφείλουμε να προστατεύουμε την ελευθερία του λόγου αδιαμφισβήτητα εκεί που εκφράζει κάτι που δεν έρχεται σε αντίθεση με βασικά δικαιώματα των άλλων, και κυρίως όταν πλησιάζει μια αλήθεια που όσο περισσότερα άτομα ουδέτερα στην αντιπαράθεση αναγνωρίζουν ως ορθή και με επιχειρηματολογία.
Υπό αυτό το πρίσμα μέχρι και ο «φριχτός» Λιακόπουλος έχει δικαίωμα κατά της δυσφήμισης. Αλλά φυσικά αυτό δεν πρέπει να μας ενοχλεί, εξάλλου τι πιο διασκεδαστικό απ’το να καταρρίπτεις με επιχειρήματα τις φανταστρουμφικές θεωρίες του… Αρχέλληνα! :D
Πολυ ωραιο κειμενο Κωνσταντινε.
Η αισθηση μου ειναι οτι η βασικη διαφωνια με καποιους ελευθεριστες (ερασιτεχνες και οχι φιλοσοφους) ειναι οτι για καποιον λογο δεν δεχονται οτι το να βρισω ή δυσφημισω καποιον αποτελει βλαβη, ενω το να του ριξω μια σφαλιαρα ή να πατησω στην ιδιοκτησια του αποτελει βλαβη.
Για μενα αυτο ειναι εντελως αυθαιρετο, για αυτον τον ανθρωπο μπορει να ειναι η μεγαλυτερη δυνατη βλαβη να δηλωσεις οτι ειναι κλεφτης, γιατι θα χασει τους πελατες του κτλ, οπως εδειξες με καποια παραδειγματα.
Οποτε η ερωτηση μου ειναι: ποιος ειναι τελικα ο ορισμος της βλαβης?
Ευχαριστώ για την απάντηση, Ιερέ Δράκον. Ομως, είτε η πρώτη μου ερώτηση η σχετική με τις “αποτυχημένες” απόπειρες δυσφήμησης δεν απαντήθηκε είτε θα πάω να κάνω παρέα στη Rodia.
Δυστυχώς δεν έχω χρόνο να απαντήσω συγκροτημένα, οπότε θα αρκεστώ σε μια δυο παρατηρήσεις.
Θανάση, γράφεις
‘Να λες την αλήθεια δεν είναι δυσφήμηση! Μπορεί να διώκεται ποινικά αλλιώς βέβαια, μην τα μπερδεύουμε.’
Αν ‘δυσφήμιση’ σημαίνει ‘αμαύρωση φήμης’, τότε δεν έχει καμία σχέση με την αλήθεια ή το ψεύδος της εκφοράς που την προκαλεί. Ο Α μπορεί να είναι άθεος οικογενειάρχης, και η (δόλια) αποκάλυψη του γεγονότος από τον Β σε μία θεϊστική κοινωνία να του αμαυρώνει τη φήμη ως καλού οικογενειάρχη.
Η πεποίθηση οτι η δυσφήμιση έχει να κάνει με τιμές αλήθειας είναι, νομίζω, συγκεχυμένη.
‘τι διαφορά έχει η δυσφήμηση (και η εξύβριση!) με την καθύβριση θρησκευμάτων (άρ. 199 ΠΚ); Πώς δέχεσαι το ένα αλλά όχι το άλλο;’
Αναρωτιέσαι δηλαδή αν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο να βρίσω την ομάδα ενός οπαδού σε γήπεδο και στο να εδραιώσω πεποίθηση στην ομοφυλοφιλία ενός κωφάλαλου σε φυλακή;
Η ερώτηση δείχνει, νομίζω, περιορισμένη αντίληψη διαφορετικών μορφών offence.
Αυτό
‘Ο περιπτεράς φυσικά και δεν έχει δικαίωμα στο ψεύδος’
μου φαίνεται αδικαιολόγητα δογματικό: αν o περιπτεράς είναι ο Winston Smith μπορεί να έχει όχι μόνο δικαίωμα στο ψεύδος, αλλά και κοινωνικό καθήκον να μην αποκαλύψει την αλήθεια.
‘φυσικά και δεν έχει δικαίωμα στην πελατεία, συμφέροντα έχει όπως ανέφερα και πιο πάνω.’
Το μόνο που χρειάζεται το επιχειρήμα του Κώστα είναι ένα δικαίωμα να μη στερηθεί τη πελατεία, και άρα τη πρόσβαση σε μια καλή ζωή, από δόλια δυσφήμιση (θέση καθόλου παράλογη).
Αποφεύγω, με περισσή αυτογνωσία, την αντιπαράθεση με τη διανόηση του διαδικτύου και μπαίνω κατ΄ευθείαν στην ουσία: συγγνώμη Ασμοδαίε, νόμιζα, για κάποιο λόγο, ότι η πρώτη ερώτηση είχε αποσυρθεί. Λοιπόν, και πάλι συγγνώμη, αλλά δεν καταλαβαίνω το ερώτημα. Δεν κάνω λόγο εγώ για αυτονομία. Πώς εννοείς εσύ ότι βλάπτεται η αυτονομία (η προσωπική εννοεις έτσι;) από τη δυσφήμηση; Πώς σκέφτεσαιτην περίπτωση συνεχόμενων δυσφημήσεων χωρίς τέτοια βλάβη; Εξήγησέ μου και θα σου πω τη γνώμη μου. Όσο για τις παρέες σου, δεν μου πέφτει λόγος…
Εγώ πρέπει να ζητήσω συγγνώμη γιατί διάβασα βιαστικά το ποστ, απ’ ότι φαίνεται.
Λοιπόν, στο παράδειγμα του Ηθικοχωρίου ο Α συγκεντρώνει τους συγχωριανούς του στο καφενείο, τους αποκαλύπτει την αλήθεια, εκείνοι τον πιστεύουν και δεν επακολουθεί κανένα από όλα αυτά τα τραγικά που τον βλάπτουν αλλά και περιορίζουν την αυτονομία του, επειδή (μάλλον) θα τον αναγκάσουν να αλλάξει το πλάνο της ζωής του. Ο Β, όμως, επειδή η καταστροφή του Α του έχει γίνει έμμονη ιδέα, εξακολουθεί να προσπαθεί να τον δυσφημήσει με κάθε τρόπο, χωρίς επιτυχία. Πρέπει ο Β να διώκεται ποινικά κατά την άποψη του συγγραφέα του ποστ;
Δεν έχω μείνει ικανοποιημένος από τις απαντήσεις που (δεν) έλαβα. Ας ανακεφαλαιώσω κάποια πράγματα:
Κατά τους Κωνσταντίνο και Νικόλα
– το να λέη κάποιος την αλήθεια μπορεί να είναι ποινικά κολάσιμο ως δυσφήμηση,
– το να έχη κάποιος πελατεία είναι δικαίωμα,
– υπάρχουν διάφορες διαβαθμίσεις οφφένς (ο Κωνσταντίνος δίνει μια παραπομπή, χωρίς να αναλύη, ο Νικόλας δεν έχει χρόνο για να απαντήση συγκροτημένα),
Κατά τον Κωνσταντίνο
– η δυσφήμηση θα έπρεπε να τιμωρήται και εξ αμελείας τελούμενη,
– εις βάρος του καρπουζομουσταρδίτη του παραδείγματός μου έχει τελεστή δυσφήμηση.
Εγώ δεν θα ήθελα να ζω σε αυτήν την κοινωνία. Προτιμώ μια κοινωνία όπου το να λες την αλήθεια δεν τιμωρείται ποτέ ως τέτοιο, όπου η ελευθερία του λόγου περιορίζεται από τον ποινικό νόμο σε πολύ λιγώτερες περιπτώσεις, όπου ο δικαστής δεν καλείται να αξιολογήση τι σχέση έχει με την τιμή το ότι κάποιος τον παίρνει ή είναι εβραίος, όπου κανείς δε αυτολογοκρίνεται από τον φόβο της πλημυρίδας αγωγών και μηνύσεων που ακολουθεί κάθε αιχμηρή έκφραση.
Γιαυτό επαναλαμβάνω την αρχική μου πρόταση:
α) κατάργηση της απλής δυσφήμησης, β) μετατροπή της δυνητικής διακινδύνευσης σε συγκεκριμένη, και γ) στην συκοφαντική το γεγονός πρέπει να συνιστά άδικη πράξη.
Θανάση,
ΟΚ, η παραπομπη χωρίς “ανάλυση” ήταν φάουλ. Ελπίζω, όμως, να μου αναγνωρίζουν οι συνομιλητές ως ελαφρυντικό ότι η μέρα μου δεν έχει περισσότερες ώρες από τη δική τους και αυτή την στιγμή πρέπει: 1) για να απαντήσω στον Ασμοδαίο να κατεβάσω από το πνευματικό μου ράφι ό,τι πιστεύω για την προσωπική αυτονομία 2) για να απαντήσω στον Σώτο να δώσω ορισμό (ή μάλλον περιγραφή) της βλάβης και 3) για να απαντήσω σε εσένα να κάνω το ίδιο για την προσβολή. Αν το δικό μου φάουλ, όμως, είναι από αυτά που σφυρίζονται, το δικό σου είναι για κόκκινη χωρίς δεύτερη κουβέντα. Συνοπτικά:
1) Το να λέει κανείς την αλήθεια, όπως λες, μπορεί, κατ’ εμέ, να είναι κολάσιμο ως Χ που θα αντικαταστήσει τη δυσφήμηση – και όχι ως δυσφήμηση με την παραδοσιακή έννοια.
2) Το να ζει κανείς μια καλή ζωή, όπως ο ίδιος την αντιλαμβάνεται ή την αποδέχεται, χωρίς άδικες επιθέσεις εναντίον της, είναι δικαίωμα (και μάλιστα πολύ ισχυρό). Η πελατεία φυσικά και δεν είναι.
3)Η μόνη προσβολή που χρειάζομαι είναι αυτή της προσωπικότητας – πιο συγκεκριμένο είδος δεν μπορώ να σκεφτώ.
4) Φυσικά και δε θα πρέπει να τιμωρείται εξ αμελείας – μόνο η αμελής συμπεριφορά που καθιστά τη δόλια “απλή Χ” “σκέτη Χ” τιμωρείται και μάλιστα σαφώς ηπιότερα από την “αυθεντική” “σκέτη Χ”. Δηλαδή, αν όφειλες και μπορούσες να προβλέψεις ότι η πράξη σου που σκόπευε σε απλή προσβολή της προσωπικότητας θα επιφέρει σοβαρές βλάβες πέραν αυτής, θα τιμωρηθείς κατα τι παραπάνω. Ας μη γινόμαστε δραματικοί μέχρι παρΑξήγησης, λοιπόν.
5) Για τον καρπουζομουσταρδίτη απάντησα “ίσως” – παραχωρώντάς σου την αντικειμενική κρίση της προσβολής της προσωπικότητας. Γιατί γκρινιάζεις;
6) Εγώ λέω ότι η δυσφήμηση θα πρέπει να μην τιμωρείται πλέον ως τέτοια αλλά ως συμπεριφορά που κατ’ αρχήν βλάπτει και κατ’ εξαίρεση προσβάλλει το θύμα, με το ψέμμα να λειτουργεί μόνο επιβαρυντικά. Εσύ θέλεις να τιμωρείται η δυσφήμηση ως προσβλητικό ψέμμα που αφορά άδικη πράξη. Εγώ θέλω να τιμωρείται η βλάβη κι εσύ το ψέμμα. Το ποιος τείνει προς το φιλελευθερισμό (που αμφότεροι επιζητούμε απ΄ όσο ξέρω) και ποιος προς τον μοραλισμό ας το κρίνουν όσοι μας διαβάζουν. Όπως και το “τι είδους κοινωνία” προτείνουμε εν προκειμένω.
Ασμοδαίε,
Τώρα το συνέλαβα το ερώτημα και δεν το αφήνω. Η εύκολη απάντηση είναι “ναι, θα τιμωρείται για απόπειρα Χ”. Από εκεί και πέρα, όμως, δεν ξέρω αν θα συμφωνούσα με τη θέση σου ότι βλάπτεται η αυτονομία του θύματος εδώ. Κατ’ αρχάς, συμφωνούμε σε ό,τι αφορά τον ορισμό της προσωπικής αυτονομίας που διαφαίνεται στο σχόλιό σου: αυτόνομος είναι εκείνος που μπορεί έυλογα να θεωρηθεί ο σε σημαντικό βαθμό δημιουργός της ζωής του (είναι ο ορισμός του Ραζ ολίγον παραλλαγμένος για να αποδίδουμε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι). Και λέω “σε σημαντικό βαθμό” γιατί αυτό είναι, προφανέστατα, ό,τι καλύτερο μπορούμε να περιμένουμε – η ίδια η φύση δεν μας επιτρέπει απόλυτο έλεγχο στη ζωή μας. Νομίζω, όμως -και πάλι όντας σύμφωνος με το Ραζ- ότι δε χρειάζεται να έχει κανείς όλες τις επιλογές του κόσμου για να είναι αυτόνομος -κάτι τέτοιο θα ήταν παράλογο. Συνεπώς, μόνη η αφαίρεση κάποιων συγκεκριμένων επιλογών -εν προκειμένω των επιλογών του Α να είναι καφετζής στο Ηθικοχώρι και οικογενειάρχης πχ- δεν συνιστά απαραιτήτως προσβολή της αυτονομίας του. Εξαρτάται, πρώτα απ’ όλα, από το πόσες πολύτιμες -και όχι trivial ή πανομοιότυπες μεταξύ τους- επιλογές του απομένουν. Και, από την άλλη, εξαρτάται από το πόσο δεμένος ήταν με τις επιλογές που είχε κάνει και τη ζωή που ζούσε. Αυτό το δεύτερο μάλλον υφίσταται στο παράδειγμά μου και σίγουρα συνιστά σοβαρότατη και άδικη βλάβη, αλλά δεν είμαι βέβαιος για το αν είναι βλάβη στην προσωπική αυτονομία ή σε κάτι άλλο. Πες μου κι εσύ τη γνώμη σου.
Κάποια, πολύ λίγα, για το θέμα της ελευθερίας εναντίον ελευθερίας. Εγώ δεν το πιστεύω πως η ελευθερία του λόγου είναι μια από τις ελευθερίες. Κατά την γνώμη μου υπάρχει μια λογική διάκριση μεταξύ ελευθεριών και ‘ελευθεριών’. Να το πω όσο πιο απλά γίνεται: οι πραγματικές ελευθερίες δεν είναι αυτοαναιρούμενες ενώ οι ‘ελευθερίες’ είναι. Με αυτή τη λογική, υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ της ελευθερίας της έκφρασης και του λόγου με άλλες ελευθερίες όπως αυτές που αναφέρονται και εξετάζονται εδώ ως δικαίωμα στην πελατεία, στην επιτυχία, στην ευημερία, στην τιμή, στην αξιοπρέπεια ή στην απαλλαγή από τον φόβο. Το δικαίωμα της έκφρασης ή της σκέψης, δεν έρχεται ποτέ σε αντίφαση με τον εαυτό του. Το δικαίωμά μου να ομιλώ ή να σκέφτομαι, και η άσκηση ή ακόμη και η υπεράσκηση αυτού του δικαιώματος, δεν αλλάζει ούτε ένα γιώτα την δυνατότητα οποιουδήποτε άλλου, επίσης να σκέφτεται και επίσης να ομιλεί. Η πηγή από την οποία αντλούνται αυτά τα δικαιώματα είναι απεριόριστη. Αντίθετα, το δικαίωμά μου, αν έχω ένα εμπορικό κατάστημα, ‘στην πελατεία’ δεν είναι απεριόριστο και η άσκησή του (και ακόμη χειρότερα η υπεράσκησή του) είναι ασυμφιλίωτη και σε ευθεία σύγκρουση με το ίδιο δικαίωμα ‘στην πελατεία’ του εμπορικού ανταγωνιστή μου. Το ίδιο πρόβλημα παρουσιάζεται και με το δικαίωμα στην απαλλαγή από τον φόβο. Αυτό που είναι πηγή ασφάλειας και απελευθέρωση από τον φόβο για έναν Α, είναι αυτό που κρατά ξύπνιο τα βράδια έναν άλλο Β. Η τιμή και η αξιοπρέπεια ενός, πολλές φορές εκ των πραγμάτων, περνά μέσα από την ατιμία και αναξιοπρέπεια κάποιου άλλου. Το δικαίωμα στην έκφραση, στην σκέψη, στην συνάθροιση, στην μετακίνηση κλπ είναι ελευθερίες τις οποίες μπορούμε να έχουμε όλοι, και ταυτόχρονα να μην τις στερούμε από κανέναν ανεξάρτητα του αν κάνουμε καλή, κακή ή υπερβολική χρήση. Το κλειδί δεν είναι αν και κατά πόσο ένα δικαίωμα έρχεται σε αντίφαση με ένα άλλο δικαίωμα, αλλά αν και κατά πόσο, έρχεται σε αντίφαση με τον εαυτό του. Και δεν μπορώ να δω πως με το δικαίωμα της έκφρασης μπορεί ποτέ να συμβεί κάτι τέτοιο.
Σώτο,
Γράφεις:
Τώρα, μάλιστα! Ομολογώ ότι συμφωνώ απολύτως μαζί σου: το βασικό πρόβλημα σε αυτές τις συζητήσεις είναι ότι δεν έχουμε όλοι την ίδια κατανόηση του όρου βλάβη – και μερικές φορές δεν έχουμε καμμία κατανόηση και απλώς χρησιμοποιούμε τον όρο ως κάτι λίγο πολύ αυτονόητο. Στην πραγματικότητα, όμως, το ζήτημα έχει αιματοκυλίσει νομικούς και -κυρίως- φιλοσόφους για δεκαετίες, αν όχι αιώνες. Αν μπορώ να διακρίνω κατηγορίες, θα έλεγα ότι οι βασικές είναι οι παρακάτω. Πρώτον, κάποιοι προκρίνουν μία “κυριολεκτική” αντίληψη της βλάβης: βλάβη είναι ό,τι προφανώς είναι βλάβη! Αυτό θα περιλάμβανε τις σωματικές βλάβες, το θάνατο, τις βλάβες στην ιδιοκτησία και, ύπο όρους, και τις βλάβες στην περιουσία. Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η θέση αποτυγχάνει να λάβει υπ’ όψιν της κάποιες περιπτώσεις κατά τις οποίες η βλάβη αυτού του είδους είναι αδιαμφισβήτητη αλλά προς όφελος του βλαπτομένου. Για παράδειγμα, αν πρέπει να σου κόψω το χέρι για να σε βγάλω από το αυτοκίνητό σου λίγο πριν το παρασύρει το τρένο, σε βλάπτω απολύτως εσκεμμένα αλλά, στην πραγματικότητα. σε σώζω! Ακόμα και σε απλές περιπτώσεις, όπως αυτή της χειρουργικής επέμβασης, το σώμα μας βλάπτεται κατά το ότι ανοίγει πληγή, χάνουμε αίμα κλπ. Είναι, όμως, αντιδιαισθητικό να πούμε ότι ο χειρουργος βλάπτει κατα οιονδήποτε τρόπο τον ασθενή – ακόμα κι αν τελικά δεν τον τιμωρήσουμε λόγω του ότι η βλάβη ήταν επιβεβλημένη κοκ. Ομοίως, έχουμε “φιλελεύθερα” προβλήματα: πρόκειται για αντίληψη της βλάβης υπερβολικά αντικειμενική.
Γι’ αυτό το λόγο, η φιλελεύθερη παράδοση, έχει αναζητήσει άλλους δρόμους. Κάποιοι ορίζουν τη βλάβη ως “βλάβη στα δικαιώματα” και παραθέτουν είτε μία εξοντωτική λίστα από τέτοια δικαιώματα είτε ένα βασικό δικαίωμα από το οποίο προκύπτουν όλα τα άλλα (όπως ο Dworkin με τον ίσο σεβασμό, ο Mackie με την ελευθερία, οι ελευθεριστές με την ιδιοκτησία του εαυτού κοκ). Κάποιοι άλλοι, με πρώτο τον Μιλλ προτιμούν τα συμφέροντα και ορίζουν τη βλάβη ως, στην πιο σύγχρονη εκδοχή κατά Feinberg, setback to interest. Από την παραδοχή αυτή και μετά αρχίζει η συζήτηση περί want-regarding και ideal-regarding interests. Οι φιλελεύθεροι τύπου Feinberg θεωρούν ότι τα συμφέροντα θα πρέπει εδώ να είναι αποκλειστικά του πρώτου τύπου, δηλαδή να ορίζονται από τις επιθυμίες του ενδιαφερόμενου και μόνο. Θέλω πχ να έχω έναν καλό χαρακτήρα; Τότε έχω συμφέρον στο να έχω καλό χαρακτήρα και αν αυτός χειροτερεύει τότε βλάπτομαι. Αν, πάλι, δε θέλω να έχω ένα τέτοιο χαρακτήρα, δεν υπάρχει καμμία βλάβη. Εγώ, για να πω κι εγώ τη γνώμη μου, είμαι της άποψης ότι χρειαζόμαστε μία μικτή θεωρία: τα συμφέροντά μας θα πρέπει να ορίζονται, τρόπον τινά, και με τους δύο τρόπους. Οι άνθρωποι έχουν συμφέροντα που είναι άξια προστασίας μόνο και μόνο επειδή το επιθυμούν, αλλά υπάρχουν και συμφέροντα που κάθε λογικός άνθρωπος θα πρέπει να αναγνωρίζει ότι έχει. Αυτό, φυσικά, δεν συνεπάγεται απαραιτήτως ότι όλα τα συμφέροντα μπορούν να επιβληθούν δι’ εξαναγκασμού, αλλά μόνο ότι είναι άξια προστασίας.
Γιώργο, πριν απαντήσω επί της ουσίας στο σχόλιό σου, θα ήθελα να μου πεις τι κανονιστική βαρύτητα πιστεύεις ότι φέρει αυτή η ιδιότητα που αποδίδεις στο δικαίωμα στην έκφραση ή την ελευθερία του λόγου απαντώντας, στην πορεία, στην παρακάτω ερώτηση: τι σημασία έχει αν το δικαίωμα που βλάπτεται από την κακή ή την υπερβολική (υπάρχει προφανής διαφορά που απαιτεί διαχωρισμό) χρήση ενός δικαιώματος είναι το ίδιο; Δεν μπορεί, δηλαδή, εν προκειμένω, να μη βλάπτεται μεν το δικαίωμα στην έκφραση αλλά να βλάπτονται πολλά άλλα και ποια είναι η διαφορά σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της υπό κρίση συμπεριφοράς;
Μα δεν το αρνούμαι ότι η ελευθερία έκφρασης σε κάποιες περιπτώσεις δημιουργεί προβλήματα. Το ίδιο μπορείς να πεις και για το δικαίωμα στη σκέψη (από εδώ ίσως ξεκινούν όλα), και για το δικαίωμα συνάθροισης, και για το δικαίωμα ψήφου. Νομίζω πως για να εξετάσω το πρόβλημα που μου ‘έριξες’ θα πρέπει να μιλήσω και για το θέμα της βλάβης. Από εκεί και πέρα στο θέμα της ‘κανονιστικής βαρύτητας’ νομίζω πως εδώ πολλά εξαρτώνται από την γενικότερη σημασία που δίνουμε σε τέτοια θέματα. Εγώ του δίνω πολύ μεγάλη βαρύτητα χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι άλλες ελευθερίες όπως το δικαίωμα στην ευημερία που αναφέρεις δεν είναι ευγενείς στόχοι ή ότι δεν πρέπει να τους δώσουμε σημασία. Με μια πολύ στενή έννοια της ευημερίας, ακόμη και αυτό το δικαίωμα θα μπορούσαμε να το βάλουμε στην λογική κατηγορία που προτείνω. Εσύ τι λες, υπάρχει αυτή η διάκριση; Και αν υφίσταται, δεν έχει καμία αξία;
Κωνσταντίνε,
δεν με πείραξε η παραπομπή χωρίς ανάλυση, νομίζω όμως ότι καταλαβαίνεις και συ ότι χρωστάς μια εξήγηση σε σχέση με την ρημάδα την οφφένς, για να καταλάβουμε και μεις τι ακριβώς υποστηρίζεις. Εγώ τουλάχιστον αγνοώ.
Στα λοιπά:
1) “Το να λέει κανείς την αλήθεια, όπως λες, μπορεί, κατ’ εμέ, να είναι κολάσιμο ως Χ που θα αντικαταστήσει τη δυσφήμηση – και όχι ως δυσφήμηση με την παραδοσιακή έννοια”
Ευχαριστώ για αυτήν την διευκρίνιση, που κατά την ταπεινή μου γνώμη δεν προέκυπτε από όσα είχες γράψει. Η χρήση του παραδεδομένου όρου “δυσφήμηση” και για τα δύο φαινόμενα προκαλεί αχρείαστη σύγχυση. Σε κάθε περίπτωση είναι νομίζω σαφές ότι εδώ τάσσεσαι υπέρ της επέκτασης της ποινικής καταστολής. Ουάν πόιντ.
2) “Το να ζει κανείς μια καλή ζωή, όπως ο ίδιος την αντιλαμβάνεται ή την αποδέχεται, χωρίς άδικες επιθέσεις εναντίον της, είναι δικαίωμα (και μάλιστα πολύ ισχυρό). Η πελατεία φυσικά και δεν είναι”
Εδώ σε αδίκησα λίγο, αυτό για την πελατεία το έγραψε ο Νικόλας. Το δικαίωμα στην καλή ζωή μου θυμίζει το δικαίωμα στην ανάπτυξη, στην ευημερία, στην ειρήνη και κάτι τέτοια μεταμοντέρνα δικαιώματα τρίτης γενιάς, που συνοδεύονται από την σχετική παπατζολογία. Άλλο πάντως το υποτιθέμενο δικαίωμα στην ντόλτσε βίτα και άλλο το δικαίωμα στο να μην δέχωμαι άδικες επιθέσεις, μην τα συμφύρης.
4) “Φυσικά και δε θα πρέπει να τιμωρείται εξ αμελείας – μόνο η αμελής συμπεριφορά που καθιστά τη δόλια “απλή Χ” “σκέτη Χ” τιμωρείται και μάλιστα σαφώς ηπιότερα από την “αυθεντική” “σκέτη Χ”. Δηλαδή, αν όφειλες και μπορούσες να προβλέψεις ότι η πράξη σου που σκόπευε σε απλή προσβολή της προσωπικότητας θα επιφέρει σοβαρές βλάβες πέραν αυτής, θα τιμωρηθείς κατα τι παραπάνω. Ας μη γινόμαστε δραματικοί μέχρι παρΑξήγησης, λοιπόν.”
Πράγματι, δεν προτείνεις πλήρως αμελή Χ, αλλά την υιοθέτηση εκ του αποτελέσματος διακρινόμενου εγκλήματος. Ποτέιτο πατάτο, το θέμα είναι ότι και εδώ τάσσεσαι υπέρ της επέκτασης της ποινικής καταστολής. Του πόιντς.
5) “Για τον καρπουζομουσταρδίτη απάντησα “ίσως” – παραχωρώντάς σου την αντικειμενική κρίση της προσβολής της προσωπικότητας. Γιατί γκρινιάζεις;”
Ε όχι και παραχωρώντας! Διότι αν δεν “παραχωρούσες” εν τη μεγαθυμία σου, τι θα έκανες με το παράδειγμα του εξυβρισθέντος ως Εβραίου π.χ.; Γκρινιάζω λοιπόν επειδή δεν είναι δυνατόν να απαντάς “ίσως” σε ηλιθιότητες όπως το παράδειγμα του καρπουζομουσταρδίτη. Έχουν γεμίσει τα ποινικά ακροατήρια με υποθέσεις του τύπου “κύριε, κύριε, μου έκανε χειρονομία” και εσύ θες να τις αυξήσης κιόλας. Θρη πόιντς.
6) “Εσύ θέλεις να τιμωρείται η δυσφήμηση ως προσβλητικό ψέμμα που αφορά άδικη πράξη. Εγώ θέλω να τιμωρείται η βλάβη κι εσύ το ψέμμα”
Αυτό είναι διαστρέβλωση. Ξέρεις ότι είμαι ταλιβάνος της αρχής της βλάβης και επιπλέον αναφέρθηκα (δις!) σε συγκεκριμένη διακινδύνευση, άνευ της οποίας δεν… Η αλήθεια είναι λοιπόν ότι εγώ θέλω να τιμωρήται το “προσβλητικό ψέμμα που αφορά άδικη πράξη” και επιφέρει συγκεκριμένη διακινδύνευση της τιμής, ενώ εσύ δεν έχεις πρόβλημα με την τιμώρηση για την, δίκαιη κατ’εμέ, ανεκτή και θεμιτώτατη σε μια ελεύθερη κοινωνία, βλάβη που τυχόν επιφέρει η αλήθεια. Γιου κέν’τ χάντλ δε τρουθ!
Συνεπώς, “το ποιος τείνει προς το φιλελευθερισμό (που αμφότεροι επιζητούμε απ΄ όσο ξέρω)”, πράγμα που δεν είχα καμία διάθεση να θίξω, γιατί οδηγεί σε συγκρίσεις του τύπου “ποιος την έχει πιο φιλελεύθερη”,το έχουν ήδη κρίνει τα πόιντς που μάζεψες πιο πάνω!
Αν τα είχα αυτά τα ποντάκια σε ύψος μπορεί και να το είχα ρίξει στο μπάσκετ και να είχατε γλιτώσει από εμένα. Ωραίο το φιλελεύθερο ποιντ συστεμ, να μας αφαιρείτε και το δίπλωμα όταν μαζεύουμε πολλά. Θα επανέλθω αύριο κυρίως για Γεώργιο, αν και παραδέχτηκες μόνο λίγα από τα φάουλ σου και έκανες και 1-2 ακόμα από αυτά που στο μπάσκετ γίνονταν πριν μπει ο τρίτος διαιτητής. Αλλά θα μπούμε σε βαρετές συζητήσεις για την ουσία του φιλελευθερισμού, τις ψευτο-φιλελεύθερες ιδεοληψίες και λοιπές “παπάτζες” (παπατζολογία τα περί καλής ζωής και ευημερίας και δη μενταμοντέρνα – ιτ’ς δε εντ οφ σιβιλαϊζέισον ας ουϊ νόου ιτ!), οπότε ας μείνουμε εδώ, υπό την προϋπόθεση οτι δε θα ξυπνήσω με νεύρα!
Γιώργο,
Η διάκριση που κάνεις μου φαίνεται λογική και νομίζω πως έχει και κάποια χρησιμότητα. Μπορούμε, δηλαδή, να απαντήσουμε στην πρόταση “η άσκηση του δικαιώματός σου στην ελεύθερη έκφραση περιορίζει το δικό μου αντίστοιχο δικαίωμα” ότι αυτό είναι αδύνατον. Φυσικά, αν στο εν λόγω δικαίωμα δεν αναγνωρίζεις καθαρά τυπικό περιεχόμενο, αυτό είναι σχετικά ανακριβές. Αν, δηλαδή, το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση περιλαμβάνει και το δικαίωμα στην μεταφορά αυτής της άποψης στους υπόλοιπους, είναι δυνατόν να μην μπορώ να το κάνω αυτό επειδή το κάνεις κι εσύ ταυτόχρονα – για παράδειγμα, διαδηλώνεις στο πάρκο την ώρα που θέλω κι εγώ να διαδηλώσω με αποτέλεσμα να μην ακούγεται κανείς μας αν δεν αποχωρήσει ο ένας από τους δύο. Νομίζω ότι αυτή η “πλούσια” αντίληψη του δικαιώματος είναι απαραίτητη για να μη βρεθούμε προ του παραλογισμού να θεωρείται ότι γίνεται σεβαστό το δικαίωμα στην έκφραση ενός φυλακισμένου που ουρλιάζει σε ένα ηχομονωμένο κελί.
Επί της κανονιστικής βαρύτητας, όμως, δε βλέπω τη χρησιμότητα της διάκρισης. Υπονοείς ότι είναι σημαντικότερα τα δικαιώματα τύπου “ελεύθερης εκφρασης” που περιγράφεις σε σχέση με αυτά η άσκηση των οποίων περιορίζει τα αντίστοιχα δικαιώματα των άλλων; Αμφιβάλλω για τρεις τουλάχιστον λόγους. Πρώτον, επειδή ξεκινάς από μία αφετηρία που σε βολεύει αλλά δεν μοιάζει υπεράνω κριτικής. Η ελευθερία της έκφρασης δεν είναι παρά ένα παράγωγο δικαίωμα που πηγάζει από το γενικότερο δικαίωμα στην ελευθερία/ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας/αυτονομία/όπως θες πες το. Και είναι προφανές ότι η ελευθερία μας εξ ορισμού μπορεί να περιορίζει την ελευθερία των άλλων που κινούνται γύρω μας. Δεύτερον, ακόμα κι αν κινηθούμε στο πλαίσιο που προκρίνεις, νομίζω ότι το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό δεν μας λέει κάτι για την σημασία ή το πολύτιμο του εν λόγω δικαιώματος. Το δικαίωμα στην προσωπική αυτονομία, που δεν μπορεί κανείς να πει ότι υπολείπεται σε σημασία του δικαιώματος στην ελεύθερη έκφραση, ασφαλώς και μπορεί να περιορίζει το αντίστοιχο δικαίωμα των άλλων – όπως και το δικαίωμα στη ζωή σε κάποιες περιπτώσεις! Τρίτον, αν η άσκηση του δικαιώματος Α από τον Χ δεν περιορίζει το δικαίωμα Α του Ψ, αλλά περιορίζει όλα τα άλλα, θα είναι αθέμιτος κάθε περιορισμός του μόνο και μόνο γι’ αυτό το λόγο; Μου φαίνεται παράλογο.
ΥΓ: Το δικαίωμα στην σκέψη που δεν εκφράζεται (ώστε να γίνει η σκέψη έκφραση) τι είδους “προβλήματα” δημιουργεί στα δικαιώματα των άλλων; Το τι σκέφτομαι εγώ, στο βαθμό που δεν το εκφράζω ή το υλοποιώ, πώς ενοχλεί εσένα στην άσκηση των δικαιωμάτων σου;
Δεν συμφωνώ πως το δικαίωμα στην έκφραση θα έπρεπε να ισούται με το δικαίωμα ‘στην μεταφορά’ της άποψης. Είμαστε 6,5 δισεκατομμύρια ομιλητές και αν δώσουμε ένα δευτερόλεπτο σε κάθε έναν θα χρειαστούμε, με πρόχειρους υπολογισμούς, πάνω από 200 έτη! Χωρίς να υπολογίζεται ότι πρέπει να φάμε, να κοιμηθούμε κλπ. Με μια ‘πλούσια’ οριοθέτηση αυτού εδώ του δικαιώματος, μπορεί να καταλήξουμε με μια φτωχή αντίληψη του τι σημαίνει αυτονομία. Τι σημαίνει ανθρώπινη ζωή και ύπαρξη, μπορεί να υποστεί τεράστια έκπτωση με μια ‘πλούσια’ αντίληψη του προνομίου να ‘ακουστεί’ ή να ‘μεταφερθεί’ η άποψη. Μπορεί επίσης κάποιος να ομιλεί, και να ομιλεί σωστά ή ο λόγος του να είναι ‘θεϊκός’, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί κάποιος άλλος να πάει στην τουαλέτα, να σκαλίσει την μύτη του, να ρίξει έναν υπνάκο ή να βάλει Μπρίτνεϊ Σπίαρς στο iPod του. Μάλλον δεν συμφωνούν με την αξιολόγηση της ομιλίας και του ομιλητή. Δεν αντιλαμβάνομαι την συνάφεια του παραδείγματος με τον φυλακισμένο που ουρλιάζει στο ηχομονωμένο κελί. Αν πρόκειται για άδικη φυλάκιση, προφανώς το πρόβλημα δεν είναι, ούτε προέρχεται από την ομιλία.
Δεν ισχυρίζομαι πως το ‘μοντέλο’ που προτείνω λύνει όλα τα προβλήματα. Λύνει όμως τα πιο βασικά. Όπως το πρόβλημα ότι πολλές φορές απόψεις που τις έχεις ακούσει και ξανακούσει, ή ηλίθιες ιδέες που δεν αξίζουν ούτε μια στιγμή προσοχής, κραυγάζουν και απαιτούν τον χρόνο μας. Δικαίωμά τους, και δικαίωμά μας να τις αγνοούμε. Αν κάποιος θέλει ο λόγος του να ακουστεί (κάτι που μάλλον επιδιώκουμε όλοι μας) ο μόνος μοχλός που εγώ του αφήνω για να το επιτύχει είναι μέσω του περιεχομένου του λόγου του. Εδώ του δίνω carte blanch, αλλά μέχρι εκεί.
Και φυσικά τα μεγάλα προβλήματα παραμένουν ανέγγιχτα. Κάποια μεγάλη παρεξήγηση έχει γίνει στο θέμα ότι εγώ θεωρώ τα βασικά (ή ‘καθαρά’) δικαιώματα, όπως η ελευθερία έκφρασης/σκέψης/κίνησης/συνάθροισης/ψήφου, ως σημαντικότερα. Αυτό δεν ισχύει. Αρνούμαι μάλιστα και την ικανότητα να αποφασίσω εγώ ποια είναι η σωστή και αντικειμενική αξιολόγηση. Αν ο κινέζος χωρικός θεωρεί ότι είναι μεγαλύτερης σημασίας για τον ίδιο και την οικογένειά του η άνεση που προσφέρει ο ηλεκτρισμός, σε σχέση με την ελευθερία της έκφρασης/σκέψης/κλπ (και φαίνεται να είναι εκατομμύρια αυτοί που κάνουν αυτή την αξιολόγηση), εμένα δεν μου πέφτει λόγος.
Το οποίο θεωρώ ότι μας ρίχνει σε βαθιά νερά. Τι σκέψη και τι έκφραση μπορεί να υπάρξει όταν κάποιος δεν έχει να φάει, δεν έχει ηλεκτρισμό να ανάψει ένα φως να διαβάσει μια εφημερίδα, ή δεν έχει καθόλου ελεύθερο χρόνο; Είναι ίδια η σκέψη και η έκφραση σε ένα τραπέζι στρωμένο με λινά τραπεζομάντιλα όπου ένα σατομπριάν ξεπλένεται με ένα μπουκάλι λιράκ, με αυτές που θα συναντήσουμε σε ένα καλύβι όπου οι άνθρωποι τρώνε κατάχαμα ένα κουπάκι ρύζι με τα χέρια; Μπορεί να έχει τον ίδιο πλούτο; Μα, φίλε Κωνσταντίνε, φυσικά και όχι. Συμφωνώ, δεν υπάρχουν στεγανά μεταξύ των ελευθεριών, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι και όλες είναι δημιουργημένες με πανομοιότυπο τρόπο ή ότι έχουν παρόμοιες ιδιότητες.
Σε κάποιες ακραίες καταστάσεις και συνθήκες όλα τα δικαιώματα και ελευθερίες που στηρίζονται σε υλικά αγαθά, γίνονται προνόμια. Όπως γράφεις, ακόμη και το δικαίωμα στην ζωή δεν είναι δεδομένο. Και αντιλαμβάνομαι πως εννοείς κάποιες περιπτώσεις μαλθουσιανής επιβίωσης όπου η ποσότητα της τροφής δεν είναι επαρκής για να τραφούν όλοι. Σε μια τέτοια περίπτωση και η ζωή ακόμη είναι προνόμιο. Μπορεί να ακούγεται σκληρό, παράλογο, τερατώδες αλλά είναι η πραγματικότητα. Κάτω από τις ‘κατάλληλες’ συνθήκες ακόμη και το πιο απλό δικαιώμα και ελευθερία όπως το δικαίωμα στην ηλιοφάνεια, την λιακάδα, μπορεί να μετατρέπεται σε προνόμιο. Πάρε την περίπτωση που έφτασε πρόσφατα σε ένα αμερικανικό δικαστήριο όπου δύο γείτονες έπαιζαν το παιχνίδι ‘ποιος την έχει πιο οικολογική’ (για εμένα, προς αποφυγή παρεξηγήσεων, το ‘ποιος την έχει πιο φιλελέυθερη’, πιο μιλιανή ή πιο εγελιανή, είναι να γιορτάζει και να τιμά κανείς το ανθρώπινο πνεύμα) και το προνόμιο που διεκδικούσαν ο ένας από τον άλλο ήταν η λιακάδα του ήλιου να την βάλουν στην υπηρεσία των οικολογικών τους ανησυχιών. Απλά ο ένας προσέγγιζε το όραμα της οικολογίας με το δέντρο του και ο άλλος με την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών κυψελών. Μπορεί να τους λοιδορούμε κατά κάποιον τρόπο που έφτασαν στα δικαστήρια για την λιακάδα, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα, τι είδους ρύθμιση θα κάνουμε. Το ζήτημα είναι ότι απαιτείται ρύθμιση, είτε μας αρέσει είτε όχι.
Γράφεις ότι οδηγεί σε παραλογισμό η διάκριση που προτείνω διότι δεν υπολογίζει ότι ένα δικαίωμα Α του Χ μπορεί να παραβιάζει όλα τα άλλα δικαιώματα του Ψ (ακόμη και αν δεν παραβιάζει το ίδιο δικαίωμα Α- όπου Α θα μπορούσε να αντικατασταθεί με την ελευθερία της έκφρασης). Αυτή τη τοποθέτηση την βρίσκω βιαστική.
Έγραψα στο πρώτο μου σχόλιο πως ‘το κλειδί δεν είναι αν και κατά πόσο ένα δικαίωμα έρχεται σε αντίφαση με ένα άλλο δικαίωμα, αλλά αν και κατά πόσο, έρχεται σε αντίφαση με τον εαυτό του’. Αυτό είναι το πρώτο επίπεδο εξέτασης της λογικής κατηγορίας που προτείνω. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, θα πρέπει να εξετάσουμε τι συμβαίνει μεταξύ των δικαιωμάτων, πώς συμβιώνουν μεταξύ τους. Αξίζει να δούμε πως λειτουργούν μεταξύ τους, συμφωνώ, αλλά προτείνω και έναν νέο τρόπο, την σχέση μεταξύ των δικαιωμάτων στην λογική κατηγορία που προτείνω. Πως λειτουργεί η κακή ή υπερβολική χρήση του δικαιώματος στην έκφραση με τα άλλα ‘καθαρά’ δικαιώματα όπως το δικαίωμα στην σκέψη, στην συνάθροιση, στο δικαίωμα ψήφου; Υπάρχουν σημεία τριβής, σύγκρουσης ή ανταγωνισμού; Νομίζω πως μια ψύχραιμη ανάλυση θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι το αντίθετο μάλλον συμβαίνει. Δηλαδή, ακόμη και η κακή ή και η υπερβολική χρήση του δικαιώματος στην έκφραση ενισχύει το δικαίωμα στην σκέψη, το δικαίωμα στην συνάθροιση, το δικαίωμα στην πολιτική ενασχόληση. Είναι μια ιδιαίτερη σχέση, με ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά, η οποία έρχεται σε χτυπητή αντίθεση με την ανταγωνιστική φύση όλων των άλλων δικαιωμάτων μεταξύ τους. Δηλαδή, ακόμη και από την οπτική του ατόμου, μπορεί το δικαίωμα ενός που ομιλεί υπερβολικά ή και κακόβουλα, να εμποδίσει το δικαίωμα ενός άλλου να σκέπτεται, να συναθροίζεται, να μετακινείται ή να ψηφίζει; Ή το δικαίωμά κάποιου να σκέφτεται; Ή το δικαίωμά κάποιου να συναθροίζεται, με υπερβολικό ή και κακό τρόπο, μπορεί να εμποδίσει, μειώσει ή επηρεάσει το δικαίωμα κάποιου άλλου να σκέφτεται, να εκφράζεται, να μετακινείται, να ψηφίζει;
Σύμφωνα με τα παραπάνω, και αν στέκουν σε λογική εξέταση, ένα ‘καθαρό’ δικαίωμα δεν μπορεί να παραβιάζει ποτέ και κανένα από τα άλλα ‘καθαρά’ δικαιώματα και ελευθερίες. Αντίθετα, μια από τις άλλες ελευθερίες, έξω από την λογική κατηγορία των ‘καθαρών’, μπορεί να έρθει σε σύγκρουση με όλα τα άλλα δικαιώματα και ελευθερίες- συμπεριλαμβανομένων και όλων των ‘καθαρών’. Κάτι πολύ περίεργο και ιδιάζον συμβαίνει εδώ που, κατά την γνώμη μου, εκλιπαρεί για προσοχή και αναγνώριση.
Επίσης θέλω να επιστήσω την προσοχή στο εξής παράδοξο. Αν εξετάσουμε το πρόβλημα από την οπτική του δικαιώματος Α του Χ σε σχέση με τον Ψ, μπορεί να καταλήξουμε σε εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα από μια ανάλυση η οποία θα εκκινούσε από μια κοινωνική οπτική που εισάγει κάποιους ‘αλγεβρικούς’ συμψηφισμούς. Έτσι από την οπτική του ατόμου μπορεί να καταλήγουμε σε συμπεράσματα που καταδεικνύουν την ανταγωνιστική υφή των ελευθεριών και από την κοινωνική οπτική σε συμπεράσματα που δείχνουν μια αρμονική συμβίωση. Η οικονομική ελευθερία να εμφανίζεται, στην πιο συνολική κοινωνική θεώρηση, ενισχυτική της ελευθερίας της έκφρασης και, αντίστροφα, η ελευθερία έκφρασης και σκέψης ενισχυτική του εμπορίου, της βιομηχανίας, κλπ. Το μεγάλο πρόβλημα, όπως το βλέπω εγώ, είναι να βρούμε έναν τρόπο που θα υπολογίζει και θα υποστηρίζει και τα δύο.
ΥΓ. Σόρυ για το ‘σεντονόπανο’. Πολλά από τα παραπάνω δεν είναι κριτική η οποία πρέπει να απαντηθεί, αλλά έγραψα και δύο λόγια παραπάνω για να φανεί η γενικότερη θέση μου στο ζήτημα. Έχεις δίκιο Κώστα σχετικά με την σκέψη η οποία δεν εκφράζεται ή δεν υλοποιείται. Ήταν μάλλον ένας τρόπος να πω κάτι για το θέμα της βλάβης. Επειδή η σκέψη είναι η πιο άυλη από τις ελευθερίες, φαντάζει και η πιο αθώα ή άκακη. Έτσι όπως το θέτεις όπου κάποιος σκέφτεται μόνος του είναι έτσι όπως το γράφεις. Στο σχήμα όμως των παραδειγμάτων που εξετάζεις το θέμα της βλάβης από τον συκοφαντικό λόγο, η σκέψη, συνειδητή ή υποσυνείδητη, είναι η πηγή της έκφρασης και της πράξης. Στην αλυσίδα συλλογισμού των παραδειγμάτων σου, ο κρίκος της σκέψης είναι και ο πιο αδύναμος. Με λίγα λόγια, και η έκφραση είναι άυλη διότι το μόνο που μπορεί να επηρεάσει είναι την σκέψη. Η βλάβη στο παράδειγμα με τον άτυχο ιδιοκτήτη καφενείου που τον συκοφαντεί ο ανταγωνιστής του, δεν επιτυγχάνεται μέσα από τα λόγια και τα ηχητικά σύμβολα που χρησιμοποιεί ο συκοφάντης, αλλά από το ότι μπαίνουν στα κεφάλια των κατοίκων και αφού τα σαγηνεύσει, κάνει και τα σώματά τους να ενεργήσουν ανάλογα ώστε να τιμωρηθεί άδικα ο άτυχος μαγαζάτορας. Ανοίγει ένα ολόκληρο πεδίο αμφισβήτησης, όχι της ύπαρξης της βλάβης, αλλά της προέλευσής της, των ευθυνών και των αιτιών της. Αν τα αίτια και οι ευθύνες βρίσκονται στην κακή και στενή σκέψη των κατοίκων, πρέπει να προσανατολιστούμε προς λύσεις οι οποίες θα ενισχύσουν αυτή την δυνατότητα της σκέψης και θα την βγάλουν από την στενότητά της.