Έχουμε φθάσει πλέον στην καρδιά του ζητήματος: με ποια άλλα αγαθά (;) προσομοιάζουν τα πυροβόλα όπλα; Διότι εξ ομοίων τα όμοια δει τέμνεσθαι και συνεπώς, αν η έννομη τάξη ακολουθεί μια συγκεκριμένη νομοθετική αντιμετώπιση έναντι των αγαθών που παρουσιάζουν την Χ ιδιότητα έναντι της Ψ, τα όπλα πρέπει να ενταχθούν όπου ταιριάζουν καλύτερα.
Αναρωτήθηκα λοιπόν στην προηγούμενη ανάρτηση αν τα όπλα προσεγγίζουν κανονιστικά τα αυτοκίνητα ή τα ραδιενεργά υλικά. Ας το σκεφτούμε λίγο.
Τα όπλα είναι επικίνδυνα αντικείμενα, και μάλιστα με την έννοια της προσετερότητας: είναι επικίνδυνα πρώτα και κύρια για τον πλησίον, όπως ακριβώς τα ραδιενεργά υλικά (σε αντίθεση πχ με τα ψυχοτρόπα). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ίδια η ύπαρξή τους προξενεί αρνητική εξωτερικότητα, η οποία είναι καταλογιστέα στον οπλοκάτοχο: κάθε όπλο συνιστά εν δυνάμει κίνδυνο για τον συγκοινωνό του δικαίου κατά τρόπον που δεν συνιστά το αυτοκίνητο του οπλοκατόχου. Διότι σκοπός του αυτοκινήτου και λειτουργικός του προορισμός δεν είναι να προσκρούη στο αυτοκίνητου του συγκοινωνού. Τα όπλα προορίζονται αντιθέτως για να σκοτώνουν ή να τραυματίζουν άλλους ανθρώπους. Αυτή είναι μια δραστηριότητα που μόνο κατ’ εξαίρεσιν και όλως οριακά είναι νόμιμη, τόσο στατιστικά όσο και κανονιστικά. Στατιστικά για τους προφανείς λόγους, κανονιστικά διότι το Σύνταγμα προστατεύει πρώτα και κύρια την ζωή (απολύτως μάλιστα υποτίθεται), ενώ η αφαίρεσή της προβλέπεται μόνο στην κοινή νομοθεσία ως λόγος άρσεως του αδίκου.
Επιπλέον, η ευρεία διαθεσιμότητα επικίνδυνων για την ανθρώπινη ζωή και υγεία αγαθών αντιστρατεύεται την κρατική υποχρέωση προστασίας αυτών ακριβώς των συνταγματικών δικαιωμάτων. Κάθε επικίνδυνο αγαθό μπορεί να χρησιμοποιηθή επωφελώς με απόλυτη ασφάλεια, είτε μιλάμε για αυτοκίνητα είτε για ραδιενεργά υλικά. Αυτό όμως δεν συνεπάγεται ότι πρέπει να είναι απόλυτα ελεύθερη η προμήθεια, κατοχή, χρήση και μεταβίβασή τους. Απεναντίας, το κράτος υποχρεούται να λαμβάνη τα αναλογικά μέτρα (: αναλογικά προς τον βαθμό επικινδυνότητας) που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται κάθε φορά η προστασία των υπέρτερων ατομικών δικαιωμάτων. Απόλυτη ελευθερία ιδιοκτησίας επικίνδυνων αγαθών δεν υπάρχει.
Τρίτον, το πρότυπο του ώριμου, εχέφρονος, συνετού οπλοκατόχου αποτελεί μόνο την μία όψη του νομίσματος. Για την ακρίβεια, διαστρεβλώνει την ανθρώπινη φύση, όπως αποκαλύπτεται από τις εγκεφαλικές μας λειτουργίες. Ο άνθρωπος δεν είναι μόνο ον λογιστικόν, αλλά έχει και υπέρμετρο θυμοειδές: ταλανίζεται από πάθη, παρορμήσεις, συναισθήματα. Όπως ακριβώς ο συνδυασμός μέθης και όπλου απαγορεύεται, έτσι ακριβώς και ο συνδυασμός οργής, μίσους, ερωτικού πάθους κττ και όπλου. Οι οπλοκάτοχοι δεν χρησιμοποιούν τα όπλα τους μετά από προσεκτική στάθμιση των περιστάσεων ούτε πάντοτε σε συμφωνία με τον νόμο, ιδίως τις περί αμύνης διατάξεις του Ποινικού Κώδικα. Αυτό δεν συμβαίνει επειδή είναι παλιάνθρωποι, αλλ’ απλώς και μόνο επειδή είναι άνθρωποι, και ως άνθρωποι υπόκεινται σε μια σειρά στρεβλώσεων και είναι έκθετοι σε μια σειρά βουλητικών ελαττωμάτων. Ο εγκέφαλος λειτουργεί πρώτα και κύρια με το Σύστημα 1 και το Σύστημα 1 δεν καταλαβαίνει και πολλά πολλά από νόμους και διατάξεις. Αλήθεια, έχετε ποτέ αναλογιστή γιατί τάχα στα χωριά παρατηρούνται δολοφονίες για “κτηματικές διαφορές”, αλλά όχι στις πόλεις; Σχετίζεται άραγε αυτό με την διαθεσιμότητα κυνηγετικών όπλων ή μήπως και στις πόλεις οι άνθρωποι δεν τσακώνονται για τα περιουσιακά τους; Όπως ακριβώς δεν θα εμπιστευόμασταν κάποιο ραδιενεργό υλικό σε έναν άνθρωπο θυμωμένο, καταθλιπτικό, ευέξαπτο ή ό,τι άλλο, έτσι και για τα όπλα.
Ένα άλλο σημείο που πρέπει να θίξουμε για να εξετάσουμε δίκαια και σφαιρικά το ζήτημα είναι η αποτρεπτική χρήση των όπλων, ήτοι η χρήση τους που δεν φαίνεται. Γιατί όλοι βλέπουμε τα ατυχήματα ή τις δολοφονίες, δεν μπορούμε όμως να δούμε εξίσου καθαρά (και άρα δεν μπορούν με την σειρά τους να επηρεάσουν την κρίση μας) όλες τις ληστείες και τις κλοπές που απετράπησαν, επειδή υπήρχε κάποιος νόμιμος οπλοφόρος. Στο κάτω κάτω, παραδεχόμαστε ότι οι ένοπλες περιπολίες της Αστυνομίες ασκούν κάποια επιρροή στην αστυνόμευση, στην αποτροπή της εγκληματικότητας, στην εμπέδωση της έννομης τάξης ως ζώσας πραγματικότητας. Αλλά η παράμετρος αυτή είναι βέβαια πολύ δύσκολο να υπολογιστή. Εκείνο που δεν είναι δύσκολο να υπολογιστή ωστόσο καθ’ όσον αφορά την Ελλάδα του 2018 είναι ότι κανένα τέτοιο αποτρεπτικό αποτέλεσμα δεν σημειώνεται, ακριβώς επειδή είναι καταρχήν απαγορευμένη η οπλοκατοχή. Για να μην παρεξηγηθώ εδώ, δεν αρνούμαι ότι μια γενικευμένη οπλοκατοχή πολύ πιθανόν αναπτύσσει αυτού του είδους το αποτρεπτικό αποτέλεσμα (μαζί με άλλα αποτελέσματα, πολύ λιγώτερο επιθυμητά…). Απλώς ισχυρίζομαι ότι υπό το ισχύον καθεστώς και, ακόμη περισσότερο, υπό την ισχύουσα νοοτροπία ανοπλοκατοχής δεν χάνουμε τίποτα.
Λέγεται επίσης ότι όσο απαγορεύεται η οπλοκατοχή, τόσο αυξάνεται η μαύρη αγορά και τόσο ευνοούνται οι εγκληματίες. Αυτό είναι αλήθεια σε αρκετά μεγάλο βαθμό και είναι η αναπόφευκτη συνέπεια απαγόρευσης αγαθών με κάποια ζήτηση. Το όλο ζήτημα λοιπόν είναι αν υπάρχουν επαρκείς λόγοι βλάβης προς έτερον που να δικαιολογούν την απαγόρευση αυτή ή όχι (όπως δεν υπάρχουν π.χ. στην περίπτωση των ψυχοτρόπων). Αν υπάρχουν, που θεωρώ ότι υπάρχουν, αυτήν την παρενέργεια θα την δεχθούμε εντός του ισοζυγίου συν και πλην που προξενούνται από την απαγόρευση. Γιαυτό άλλωστε έχουμε και την Αστυνομία.
Τέλος, δεν θεωρώ ότι η απάντηση στο ζήτημα της οπλοκατοχής, που συχνά αναστατώνει και εξερεθίζει τα πνεύματα περισσότερο από ό,τι θα έπρεπε, είναι αποσυνδεδεμένη από το γενικώτερο επίπεδο της εγκληματικότητας. Ναι, αν η Αστυνομία ήταν εμφανώς αδύναμη να καταστείλη την βίαιη εγκληματικότητα και να διατηρήση ένα στοιχειώδες επίπεδο ευταξίας, θα έπρεπε να αναγνωριστούν ευρύτερα οπλοκατοχικά δικαιώματα. Μέχρι τότε, περιττεύει να μεταφέρουμε στην γαλανή πατρίδα μας επιχειρήματα και στατιστικές που αρμόζουν σε άλλους τόπους και άλλα έθνη.