Το σημερινό άρθρο αφορά την παχυσαρκία. Τα πάχη μου, τα κάλλη μου, λέει μια θυμόσοφη απολογία, αλλά η πραγματικότητα απέχει πολύ. Η παχυσαρκία είναι μια επικίνδυνη σύγχρονη επιδημία και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζεται.
Πρώτα, θα εκθέσω ορισμούς και διακρίσεις.
Παχύσαρκος θεωρείται όποιος έχει δείκτη μάζας σώματος άνω του 30. Ο δείκτης ισούται με τον λόγο του βάρος προς το τετράγωνο του ύψους, ήτοι β/υ^2.
[Εγώ ας πούμε αυτόν το καιρό βρίσκομαι περίπου στο 90/184^2 = 26,5, άρα είμαι απλώς υπέρβαρος. Για κάποιον του ύψους μου το όριο της παχυσαρκίας βρίσκεται περίπου στα 102 κιλά (: δείκτης 30), ενώ το άνω όριο των φυσιολογικών κιλών στα 85 (: δείκτης 25). Η διαφορά των δύο ορίων είναι 17 κιλά ή 17/85 = 20% του σωματικού βάρους]
Ο δείκτης μάζας σώματος αποτελεί καλό ενδείκτη της πιθανότητας θανάτου και, άρα, του προσδόκιμου επιβίωσης. Δείκτης εκτός των φυσιολογικών ορίων αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο θανάτου:
Πριν δυόμισυ μήνες είχα γράψει αυτό εδώ το κείμενο σχετικά με την προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού. Θα ήθελα τώρα να εκθέσω μερικές ακόμη σκέψεις σχετικά:
1.
Δεν ξεχνώ όσους το 2004 μάς έλεγαν ότι εκείνη ήταν η τελευταία ευκαιρία. Ή ότι κάθε επόμενη θα ήταν χειρότερη. Το 2004 ζήσαμε μια απίστευτη εκστρατεία κατατρομοκράτησης του ελληνοκυπριακού λαού. Ένα διεθνές πρόβλημα άλυτο επί δεκαετίες ξαφνικά έπρεπε να επιλυθή σώνει και καλά μέχρι την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ. Η προταθείσα λύση παραβίαζε τις συνταγματικές ελευθερίες των Κυπρίων και ήταν καταφανώς ετεροβαρής υπέρ των Τ/Κ. Και αποπάνω, ο γγ του ΟΗΕ απειλούσε:
Ένα άλλο απόφθεγμα της συμβατικής σοφίας για το Κυπριακό είναι το “κάθε πέρσι και καλύτερα”, ότι δηλαδή κάθε νέο σχέδιο επίλυσης είναι δυσμενέστερο από το προηγούμενο. Θα συνομολογήσω μεν ότι υπάρχουν πολλές αποδείξεις αυτού του ισχυρισμού ιστορικά, νά όμως που έφτασε το τέλος και αυτής της σοφίας: η παρούσα διαπραγμάτευση, εξ όσων γίνονται γνωστά, σέβεται πλήρως τις συνταγματικές ελευθερίες των Κυπρίων, ιδίως δε την ελευθερία εγκατάστασης. Αλλά και το γενικό διπλωματικό κλίμα είναι ευμενέστερο. Ακούστε:
Αλλά ποια θα ήταν μια δίκαιη λύση; Μια λύση που θα ακολουθούσε τα παρωχημένα τριτοκοσμικά “διζωνικά και δικοινοτικά”, τις μόνιμες παρεκκλίσεις, τα επεμβατικά δικαιώματα, τις δήθεν κυρίαρχες βάσεις της αποικιοκρατίας; Ή μια λύση ευρωπαϊκή, μια λύση που θα τιμούσε τις ατομικές ελευθερίες, όπως τις γνωρίζουμε στην Ευρώπη και όπως εφαρμόζονται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο;
Η χρήση πλαστικού χρήματος έχει πολλά και σπουδαία πλεονεκτήματα, τόσο για τους χρήστες, όσο και για το κράτος: απαλλάσσει από την τυραννία των μετρητών (έχω αρκετά λεφτά; τα έχω σε βολικές υποδιαιρέσεις; είναι στο κατάλληλο νόμισμα; κι αν τα χάσω;), ενώ επιπλέον καταγράφει κάθε συναλλαγή και άρα περιορίζει δραστικά την φοροδιαφυγή.
Στα σοβαρά τώρα, μπορείτε να φανταστήτε τα δισέγγονά σας να κυκλοφορούν με πουγκάκια γέμοντα ντιντινιζόντων νομισμάτων; Εγώ όχι.
Είναι από την άλλη μεριά βέβαιο ότι οι καταναλωτές χρήματος (γιατί αυτό είμαστε όλοι όσοι χρησιμοποιούμε χρήμα) δεν έχουν κάποιου είδους απαίτηση στην συγκεκριμένη μορφή του χρήματος: αν θα είναι δραχμή ή ευρώ, αν οι υποδιαιρέσεις του θα είναι 5, 10, 50, 100 ή κάτι άλλο κλπ. Αυτά έχει την εξουσία να τα αποφασίση κυριαρχικά το κράτος.
Από ποια τάξη πρέπει να διδάσκωνται τα σχολιαρόπαιδα τα αρχαία ελληνικά; Ή μήπως δεν πρέπει να τα διδάσκωνται ολωσδιόλου; Μήπως είναι πολύ δύσκολα και μπερδεύουν τα τρισχαριτωμένα κεφαλάκια των παιδιών μας; Ή μήπως, αντίθετα, είναι απαραίτητα για να μάθουν οι μαθητές τον Ορθό Λόγο, το Μέτρο και την Αρετή;
Ιδανικό ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος για να γίνουμε μπίλιες, παραδοσιοκράτες εναντίον κοσμοπολιτών, πατριώτες εναντίον μεταεθνικών, αρχαιόπληκτοι εναντίον εθνομηδενιστών, φιλόλογοι εναντίων πάντων.
Θα ήθελα να περιοριστώ πιο πολύ στους κοινούς τόπους όλων όσων συμμετέχουμε σε αυτήν την συζήτηση:
1. Τα Αρχαία είναι καύλα.
Τα Αρχαία είναι τέλεια. Δεν υπάρχει πραγματικά καλός μαθητής που να μην αγαπά τα Αρχαία. Δεν χωρεί επ’ αυτού συζήτηση. Όσοι αντιτίθενται στην διδασκαλία τους πρώτα θα μου φέρουν τον έλεγχό τους.
Τις δεκαετίες του 90 και του 00 η Ελλάδα προσπάθησε να αλλάξη επίπεδο: να προβιβαστή από την Α2 στο παγκόσμιο ΝΒΑ. Πιο συγκεκριμένα, να ανεβή καμιά 10αριά θέσεις στον δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης. Η προσπάθεια αυτή, η θεμελιωμένη, όπως πλέον γνωρίζουμε, εν μέρει σε πήλινα πόδια, έφτασε στο απόγειό της γύρω στο 2010, με ΔΑΑ 0,866, ενώ για το 2014 υπολογιζόμαστε στο ΔΑΑ 0,865 στην 29η θέση παγκοσμίως. [Δηλαδή παρά την κρίση, ο ελληνικός ΔΑΑ είναι σταθερός!]
Πολλά έγιναν σε αυτήν την 15-20ετία, πολλά, που παρά τα στραβά τους, θα επιφυλάξουν ευμενή μεταχείριση από τον ιστορικό του μέλλοντος σε αυτόν τον μικρό χρυσό αιώνα. Επί Σημίτη κυρίως, η Ελλάδα είχε όραμα, σκοπό, στόχευση. Γίνονταν πράγματα, ευημερούσαν οι αριθμοί και οι άνθρωποι. Αλλάζαμε ταχύτητα. Σύμβολο της εποχής αυτής, για καλό και για κακό, ήταν οι Ολυμπιακοί μας Αγώνες. Εκεί υπήρξε η κορυφή, από εκεί άρχισε συμβολικά και η κάθοδος. Μπορώ μάλιστα να την εντοπίσω με ακρίβεια στο τετραδιάστατο σύμπαν μας: το γεγονός σημειώθηκε στις 26 Αυγούστου 2004, στο Ολυμπιακό Στάδιο, στον τελικό των 200 μ. Όταν άκουσα με τα αφτιά μου τους Συνέλληνες να ουρλιάζουν, να βρίζουν και να ωρύωνται, επειδή δεν θα έτρεχε ο Κεντέρης τους.
Λίγα χρόνια μετά, οι Κεντερομάχοι έγιναν Αγανακτισμένοι.
[Όσα ακολουθούν δεν αφορούν τους πρόσφυγες. Για αυτούς, τα έχει πει ωραία ο Θαλυςεδώ].
Μεταφέρω στα καθ’ ημάς την πρόταση του Γκάρυ Μπέκερ, όπως διατυπώθηκε σε αυτό εδώ το άρθρο. Με τις ευχαριστίες μου στον Θαλυς που μου το υπέδειξε.
Gary Becker
Γνωρίζουμε ότι η διαφορά ευημερίας δημιουργεί μεταναστευτικές ροές, μέχρι να εξισωθή τουλάχιστον η ευημερία στα δύο δοχεία, τον τόπο προέλευσης και τον τόπο προορισμού. Μπορούμε να αποδεχθούμε ότι αυτό ισχύει σαν νόμος της φύσης, σχεδόν όσο και η δημιουργία των ανέμων από τις διαφορές της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το μέγεθος του ανέμου αυτού εξαρτάται βέβαια από πολλά πράγματα, ιδίως την τεχνολογία των μεταφορών, την οικονομική κατάσταση στις χώρες προέλευσης κλπ. Αλλά θα υπάρχη.
Αν δεν επιθυμούμε μια πολιτική ανοιχτών συνόρων (που ισοδυναμεί με πολιτική ανοιχτών συνόρων σε επίπεδο ΕΕ, άρα είναι αδιανόητη), πρέπει κάπως να επιχειρήσουμε να ελέγξουμε την ροή, προς όφελος δικό μας και των μεταναστών. Μέχρι τώρα, το παροιμιωδώς ανίκανο ελληνικό κράτος απλώς 1. απαγόρευε κατ’ ουσίαν την νόμιμη μετανάστευση (βασικά απαιτώντας υπερπολύπλοκη γραφειοκρατία), και 2. ανεχόταν, σε κυμαινόμενο κάθε φορά βαθμό, την λαθρομετανάστευση (επιχειρώντας περιοδικές νομιμοποιήσεις ή με τον θεσμό της άδειας διαμονής για εξαιρετικούς λόγους κλπ). Έκανε δηλαδή ακριβώς το αντίθετο από αυτό που κάθε ευνομούμενο κράτος οφείλει: ανελέητες απαγορεύσεις, ήπια εφαρμοζόμενες. Όταν κλείνεις τα μάτια στο πρόβλημα και δεν ενεργείς μακροπρόθεσμα, αυτά συμβαίνουν.
Ένα δεδομένο του προβλήματος που δεν έχει προσεχθή είναι ότι οι μετανάστες της δεκαετίας του 2000 και εξής, κυρίως εκ της ινδικής υποηπείρου και των πέριξ, έχουν πληρώσει πολλά λεφτά για να έρθουν εδώ. Η μετανάστευση συνιστά για αυτούς μια τεράστια επένδυση ζωής, που δεν πρόκειται φυσικά να επιτρέψουν την απαξίωσή της, όσο περνά από το χέρι τους. Όμως όλοι αυτοί οι πόροι καταλήγουν στον υπόκοσμο των διακινητών, επειδή ακριβώς η αγορά της μετανάστευσης είναι, χάριτι του ελληνικού κράτους, παράνομη. Όταν η ζήτηση υπερβαίνει κατά πολύ την προσφορά, η αγορά θα κινηθή να την καλύψη, νομίμως ή παρανόμως.
Εκείνο που πρέπει να γίνη είναι η νομιμοποίηση της αγοράς μετανάστευσης. Όπως και σε άλλους τομείς (νεφρά, αφροδίσια, ναρκωτικά), τα πλεονεκτήματα που θα προκύψουν θα υπερκαλύψουν κατά πολύ τα όποια μειονεκτήματα, διότι η αξιοποίηση του μηχανισμού της τιμής επιτρέπει την κατά πολύ ικανοποιητικώτερη λειτουργία της αγοράς. Και ο πλέον ενδεδειγμένος τρόπος νομιμοποίησης είναι ο εκπλειστηριασμός αδειών διαμονής.