Ήπια. Ανελέητα.

Παράδοξος και δυσοίωνος ο σημερινός μου τίτλος. Τι είναι τάχα ήπιο και ανελέητο ταυτόχρονα; Και γιατί να είναι ανελέητο;

Ήπια” και “ανελέητα” είναι τα δύο παραγγέλματα της ορθής αντεγκληματικής πολιτικής. Το πρώτο αναφέρεται στην νομοθεσία και αποδέκτη έχει τον φορέα της νομοθετικής λειτουργίας. Το δεύτερο απευθυνεται στον εφαρμοστή του νόμου και γενικώτερα στους φορείς του κρατικού κατασταλτικού μηχανισμού. Αυτά είναι γνωστά πράγματα βέβαια, τουλάχιστον από τότε που τα έγραφε ο παππούς Καίσαρ: η νομοθεσία πρέπει να είναι φιλάνθρωπη, επιεικής, χαλαρή, μετρημένη, η εφαρμογή της όμως ανεξαίρετη, απόλυτη, αδιάλειπτη, αδυσώπητη, άγρυπνη.

Καίσαρ Βεκκαρίας

Uno dei piú gran freni dei delitti non è la crudeltà delle pene, ma l’infallibilità di esse, e per conseguenza la vigilanza dei magistrati, e quella severità di un giudice inesorabile, che, per essere un’utile virtú, dev’essere accompagnata da una dolce legislazione. La certezza di un castigo, benché moderato, farà sempre una maggiore impressione che non il timore di un altro piú terribile, unito colla speranza dell’impunità.

Siano dunque inesorabili le leggi, inesorabili gli esecutori di esse nei casi particolari, ma sia dolce, indulgente, umano il legislatore.

Στην Ελλάδα βέβαια το έθιμο είναι ακριβώς το αντίθετο. Δράστες οικονομικών εγκλημάτων αντιμετωπίζουν μέχρι και ισόβιο κάθειρξη. Εξαπολύονται τακτικά κυνήγια μαγισσών ανάλογα με τους συρμούς κάθε εποχής. Οι προβλεπόμενες ποινές είναι κατά μέσο όρο διπλάσιες από τις γερμανικές.

Αυτό από μόνο του πρέπει να υποψιάση, γιατί όποιος βαριέται να επιβάλη τον νόμο, όλη την ώρα νομοθετεί. Και μάλιστα νομοθετεί ακριβώς τότε που πρέπει να επιδείξη ψυχραιμία, σωφροσύνη, περίσκεψη. Και όχι μόνο αυτό, αλλά θεσπίζει και δρακόντειες ποινές για καθαρά επικοινωνιακούς λόγους.

Και φυσικά και αναμενόμενα η εφαρμογή των νόμων είναι παντελώς τυχαία, αυθαίρετη, απρόβλεπτη, συμπτωματική. Η γενικευμένη ανομία έχει ως συνέπεια η σπάνια εφαρμογή ακόμη και ενός ορθού νόμου να εκλαμβάνεται ως κατάφωρη ανισότητα.


Όχι, δεν αρκεί η ευνομία να είναι μια πέτρα στο διάστημα.

Τις συνέπειες τις βλέπουμε καθημερινά γύρω μας.

33 thoughts on “Ήπια. Ανελέητα.”

  1. Συμφωνω απολυτα. Υποψιαζομαι κιολας οτι συμφωνα με την κλασικη θεωρια αποφασεων, αν οι ανθρωποι εχουν καποια μικρη αποστροφη στο ρισκο, η σιγουρη τιμωρια χαμηλης εντασης ειναι πιο αποτρεπτικη απο μια τιμωρια με χαμηλη πιθανοτητα αλλα πολυ υψηλη ενταση.

    Reply
  2. Ωραίο ποστ. Από την άλλη πλευρά μπορεί μια υπερβολικά ήπια τιμωρία μπορεί να οδηγήσει σε περισσότερη παρανομία (μου ήρθε στο μυαλό το παράδειγμα του Levitt για τους παιδικούς σταθμούς: http://www.nytimes.com/2005/05/15/books/chapters/0515-1st-levitt.html). Σκέφτονται άραγε οι νομικοί καθόλου ως οικονομολόγοι; Δηλαδή, ψάχνουν να βρουν “πόσο ήπια” μπορεί να θεσπιστεί ένα (αντι)κίνητρο για να είναι αποτελεσματικό; Το “ανελέητα” φαίνεται να μην αφήνει και πολλά περιθώρια – αλλά στην πράξη ίσως και ένα καθεστώς τυχαίας δειγματοληψίας να ήταν αρκετό. Οπότε, το σύστημα δεν παρουσιάζεται απόλυτο (χωρίς εξαιρέσεις δηλαδή).

    Reply
    • Υπάρχει ένα πολύ πιο ωραίο παράδειγμα, του οποίου όμως δεν θυμάμαι ακριβώς τις λεπτομέρειες: στην αρχαία Ρώμη προβλεπόταν πρόστιμο για το ράπισμα, οπότε κάποιος πλούσιος νέος απλώς πλήρωνε το πρόστιμο και μοίραζε σφαλιάρες. :-)

      Σκέφτονται άραγε οι νομικοί καθόλου ως οικονομολόγοι;

      Όχι, γιατί δεν είναι. :-) Εκείνο που (πρέπει να) προσέχουμε πιο πολύ είναι να αποφεύγουμε τις ενδοσυστηματικές αξιολογικές αντινομίες, π.χ. να τιμωρήται αυστηρότερα η εξ αμελείας από την εκ προθέσεως τέλεση.

      Εξυπακούεται ότι είναι αδύνατον να τιμωρήται κάθε εγκληματική πράξη, αλλά εδώ θα μας βοηθήση η αποστροφή προς τον κίνδυνο, που λέει και ο ΣΓ. Μην ξεχνάμε ότι στην συνολική τιμωρία πρέπει να συνυπολογίσουμε, εκτός από την δικαστικά επιβαλλόμενη, την “τιμωρία” που αποτελεί η ίδια η εισαγωγή στο σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης, δηλ. το οικονομικό, ψυχολογικό και χρονικό της κόστος.

      Reply
      • Υπάρχει ένα πολύ πιο ωραίο παράδειγμα, του οποίου όμως δεν θυμάμαι ακριβώς τις λεπτομέρειες: στην αρχαία Ρώμη προβλεπόταν πρόστιμο για το ράπισμα, οπότε κάποιος πλούσιος νέος απλώς πλήρωνε το πρόστιμο και μοίραζε σφαλιάρες.

        εχω ξεραθει στο γελιο!
        ετσι μουρχεται να γραψω ολοκληρο σχετικο πεηπερ απλα για να βαλω αυτην την ιστορια στην εισαγωγη…

        Reply
        • Ε αφού σου αρέσει τόσο πολύ θα ψάξω αν το βρω!

          Εδώ βέβαια θέλει προσοχή: η ποινή δεν αρκεί να είναι αποτελεσματική (: αποτρεπτική), πρέπει πρωτίστως να είναι δίκαιη (άρα ανάλογη), και αυτό επιβάλλει όρια προς τα πάνω.

          Reply
  3. Εγώ έτσι που είδα τον τίτλο νόμισα οτι εσύ ήπιες ανελέητα.

    Reply
  4. Το βρήκα το βιβλίο που περιγράφει την ιστοριά του Θανάση… μέσω search στο google books έχει αρκετά χιτς. Να ένα από αυτά:

    “The question of the measure of resulting damages in actions ex delicto and quasi ex delicto is an important one. In Rome, in the earlier days, the law on this subject seems to have been jejune and arbitrary. Three hundred asses was a sum allowed for breaking the bone of a freeman; and for injuries less grave, twenty-five asses; amounts so small that Gains thinks they must have been fixed in a time of great poverty. Perhaps the purchasing power of money was greater in the early days than in the time of the Antonines. A story is told of one Veratius, who had a way, for his own amusement, of slapping the face of a freeman with the palm of his hand, and then settling on the spot by paying the assaulted person the twenty-five asses from a bag carried by a slave. ”

    Μην πάει το μυαλό σας στο πονηρό – δεν πληρώνανε με κωλαράκια, η βασική μονάδα νόμισματος στην αρχαία Ρώμη λεγόταν “as” εξού και “asses”.

    Θυμήθηκα και το θρυλικό “Εχω τρια εκατομηρια και δεν ξερω τι να τα κανω. Νταλαρας Νταλαρας Νταλαρας.”…

    Reply
  5. Οι σχέσεις του Αθανασίου (εφεξής: νέου Καίσαρος!), με το ποινικό δίκαιο παραμένουν καλές, όπως βλέπω από την επανάληψη των παραγγελμάτων των Βεκκαρίου, Βενθάμου και άλλων σπουδαίων τινών εις το Post αυτό, κάποιους αιώνες μετά τον Διαφωτισμό…

    Οι σχέσεις όμως του νέου Καίσαρος με την ρητορική, είναι καλύτερες: Το «Ήπια. Ανελέητα!» μπορεί να ειναι ρητορικώς έξοχον, να ακούγεται εύστοχο και να ανήκει στα ποινικώς «ευπώλητα», αλλά δεν μπορεί να είναι σοβαρό σύνθημα αντεγκληματικής πολιτικής για πολλούς και διαφόρους λόγους. Κακώς λοιπόν το θέτει έτσι το ζήτημα ο νέος Καίσαρ της Αναμορφώσεως!

    Καταρχάς, η Αντεγκληματική Πολιτική είναι ένα πολύ σοβαρό πράγμα για να μπορεί να εξαντλείται στην οποιαδήποτε «συνθηματικήν».

    Η μεν ηπιότητα, δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποτελεί πάντοτε το ζητούμενο για τον νομοθέτη: Ο νομοθέτης ενδέχεται να πρέπει να είναι ένας ανελέητος Δράκων (σε αφηρημένο επίπεδο) με συμπεριφορές, των οποίων προβλέπεται βασίμως ότι η ήπια αντιμετώπιση θα οδηγούσε σε κοινωνικώς «ανελέητα» αποτελέσματα. Η γενική πρόληψη του εγκλήματος (στην οποία κρύβεται η αποτροπή του δράστη από το έγκλημα) δεν μπορεί λ.χ. να λειτουργήσει αποτελεσματικά, στην βάση του μονόπλευρου -και γι’ αυτό λειψού!- παραγγέλματος «Ήπια». Το «ήπια» λοιπόν, ακούγεται έξυπνο αλλά δεν είναι παρα εξυπνάδα. Στηρίζεται δε, σε μια κακή συνήθεια ημών των ποινικολόγων να προσπαθούμε να περιγράψουμε με ρητορικό τρόπο το σύνθετο έργο της κατάστρωσης μιας επιτυχημένης αντεγκληματικής πολιτικής, βασισμένοι σε παρωχημένα τυπικά δόγματα εντελώς διαφορετικών από την σημερινή εποχών, του τύπου «Poenalia sunt restringenda» κ.λπ., κ.λπ. Σωστό για τον σύγχρονο νομοθέτη είναι μόνο το εξής σύνθημα: «Κάποτε Ήπια. Κάποτε ανελέητα!». Ξέρω βεβαίως, ότι εξ επόψεως ρητορικής το παράγγελμά μου είναι αποτυχημένο. Εξ απόψεως ουσίας όμως είναι σωστό, και αυτό έχει σημασία…

    Περνώ στο «ανελέητα»: Μόνον όποιος αγνοεί ή αντιμετωπίζει με ελαφρύτητα την δυσκολία του ουσιαστικού (και δημιουργικού!) έργου του εφαρμοστή του δικαίου, μπορεί να συστήνει ως παράγγελμα στον δικαστή ένα μονοσήμαντο (και εξίσου λειψό με το ήπια) «Ανελέητα!». Αφενός διότι, σήμερα υπάρχει δεδομένη κακονομία, οπότε η πρόσκληση σε μια «ανελέητη» εφαρμογή της θα οδηγούσε σε τεράστια προβλήματα ερμηνείας τον εφαρμοστή. Εκείνο που περιμένουμε από έναν δικαστή με ορθοκρισία, καλή νομική παιδεία και πρωτίστως εντιμότητα, κατά την εφαρμογή του νόμου, δεν είναι αγαπητέ μου Καίσαρ, το να είναι αυτός βλακωδώς ανελέητος! Προτιμούμε ασφαλώς να είναι κριτικώς ελεήμων!

    Άλλωστε, η δέσμευση του δικαστή στον νομοθέτη (ένα διαφωτιστικό αίτημα, που πρέπει να τεθεί υπό σοβαρό κριτικό έλεγχο ως προς την δυνατότητα ουσιαστικής πραγμάτωσής του!) σημαίνει κατα βάθος και δέσμευση του δικαστή στον τρόπο με τον οποίο ο νομοθέτης αντιμετωπίζει τις συμπεριφορές που ποινικοποιεί. Έτσι, αντί να ζητάμε από τον δικαστή να προσπαθεί να είναι ανελέητος εφαρμόζοντας ήπιους νόμους, θα έπρεπε να ζητάμε κάτι πιο δύσκολο και πιο σύνθετο: Θα έπρεπε να ζητάμε, νομοθέτης και δικαστής, να συντονίζονται σε ηπιότητα και αυστηρότητα, έχοντας μπροστά στα μάτια τους τις τρέχουσες κοινωνικές ανάγκες.

    Θα συμφωνήσω λοιπόν, μόνο στο εξής: Τον τόνο της ηπιότητας ή της αυστηρότητας, επιβάλλεται να τον δίνει πάντοτε ο μαέστρος νομοθέτης, και αυτόν πρέπει να ακολουθεί ο καλός ερμηνευτής δικαστής, στο πλαίσιο της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών.

    Εν κατακλείδι: Μόνο τότε θα ακούσουμε καλή «δικαιική μουσική», ω Καίσαρ, όταν ο μεν συνθέτης έχει γράψει μέρη με εναλλασσόμενα κρεσέντο και ντιμινουέντο, ο δε ερμηνευτής τα αναπαράγει πιστά ως προς τις εναλλαγές, αφήνοντας κάπου κάπου χώρο και για μια δική του δημιουργική «νότα» (λ.χ. προσθέτοντας λόγους άρσης αδίκου στο ποινικό δίκαιο)….

    Reply
  6. Η μεν ηπιότητα, δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποτελεί πάντοτε το ζητούμενο για τον νομοθέτη: Ο νομοθέτης ενδέχεται να πρέπει να είναι ένας ανελέητος Δράκων (σε αφηρημένο επίπεδο) με συμπεριφορές, των οποίων προβλέπεται βασίμως ότι η ήπια αντιμετώπιση θα οδηγούσε σε κοινωνικώς «ανελέητα» αποτελέσματα.

    Μίνιμα νον κούρατ πραίτωρ λέω εγώ καλύτερα.

    Η γενική πρόληψη του εγκλήματος (στην οποία κρύβεται η αποτροπή του δράστη από το έγκλημα) δεν μπορεί λ.χ. να λειτουργήσει αποτελεσματικά, στην βάση του μονόπλευρου -και γι’ αυτό λειψού!- παραγγέλματος «Ήπια».

    Γενικώς την γενική πρόληψη θωρακίζει όχι ο ψυχολογικός καταναγκασμός της νομοθεσίας, αλλά η (ανελέητη!) καταστολή.

    Μόνον όποιος αγνοεί ή αντιμετωπίζει με ελαφρύτητα την δυσκολία του ουσιαστικού (και δημιουργικού!) έργου του εφαρμοστή του δικαίου, μπορεί να συστήνει ως παράγγελμα στον δικαστή ένα μονοσήμαντο (και εξίσου λειψό με το ήπια) «Ανελέητα!».

    Αλλά δεν απευθύνεται μόνο στον δικαστή:

    και γενικώτερα στους φορείς του κρατικού κατασταλτικού μηχανισμού

    Αν δεν ήταν τόσο ανελέητα τα πρόστιμα του ΚΟΚ, δεν θα εφαρμόζονταν τόσο ήπια (“καλά, δεν θα γράψω ότι τρέχατε με 50, αλλά με 10 πάνω από το όριο, γιατί έχετε πολύ χαριτωμένη μυτούλα, δεσποινίς”).

    σήμερα υπάρχει δεδομένη κακονομία

    Γιατί άραγε; Πάντως όχι επειδή ακολουθήθηκε το σώφρον παράγγελμα της ηπιότητας! Μάλλον όμως επειδή λησμονήθηκε η επικουρικότητα, η αναλογικότητα, ο αποσπασματικός χαρακτήρας και προτιμήθηκε αντ’ αυτών ο λαϊκισμός, οι αυστηροποιήσεις επί αυστηροποιήσεων, τα τακτικά κυνήγια μαγισσών και οι δρακόντειοι λεονταρισμοί.

    η πρόσκληση σε μια «ανελέητη» εφαρμογή της θα οδηγούσε σε τεράστια προβλήματα ερμηνείας τον εφαρμοστή.

    Σε απολύτως κανένα όμως η πρόσκληση για ανελέητη εφαρμογή μιας ήπιας νομοθεσίας.

    Reply
  7. Η αρχή “Minima non curat praetor” δεν έχει καμία σχέση με την εδώ συζητούμενη προβληματική ηπιότητας και αυστηρότητας. Λέει απλώς ότι ο νομοθέτης οφείλει να ασχολείται με τα “σοβαρά”, δεν μας λέει όμως ούτε ποιά είναι τα “σοβαρά” ούτε αν πρέπει κανείς να τα αντιμετωπίζει ήπια.

    Ούτε η επικουρικότητα, ούτε η αναλογικότητα ούτε η αποσπασματικότητα έχουν καμία σχέση με την ηπιότητα ή αυστηρότητα των ποινών σε αφηρημένο επίπεδο. Κάπου τα μπέρδεψες μάλλον εδώ.

    Έπισημαίνω ακόμη μια άτοπη λογική συνέπεια της πρότασής σου: Ανελέητη εφαρμογή του ήπιου ποινικού δικαίου σημαίνει τακτική εφαρμογή του ήπιου ποινικού δικαίου (υπό την προϋπόθεση της τακτικής παρανομίας των κοινωνών). Τακτική εφαρμογή του ήπιου ποινικού δικαίου σημαίνει, όμως, έτσι κι αλλιώς αντίθεση στην επικουρικότητα του ποινικού δικαίου. Η αφηρημένη επικουρικότητα των κανόνων μπορεί δηλ. να διασφαλίζεται, χάνεται όμως η συγκεκριμένη επικουρικότητά τους – και αυτή έχει βεβαίως την σημασία της: Γιατί δεν φταίει βεβαίως το ήπιο ποινικό δίκαιο που εφαρμόζεται ανελέητα αν κάποιος είναι ανελέητος (scil. τακτικός!) παραβάτης ήπιου αδίκου, όμως η κατάληξη είναι τελικώς αντίθετη από εκείνη που οραματίζεσαι Αθανάσιε:

    Διότι το τακτικώς εφαρμοζόμενο ήπιο ποινικό δίκαιο θα τραπεί έτσι κι αλλιώς σε τακτικώς εφαρμοζόμενο ανελέητο ποινικό δίκαιο, μέσω μιας απλής λέξεως-κλειδιού, την οποία φαίνεται ότι δεν πολυ-λογάριασες στους στοχασμούς σου, αλλά οφείλεις να ξαναδείς κάποια στιγμή στον κώδικά σου:

    Την λέξη “υποτροπή”.

    Reply
  8. Συμφωνώ με το γενικό πνεύμα το άρθρου, δηλαδή ότι είναι από ανόητο ως εκληματικό να θεσπίζονται δρακόντειες ποινές που δεν εφαρμόζονται ή που – ακόμη χειρότερα – εφαρμόζονται επιλεκτικά.

    Με το “ήπια” όμως θα διαφωνίσω κι εγώ – νομίζω το “δίκαιη” ή “ανάλογη” ποινή είναι πιο κατάλληλο. Και αμέσως μετά φυσικά μπορούμε να βγάλουμε τρίχες στο πληκτρολόγιο προσπαθώντας να ορίσουμε τι είναι “δίκαιο” και ποια είναι η ορθή “αναλογία”.

    Θα βάλω όμως κι άλλη μια παράμετρο στη συζήτηση, με κίνδυνο να την εκτρέψω: αν το ζητούμενο της ποινής είναι η αναμόρφωση και όχι απλώς ο εκφοβισμός, η ποινή θα πρέπει να είναι τέτοια που να αναγκάζει τον παραβάτη να επανεξετάσει τη στάση του, να τον βάζει σε μια εσωτερική διεργασία, να τον αναμορφώνει.

    Πολύ απλοϊκά, λόγου χάρη, αν το έγκλημα είναι η ρύπανση του δρόμου, η ποινή θα είναι να σκουπίζεις το δρόμο για ένα μήνα. Αν το έγκλημα είναι ρύπανση του περιβάλλοντος από κάποιο εργοστάσιο, η ποινή για τους ιθύνοντες του εργοστασίου θα είναι να εργασθούν για ένα χρόνο αμισθί σε μια περιβαλλοντική οργάνωση. Φυσικά θα υπάρχουν σωφρονιστικοί υπάλληλοι και κοινωνικοί λειτουργοί που θα παρακολουθούν τους καταδικασμένους ώστε να βεβαιώνονται ότι εκτελούν όντως την “ποινή” τους. Οι ποινές αυτές μπορεί να συνοδέυονται και από “τιμωρητικές” ποινές του τύπου πρόστιμο, ιδανικά όμως δεν θα χρειάζεται κάτι τέτοιο. Εννοείται ότι η φυλάκιση θα περιοριστεί σχεδόν μέχρι σημείου κατάργησης. Και εννοείται ότι οι ποινές θα πρέπει να είναι ρεαλιστικές – δεν είναι δυνατόν να περιμένουμε να αναμορφωθεί ένας πρώην βαρόνος της κοκαϊνης εργαζόμενος σε ένα κέντρο αποτοξίνωσης (μάλλον θα βρει νέους πελάτες εκεί).

    Η βασική σκέψη ίσως μοιάζει απλοϊκή, αλλά νομίζω ότι το μόνο που της λείπει για να είναι πρακτική είναι λίγη επεξεργασία.

    Reply
  9. Μήπως όμως Αθανάσιε, η υποτροπή «έχει πεθάνει προ πολλού» ακριβώς επειδή ο εφαρμοστής δεν υπήρξε ανελέητος ως προς την εφαρμογή της, όπως θα ήθελες; Μήπως επίσης, αν είχε υπάρξει ανελέητος ως προς την εφαρμογή της, τότε δεν θα μπορούσε εξ ορισμού να είναι ήπιο το αποτέλεσμα που θα προέκυπτε; Συλλαμβάνεις το παράδοξο που εδώ ενεδρεύει ή κωφεύεις;

    Λοιπόν, μπορεί να διαφωνώ μαζί σου σε κάποια θέματα, αλλά το γεγονός ότι τα θίγεις είναι από μόνο του σημαντικό.

    Ανακεφαλαιώνω λοιπόν με τα ακόλουθα:

    «Ήπιος» και «ανελέητος» δεν είναι τα κατάλληλα κατηγορήματα για να συνθέσουν ένα πρόγραμμα αντεγκληματικής πολιτικής (αλλά μόνο ένα σλόγκαν). Όμως τα «σλόγκαν» είναι για την τηλεόραση, όχι για τους ποινικολόγους. Εξάλλου, και αν ακόμη αρκούμασταν σε σλόγκαν, το «ήπιον» και το «ανελέητον» είναι συναισθηματικοί-ψυχολογικοί όροι και δεν μας κάνουν εκεί που θέλουμε δικαιοσύνη (και όχι συναίσθημα). Έχει επομένως δίκιο η Αόρατη Μελάνη.

    Εκφράζω δε και τις ακόλουθες σκέψεις, ως προς τα interna των ποινικολόγων: Το ποινικό δίκαιο χρειάζεται φρέσκιες ιδέες. Φίλος ο Βεκκαρίας Αθανάσιε, φίλτερος εσύ, αλλά φιλτάτη η αλήθεια! Μου φαίνεται ότι εμείς οι ποινικολόγοι έχουμε «ξεμείνει» σε διαφωτιστικά ιδεώδη, τα οποία αναπαράγουμε, για να μην πω μηρυκάζουμε, με τρόπο κουραστικό και για μας και για τους άλλους και ελάχιστα αποδοτικό για την βελτίωση του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης. Αναρωτήθηκες άραγε ποτέ μήπως έχεις -μαζί με πολλούς άλλους!- υποπέσει σε ένα οδυνηρό αλλά αληθές non causa pro causa που εξελίσσεται μάλιστα σε ποινικολογική «τραγική ειρωνεία»; Μήπως δηλ. το ποινικό σύστημα δεν βελτιώνεται όχι γιατί δεν γνωρίζουν/σέβονται οι εκπρόσωποί του αυτά που λες, αλλά και γιατί αυτά που λες, ως μέσα βελτίωσής του, είναι ουτοπικά, ξεπερασμένα από την ιστορική πραγματικότητα, θεωρητικά εργαλεία που στόμωσαν και δεν μπορούν να κάνουν την δουλειά τους όπως πρέπει; Μήπως Αθανάσιε, όπως έλεγε ο Κάρολος Μαρξ, είσαι κι εσύ ο ίδιος (και τα βιβλία σου βεβαίως!), μέρος του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης και το αναπαράγεις, έτσι εσφαλμένο όπως είναι, με εσφαλμένες προτάσεις βελτίωσής του; Μήπως δηλ. δεν φταίνε «οι καιροί» που η πραγματικότητα διαφωνεί με την ορθή θεωρία, αλλά η θεωρία που δεν προσαρμόζεται στους σύγχρονους καιρούς;

    Νομίζω λοιπόν ότι συμβαίνει το εξής: Θεωρούμε εμείς οι ποινικολόγοι ότι υπάρχουν στα θέματα που μας αφορούν δόγματα που λειτουργούν ως αναμφίβολα παραγγέλματα, ενώ πρόκειται για απλές, ενδεχομενικές προτάσεις. Η επικαιρότητά τους, όπως και η διαχρονικότητά τους δεν είναι δεδομένες αλήθειες, αλλά (κανονιστικές) αλήθειες που απαιτούν απόδειξη (ιδίως ως προς την δυνατότητα πρακτικής τους εφαρμογής!): Για παράδειγμα, ο δικαστής ως φερέφωνο του νομοθέτη (Βεκκαρίας), ο ανελέητος εφαρμοστής των ήπιων ποινικών νόμων (Αθανάσιος) συνιστούν εξόχως γοητευτικές θεωρητικές κατασκευές αλλά εντελώς προβληματικές μεθοδολογικές πραγματικότητες. Βλέπετε, κάποτε, όταν οι δικαστές αυθαιρετούσαν, εγγυητής των ελευθεριών του πολίτη ήταν πράγματι ο νομοθέτης –οπότε το σχετικό σλόγκαν του Μοντεσκιέ περί του δικαστή ως «στόματος που εκφέρει τα λόγια του νόμου» είχε κάποιο νόημα. Σήμερα, όμως, όταν ο νομοθέτης αυθαιρετεί, εγγυητής των δικαιωμάτων του πολίτη ενδέχεται να αποβαίνει ο προικισμένος με ευθυκρισία, δίκαιος δικαστής. Εξάλλου, τα περί ηπιότητας (και επιεικείας) ξεκίνησαν από πολύ συγκεκριμένη ιστορική αφετηρία που δεν πρέπει να παροράται σε σχετικές αναλύσεις: Ξεκίνησαν από την υπέρμετρη εφαρμογή πρωτίστως της θανατικής ποινής, και αργότερα των σωματικών ποινών. Η ηπιότητα δηλ. και η επιείκεια αποτελούν παραγγέλματα με πολύ συγκεκριμένη ιστορική αναφορά και υπόβαθρο. Δεν πρέπει να τα αντιμετωπίζουμε ως ποινικολογικά «πασπαρτού» για όλες τις δουλειές, μολονότι –θα συμφωνήσω- ως προς την καλή τους προαίρεση: Αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα, μη νομική, μη αντεγκληματική, και αρκετά συναισθηματική…

    Από την άλλη, μην ξεχνάμε και το εξής: Η επιδίωξη ηπιότητας του ποινικού δικαίου δεν συνιστά λύση θεωρητικώς καλύτερη αλλά ισοδύναμη με την ενδεχόμενη κατάργησή του, και την ολοκληρωτική αντικατάσταση με άλλες μορφές κοινωνικού ελέγχου. Ο καταργητισμός αποτελεί σαφώς πιο πρωτότυπη, ειλικρινή και ενδιαφέρουσα πρόταση από τις μεσοβέζικες ισορροπίες με αναμάσημα διαφωτιστικών συνθημάτων, όπως αυτή την οποία βλέπω να πρεσβεύει ο συγγραφεύς του παρόντος Post, ο οποίος, σημειωτέον, –όπως και εγώ!- θα χάσει την δουλειά του αν το ποινικό δίκαιο καταργηθεί. Τέλος, δεν πρέπει να μας διαφεύγει το ακόλουθο: Η σκληρότητα αποτελεί τον πυρήνα του ποινικού δικαίου, τον πυρήνα της «ποινής» ως έννοιας: Αν αυτή χαθεί, χάθηκε και το ποινικό δίκαιο το ίδιο (και ενδέχεται αυτό να είναι κάτι πολύ καλό για όλους μας!

    Σε μια τέτοια περίπτωση, θα πρέπει να βρούμε κάτι άλλο να κάνουμε, Αθανάσιε… Εγώ ήδη λέω να κάνω συγκρότημα με τον Κωστάκη τον Καλλίρη, όταν με το καλό απολυθεί. Έρχεσαι;

    Reply
  10. Με το “ήπια” όμως θα διαφωνίσω κι εγώ – νομίζω το “δίκαιη” ή “ανάλογη” ποινή είναι πιο κατάλληλο.

    Το “ήπια” δεν αναφέρεται τόσο στην ποινή, όσο στην νομοθέτηση. Αφορά την αγωνία να καλυφθή κάθε κενό, πραγματικό ή υπολαμβανόμενο, την αγχώδη απαγόρευση κάθε νεάς τεχνολογίας, είτε αυτή λέγεται μεταλλαγμένα είτε κλωνοποίηση, την προσθήκη ποινικών διατάξεων σχεδόν σε κάθε νόμο, ό,τι και αν ρυθμίζη, σε τέτοια πράγματα.

    αν το ζητούμενο της ποινής είναι η αναμόρφωση και όχι απλώς ο εκφοβισμός

    Ούτε το ένα ούτε το άλλο, ή τέλος πάντων όχι το πρώτο. Η αναμόρφωση και ο σωφρονισμός είναι συνθήματα παρωχημένων αντεγκληματικών πολιτικών, δεν είναι τυχαίο ότι τα σωφρονιστικά καταστήματα ονομάζονται πλέον καταστήματα κράτησης: δεν θέλουμε να σου αλλάξουμε τα μυαλά ούτε να σου κάνουμε κήρυγμα, θέλουμε να πληρώσης αυτό που έκανες και να πας στην ευχή του Θεού. Και με αυτό συμφωνώ για διάφορους λόγους: το δίκαιο είναι εξωτερική κανονιστική τάξη, δεν το ενδιαφέρει δηλαδή η αιτία της συμμόρφωσης, αλλά η ίδια η συμμόρφωση. Επίσης, είναι πολύ αμφίβολο αν το κράτος έχει το δικαίωμα να προβαίνη σε προπαγάνδα των ρυθμίσεών του. Τέλος, στο παρελθόν η ιδέα του σωφρονισμού ωδήγησε σε τιμωρητικές ακρότητες, και εύλογα: αν ένας εγκληματίας είχε εκτίσει την ποινή του, αλλά κάποιο συμβούλιο έκρινε ότι δεν είχε μεταγνώσει/κοινωνικοποιηθή/γίνει καλό παιδί, απλώς τον κρατούσαν κι άλλο κι άλλο κι άλλο.

    Πολύ απλοϊκά, λόγου χάρη, αν το έγκλημα είναι η ρύπανση του δρόμου, η ποινή θα είναι να σκουπίζεις το δρόμο για ένα μήνα.

    Αυτό όμως δεν είναι απλώς μια άλλη εκδοχή του οφθαλμόν αντί οφθαλμού;

    Φυσικά θα υπάρχουν σωφρονιστικοί υπάλληλοι και κοινωνικοί λειτουργοί που θα παρακολουθούν τους καταδικασμένους ώστε να βεβαιώνονται ότι εκτελούν όντως την “ποινή” τους.

    Φυσικά αυτό συνεπάγεται μεγάλο κόστος έκτισης ποινής. Υπερβολικό θα έλεγα.

    Εννοείται ότι η φυλάκιση θα περιοριστεί σχεδόν μέχρι σημείου κατάργησης.

    Κανείς δεν συνειδητοποιεί ότι αυτό συμβαίνει ήδη σχεδόν…

    Reply
    • Αυτό όμως δεν είναι απλώς μια άλλη εκδοχή του οφθαλμόν αντί οφθαλμού;

      Κάθε άλλο. Δεν του πετάμε σκουπίδια στο κεφάλι ή στο σπίτι του για να τον εξευτελίσουμε ή να τον βασανίσουμε. Του αναθέτουμε μια χρήσιμη εργασία που θα τον βοηθήσει να καταλάβει την αξία και το κόστος της καθαριότητας.

      Και τέλος πάντων το συγκεκριμένο παράδειγμα είναι απλοϊκό, το γενικό σκεπτικό είναι που μετράει.

      Φυσικά αυτό συνεπάγεται μεγάλο κόστος έκτισης ποινής. Υπερβολικό θα έλεγα.

      Μεγαλύτερο από το κόστος συντήρησης ενός κτιρίου ασφαλείαςμ με φρουρούς και τα σχετικά, όπου τρέφουμε και ντύνουμε τους φυλακισμένους με έξοδα του κράτους; Αμφιβάλλω. Μάλλον το αντίθετο ισχύει.

      Κανείς δεν συνειδητοποιεί ότι αυτό συμβαίνει ήδη σχεδόν…

      Πλάκα κάνεις; Πέρυσι δεν γίνονταν ένα σωρό εξεγέρσεις φυλακισμένων που έγιναν αφορμή να μάθουμε πως οι φυλακές είναι υπερπλήρεις και στεγάζουν πολύ περισσότερους απ’ όσους μπορούν;

      Reply
  11. Μήπως όμως Αθανάσιε, η υποτροπή «έχει πεθάνει προ πολλού» ακριβώς επειδή ο εφαρμοστής δεν υπήρξε ανελέητος ως προς την εφαρμογή της, όπως θα ήθελες;

    Βεβαίως. Και γιατί δεν υπήρξε ανελέητος ο εφαρμοστής; Επειδή φυσικά δεν υπήρξε “ήπιος” ο νομοθέτης [ή ίσως κάποια στιγμή η ρύθμιση έπαυσε να προσλαμβάνεται ως ήπια]. Το σύστημα θα ισορροπήση, δεν υπάρχει θέμα, αν δεν υπάρχει δικαστηριακή ζήτηση για υποτροπή, η νομοθετική της προσφορά απλώς θα περιπέση σε αχρηστία. Απλώς την μετάβαση θα την πληρώσουν στην ράχη τους κάποιοι.

    Όμως τα «σλόγκαν» είναι για την τηλεόραση, όχι για τους ποινικολόγους.

    Και για τους ποινικολόγους που βγαίνουν στην τηλεόραση :-)

    Γενικά, προφανώς και δεν είναι θεωρία τα συνθήματα, παραπέμπουν όμως σε μια θεωρία.

    Reply
  12. Μεγαλύτερο από το κόστος συντήρησης ενός κτιρίου ασφαλείαςμ με φρουρούς και τα σχετικά, όπου τρέφουμε και ντύνουμε τους φυλακισμένους με έξοδα του κράτους; Αμφιβάλλω. Μάλλον το αντίθετο ισχύει.

    Δεν υπολογίζεις όλα τα επιπρόσθετα κόστη που θα προκύψουν: καταρχάς οι επιτηρητές πρέπει να είναι κοινωνικοί επιστήμονες, όχι απλοί ανθρωποφύλακες. Τι γίνεται όμως αν ο κατάδικος δεν ανταποκρίνεται; Η ποινή του θα μετατρέπεται σε ποινή φυλάκισης, πράγμα που θα κρίνεται από δικαστήριο, οπότε επιστρέφουμε στο σημείο μηδέν.

    Πλάκα κάνεις; Πέρυσι δεν γίνονταν ένα σωρό εξεγέρσεις φυλακισμένων που έγιναν αφορμή να μάθουμε πως οι φυλακές είναι υπερπλήρεις και στεγάζουν πολύ περισσότερους απ’ όσους μπορούν;

    Έτερον εκάτερον. Το γεγονός ότι έχουμε φυλακές για πληθυσμό και εγκληματικότητα του 60 δεν σημαίνει ότι γενικά το σύστημα είναι τιμωρητικό. Δες εδώ, είμαστε στο 120, σημαντικά κάτω από την Αγγλία, λίγο πάνω από Γαλλία ή Γερμανία. Το χαρακτηριστικό του ελληνικού συστήματος είναι ότι η τιμώρηση των πλημμελημάτων είναι [απαράδεκτα!] ήπια, ενώ των κακουργημάτων συχνά [ανεπίτρεπτα!] ανελέητη. Ανάμεσα στις δύο κατηγορίες αξιοποίνων πράξεων υπάρχει ανεξήγητο τιμωρητικό χάος.

    Reply
  13. Και για να δώσω ένα παράδειγμα πιο σαφές:

    Ο νομοθέτης του ΚΟΚ είναι ανελέητος. Όλοι γνωρίζουν ότι τα όρια ταχύτητας είναι κατώτερα σε ποσοστό 20-30% των φυσιολογικών, διότι στο μυαλό του ανελέητου νομοθέτη κυριαρχεί ο τρόμος της “υπερβολικής ταχύτητας”. Για τον ίδιο λόγο, ανελέητα είναι και τα πρόστιμα που απειλούνται:

    άρ. 20 παρ. 12 ΚΟΚ

    Σε αυτόν που υπερβαίνει το ανώτατο όριο ταχύτητας έως 20 χλμ/ώρα, επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο σαράντα (40,00) ευρώ. Για υπέρβαση του ανώτατου ορίου ταχύτητας πάνω από 20 χλμ/ώρα, επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο εκατό (100,00) ευρώ.
    Για υπέρβαση του ανώτατου ορίου ταχύτητας πάνω από 30 χλμ/ώρα, καθώς και για κίνηση οχημάτων στους αυτοκινητόδρομους με ταχύτητα πάνω από 150 χλμ/ώρα, στις οδούς ταχείας κυκλοφορίας με ταχύτητα πάνω από 130 χλμ/ώρα και στο υπόλοιπο οδικό δίκτυο με ταχύτητα πάνω από 120 χλμ/ώρα, επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο τριακοσίων πενήντα (350,00) ευρώ και επί τόπου αφαίρεση της άδειας οδήγησης, από αυτόν που βεβαιώνει την παράβαση, για εξήντα (60) ημέρες, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία του άρθρου 103 του παρόντος Κώδικα. Σε αυτόν που οδηγεί με ταχύτητα κατώτερη του ελάχιστου επιτρεπόμενου ορίου ταχύτητας, καθώς και σε αυτόν που παραβαίνει τη διάταξη της παραγράφου 9 του άρθρου αυτού, επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο ογδόντα (80,00) ευρώ

    Η εφαρμογή βέβαια αυτών των ανελέητων και όχι πολύ έξυπνων τιμωρητικών διατάξεων είναι, αναπόφευκτα, ήπια. Και ήπια όχι μόνο υπό την έννοια ότι ελάχιστοι παραβάτες καταλαμβάνονται, αλλά κυρίως υπό την έννοια της συνδιαλλαγής: “και πόσο τρέχατε; να μην τρέχατε με τριάντα πάνω από το όριο; όχι; και με πόσο τρέχατε; καλά, θα γράψω είκοσι, είπαμε, έχετε χαριτωμένη μυτούλα“.

    Μηδέν εις το πηλίκον της αντεγκληματικής πολιτικής.

    Reply
  14. Ούτε ανελέητα ούτε ήπια. Η βραχυπρόθεσμη σκοπιμότητα μας ενδιαφέρει όσους διαμορφώνουμε την αντεγκληματική πολιτική, γι αυτό και αλλάζουμε τόσο συχνά το νόμο. Και αυτή αφήνει παγερά αδιάφορο το μέσο αστυνομικό, που άλλα τον απασχολούν. Όσο για τους δικαστές είναι για λύπηση, θα πρέπει ή να αναισθητοποιηθούν ή να μην κοιμούνται από αυτό το ψηφιδωτό που τους έλαχε να εφαρμόσουν πάνω στην ψυχή ενός θύτη ή θύματος. Και γίνεται τόσο θλιβερή η θεωρία όταν δεν έχει αντίκρυσμα στην πράξη, ούτε καν προοπτική να έχει.

    Reply
  15. Ειδικά στο θέμα του Κ.Ο.Κ., πιστεύω πως ο νομοθέτης (ή τουλάχιστον όποιος καθορίζει τοπικά τους κανόνες) είναι επίτηδες ανελέητος, ώστε η εφαρμογή να είναι ήπια. Υπάρχουν δρόμοι όπου το όριο ταχύτητας είναι ηλιθιωδώς χαμηλό (λ.χ. από τα 110 που θα ήταν «λογικό» στα 90), ενώ δίνεται μία «ζώνη χάριτος» στους οδηγούς (μέχρι το «λογικό» όριο) κατά την οποία δεν «γράφονται». Είναι σαν να λέει «ούτως ή άλλως θα το υπερβούν, οπότε ας τους κρατήσουμε χαμηλά, ώστε τελικά να κινούνται όπως πρέπει». Το πρόβλημα με αυτήν την τακτική είναι ότι η ατιμωρησία των «χαμηλοπαραβατών» γενικεύεται και τελικά το όριο καταργείται στην πράξη.

    Ως παράδειγμα αυτών αναφέρω δύο δρόμους στη Θεσσαλονίκη, την Περιφερειακή και την παραλιακή (Μεγ. Αλεξάνδρου)
    * Η παραλιακή είναι μονόδρόμος 6 λωρίδων (πρακτικά μείον 2 λόγω παρκαρισμένων) με φανάρια και όριο ταχύτητας 50. Η συνηθισμένη ταχύτητα των αυτοκινήτων εκεί είναι 70-80. Κατά τη γνώμη μου (και την πράξη) η ταχύτητα των 70 είναι κατάλληλη για τον δρόμο αυτόν, όμως πιστεύεται πως αν το όριο ήταν εκεί τα αυτοκίνητα θα έφταναν τα 100.
    * Η περιφερειακή έχει τουλάχιστον τρεις λωρίδες ανά κατεύθυνση και ρεύματα χωρισμένα με μπαριέρα. Στο δυτικό τμήμα έχει κόμβους με φανάρια και όριο 80, ενώ στο ανατολικό ανισόπεδους και όριο 90.

    Reply
  16. Θεόφιλε,

    Ειδικά στο θέμα του Κ.Ο.Κ., πιστεύω πως ο νομοθέτης (ή τουλάχιστον όποιος καθορίζει τοπικά τους κανόνες) είναι επίτηδες ανελέητος, ώστε η εφαρμογή να είναι ήπια. Υπάρχουν δρόμοι όπου το όριο ταχύτητας είναι ηλιθιωδώς χαμηλό (λ.χ. από τα 110 που θα ήταν «λογικό» στα 90), ενώ δίνεται μία «ζώνη χάριτος» στους οδηγούς (μέχρι το «λογικό» όριο) κατά την οποία δεν «γράφονται». Είναι σαν να λέει «ούτως ή άλλως θα το υπερβούν, οπότε ας τους κρατήσουμε χαμηλά, ώστε τελικά να κινούνται όπως πρέπει»

    ενώ αν έβαζε το λογικό όριο ταχύτητας, με το οποίο ούτως ή άλλως κινούνται και θα κινούνται ανεξαρτήτως νόμων όλοι οι λογικοί οδηγοί; Και η ζώνη χάριτος μπορεί να προβλέπεται στον νόμο επίσης. Αλλά όχι, εμείς θέλουμε να κάνουμε τα γλυκά μάτια στον τροχονόμο και να μας σβήνουν τις κλήσεις οι γνωριμίες μας.

    Μιλάμε τα όρια ταχύτητας είναι εξωφρενικά.

    Reply
  17. Stricter labour laws go hand-in-hand with less enforcement effort

    Όπου επιβεβαιώνεται αυτό που υποψιαζόμασταν.

    Το ερώτημα του εκατομμυρίου βέβαια είναι το: γιατί; Γιατί να επιλέξει ο νομοθέτης δρακόντιες ποινές όταν όλοι ξέρουν, του ιδίου συμπεριλαμβανομένου, ότι δεν θα εφαρμοστούν;

    Reply
    • Μα δεν είναι προφανές; Για επικοινωνιακούς λόγους: ο νόμος που παιδαγωγεί, οι ομάδες πίεσης που πήραν αυτό που ήθελαν, ο νομοθέτης που κραδαίνει την ρομφαία της τιμωρίας κλπ. Όλα ένα θέατρο.

      Reply
      • Μα αν ξέρω ότι δεν θα εφαρμοστεί, δεν είναι δύσκολο να υπολογίσω ότι δεν υπάρχει απτό αποτέλεσμα. Οι ομάδες πίεσης ξέρουν ότι δεν πήραν τίποτα. Για να ισχύει αυτό, πρέπει να με νοιάζουν μόνο οι παράτες, η εντύπωση ότι κάτι γίνεται, όχι απαραίτητα αυτό να γίνεται, ή να μην μπορώ να δω πέρα από την μύτη μου.

        Reply

Leave a Comment