Ευκολάκι το σημερινό.
Η επικαιρότητα ομιλεί περί πράξεων νομοθετικού περιεχομένου (ΠΝΠ). Να το θυμηθούμε λίγο και αυτό, μιας και ξεσκονίζουμε το Συνταγματικό μας αυτόν τον καιρό:
Σύμφωνα με το άρ. 44 παρ. 1 Σ:
Σε έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσες και απρόβλεπτης ανάγκης ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί, ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, να εκδίδει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Οι πράξεις αυτές υποβάλλονται στη Βουλή για κύρωση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 72 παράγραφος 1, μέσα σε σαράντα ημέρες από την έκδοσή τους ή μέσα σε σαράντα ημέρες από τη σύγκληση της Βουλής σε σύνοδο. Αν δεν υποβληθούν στη Βουλή μέσα στις προαναφερόμενες προθεσμίες ή αν δεν εγκριθούν από αυτή μέσα σε τρεις μήνες από την υποβολή τους, παύουν να ισχύουν στο εξής.
Εμπρός λοιπόν, ρωτήστε όσα πάντα θέλατε για τις ΠΝΠ, μην φοβάστε!
Μήπως οι ΠΝΠ είναι αντισυνταγματικές;
Όχι. Αφού τις προβλέπει το Σύνταγμα είπαμε!
Μήπως παρακάμπτεται η Βουλή κατά την νομοθετική διαδικασία;
Όχι. Αλλάζει βέβαια ο τρόπος συμμετοχής της, αλλά η Βουλή παραμένει κυρίαρχη, γιατί αν εκείνη δεν επικυρώση την ΠΝΠ, κάθε ισχύς της παύει. Η Βουλή πάντως έρχεται προ τετελεσμένων της εκτελεστικής λειτουργίας, η δε παύση της ισχύος σε περίπτωση μη κύρωσης δεν προσκτάται αναδρομική ενέργεια, πράγματα που σημαίνουν ότι όντως υποβαθμίζεται η νομοθετική αρμοδιότητα της Βουλής. Γιαυτό ακριβώς πρόκειται για εξαιρετική διαδικασία, που και στην πράξη μόνο κατ’ εξαίρεσιν εφαρμόζεται.
Μήπως αυτό δεν έχει ξαναγίνει ποτέ;
Όχι. ΠΝΠ εκδίδονται σχεδόν σε κάθε βουλευτική σύνοδο, όχι πολλές, πάντως εκδίδονται και κυρώνονται. Μια από τις πιο πρόσφατες ας πούμε κυρώθηκε με τον Ν. 3995/2011 και αφορούσε την διενέργεια της απογραφής, γεγονός πραγματικά εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης, πού να το ξέρανε ότι κάθε δέκα χρόνια έπρεπε να διεξάγεται απογραφή!
Μήπως κάποιος πρέπει να ελέγχη την προϋπόθεση της “εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης”;
Όχι. Ή μάλλον ναι, και την ελέγχει ήδη: πρόκειται φυσικά για την Βουλή. Τώρα, ο έλεγχος αυτός δεν είναι και πολύ σοβαρός εδώ που τα λέμε, μάλλον προς το χαλαρό φέρνει, αλλά αυτό είναι ζήτημα βουλευτικής ευσυνειδησίας. Ούτε μπορεί εύκολα να υποστηριχθή ότι ο έλεγχος αυτός θα έπρεπε να ανατεθή μετά από συνταγματική αναθέωρηση σε ένα δικαστήριο. Γιατί τι θα συνέβαινε σε περίπτωση που η Κυβέρνηση εκδίδει ΠΝΠ, η Βουλή την κυρώνει, αλλά το δικαστήριο αντιλέγει; Συνταγματική κρίση θα συνέβαινε, χωρίς πραγματικό λόγο και αιτία.
Μήπως στην προκειμένη περίπτωση δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές;
Ντοχ. Απέδειξα ότι η κοινοβουλευτική πρακτική κυρώνει, καλώς ή κακώς, ΠΝΠ με πολύ πιο ανειμένη σχέση με τις έννοιες του επείγοντος και της εξαιρετικής ανάγκης. Στην περίπτωση που αντιμετωπίζουμε όμως υπάρχουν σαφείς προθεσμίες και ένας ακόμη απειλητικώτερος χρονικός ορίζοντας. Υπάρχει λοιπόν θέμα επείγοντος.
Η επαπειλούμενη συζητούμενη ΠΝΠ μπορεί να παρουσιάζη άλλα προβλήματα, πολιτικά ή συνταγματικά επί της ουσίας των προτεινομένων ρυθμίσεων.
Η ένσταση όμως επί της διαδικασίας οφείλει να απορριφθή.
Διορθώστε με αν κάνω λάθος, αλλά η πείρα του τελευταίου έτους, που διδάσκει ότι δεν ισχύει πλέον ότι “μόνο κατ’ εξαίρεσιν εφαρμόζεται” η διαδικασία των ΠΝΠ, δεν καθιστά απαραίτητη την αναθεώρηση της σχετικής συνταγματικής διάταξης, προς την κατεύθυνση της διευκρίνισης των όρων άσκησης αυτής της αρμοδιότητας από την κυβέρνηση με σκοπό των περιορισμό της στις περιπτώσεις που όντως εννοούνται στο σύνταγμα;
Διαπιστώνω μια ανησυχητική αναλογία με την περίοδο του Μεσοπολέμου.
Τον Μεσοόλεμο υπήρχε άραγε αγωνία για το αν θα επικυρωθούν από την Βουλή εξ ποστ τα όποια νομοθετικά διατάγματα της Κυβέρνησης; Ή μήπως ήταν εκ των προτέρων γνωστό και βέβαιο αυτό; Όπως και σε μας από την Μεταπολίτευση μέχρι τώρα;
Το έχω ξαναγράψει και το επαναλαμβάνω: για πρώτη φορά στην κοινοβουλευτική μας ιστορία μετά την έξωση του Όθωνα η Βουλή έχει τόση πραγματική πολιτική εξουσία, ώστε καμιά κυβέρνηση να μην μπορή να είναι βέβαιη. Στην ισορροπία των θεσμών το ειδικό βάρος της Βουλής έχει αυξηθή και όχι το αντίθετο.
Τώρα, σχετικά με τις ΠΝΠ, απλώς πρέπει κάποιος να στρωθή να το ψάξη το θέμα. Με ΠΝΠ περνούν και ρυθμίσεις εντελώς αχρωμάτιστες πολιτικά. Πρέπει να συγκρίνουμε χρονιές και ποσοστά επί των τυπικών νόμων για να βγάλουμε συμπεράσματα.
Κατἀρχάς, ζητώ συγγνώμη για τα τραγικά ορθογραφικά.
Η αναλογία που διακρίνω με την περίοδο της Β’Ελληνικής Δημοκρατίας δεν έγκειται στην ανυπαρξία κόμματος που διαθέτει την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αλλά στην εντεινόμενη τάση διαδοχικών κυβερνήσεων να νομοθετούν υποβαθμίζοντας το κοινοβούλιο, δίχως να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζει το σύνταγμα.
Δε νομίζω πως η αύξηση της πιθανότητας καταψήφισης μιας κυβερνητικής πράξης, όταν έλθει για ψήφιση στη Βουλή, που προκύπτει από τη σύνθεση της Βουλής απαλύνει καθόλου το καθαυτό θεσμικό πρόβλημα. Μου φαίνεται ότι ισχύει το αντίθετο, καθιστά, δηλαδή, περισσότερο εμφανές πόσο προβληματική από άποψη δημοκρατικής νομιμοποίησης είναι η ύπαρξη της δυνατότητας κυβερνητικής νομοθεσίας δίχως αυστηρή εξειδίκευση των όρων άσκησής της, καθώς μία κομματική μερίδα του υπουργικού συμβουλίου έχει τη δυνατότητα να δημιουργεί τετελεσμένα γεγονότα.
Και βασικά η πιο καλή αναλογία με την μεταπολεμική περίοδο θα ήταν, όταν επί ΕΡΕ η Βουλή διαλυόταν τον Μάιο και συνερχόταν τον Οκτώβριο, ενώ καθ’ όλο το ενδιάμεσο διάστημα η Κυβέρνηση νομοθετούσε με νομοθετικά διατάγματα. Τα σοβαρά ζητήματα περνούσαν έτσι, απούσης της Βουλής (προβλεπόταν μόνο μια κοινοβουλευτική επιτροπή στο Σύνταγμα του 52 νομίζω).
Στην προτελευταία ερώτηση κάπως διαφορετική απάντηση, ότι, δηλαδή, πέραν της καταψήφισης στη Βουλή, ο ΠτΔ μπορεί να αρνηθεί να υπογράψει μια ΠΝΠ, αν κρίνει ότι δε συντρέχουν οι όροι έκδοσής της, δίνει ο εχμ αμφιβόλου αξιοπιστίας Κατρούγκαλος/a> –στο σεκόντο ο ΑΑ.