Δημοσιεύω σήμερα εδώ την επιστολή-απάντηση που απέστειλα στο “ΒΗΜΑ”, με αφορμή το εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο του Αριστείδη Χατζή με τίτλο “Το πατερναλιστικό ένστικτο“, που δημοσιεύθηκε στο ίδιο έντυπο. Προφανώς, αυτό συμβαίνει διότι η καλή εφημερίδα δεν απάντησε στην ηλεκτρονική μου επιστολή, ούτε καν για να επιβεβαιώσει την παραλαβή του κειμένου μου, παρά το ρητό σχετικό μου αίτημα. Ο διάλογος, όμως, αυτός πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να γίνει και γι’ αυτό εκμεταλλεύομαι το πάντα φιλόξενο Συνιστολόγιο της αΜ, το οποίο και ευχαριστώ. Ευχαριστώ, επίσης, τον κ. Χατζή για την ευγενική ανταπόκρισή του στην πρωτοβουλία μου και δεσμεύομαι να δημοσιεύσω, με την άδειά του φυσικά, τυχόν σχόλια που θα μου αποστείλει.
Το αντιπατερναλιστικό ένστικτο
Την 17.4.2011 δημοσιεύθηκε στο «ΒΗΜΑ» άρθρο του κ. Αριστείδη Χατζή με τίτλο «Το πατερναλιστικό ένστικτο», το οποίο πραγματευόταν, με αφορμή τους πρόσφατους πολιτικούς διαξιφισμούς για το θέμα των ηλεκτρονικών τυχερών παιχνιδιών, το ακανθώδες ζήτημα του (νομικού) πατερναλισμού. Διάβασα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την εν λόγω τοποθέτηση η οποία μοιάζει να τροφοδοτήθηκε από την υποψία του συγγραφέα ότι η ελληνική κοινωνία διακατέχεται από μία άκριτη ανοχή απέναντι στον κρατικό πατερναλισμό. Ενώ δεν έχω λόγους να αμφιβάλλω για το ακριβές αυτής της συγκεκριμένης παρατήρησης, αισθάνομαι την ανάγκη να υποβάλω ορισμένες ενστάσεις σχετικά με ορισμένα σημεία του άρθρου. Πρώτα, όμως, οφείλουμε να θυμηθούμε τους ορισμούς των εννοιών που απασχόλησαν τον συγγραφέα. Πατερναλισμός, λοιπόν, είναι η επιβολή μίας συμπεριφοράς σε κάποιον παρά τη θέλησή του με το σκεπτικό ότι έτσι εξυπηρετούνται καλύτερα τα συμφέροντά του. Νομικός ηθικισμός, από την άλλη πλευρά, είναι η διά νόμου επιβολή συγκεκριμένων ηθικών αξιών (συνηθέστατα ευρύτατης κοινωνικής αποδοχής), ανεξαρτήτως της πλήρωσης άλλων κριτηρίων, όπως η βλαπτικότητα ή το άλλως άδικο της ρυθμιζόμενης συμπεριφοράς ή σχέσης. Πώς σχετίζονται αυτές οι έννοιες με τα ηλεκτρονικά τυχερά παιχνίδια;
Ι. Υποστηρίζει ο κ. Χατζής, στην εισαγωγή του άρθρου του ότι, στη χώρα μας, καθόσον αφορά τον πατερναλισμό, ακόμα και άνθρωποι που αυτοχαρακτηρίζονται φιλελεύθεροι είναι έτοιμοι να προσθέσουν ένα «αλλά». Η παρατήρηση αυτή μοιάζει να υπονοεί ότι οι φιλελεύθεροι (πρέπει να;) είναι αντιπατερναλιστές «χωρίς αλλά». Υπό αυτή την έννοια, ο αρθρογράφος λαμβάνει ως δεδομένη μία θέση τουλάχιστον αμφιλεγόμενη. Οι περισσότεροι φιλελεύθεροι, συμπεριλαμβανομένου του Mill, ο οποίος αναφέρεται στο κείμενο με επιδοκιμασία, συμπεριέλαβαν στη θεωρία τους μία σειρά από «αλλά». Το πλέον τρανταχτό είναι η λεγόμενη «αρχή της προσβολής» η οποία βρίσκεται διάσπαρτη σε πολλά σημεία του On Liberty, όπου γίνεται λόγος, μεταξύ άλλων, για «προσβολές της ευπρέπειας» (η μετάφραση δική μου). Η αρχή αυτή ρητώς απορρίπτεται στην συνέχεια του άρθρου του κ. Χατζή, παρά την, κατά τ’ άλλα, ανεπιφύλακτα μιλλιανή φύση της τοποθέτησής του. Υπάρχουν, όμως, κι άλλα «αλλά» στη φιλελεύθερη θεωρία. Κάποια επιβλήθηκαν από ακλόνητα ηθικά αντεπιχειρήματα, ενώ κάποια άλλα επελέγησαν «οικειοθελώς», σε μία προσπάθεια εκλέπτυνσης της αρχής της βλάβης, η οποία, αν μη τι άλλο, δεν είναι, κατά την κλασική έκφραση του H.L.A Hart, ρεαλιστική ως ανεξαίρετος κανόνας πολιτικής ηθικής. Σε κάθε περίπτωση, ο Mill δε διαφωνεί με τους έλληνες «πατερναλιστές» αλλά μάλλον επαυξάνει: λέει για τις χαρτοπαικτικές λέσχες ότι δικαίως θα τις απαγόρευε το κράτος, γιατί το γεγονός ότι οι άνθρωποι δικαιούνται να παίζουν τυχερά παιχνίδια στα σπίτια τους δεν συνεπάγεται ότι τρίτοι έχουν αξίωση στην ελευθερία να τους παρασύρουν σε αυτή την συνήθεια για δικούς τους ιδιοτελείς σκοπούς.
ΙΙ. Ο Mill δικαιώνει τον Hart όταν υποστηρίζει ότι οι πολίτες γνωρίζουν το καλό τους καλύτερα από το κράτος και, συνεπώς, κάθε πατερναλιστική προσπάθεια είναι καταδικασμένη να κάνει περισσότερο κακό παρά καλό. Ο κ. Χατζής είναι ακόμα πιο επικριτικός: κάθε τέτοια παρέμβαση, μας λέει, «αποτυγχάνει παταγωδώς». Η θέση αυτή είναι διαισθητικά ελκυστική, αλλά απομένει γυμνή όταν απαλλαγούμε από φορτισμένες έννοιες όπως «κράτος-πατερούλης», «πολίτες που αντιμετωπίζονται σαν μικρά παιδιά» κοκ. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι πολλές φορές οι άνθρωποι αδυνατούν να πράξουν σύμφωνα με το συμφέρον τους, έστω κι αν ορίσουμε αυτό το συμφέρον αποκλειστικά με υποκειμενικά κριτήρια. Πόσες φορές παραλείπουμε να επισκεφθούμε προληπτικά τον οδοντίατρο παρότι γνωρίζουμε ότι ένα χαλασμένο δόντι θα μας προκαλέσει περισσότερο πόνο και δυσαρέσκεια; Όσο για την αποτελεσματικότητα των πατερναλιστικών ρυθμίσεων, ο αρθρογράφος στηρίζεται περισσότερο απ’ όσο του επιτρέπουν οι έννοιες στην σχέση του νομικού πατερναλισμού με τον νομικό ηθικισμό. Ο δεύτερος είναι, ίσως, μάταιος: οι άνθρωποι δεν γίνονται ηθικοί (ίσως δεν μπορούν καν να πράξουν ηθικά!) με το ζόρι, με την εξωτερική, δηλαδή, συμμόρφωση προς τα κελεύσματα του νόμου. Ο πατερναλισμός, όμως, συχνότατα περιορίζεται στην αποτροπή σωματικών βλαβών και δεν προϋποθέτει ή συνεπάγεται καμία «ηθική καταδίκη», όπως υποστηρίζει ο κ. Χατζής. Οι νόμοι που επιβάλλουν τη χρήση ζώνης ασφαλείας ή προστατευτικού κράνους είναι πατερναλιστικοί. Το ίδιο και εκείνοι που επιβάλλουν κανόνες ασφαλείας σε διάφορες κινδυνώδεις δραστηριότητες, ακόμα κι αν ο συμμετέχων δεν επιθυμεί να τους ακολουθήσει. Η αποτελεσματικότητα αυτών των πατερναλιστικών παρεμβάσεων δεν αμφισβητείται και στους νόμους αυτούς ελάχιστοι δυτικοί πολίτες ενίστανται. Υπό αυτή την έννοια, δεν έχουμε να κάνουμε, τουλάχιστον καθόσον αφορά αυτή την μορφή πατερναλισμού, με ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ελληνικής κοινωνίας: σε αυτό το θέμα, ανήκουμε εις την Δύσιν.
ΙΙΙ. Τόσο στο ζήτημα των ηλεκτρονικών τυχερών παιχνιδιών όσο και σε κάθε άλλη παρεμφερή κρατική παρέμβαση, οφείλουμε να αναρωτηθούμε τι διακυβεύεται από την απαγόρευση. Ορθά, κατά τη γνώμη μου, ο κ. καθηγητής αναφέρεται στον νομικό ηθικισμό ως προϊόν της «συμβατικής κοινωνικής ηθικής». Ειδάλλως, θα ήταν ανυπεράσπιστος απέναντι στην ένσταση ότι και η αρχή της βλάβης, που εκείνος προσυπογράφει, είναι ηθικής προέλευσης. Το πρόβλημα, λοιπόν, προκύπτει όχι όταν απαγορεύεται ή τιμωρείται η ανηθικότητα, αλλά όταν κριτήριο για κάτι τέτοιο είναι αποκλειστικά η γνώμη της πλειονότητας. Αυτή είναι μία συνεπής μιλλιανή θέση, αλλά η προστασία της διαφορετικότητας ή της ελευθερίας per se δεν μπορεί να είναι το διακύβευμα που αναζητούμε: προφανώς, η διαφορετικότητα του παιδόφιλου ή η ελευθερία του βιαστή δεν έχουν καμία απολύτως αξίωση προστασίας. Χρειαζόμαστε, λοιπόν, μία περισσότερο ουσιαστική έννοια.
Η έννοια αυτή είναι, όπως μας υπενθυμίζει ο κ. Χατζής προς το τέλος του κειμένου του, αυτή της προσωπικής αυτονομίας, της δυνατότητας (ή του δικαιώματος, κατ’ άλλους) να ορίζει κανείς τη ζωή του όπως επιθυμεί. Αντί πολλών, αρκεί να επισημανθεί εδώ το προφανές: δεν στερούμαστε αυτής τη δυνατότητας επειδή δεν υπάρχει ένας συγκεκριμένος τύπος τυχερού παιχνιδιού στα καταστήματα! Ούτε, για να θυμηθούμε την παραδοσιακή φιλελεύθερη θέση υπέρ της αρνητικής ελευθερίας, στερούμαστε, με εξαναγκαστικά μέσα, μίας επιλογής που ήδη έχουμε. Εκείνος που πράγματι εξαναγκάζεται είναι ο επιχειρηματίας που στερείται της ελευθερίας να «κάνει ό,τι θέλει» στην επιχείρησή του. Αυτή η ελευθερία, όμως, παγίως (και ήδη, όπως είδαμε, και από τον Mill), γίνεται δεκτό ότι είναι θεμιτό να περιορίζεται, όταν η δραστηριότητα υπό εξέταση το απαιτεί. Ο επιχειρηματίας που επιθυμεί να εγκαταστήσει ηλεκτρονικά τυχερά παιχνίδια μπορεί, φυσικά, να αντιτείνει ότι η δική του δραστηριότητα δεν δικαιολογεί παρόμοιους περιορισμούς. Αλλά δεν μπορεί να επικαλεστεί ούτε τον Mill, ούτε τον αντιπατερναλισμό της φιλελεύθερης παράδοσης.
Τελικά, το ζήτημα φαίνεται πως δεν ταιριάζει να εξεταστεί στο πλαίσιο του νομικού πατερναλισμού ή του νομικού ηθικισμού. Οι αντιτιθέμενοι στην εγκατάσταση ηλεκτρονικών τυχερών παιχνιδιών μάλλον εμφορούνται από περφεξιονιστικές ανησυχίες: θεωρούν ότι ο τζόγος είναι μία κακή συνήθεια που συμβάλλει σε έναν κακό τρόπο ζωής και που δεν αξίζει προστασίας, πολλώ δε μάλλον ενθάρρυνσης από την πολιτεία, καθώς και ότι η αποκόμιση οικονομικού οφέλους δεν αποτελεί καλό λόγο για την παράκαμψη των περφεξιονιστικών υποχρεώσεών της. Όσοι δεν προσυπογράφουν κάποια ακραία μορφή ηθικού σχετικισμού οφείλουν να συμφωνήσουν μαζί τους, αλλά και να τους θέσουν προ των πολιτικοφιλοσοφικών ευθυνών τους: τι πρέπει να πράξουμε με τα τόσα είδη κρατικού τζόγου που ανθούν;
Κωνσταντίνος Ι. Καλλίρης
Προφανώς ακόμα και ο Mill είναι ένας από αυτούς που χαρακτηρίζονται φιλελεύθεροι και προσθέτουν “αλλά”. Δεν βλέπω το νόημα της παρατήρησης. Κάποιοι φιλελεύθεροι τα προσθέτουν και κάποιοι άλλοι δεν τα προσθέτουν. Ο Χατζής απλά παρατηρεί ότι πρόκειται περί άλλων, ξένων προς τον φιλελευθερισμό του κάθε στοχαστή, σκέψεων. Δεν βλέπω γιατί το αράδιασμα αποσπασπάτων ενός φιλόσοφου φιλελεύθερου μεν αλλά και ωφελιμιστή δε αποτελεί ένσταση σε αυτό που λέει ο Χατζής.
Σχετικά με την υποχρέωση ζώνης, κράνους κ.λπ. λες
το οποίο είναι λανθασμένο κατά την γνώμη μου. Και μεγάλη μερίδα των πολιτών ενίστανται (δια της μη-συμμόρφωσης) και η αποτελεσματικότητα τους αμφιβητείται.
Τέλος όσον αφορά τον περιορισμό των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, η φιλελεύθερη απάντηση είναι να επιδείξει κανείς πρώτα πως αυτή η επιχειρηματική δραστηριότητα προκαλεί βλάβη στην οποία δεν έχει υποβληθεί οικειοθελώς ο πελάτης. Οι χαρτοπαικτικές λέσχες δεν σέρνουν κανέναν με το ζόρι εκεί, άρα πόθεν η βλάβη; Το βάρος της απόδειξης πέφτει σε αυτόν που ισχυρίζεται το αντίθετο, π.χ. ότι οι λέσχες ‘παρασύρουν’ τους πελάτες τους.
“Αράδιασμα αποσπασμάτων”; Δεν καταλαβαίνω που το βλέπεις και ξεκινάμε με uncharitable ανάγνωση του κειμένου – πάντα κακό σημάδι αυτό. Η αναφορά στον Μιλλ γίνεται από τον συγγραφέα που μας καλεί να ακολουθήσουμε την αρχή του. Εγώ λέω ότι ο Μιλλ δε θα έλεγε αυτό εν προκειμένω, καθώς και ότι, αν ισχύει το σχήμα “φιλελεύθερος = αντι-πατερναλισμός χωρίς αλλά” τότε ούτε ο Μιλλ είναι φιλελεύθερος. Όπερ άτοπον.
Τώρα, το αν φορούν ή όχι ζώνες οι δυτικοί είναι προφανές, ενώ η αποτελεσματικότητα της ρύθμισης δεν “αμφισβητείται” επειδή κάποιος την αμφισβητεί (αλήθεια, τι είναι αυτό το πράγμα στο οποίο παραπέμπεις; Αμφισβητεί όντως την αποτελεσματικότητα της ζώνης;). Επίσης, δεν με νοιάζει ποια είναι η “φιλελεύθερη” απάντηση, αλλά ποια είναι η σωστή. Και ο σκοπός της απάντησής μου ήταν να δείξω ότι ο Χατζής πάει από λάθος δρόμο, όχι ότι απαραιτήτως σφάλλει στο συμπέρασμά του.
Τέλος, να πω κάτι to avoid disappointment: εγώ, λόγω έλλειψης χρόνου, θα απαντώ μόνο σε ενστάσεις που αφορούν το κείμενο. Την αρχή της βλάβης, το πνεύμα του φιλελευθερισμού, το ποια φράξια έχει το κληρονομικό χάρισμα κοκ, ευχαρίστως να τα συζητήσουμε κάποια άλλη φορά. Προσοχή στο πρώτο πληθυντικό: δεν υποδεικνύω τι να συζητήσετε εσείς, απλώς εξηγώ τους όρους της δικής μου συμμετοχής, προκειμένου να μην παρεξηγηθεί κάποιος σχολιαστής.
Δεν είπα ότι φιλελεύθερος είναι μόνο ο “χωρίς αλλά”. Αλλά είναι δικαίωμα του Χατζή να ισχυριστεί ότι τα “αλλά”, εφόσον δεν δικαιολογούνται επαρκώς, αποτελούν αδυναμία. Ο Mill, ως εξέχων φιλελεύθερος όμως δεν αποτελεί και αυτομάτως αυθεντία για το ποια “αλλά” είναι δικαιολογημένα (χώρια που αυτά μπορεί να αλλάζουν με τους καιρούς).
Όσον αφορά τις ζώνες, ναι, αμφισβητείται η αποτελεσματικότητα τους ως συνάρτηση του κόστους-οφέλους αυτής της ρύθμισης. Δεν είναι κάτι εξαιρετικό. Ας μην αμφιβάλλουμε μόνο υπέρ της ρύθμισης ε;
Ναι, βρε Κων/νε, αλλά η σειρά του επιχειρήματος είναι: οι έλληνες φιλελεύθεροι βάζουν αλλά στον αντιπατερναλισμό τους-αλλά δε θα πρέπει-να, το λέει και ο Μιλλ με την αρχή της βλάβης. Ε, δεν το λέει ο Μιλλ, αυτό επισημαίνω εγώ. Αν πάμε από άλλο δρόμο, το συζητάμε σε άλλη βάση. Και ναι, να αμφιβάλλουμε γενικώς αλλά και λογικώς.
Δεν είναι αυτή η σειρά κανενός επιχειρήματος που έχω ακούσει ή διαβάσει τον Χατζή να χρησιμοποιεί. Στο κείμενο δανείζεται τα λόγια του Mill για να περιγράψει την αρχή της βλάβης, δεν τον χρησιμοποιεί σαν αυθεντία ούτε και ως επιχείρημα-πρόσωπο βάση του οποίου θα έπρεπε να δεχτεί κανείς την αρχή της βλάβης.
Ο Χατζής, αφού διαπιστώνει το αντι-πατερναλιστικό ένστικτο των Ελλήνων (τα “αλλά”), εξηγεί ότι ο πατερναλισμός δεν είναι ποτέ καλός λόγος για νομοθετικές παρεμβάσεις, σύμφωνα με την αρχή της βλάβης με την οποία ο Μιλλ θέτει τα όρια του νόμου προς όφελος της ελευθερίας. Αν αυτό δεν το διαβάζεις στο άρθρο, δεν θα προσπαθήσω να σε πείσω – δεν έχω ούτε χρόνο ούτε διάθεση να ματαιοπονώ. Θα πω μόνο, ως γενικό σχόλιο, που δεν απευθύνεται ειδικά σε εσένα, ότι η επιστράτευση του Μιλλ είναι απολύτως λογική: είναι ο paradigm φιλελεύθερος, το φιλελέυθερο πνεύμα του δεν αμφισβητείται και τον ξέρουμε όλοι (μάλλον και οι αναγνώστες του Βήματος). Αυτή η allegiance είναι πολύτιμη, χωρίς να συνιστά argument from authority. Εγώ απλώς θύμισα ότι το On Liberty έχει και παρακάτω, όπου ο Μιλλ εφαρμόζει και ξεχορταριάζει την αρχή του και εκεί μας λέει σαφώς τι αυτή προστάζει στην προκειμένη περίπτωση (του τζόγου). Άρα, η αρχή του Μιλλ, references and all, δεν μας κάνει. Κάποια αλλη παραλλαγή/ερμηνεία της ίσως. Αλλά αυτό πρέπει να διευκρινισθεί.
Γενικά, η απάντησή μου είχε 2-3 φιλοσοφικά/μεθοδολογικά hints που απευθύνονταν στον Χατζή και, κατά τα λοιπά, ήταν ένα εν ευρεία εννοία πολιτικό σχόλιο που απευθυνόταν στους αναγνώστες. Τα hints ήταν αυτό για την μιλλιανή εκδοχή της αρχής της βλάβης, το άλλο για τον ορισμό και τη φύση του πατερναλισμού και ένα τρίτο που βρίσκεται στο τέλος και αφορά τον ηθικό σχετικισμό. Αυτά δεν πολυαφορούν τον μέσο σκπετόμενο άνθρωπο, ούτε και μπορεί να τα αξιολογήσει στο μετρό ή στον πρωινό καφέ. Αυτό που τον αφορά είναι το ότι ούτε με πατερναλισμό έχουμε να κάνουμε εδώ, ούτε υπάρχει κάποια εγγενής ένταση ανάμεσα στον προοδευτισμό/φιλελευθερισμό και όλα τα είδη πατερναλισμού, ούτε είμαστε κάποια ιδιαίτερη περίπτωση λαού που προσυπογράφει παράλογα (“ενστικτώδη”) “αλλά”. Προσπάθησα να εξηγήσω διακριτικά (και διά τούτο ανεπιτυχώς) ότι τα hints απευθύνονταν στο φιλόσοφο του δικαίου και δεν έχω την πολυτέλεια να τα συζητήσω εδώ αναλυτικά. Ούτε προς τον Χατζή είναι δίκαιο: αν είχε γράψει ένα φιλοσοφικό άρθρο, θα του απαντούσα στον κατάλληλο τόπο και δε θα αναρτούσα, φυσικά, το κείμενό μου εδώ.
Προφανώς διαβάζουμε άλλο κείμενο. Τέλος πάντων, ας το αφήσουμε γιατί δεν με ενδιαφέρει εάν η αρχή της βλάβης είναι η “αρχή της βλάβης του Mill” ή η “αρχή της βλάβης του Κίτσου”. Η κτητική προσθήκη αυτή θα μπορούσε να είναι μια βολική συντομογραφία για τα “αλλά” που ο Mill ή ο Κίτσος μπορεί να έχουν επιλέξει να προσθέσουν κατά την έκθεση των απόψεων τους, τουλάχιστον αυτό φαίνεται να υποννοείς, αλλά δεδομένου ότι δεν βρίσκω κάτι τέτοιο απαραίτητο ούτε βρίσκω να χρησιμοποιεί κάποια τέτοια κτητική έκφραση ο Χατζής στο κείμενο του δεν θα με απασχολήσει περισσότερο το ζήτημα.
Ωραίο το κείμενο Κωνσταντίνε, ξεκινάει δε με ορισμούς! :)
Δεν αποτελεί ίσως έκπληξη ότι με βρίσκει σύμφωνο. Ωστόσο, για να κάνω λίγο το συνήγορο του ωξαποδώ, αυτό που περιορίζεται δεν είναι η ελευθερία του επιχειρηματία μόνο, περιορίζεται η ελευθερία δυο ιδιωτών (του επιχειρηματία και του πελάτη) να πραγματοποιήσουν εθελούσια μια συναλλαγή. Βέβαια, το ερώτημα είναι πόσο σημαντική είναι η ελευθερία της συναλλαγής για το φιλελευθερισμό. Πρόσεξε ότι στην περίπτωση της ζώνης δεν υπάρχει περιορισμός συναλλαγής, αλλά περιορισμός στον τρόπο χρήσης του προϊόντος, δεν είναι δηλαδή ακριβώς ίδιες περιπτώσεις.
Χαχα, εμ πώς, δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις;
Σωστά, αλλά είπα ήδη ότι η ελευθερία per se δεν είναι άξια προστασίας, κάτι που μοιάζει να διευκρινίζει (αναμενόμενα, όσο κι αν το άρθρο απευθύνεται στο ευρύ κοινό) και ο Χατζής στο τέλος του κειμένου του. Αν, λοιπόν, το διακύβευμα εντοπίζεται στο πεδίο της προσωπικής αυτονομίας, ο επιχειρηματίας έχει σαφώς ισχυρότερη αξίωση: “εγώ θέλω να ακολουθήσω το επάγγελμα του φρουτάκια”, μπορεί να πει και το επάγγελμα που διαλέγουμε παίζει μεγάλο ρόλο για την self-authorship του καθενός. Σε αυτό οφείλει να απαντήσει πειστικά ο νομοθέτης. Το αν θα παίζεις φρουτάκια στον καφενέ ή όχι, ελάχιστα ως καθόλου επιδρά στην self-authorship, που -ξέχασα να πω ότι- λένε στο χωριό μου.
Η διάκριση που πας να κάνεις μεταξύ ζώνης και φρουτακίων δεν ξέρω πόσο νερό μπορεί να κρατήσει τελικά, αλλά, ως anally γκρινιάρης λεπτολόγος, την επικροτώ και θα την σκεφτώ. Το πόσο νοιάζεται ο φιλελευθερισμός για την ελευθερία των συναλλαγών δεν με νοιάζει εν προκειμένω, ξαναλέω ότι θα μείνω στο κείμενο. Αν και το συγκεκριμένο δεν με νοιάζει και γενικώς, δηλαδή, δεν μου αρέσει η γλώσσα των “ελευθεριών”, των “δικαιωμάτων” κλπ, πιο πολύ μπερδεύει παρά βοηθάει.
“Το αν θα παίζεις φρουτάκια στον καφενέ ή όχι, ελάχιστα ως καθόλου επιδρά στην self-authorship, που -ξέχασα να πω ότι- λένε στο χωριό μου.”
Γιατί όχι? Μπορείς να παίξεις φρουτάκια σπίτι σου? Ομοίως, αν αντί για φρουτάκια το κείμενο ήταν για τον αγοραίο έρωτα θα άλλαζε κάτι? Πώς μπορεί να κρίνει κάποιος τρίτος το πόσο σημαντικό είναι για σένα να έχεις τη δυνατότητα τα κάνεις την αντίστοιχη πράξη?
Και καθόλου να μην παίξεις, δεν επιδρά. Ούτε aussie rules football μπορείς να παίξεις στην Ελλάδα. Δεν έχεις self-authorship; Τόσα σπορ υπάρχουν, όπως και τόσα ήδη τζόγου. Άσε που φρουτάκια παίζεις και στο διαδίκτυο και -νομίζω- και στο καζίνο. Και δεν είπα ότι μπορεί κάποιος τρίτος να κρίνει πόσο σημαντικό είναι για σένα να πράττεις έτσι ή αλλιώς. Και δε θα με παρασύρεις!
Βρε εγώ πάω να σε παρασύρω? Μακριά από μένα τέτοιες σκέψεις. Ηθελα απλώς να επισημάνω ότι κάποιες προτάσεις του κειμένου μου φαίνονται να μοιάζουν επικίνδυνα με ad hoc υποθέσεις. Βέβαια δάσκαλε (το λέω χιουμοριστικά), ίσως έπρεπε να παραθέσεις έναν τελευταίο ορισμό, αυτόν της αυτονομίας. Τότε ίσως να μην χρειαζόταν να σου κάνω αυτήν την ερώτηση. Από πλευράς αυτονομίας το να μην έχει κάποιος συγκεκριμένες επιλογές για λόγους πρακτικούς (διότι για παράδειγμα το aussie rules football δεν είναι δημοφιλές στην Ελλάδα και έτσι δεν βρίσκει άλλα παιδάκια να παίξει) είναι το ίδιο με το να γνωρίζει ότι υπάρχουν αυτές οι επιλογές αλλά να του τις στερεί το κράτος (π.χ. να του απαγορεύει να παίξει με άλλα πρόθυμα παιδάκια aussie rules football)? Ίσως είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας αλλά η δεύτερη περίπτωσή θα επηρέαζε πολύ περισσότερο τον ψυχισμό μου από την πρώτη (αν αυτό έχει σχέση με την αυτονομία μου θα περιμένω τον ορισμό για να το μάθω).
Γράψε λάθος, εννοούσα ότι θα ήθελα έναν πιο συγκεκριμένο ορισμό της αυτονομίας από τον ορισμό της ως “δυνατότητας (ή του δικαιώματος, κατ’ άλλους) να ορίζει κανείς τη ζωή του όπως επιθυμεί.” Με παραδείγματα αν γίνεται. Διότι με βάση τον παραπάνω ορισμό δεν ειμαι σίγουρος ότι η αυτονομία κάποιου δεν παραβιάζεται όταν του στερείται η δυνατότητα να παίξει φρουτάκια. Ίσως και όχι, αλλά ποια είναι τα κριτήρια?
Το ‘γραψα. Υπάρχουν πολλές αντιλήψεις περί προσωπικής αυτονομίας, αν διαβάσεις το πρώτο κεφάλαιο (μικρό είναι, μην τρομάζεις) τούτου δω θα πάρεις μία ιδέα. Εγώ, προσωπικά που λένε, δίνω βάρος στην αυτόνομη ζώη περισσότερο παρά στον αυτόνομο άνθρωπο – η διάκριση είναι σχετικά λεπτή, αλλά έχει σημασία (όχι για αυτή την κουβέντα, βέβαια, αυτά είναι του “συναφιού”). Αλλά, σου είπα, με παρασύρεις: δε θέλω να πάμε σε τέτοια, προτιμώ να μείνουμε αυστηρά στο κείμενο.
Κωσταντινε
ωραιο και πυκνο το κειμενο αλλα στο ψητο δεν νομιζω οτι στοιχειοθετησες ικανοποιητικα δυο ισχυρισμους σου (αν καταλαβα δηλαδη καλα οτι ισχυριζεσαι κατι τετοιο)
α) στην Δυση μπορει να επιτυγχανουν καποια πατερναλιστικα μετρα, στην Ελλαδα ομως, απο τα παραδειγματα που μουρχονται στο μυαλο, σπανιως επιτυγχανουν. Εδω δεν επιτυγχανουν μετρα που ειναι για αποτροπη ετεροβλαβης, ποσο μαλλον αυτοβλαβης (που ειναι δυσκολοτερο να πεισεις αστυνομικο να κοψει σχετικα προστιμα κτλ). Αρα σε αυτο εχει δικιο ο ΑΧ.
β) ποιος μας λεει οτι πραγματικα ο τοζογς ειναι μερος μιας κακης ζωης? δεν μπορεις να τζογαρεις μετρημενα, κατι που θα κανει καλο γενικα στην ζωη σου γιατι ξερω γω εξασκειται η καρδια σου? αποκλειεται να βρουμε οτι 5 λεπτα τζογου την ημερα ειναι ισοδυναμα με ενα ποτηρι κοκκινο κρασι, μειωνουν τις πιθανοτητες καρδιακου επεισοδιου?
για κατσε, δεν στερουμαι της δυνατοτητας να παιξω λιγο στο μηχανημα μετα το μεσημεριανο μου? Ειναι ισοδυναμο να με βαζουν να τρεχω σε ενα καζινο?
Δεν ξερω πως χρησιμοποιουνται αυτα τα χαζομηχανηματα στην Ελλαδα, στην Γερμανια παντως υπαρχουν ακομα και στο σουβλατζιδικο της γειτονιας. Δεν ειναι τοσο τζογος, οσο ενα μικρο διαλειμμα, ή ενα πασσα-τεμπο (το δοκιμασα και γω μια φορα περιμενοντας για ενα πιτογυρο και το βρηκα πολυ βαρετο, τεσπα).
α) Ο Χατζής δεν είναι συγκοινωνιολόγος, ούτε (γράφει εδώ ως) οικονομολόγος. Είναι φιλόσοφος του δικαίου και έτσι προσεγγίζει το ζήτημα που τον απασχολεί. Όταν, λοιπόν, λέει ότι ο πατερναλισμός δεν φέρνει ποτέ αποτελέσματα, μιλάει, αν καταλαβαίνω καλά, κανονιστικά, κάνει λόγο για κάτι εντός του πατερναλισμού που δεν τον αφήνει να δουλέψει. Δεν αναφέρεται ούτε σε συγκεκριμένες κοινωνίες, ούτε σε συγκεκριμένες νοοτροπίες: με τον πατερναλισμό χάνουμε σε αυτονομία, λέει, και δεν πετυχαίνουμε και τίποτα. Ε, δεν συμφωνώ: όποιος φοράει ζώνη μειώνει τις πιθανότητες τραυματισμού ή θανάτου του. Και είναι και μέτρο που εφαρμόζεται σχετικά εύκολα, αν και η αυστηρή εφαρμογή δεν είναι το μόνο ζητούμενο, ο νόμος έχει και “επικοινωνιακές” λειτουργίες. Τώρα, αν θα τη φοράει τελικά ή όχι, δεν αφορά αυτή την κουβέντα. Στο κάτω-κάτω, αν δεν τη φοράει και δεν τιμωρείται γι’ αυτό, δεν χάνουμε και τίποτα. Τίθεται ζήτημα ορισμών, βέβαια, είναι σαφές. Φυσικά, είναι λίγο άδικο να ψάχνουμε να τα βρούμε όλα αυτά σε μία σύντομη παρέμβαση στον ημερήσιο τύπο, αλλά καλό είναι να συζητούμε όσο μπορούμε για αυτά τα θέματα – ο,τι καταφέρνουμε όφελος είναι.
β)Εγώ λαμβάνω ως δεδομένο κάτι που, γενικώς, δεν αμφισβητείται: ότι ο τζόγος είναι κακό πράγμα, αν μη τι άλλο ως επιδίωξη εύκολου και ηθικά αδικαιολόγητου πλουτισμού. Αν δεν είναι, ΟΚ, κανένα πρόβλημα. Αλλά αυτά είναι ζητήματα που τα σκέφτεται κανείς χρόνια σε βιβλιοθήκες, δεν λύνονται στο ιντερνετ. Κάποια πράγματα πρέπει να τα λαμβάνουμε ως δεδομένα για να πάμε παρακάτω. Σε ένα κείμενο 1000 λέξεων αυτό είναι ακόμα πιο απαραίτητο.
Εγώ δεν μίλησα για αυτή τη δυνατότητα, η οποία δεν μπορεί να στοιχειοθετεί καμμία απολύτως αξίωση: δηλαδή, αν δεν ήθελε ο καφετζής της γειτονιάς μου να βάλει φρουτάκια, θα του έλεγα ότι κάνει κάτι κατ’ αρχήν (άσε αν τελικά καλύπτεται από το δικαίωμά του να κάνει ό,τι θέλει στο μαγαζί του) άδικο, στερώντας μου εύκολη πρόσβαση στα φρουτάκια; Είπαμε, και κρίκετ θέλω να παίξω αλλά δε βρίσκω γήπεδο, τι να κάνουμε τώρα; Να πάω στον ΓΑΠ και να τον κατηγορήσω ότι θίγει την self-authorship μου;
δεδομένο είναι ότι ο εθισμός στον τζόγο είναι κακό πράγμα, όχι ο ίδιος ο τζόγος.
Και ιδίως για τα φρουτάκια, σιγά τον εθισμό, οι περισσότεροι που τα παίζουν περισσότερο βαριεστημένοι είναι παρά εθισμένοι.
Το αλκοόλ π.χ. προκαλεί σαφώς μεγαλύτερο και πιο επικίνδυνο εθισμό, είναι δε πολύ πιο διαδεδομένο από τα φρουτάκια, και κανένας δεν ζητά την απαγόρευση του.
Ο τζόγος έχει αρνητικό ηθικό πρόσημο, εν μέρει για το λόγο που προανέφερα και εν μέρει λόγω της κατά βάση αρνητικής συνεισφοράς του στην καλή ζωή. Είπα και παραπάνω, ότι δεν είναι δυνατόν να κάνουμε ηθική φιλοσοφία εδώ πέρα. Αλλά και να κάναμε δε θα ασχολούμασταν σοβαρά με τη θέση “είτε παίζεις φρουτάκια είτε μαθαίνεις αγγλικά στον ελεύθερο χρόνο σου, το ίδιο είναι”.
Let’s turn the tables then. Αυτό δεν μας λέει κάτι επί της αρχής, παρά μόνο σε επίπεδο realpolitik.
Ας πούμε ότι μου αρέσει το κρίκετ, το βλέπω συνεχώς στην τηλεόραση και λέω “αχ τι καλά θα ήταν να έβρισκα κάποιους για να παίξω, κρίμα να μην αρέσει και σε άλλους!” Κάποια μέρα γνωρίζω το Σαάντ τον Πακιστανό που με πληροφορεί ότι με άλλους φίλους μαζεύονται κάπου και παίζουν κάθε Κυριακή. “Αχ τι ωραία” σκέφτομαι, και ετοιμάζομαι να παίξω και εγώ μαζί τους. Το Σάββατο λαμβάνω ένα τηλεφώνημα, ότι δεν θα παίζουν κρίκετ από εδώ και πέρα διότι το κράτος αποφάσισε ότι είναι επικίνδυνο (και αν σε χτυπήσει το μπαλάκι?) Από τότε κάθε φορά που βλέπω κρίκετ αντί να χαίρομαι για το παιχνίδι αισθάνομαι οργή και θλίψη διότι κάποιος τρίτος με εμποδίζει να παίξω ενώ χωρίς την ενεργή παρέμβασή του θα είχα αυτή τη δυνατότητα. Δεν επιδρά αυτό στην αυτονομία μου? Δεν επηρεάζει τον ψυχισμό μου? Είναι ίδια περίπτωση με εκείνη που αντικειμενικές δυσκολίες με εμποδίζουν να παίξω?
Θα μου πεις ότι προσπαθώ να σε παρασύρω, αλλά με προκαλείς με τις αναλογίες που κάνεις!
Δικαίως διερωτάσαι. Βλέπω δύο βασικά ερωτήματα. Στο πρώτο, η απάντηση είναι ότι σαφώς και η tout court απαγόρευση του κρίκετ, η αφαίρεση μία επιλογής, θίγει κατ΄ αρχήν την προσωπική αυτονομία όσων θέλουν πραγματικά να παίζουν κρίκετ. Αλλά δεν είναι το ίδιο με την απαγόρευση των φρουτακίων (ξέρω ότι δεν είναι δόκιμη αυτή η γενική, αλλά μου αρέσει): ακόμα κι αν δεν μπορείς να παίξεις στο καφενείο της γειτονιάς, θα μπορείς να παίξεις αλλού – η επιλογή θα εξακολουθεί να υφίσταται. Στο δεύτερο, όχι, δεν είναι το ίδιο με τις αντικειμενικές δυσκολίες: η αφαίρεση της επιλογής από το κράτος έχει άλλο ηθικό πρόσημο από πλευράς πρ. αυτονομίας. Αλλά δεν έχει να κάνει με την ίδια την επιλογή, μια που, προφανώς, δεν μπορούμε να έχουμε κάθε επιλογή ούτως ή άλλως. Άλλο είναι το ζήτημα, αλλά δεν μπορούμε τώρα να το προσεγγίσουμε εδώ. Θα πω μόνο ότι, κατά τη γνώμη μου, το πρόβλημα εντοπίζεται α)στην υποκατάσταση του δικού μου decision-making από αυτό κάποιου τρίτου (κάτι κατ΄ αρχήν αλλά όχι, βέβαια, πάντοτε και τελικώς regrettable) και β)στα μέσα, που σχεδόν πάντα είναι εξαναγκαστικά: αν δεν έρθει ο φύλακας να σε απομακρύνει, πώς θα εξασφαλισθεί ότι δε θα παίξεις κρίκετ στο πάρκο;
“Αυτή είναι μία συνεπής μιλλιανή θέση, αλλά η προστασία της διαφορετικότητας ή της ελευθερίας per se δεν μπορεί να είναι το διακύβευμα που αναζητούμε: προφανώς, η διαφορετικότητα του παιδόφιλου ή η ελευθερία του βιαστή δεν έχουν καμία απολύτως αξίωση προστασίας. Χρειαζόμαστε, λοιπόν, μία περισσότερο ουσιαστική έννοια.”
Είναι το διακύβευμα που πρέπει να αναζητούμε, όσο δε θίγεται η ελευθερία κάποιου άλλου. Και σίγουτα η πιο ουσιατική έννοια δεν μπορεί να έιναι οι περφεξιονιστικές ανησυχιες των ατόμων που μοιραία θα έρθουν σε σύγκρουση με τις περφεξιονιστικές ανησυχίες άλλων.
Επίσης η διαχωριστική γραμμή μεταξύ περφεξιονιστικών ανησυχιών που επιδιώκουν νομική έκφραση και νομικού ηθικισμού is not clear at all to me στο κείμενό σου.
Όχι, η ελευθερία να κάνω ό,τι μου αρέσει εφόσον δε θίγω την ελευθερία άλλου είναι ένα εργαλείο που δεν κάνει καμμία απολύτως δουλειά. Αυτό θα το ρισκάρω, δε θεωρώ ότι κινδυνεύει η θέση του κειμένου από το γεγονός ότι δεν αναπαράγω μία συζήτηση που έχει μάλλον εξαντληθεί. Οι περφεξιονιστικές ανησυχίες είναι εξ ορισμού αντικειμενικές, δεν υπάρχουν δικές μας και άλλων: ή έχουν ορθή βάση ή δεν έχουν. Προφανώς, οι άνθρωποι διαφωνούν επ΄ αυτού, αλλά αυτό συμβαίνει με όλες τις θέσεις περί πολιτικής ηθικής, συμπεριλαμβανομένης, φυσικά, και της μιλλιανής.
Μου φαίνεται ότι συνάγεται από το κείμενο, αλλά να πω συνοπτικά και crudely ότι ο περφεξιονιστής ούτε ενδιαφέρεται για το τι λέει η κρατούσα κοινωνική ηθική, ούτε εμφορείται από ανησυχίες αποκλειστικά ηθικές (αλλά και welfare), ούτε θέλει ντε και καλά να χρησιμοποιήσει το νόμο για να πετύχει τους σκοπούς του. Νομικός ηθικιστής είναι αυτός που λέει “αφού εμείς (η κοινωνία) δε γουστάρουμε ομοφυλοφιλία, να απαγορεύονται διά νόμου οι γάμοι μεταξύ ομοφύλων”. Ο περφεξιονιστής λέει “αν υποθέσουμε ότι η ομοφυλοφιλία επιδρά αρνητικά στην προσπάθεια να ζήσει κανείς μία καλή ζωή, είτε παντρεύονται είτε δεν παντρεύονται είναι το ίδιο και καμμία νομική απαγόρευση δεν μπορεί να προσφέρει κάτι”. Αλλά, βέβαια, η υπόθεση αυτή είναι εσφαλμένη και ένας περφεξιονιστής πρέπει να την απορρίψει: ο σεξουαλικός προσανατολισμός και η ελεύθερη εμπέδωση των διαπροσωπικών σχέσεων που προκύπτουν δυνάμει αυτών είναι σημαντικά για τον αυτοπροσδιορισμό και την ποιότητα της ζωής μας.
Βρήκα λίγο χρόνο και διάβασα την ενδιαφέρουσα συζήτηση. Αν μη τι άλλο, χαίρομαι που δεν βγήκε ακόμη το φιλελευθερόμετρο (αν και το περφεξιονόμετρο απασφαλίστηκε!).
Αυτό το παράθεμα με τον Μιλλ και τα παίγνια είναι πολύ γνωστό, παράξενο πώς του ξέφυγε του Χατζή.
Άλλο που επί της ουσίας έχει όλα τα δίκια του κόσμου (ο Χατζής, όχι ο Μιλλ).
Ε όχι ρε φίλε, τέτοιες αντιλήψεις έχουν δημιουργήσει την νεοελληνική πολυνομία, άρα άνομία. Επανάληψη ορθής νομοθετικής πολιτικής: ήπια-ανελέητα. Η συμβολική νομοθεσία υποσκάπτει το κύρος των νόμων.
Σιγά τα αίματα τώρα. Οι συνταξιούχες κυρίες που παίζουν μπιριμπίτσα για να περνά η ώρα τους σε χαιρετούν.
Εύκολο πλουτισμό επιδιώκουμε όλοι μας, άλλο αν δεν τον πετυχαίνουμε.
Το ηθικά αδικαιολόγητο σηκώνει περισσότερη κουβέντα απ’ ό,τι φαίνεται (εδώ βασίζεται βέβαια και η διάκριση τυχηρών και τεχνικών παιγνίων). Ο ευρέτης θησαυρού (σε δική του ιδιοκτησία) δεν δικαιούται να τον κρατήση; Μπορεί το κράτος να τον δημεύση ας πούμε; Μήπως επιβάλλεται κιόλας;
Θυμίζω:
Ντάξει, εκτός θέματος, αλλά ωραίο.
Πέρα από το ότι το σχήμα πολυνομία → ανομία δεν με πείθει καθόλου, η δυνατότητα επιβολής μίας ρύθμισης είναι το τελευταίο κεφάλαιο στο βιβλίο της νομοθετικής πολιτικής. Ο νόμος, τώρα, έχει πολλές λειτουργίες (δεν είναι όλες ισότιμες βέβαια(, συμπεριλαμβανομένης και της επικοινωνιακής. Όταν λέμε ότι όποιος πράξει Α θα φάει πρόστιμο, ενώ όποιος πράξει Β θα πάει ισόβια, κάτι θέλουμε να πούμε στον πολίτη. Βέβαια, εγώ έλεγα ότι δε χάνουμε τίποτα από πλευράς πρ. αυτονομίας με μία κούφια απειλή, που γίνεται αντιληπτή ως τέτοια από τον απειλούμενο. Οπότε, δεν μιλάμε για το ίδιο πράγμα.
Strawman alert. Ποιος ορίζει τον τζόγο έτσι; Και, τέλος πάντων, ένας δωδεκάχρονος που αγοράζει ένα μπουκάλι κρασί μπορεί να πιει μια γουλιά για να δοκιμάσει τη γεύση ή να το κατεβάσει μονορούφι και να πάει για πλύση στομάχου. Να πωλείται αλκοόλ στους ανηλίκους ή όχι; Να ενθαρρύνεται/διευκολύνεται ο τζόγος ή όχι;
Κακές παρέες κάνεις!
Αυτός εδώ: τυχηρά παίγνια.
Και άρ. 4 ισχύοντος β.δ. 29/1971 για να γουστάρης:
Κωνσταντίνε και λοιποί,
θα είμαι σύντομος:
Συμφωνώ ότι η φιλελεύθερη αρχή δεν είναι απόλυτη. Αρκετοί μεγάλοι θεωρητικοί του φιλελευθερισμού έχουν αποδεχθεί και κάποιες παρεκκλίσεις από την αρχή, άλλωστε είναι εξ ορισμού δύσκολο να σχεδιάσεις ένα φιλοσοφικό σύστημα που δεν μπάζει από κάπου – εκτός κι αν είσαι ο φιλελεύθερος γλάρος ΆθΑν, που έχει επιλύσει σχεδόν όλα τα ζητήματα με απόλυτο τρόπο:-)
Πάντοτε λ.χ. αναρωτιόμουν πώς είναι δυνατόν ο Κάρολος Πόππερ – του οποίου τον κριτικό ορθολογισμό και το εν γένει πρακτικό πνεύμα πολύ υπολήπτομαι – να επιθυμεί την πλήρη απαγόρευση των τηλεοπτικών προγραμμάτων που ενθαρρύνουν ή προβάλλουν, αμέσως ή εμμέσως, την παιδική βία. Τί δουλειά είχε μέσα στο έργο του αυτή η τοποθέτηση; Ήταν μία απλή, ακατέργαστη παραφωνία; Δεν ξέρω πλέον αν συμφωνώ ή διαφωνώ, εκείνο όμως που ξέρω ότι η πείρα της ζωής είναι ανεκτίμητη και μερικές φορές οδηγεί σε ανασκευές που πιθανόν να μη δικαιολογούνται με ορθολογικά επιχειρήματα, αλλά μόνον διαισθητικά. Λόγικό δε νομίζω είναι να διαμορφώνουμε τον – φιλελεύθερο – κανόνα ορθολογικά, ενώ τις εξαιρέσεις διαισθητικά (αν δεν μας βγαίνει με ορθολογικό τρόπο). Αυτά, βεβαίως, οι οπαδοί του αναμορφωσιακού φιλελευθερισμού τα παραβλέπουν ενίοτε, προς μεγάλη μου λύπη.
Στο προκείμενο τώρα: Με την απαγόρευση του τζόγου θίγονται πολλές επιμέρους ελευθερίες των ατόμων (του επιχειρηματία, των τζογαδόρων, των εργαζομένων κ.λπ.). Δεν ξέρω αν πράγματι υφίσταται ένας σοβαρός, αποχρών λόγος που να δικαιολογεί επαρκώς την περιστολή των ελευθεριών αυτών. Τα όσα λες, Κωνσταντίνε, περί ανήθικου κλπ δεν με πείθουν και πολύ (αν και το ξεκαθαρίζεις ότι δεν είναι αυτό το κύριο θέμα σου). Το αντεπιχείρημα του Σναπ με το αλκοόλ είναι επιτυχές και ευθέως ανάλογο με την εξεταζόμενη περίπτωση – επιτυχές και το παράδειγμα του ΆθΑν με την μπιριμπίτσα. Το δε επαναντεπιχείρημα (σικ) με τη ζώνη ασφαλείας δεν είναι ευθέως ανάλογο, καθότι οι τραυματισμοί – που μετά βεβαιότητος αποφεύγονται με τη χρήση της ζώνης – παράγουν πάντοτε σοβαρές αρνητικές εξωτερικότητες για το σύστημα (αυξημένα κόστη για ασφαλιστικό, ασθενοφόρα, καταγραφή συμβάντων από αστυνομία κ.λπ.), ενώ λ.χ. το μεθύσι ή ο τζόγος όχι πάντα. Στη μία περίπτωση υπάρχουν σοβαροί λόγοι υπέρ του πατερναλισμού, στην άλλη όμως όχι τόσο σοβαροί.
Σε κάθε περίπτωση, συμφωνώ με την θέση αρχής: είναι επιπόλαιο να απορρίπτουμε εκ προοιμίου και αβίαστα κάθε μορφή “πατερναλισμού”. Το παράδειγμα με τη ζώνη είναι κατά τούτο επιτυχές. Δεν το κάνουμε μόνο για το άτομο, αλλά για το ευρύτερο κοινωνικό συμφέρον. Αλλά απλά δεν πρέπει να ξεχνάμε τη σχέση – φιλελεύθερου – κανόνα και – πατερναλιστικής – εξαίρεσης, υπέρ της οποίας πρέπει να συνηγορούν σοβαροί λόγοι (όταν λ.χ. μία συμπεριφορά παράγει σοβαρές αρνητικές εξωτερικότητες κοκ).
Με την ευκαιρία, θα ήθελα να ευχαριστήσω από τα βάθη της καρδιάς μου τον Αθανάσιο (δηλ. τον ΆθΑν) και τον SG για την φιλοξενία που μου προσέφεραν όλο αυτόν τον καιρό στο παρόν συνιστολόγιο. Θα ανταμώσουμε και πάλι, υπό φανερότερες και ταυτοποιήσιμες πια ιδιότητες. Ευχαριστώ ασφαλώς και όσους με ανέχτηκαν ως συνομιλητή. Όσους με υπερψήφισαν δεν τους ευχαριστώ, γιατί εν τέλει …με στοχοποίησαν! :-)
Definition alert: όταν επιβάλλουμε σε κάποιον κάτι για λόγους άλλους από το καλό του, δεν έχουμε να κάνουμε με πατερναλισμό. Αν προκύπτουν εξωτερικότητες ικανές να δικαιολογήσουν την απαγόρευση, δεν μας βαρύνει καμμία κατηγορία για πατερναλισμό. Βέβαια, συνιστώ στους φαν της πανάκειας που λέγεται “εξωτερικότητα” να προσέχουν, διότι μπαίνουν σε slippery slope. Αρκεί να σκεφτεί κανείς τις εξωτερικότητες που παράγει το hiking στον Αμαζόνιο ή η αγορά γρήγορων μηχανών. Τα αντιπαραδείγματα (όχι επιχειρήματα) με το αλκοόλ και τη μπιρίμπα δεν πείθουν. Για το δεύτερο, δες παραπάνω. Για το πρώτο, δεν έχεις τα στοιχεία που σου χρειάζονται: προ 2-3 ετών, σε ένα colloquium στο UCL, είχε παρουσιαστεί μία έρευνα 5-6 βρεττανικών παν/μίων για την επικινδυνότητα κάποιων ουσιών και το αλκοόλ χτύπησε τρελά σκορ, κυρίως λόγω “κοινωνικής επικινδυνότητας”. Το slippery slope γίνεται όλο και πιο ολισθηρό.
Επίσης, μου φαίνεται ότι υποπίπτεις σε ένα από τα βασικά ατοπήματα του “αναμορφωσιακού φιλελευθερισμού”, όπως τον ονόμασες: ξεκινάς από μία δεδομένη αφετηρία, ένα “ευαγγέλιο” και πας να τα βολέψεις όλα κουτσά-στραβά. Επειδή θέλουμε αρχή της βλάβης, αλλά δε θέλουμε να είμαστε οι μόνοι στον κόσμο χωρίς ρύθμιση για τις ζώνες (ή επειδή διαισθητικά μας φέρνει λίγο σε ταλιμπανισμό), το ρίχνουμε στις διαβόητες “εξωτερικότητες” για να έχουμε και την πίτα ολάκερη και τον Αθανάσιο χορτάτο. Δεν είσαι μόνος, ο Feinberg αφιέρωσε σχεδόν δύο τόμους σε αυτη την μάταιη σταυροφορία. Εγώ, όμως, ξεκινώ από το μηδέν και δεν τσεκάρω συνέχεια το gps για να βεβαιωθώ ότι είμαι ακόμα εντός των ορίων. Δεν είναι για εδώ αυτή η κουβέντα, αλλά δε γίνεται αλλιώς αυτή η δουλειά.
Να το πω λίγο ωμά: δεν με νοιάζει, οι επιμέρους “ελευθερίες” των ατόμων per se δεν έχουν καμμία αξία και καμμία αξίωση προστασίας. Κάποιες φυσικά έχουν, κάποιες όχι.
ΥΓ: Λεκτ, ξέρεις ότι σου έχω επιχειρηματολογική και ιστολογική αδυναμία και σε αποχαιρετώ με βαριά καρδιά (όχι από εδώ μεσα, όπου κι εγώ είμαι εδώ και καιρό φιλοξενούμενος, αλλά γενικώς). Ανυπομονώ να σε ξαναδιαβάσω και να σχολιάσω τα κείμενά σου.
“Για το πρώτο, δεν έχεις τα στοιχεία που σου χρειάζονται: προ 2-3 ετών, σε ένα colloquium στο UCL, είχε παρουσιαστεί μία έρευνα 5-6 βρεττανικών παν/μίων για την επικινδυνότητα κάποιων ουσιών και το αλκοόλ χτύπησε τρελά σκορ, κυρίως λόγω “κοινωνικής επικινδυνότητας”.”
Οπότε θεωρείς την ποταπαγόρευση που δοκίμασαν οι ΗΠΑ το 1920 επιτυχημένη? Σε αυτό θα συμφωνούσε και ο Αλ Καπόνε. Το ότι βρίσκονται στη φυλακή άτομα, κυρίως μάυροι (οι λευκοί πιάνονται πολλοί πιο σπάνια), που το μόνο τους αδίκημα είναι ότι κατείχαν μαριχουάνα δεν επιδρά αρνητικά στην αυτονομία τους? Διότι δυστυχώς όσοι προσπαθούν να νομοθετήσουν την κοινωνία όπως εκείνοι την θέλουν αγνοούν το πρακτικό μέρος: Το κόστος της εφαρμογής στην αυτονομία αυτών που θα το υποστούν, και την επίπτωση της ποινής στη ζωή των παραβατών. Η τελευταία μπορεί να είναι πιο σημαντική από την ίδια την απαγόρευση για την αυτονομία π.χ. του τζογαδόρου, καθώς μπορεί να τον οδηγήσει σε πολύ χειρότερες καταστάσεις από τη συμμετοχή του σε νόμιμο τζόγο.
Νομίζω ότι η σύγκριση κόστους-οφέλειας διέπει και τις εξωτερικότητες. Εξωτερικότητα είναι όταν κάποιος οδηγεί με 180 στον αυτοκινητόδρομο, όταν κατέχει πυροβόλο όπλο, και οταν μπαίνει στον ΗΣΑΠ με τα σουβλάκια που μόλις αγόρασε και ζέχνουν τζατζίκι. Το ερώτημα (θα πρέπει να) είναι όχι μόνο αν η βλάβη στους άλλους (ή τον εαυτό του αν μιλάμε για πατερναλισμό) είναι τέτοια που να δικαιολογεί τον περιορισμό της αυτονομίας του, αλλά και ποιο είναι το κόστος εφαρμογής της απαγόρευσης στην αυτονομία αυτών που θα το υποστούν, και της ποινής (και όχι μόνο της απαγόρευσης) στην αυτονομία αυτών που προβαίνουν στην απαγορευμένη πράξη. Υπό αυτή την έννοια ίσως ο Χατζής να έπρεπε να κάνει αναφορά αντί για το Μιλλ σε πιο σύγχρονους στοχαστές.
Πες τα, πες τα!
Χχαχαχαχχαχαχα!
δεν ξέρω σε ποια έρευνα αναφέρεσαι, ποιοι την εκαναν, ποιος ο σκοπός της και πώς ακριβώς διατυπώθηκε το σύμπερασμα, το αλκοόλ πάντως προκαλεί σοβαρότατες βλάβες στον οργανισμό (μέχρι και θάνατο), οξέος και χρονίως, ανεξάρτητα από το κοινωνικό context, για λόγους καθαρά βιολογικούς/παθοφυσιολογικούς.
Καλά, έχει πολλή πλάκα το βασιλικό διάταγμα που λέγαμε, να και η διάταξη Τζων Τάραμας, σήκω Μιλλ να τους χαρής!
άρ. 8 β.δ. 29/1971
Αφού το λέει και ο Καλλίρης, δεν είναι ηθικά δικαιολογημένα τα κέρδητα!
Το ανησυχητικό δεν είναι ότι αυτά τα θεωρείς χρήσιμα για την συζήτηση (και όχι, ας πούμε, παρελκυστικά ή προσβλητικά για τον συνομιλητή), αλλά ότι βρέθηκε ένας που του άρεσαν κιόλας. Ελπίζω να τα βρίσκει απλώς διασκεδαστικά, όπως κι εσύ φαντάζομαι. Τώρα, να υπενθυμίσω ότι εγώ δεν είπα πουθενά ότι πρέπει να είναι ποινικό αδίκημα η χαρτοπαιξία μάλλον περιττεύει.
Εσύ ναι, αλλά ο Μιλλ τι θα έλεγε;
Για το planking τι άποψη έχετε; Δικαιολογείται ο πατερναλισμός ή όχι;
Εγώ έχω την άποψη ότι επιβεβαιώνεται η πάγια θέση μου ότι τίποτα καλό δε βγήκε ποτέ από την Αυστραλία, συμπεριλαμβανομένης και αυτής της παγοκολώνας της Nicole. Επί της ουσίας, δεν είμαι ποτέ υπέρ της αφαίρεσης της επιλογής (μην μου πείτε να το εξηγήσω κι αυτό, μου πήρε κάτι λιγότερο από 100.000 λέξεις την τελευταία φορά που το προσπάθησα), αλλά σε τούτους εδώ αν επιβάλλεις μέτρα ασφαλείας, όπως σε τόσες και τόσες κινδυνώδεις δραστηριότητες, η όποια ουσία κρύβεται σε αυτή την ευθεία αμφισβήτηση της θεωρίας της εξέλιξης των ειδών θα χαθεί.
Πάντως αν ο τζόγος είναι κακός γενικώς για τους λόγους που αναφέρει ο Κωνσταντίνος, τότε πριν απαγορεύσει το κράτος τα φρουτάκια θα έπρεπε τουλάχιστον ταυτόχρονα, για λόγους συνέπειας, να καταργήσει το λαχείο, το ΠροΠο, το ξυστό, και τα υπόλοιπα κρατικά τυχερά παιχνίδια.
Άχετο (ή μήπως όχι) θυμάται κανείς το νόμο Παπαθεμελή (και το τι ακολούθησε) περί του ωραρίου νυχτερινών καταστημάτων?
Και στην Αγγλία έχουν ωράριο τα μπαρ και οι παμπ (και αυστηρό μάλιστα) και δεν έγινε επανάσταση. Και ναι, εγώ είμαι κατά του κρατικού τζόγου. Σκέψου τι σου λέει μάι διαφήμιση του πάμε στοίχημα: εκεί που κάθεσαι και κωλοβαράς, σου έρχεται μία έμπνευση για το τσερνομόρετς-τρέλεμποργκ και έτσι απλά βγήκε το μεροκάματο! Χωρίς καν να σηκωθείς από την καρέκλα. Σε πληροφορώ δε ότι στο κρατικό αθλητικό ραδιόφωνο διακόπτονται οι μεταδόσεις των αγώνων για τις αλλαγές (όχι τα αποτελέσματα!) στα ματς του στοιχήματος και, αν καθυστερήσουν καμμιά φορά, παίρνουν ακροατές και διαμαρτύρονται. Ε, κάπου να υπεισέρχεται και αυτός ο κακομοίρης ο εκπαιδευτικός ρόλος του κράτους.
Βρε εσύ μπορεί να είσαι υπέρ της κατάργησης του κρατικού τζόγου και να το συζητήσουμε, αλλά όσο το ίδιο κράτος συνεχίζει να τον σπονσοράρει ο κόσμος θα αμφιβάλει ότι τα κίνητρά του κράτους είναι αγνά, ότι δηλαδή θέλει να ασκήσει τον εκπαιδευτικό του ρόλο, και θα υποθέτει ότι αυτό που το κράτος προσπαθεί να κάνει είναι να κλείσει δια της βίας το μαγαζί του ανταγωνιστή που του τρώει τους πελάτες, κάτι που φιλελεύθερο δεν ξέρω αν είναι, αλλά τη δική μου ηθική την παραβιάζει.
Όπου πάντως είναι παράνομος ο τζόγος κάνουνε πάρτι οι μπούκηδες και οι τοκογλύφοι. Μάλλον λοιπόν η απαγόρευση δεν πλάθει άλλα ήθη, όπως ο νόμος Παπαθεμελή δεν έκανε τον κόσμο να σταματήσει να ξενυχτάει (απλώς μετέφερε το πάρτι έξω από τη Βουλή), η ποταπαγόρευση δεν έκανε τον κόσμο να σταματήσει να πίνει, η απαγόρευση του αγοραίου έρωτα δεν έκανε τον κόσμο να σταματήσει να “πηδάει τοις μετρητοίς”, και η απαγόρευση της χρήσης κάναβης δεν έκανε τον κόσμο να σταματήσει να καπνίζει χόρτο (κάτι ξέρετε και εσείς οι φιλόσοφοι για αυτό). Αντίθετα οδήγησε σε άλλα προβλήματα. Αλλά ξέρω, αυτά τα έχω ήδη πει παραπάνω.
Γενικότερα μιλώντας (ξέρω ξεφεύγουμε) αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημά μου με τους Αμερικάνους, θεωρούν ότι αν ένα κοινωνικό φαινόμενο δεν σου αρέσει αρκεί να το απαγορεύσεις (απαγόρευση αμβλώσεων, δίωξη σε 15χρονα που ανεβάζουν δικές τους γυμνές φωτογραφίες στο διαδύκτιο για διακίνηση παιδικής πορνογραφίας, κ.ο.κ.) ή να του κηρύξεις τον πόλεμο (πόλεμος κατά της φτώχειας, των ναρκωτικών, της τρομοκρατίας, κ.ο.κ.). Εμ έλα που το να κρύβεις τη σκόνη κάτω από το χαλάκι το μόνο που κάνει είναι να την πολλαπλασιάζει και όχι να την εξαφανίζει!
Κωσταντινε
καταλαβαινω την αγαπη οσων ειδικευθηκαν σε ενα πεδιο να κοιτανε λεπτα και τεχνικα ζητηματα αλλα δεν μπορω να καταλαβω πως παιρνεις το σημαντικοτερο κομματι του επιχειρηματος σου ως δεδομενο! Ποιος ειπε οτι ο τζογος ειναι περαν πασης αμφιβολιας κακο πραγμα?
ουτε γιατρος το ειπε, ουτε οικονομολογος, ουτε ψυχολογος, ουτε καν ο σουβλατζης της γειτονιας (που εχει φρουτακια στο μαγαζι :) )
εξαρταται ποση ωρα κανεις το καθενα. Αν μαθαινες μονο αγγλικα και τιποταλλο ειναι πιθανο ενα διαλλειμμα για φρουτακια να εκανε καλο στην ψυχικη σου υγεια, ισως στην φυσικη σου υγεια και ακομα και στην οικονομικη σου υγεια!
Και ας δωσω εδω ενα οικονομικο επιχειρημα περι τζογου: για μερικους ανθρωπους ο τζογος ειναι ο μονος τροπος να γινουν πλουσιοι. Για ατομα με χαμηλο εισοδημα, ακομα και αν αποταμιευουν για παντα, ποτε δεν θα γινουν πραγματικα πλουσιοι, στο επιπεδο εισοδηματος/πλουτου που να προσφερει εντελως διαφορετικη καταναλωση, παιδεια για τα παιδια τους, νοσοκομειακη φροντιδα κτλ Αν ομως παρουν ενα λαχειο, εχουν μια θετικη (αλλα χαμηλη) πιθανοτητα να περασουν σε τετοιο πλουτο. Αν το οφελος που τους δινει η καταναλωση αυτη ειναι αρκετα μεγαλο, τοτε θα πρεπει να παρουν λαχεια.
Ας το ξαναπω, υπο προϋποθεσεις ο τζογος ειναι απολυτα ορθολογικη επιλογη, ακομα και αν οι πιθανοτητες που δινει το τυχερο παιχνιδι ειναι κακες!
(ενδεικτικο πεηπερ σχετικα A Note on the Joint Occurrence of Insurance and Gambling)
Κάνω την ηθική αξιολόγηση μίας συμπεριφοράς και θα ρωτήσω τους παραπάνω;
Ας το ξαναπώ κι εγώ ότι δεν με νοιάζει. Ξέρεις ότι αναγνωρίζω τη χρησιμότητα αυτής της στενής έννοιας του ορθολογισμού σε πολλά ζητήματα, αλλά όχι στην ηθική. Όπως έλεγε κι ένας σύντροφος σε παρόμοια συζήτηση, “εμείς το καταλάβαμε από τον Hobbes ήδη, εσείς πότε λέτε να το πάρετε χαμπάρι;”. Σε αφήνω να καταλάβεις μόνος σου ποιοι είναι οι “εμείς” και ποιοι οι”εσείς”. Γενικά, σου επαναλαμβάνω ότι χρησιμοποιείς τα εργαλεία της τέχνης σου για να λύσεις προβλήματα που χρειάζονται άλλα εργαλεία ακόμα και για να τα κατανοήσεις, πολλώ δε μάλλον για να τα λύσεις.
“Το slippery slope γίνεται όλο και πιο ολισθηρό.”
Είναι ενδιαφέρον ότι προσπαθείς να ισχυριστείς πως ό,τι ισχύει για το τζόγο ΔΕΝ ισχύει για το αλκοόλ. Θεωρείς δηλαδή και αποδίδεις σε μια δραστηριότητα ένα ηθικό πρόσημο αρνητικό, και εγκαλείς όποιον προσπαθεί να αποδώσει αρνητικό πρόσημο σε άλλες δραστηριότητες, βγάζοντας εμφανώς το φιλελευθερόμετρο (που λέει ο ΑθΑν.). Καλές δηλαδή μερικές πατερναλιστικές ρυθμίσεις, contra Χατζή, αλλά όταν συμφωνείς εσύ μαζί τους, αλλιώς, προσοχή, γλυστράμε!
Είμαι με το ζουτιρι στο συγκεκριμένο. Επί της ουσίας βέβαια, για την κατά καιρούς χρησιμότητα των “πατερναλιστικών” ρυθμίσεων είμαι μαζί σου — αλλά το άρθρο σου καθιστά σαφές το βασικό πρόβλημά τους: ότι αυτός που τις βάζει σήμερα μπορεί να είναι ο φιλόσοφος βασιλιάς, αύριο ο πουριτανός/βικτωριανός κατά του τζόγου και μεθαύριο ο Ταλιμπάν κατά της εκπαίδευσης των κοριτσιών.
Προφανώς! Τη γνώμη μου λέει και προσπαθώ να πείσω και άλλους ότι είναι η σωστή, επειδή πιστεύω ότι είναι η σωστή για λόγους που δεν εξαρτώνται από το ότι το πιστεύω. Γίνεται κι αλλιώς;
.
Αυτό ισχύει για όλες τις πολιτικές αποφάσεις, δεν είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των πατερναλιστικών ρυθμίσεων. Ένας από αυτούς που προανέφερες αποφασίζει πόσους πόρους θα διαθέτουμε εδώ κι εκεί, τι θα διδάσκεται στα σχολεία, αν θα πάμε στον πόλεμο κοκ. Πράγματα απείρως σοβαρότερα από το αν θα φοράμε ζώνη ή θα παίζουμε φρουτάκια.
Κων/νε
όσο και αν συμμερίζομαι την θέση σου ότι δεν πρέπει να απορρίπτουμε αντανακλαστικά τον πατερναλισμό, έχω την εντύπωση ότι τελικά το κείμενο σου και πολύ περισσότερο ο διάλογος που ακολούθησε λειτουργούν σαν ένα unintentional επιχείρημα εναντίον του πατερναλισμού εν τέλει.
Εξηγώ:
Πήρες σαν δεδομένο ότι τα φρουτάκια είναι ανήθικη πράξη (θέση σημαντική για το κείμενο σου), θεωρώντας ότι το κονσένσους σχετικά είναι ευρύ, κάτι που στην πορεία του διαλόγου δεν επιβεβαιώθηκε.
Οι όροι του διαλόγου, όπως τους έθεσες, δεν επιτρέπουν περαιτέρω εξέταση του θέματος – ή κάποιος δέχεται το κονσένσους αυτό, είτε παραβιάζει τους όρους που ο ίδιος ο εισηγητής έθεσε.
Η τακτική σου αυτή είναι οπωσδήποτε θεμιτή (πολλές φορές ίσως και απαραίτητη για την οικονομία του διάλογου) και έτσι η θέση σου και η επιχειρηματολογία σου έχουν εσωτερική συνοχή.
Όλα αυτά ισχύουν όμως στον βαθμό που αυτός που τα ισχυρίζεται είναι ένας πολίτης που εκφράζει την γνώμη του για το ένα η το άλλο θέμα δημόσια, στον χώρο που θέλει, με τον τρόπο, τους όρους και τους συνομιλητές που θέλει.
Είναι όμως μια τέτοια τακτική επιθυμητή και αποδεκτή εκ μέρους του νομοθετικού οργάνου μιας πολιτείας και όχι απλά ένος πολίτη που λέει την άποψη του;
Με άλλα λόγια, είναι επιθυμητό ο νομοθέτης να απαγορεύει την μια ή την άλλη πράξη ισχυριζόμενος ότι είναι “δεδομένο και ευρύτατα αποδεκτό” πως είναι ανήθική και σε κάθε αντίθετη αιτίαση να ισχυρίζεται ότι ξεφεύγει από το πλαίσιο του διαλόγου/δεν είναι διατετθιμένος/ δεν έχει χρόνο/ δεν έχει διάθεση/ δεν τον ενδιαφέρει/ δεν έχει νόημα να μπει σε ένα τέτοιο διάλογο;
Κλείνοντας, ας προσθέσω και εγώ την μηδαμινότητά μου σε αυτούς που δεν θεωρούν τα φρουτάκια ανήθικη πράξη.
Ο εύκολος πλουτισμός που επικαλέστηκες είναι εκνευριστικός για εμάς που δουλεύουμε 10 και 12 ώρες την μέρα για το σούσι μας, αλλά σε καμμία περίπτωση ανήθικος.
Δεν είναι ανήθικος π.χ. ο συμπολίτης που κληρονόμησε μεγάλη περιουσία από την θεία του από το σικάγο, ούτε αυτός που αγόρασε φτηνά ένα οικόπεδο σε άκυρη θέση και τώρα μια εταιρεία του προσφέρει τα 100πλάσια για να το πάρει στο πλαίσιο ευρύτερων σχεδιών της στην περιοχή.
Όσο για τον ανήθικο πλουτισμό, προφανώς και είναι …ανήθικος, αλλά το να πατάς ένα κουμπί, να βγαίνουν 3 κερασάκια στην οθόνη και να αρχίσει να ξεφορτώνει το μηχάνημα 500 ευρώ σε 2ευρα κέρματα δεν είναι ούτε ανήθικος, ούτε πλουτισμός κατά την γνωμη μου.
Αυτό είναι βαριά κουβέντα αλλά τι να κάνουμε, πρέπει να φανώ γενναίος. Για να δούμε, όμως, πόσο δίκιο έχεις.
Ποσώς. Το μόνο που πήρα ως δεδομένο, στην προτελευταία φράση του κειμένου, είναι ότι ο τζόγος είναι κακή συνήθεια που κάνει τις ζωές μας χειρότερες και δεν πρέπει να ενθαρρύνεται από το κράτος. Και αυτό δεν έχει καμμία απολύτως επίδραση στο κυρίως αντικείμενο της απάντησης που είναι η εσφαλμένη οδός που επιλέγει ο συγγραφέας για να πει αυτό που θέλει. Εν ολίγοις, το κείμενο επιδιώκει να δείξει ότι τα επιχειρήματα του Χατζή δε βαστάνε πολύ νερό, εν προκειμένω. Τίποτα άλλο. Στην συζήτηση, βέβαια, επεκταθήκαμε, αλλά αυτή η θέση δεν ήταν καθόλου σημαντική για το κείμενό μου, όπως λες. Θα ήταν, αν έγραφα για την ορθή στάση της πολιτείας απέναντι στον τζόγο – αλλά αυτό το απέφυγα τεχνηέντως, χρησιμοποιώντας τρίτο πληθυντικό στην τελευταία παράγραφο. Θα μου επιτρέψεις, επίσης, να σου υπενθυμίσω ότι η φιλελεύθερη κολεχτίβα της αΜ δεν αποτελεί και το πιο diverse κοινό για τέτοια θέματα: το δείγμα δεν είναι το πρέπον. Αλλά, όπως είπα, δεν στηρίζεται το βασικό επιχείρημα του κειμένου σε καμμία τέτοια προκείμενη.
Όχι. Πρώτα απ’ όλα, όποιος γίνεται αποδέκτης ηθικά επιλήψιμου πλουτισμού δεν είναι αυτομάτως ανήθικος: ο χαρακτήρας των ανθρώπων κρίνεται συνολικά και έχει ηθικά συν και πλην. Δεύτερον, το να κάθεσαι αραχτός και να σου έρχεται η κληρονομιά της θείας απ’ το Σικάγο, ενώ ο γείτονάς σου δουλεύει σκληρά και τίμια και ίσα που τα βγάζει πέρα, εγείρει ένα σημαντικό ηθικό ζήτημα. Τόσο σημαντικό, που βασανίζει τη δυτική φιλοσοφία για αιώνες. Όχι γιατί μας λέει κάτι για τη θεία ή τον ανιψιό, αλλά γιατί αυτός που πλουτίζει δεν έκανε κάτι για να το δικαιούται. Αλλά ούτε και κάτι για να μην το δικαιούται, θα έλεγε κανείς. Και αρχίζει η κουβέντα. Ανάλογα ζητήματα εγείρονται κάθε φορά που πατάς ένα κουμπί και βγαίνει μία θεία απ’ το Σικάγο. Τρίτον, πλουτισμός είναι και το ένα ευρώ: ίσως φταίει η νομοτεχνική χρήση του όρου εκ μέρους μου, αλλά εδώ εννοούμε οικονομικό όφελος. Και λογικά: είτε σου κλέψω 100 ευρώ είτε 100.000 ευρώ, είμαι κλέφτης. Εκεί, για τον ηθική αξιολόγηση της πράξης μου, το πόσο “πλούτισα” έχει δευτερεύοντα για να μην πω περιφερειακό χαρακτήρα. Βασικά θα το πω: ούτε καν περιλαμβάνεται στον ορισμό της έννοιας “κλέφτης”. Δεν είναι κλέφτης όποιος πλούτισε, αλλά όποιος έκλεψε. Ομοίως, δεν είναι ανήθικο να αποκτάς πολλά λεφτά, αλλά το να τα αποκτάς κατά τρόπο αδικαιολόγητο από πλευράς δικαιοσύνης και ακριβοδικίας: χωρίς να τα δικαιούσαι, με απλά λόγια.
Αυτό το απαντάει το κείμενο. Το οποίο αρχίζω να υποψιάζομαι ότι διαβάσαμε με μία στοιχειώδη προσοχή εγώ και ίσως και ο Χατζής! Και κάποιος από το Βήμα, είμαι βέβαιος…
Κοίτα να δης τι συμβαίνει: εγώ το ξέρω ότι δεν το είπες πουθενά ούτε το θέλεις, είπες όμως τα εξής: α) ο τζόγος είναι κακό πράγμα, αν μη τι άλλο ως επιδίωξη εύκολου και ηθικά αδικαιολόγητου πλουτισμού, και β) …σε μία προσπάθεια εκλέπτυνσης της αρχής της βλάβης, η οποία, αν μη τι άλλο, δεν είναι, κατά την κλασική έκφραση του H.L.A Hart, ρεαλιστική ως ανεξαίρετος κανόνας πολιτικής ηθικής.
Αν η αρχή της βλάβης δεν είναι αναγκαία συνθήκη της εγκληματοποίησης, μπας και χάση η Βενετιά το βελόνι της απρόσφορης απόπειρας, και αν ο τζογαδόρος είναι κακό παιδί, που ζη από τα ανήθικα κέρδητα εις βάρος της κοινωνίας κ.τ.τ., αντιλαμβάνεσαι ότι και το βασιλικό διάταγμα που ισχύει είναι ένα τσιγάρο δρόμος μακριά. Το γεγονός ότι εσύ (και όχι ο Μιλλ!) δεν είσαι διατεθειμένος να τον κάνης, κατά τρόπο εσωτερικώς συνεπή ενδεχομένως βάσει άλλων σταθμίσεων, δεν σημαίνει ότι καλώς τον πήραμε αυτόν τον δρόμο εξαρχής.
Πρώτα απ΄όλα, όχι δεν είναι ένα τσιγάρο δρόμος. Πέρα απ΄ αυτό, θα υποβάλω δύο διευκρινίσεις προς αποκατάσταση δύο ανακριβειών.
α) Ούτε ο Μιλλ προτείνει πουθενά να πάει φυλακή ο τζογαδόρος. Λέει, πιστός στην διάκρισή του ανάμεσα σε ιδιωτικό και δημόσιο πεδίο, ότι μπορεί να πάει να παίξει σπίτι του. Και ότι ο “δημόσιος” τζόγος είναι άλλο πράγα και γι’ αυτό μπορούμε να υποβάλλουμε περιορισμούς στους επιχειρηματίες. Αυτό μόνο.
β) Το πρόβλημα με την αρχή της βλάβης δεν είναι η απρόσφορη απόπειρα. Δεν είναι καν το ότι μαζεύονται πολλές εξαιρέσεις και πλήττεται ο κανόνας: πέραν της απρόσφορης, αβλαβείς καταπατήσεις, προβλήματα μη-ταυτότητας (ξέρω τον Πάρφιτ δεν τον παραδέχεται η σχολή Αναγνωστόπουλου), “αθροιστικές” βλάβες, καθήκοντα διάσωσης κοκ. Είναι, πρωτίστως, οι εγγενείς φιλοσοφικές αδυναμίες της αρχής, που εντοπίζονται κυρίως στον ορισμό της βλάβης (που υποσκάπτει την ηθική ουδετερότητα της αρχής), τον θολό διαχωρισμό ανάμεσα σε self-regarding και other-regarding, την πρωτοκαθεδρία την αυτονομίας που, αν και ίσως να πρέπει να εξασφαλιστεί, ούτε δικαιολογείται ούτε εξασφαλίζεται δυνάμει της αρχής της βλάβης κοκ. Δεν προτείνω να τα συζητήσουμε αυτά εδώ, το επισημαίνω ως τροφή για σκέψη. Σε όλους θέλουν να το σκεφτούν το ζήτημα βέβαια! Διότι, αναφερόμενος σε ένστικτα, ο Χατζής χτύπησε 10-50.