Στα τρόλεϊ της Πατησίων σκέφτομαι πάντα την μετανάστευση. Εκείνη την φορά με διέκοψαν εκ δεξιών μου οι αμνοί, εξ ευωνύμων τα ερίφια.
Στα δεξιά μου, μια κυρία με το παιδάκι της είναι τυχερή, πιάνει θέση, Είναι Φιλιππινέζα, όρος συλλογικός και περιεκτικός, που στην πόλη μας καλύπτει όλο το χωριό που λέγεται Νοτιοανατολική Ασία. Βολεύεται και παίρνει το μικρό αγκαλιά. Μόλις κάθεται, βλέπει ένα όρθιο άντρα, αγκαλιά με το δικό του αγοράκι αυτός. Αυτός είναι μαύρος, κατάμαυρος, ωραίος σαν μαύρος. Σηκώνεται, του προσφέρει την θέση της και του λέει: -Και το παιντί; Και τώρα τα δύο μικρά κεφαλάκια κάθονται δίπλα δίπλα, σχεδόν αγκαλιά. Το μαυράκι έχει τα πιο ωραία λευκά δοντάκια του κόσμου. Είναι το “παιντί”.
Στα αριστερά, ένα μικρό επεισόδιο. -Γιατί το χέρι σου στο τσέπη την γυναίκα μου; Μιλάει ένας ψηλός, εύρωστος, με σλάβικη προφορά. Ο ύποπτος πορτοφολάς είναι τυπικής αραβικής κατατομής, κάτι ψελλίζει, δεν ακούγεται, τον επισκιάζουν οι φοβέρες του συζύγου της παρ’ ολίγον θύματος. Εκείνη, παρεμβαίνει ειρηνοποιητικά, πάντα στα ελληνικά: -Άσ’ τον, δεν είναι τίποτα. Έχει ολοστρόγγυλα παχιά μάγουλα, την φαντάζομαι με μαντίλα και δυο καστανές πλεξούδες δίπλα στο τζάκι.
————————
Στην διάβαση των πεζών έχει ανάψει το πράσινο, αλλά μια μηχανή σταμάτησε πάνω της, και δεν δείχνει να ενοχλήται με αυτό. Την προσπερνώ ελαφρά εκνευρισμένος, μα πού είναι το κράτος, παντού ανομία, στην Γερμανία αυτό ποτέ και τέτοια. Ίσως γράψω τίποτα και στο συνΙστολόγιο σχετικά. Η μηχανή έχει το θράσος να κορνάρη κι αποπάνω στον πεζό, τον συμπεζό και συμπολίτη που με ακολουθεί. Συγνώμη που υπάρχουμε κιόλας ρε. Δεν το ξέραμε ότι η πόλη ανήκει στους εποχούμενους μόνο. Ο πεζός σταματά, κάτι αρχίζουν και λένε χειρονομώντας, εδώ είμαστε, σκέφτομαι, έχουμε αγώνα πρωινιάτικα. Βγάζω τα ακουστικά και γυρνάω το κεφάλι: ο αναβάτης έχει βγάλει το κράνος, φιλιούνται, Χριστός Ανέστη ρε, πού χάθηκες ρε μαλάκα.
Ήταν απλώς φίλοι.
————————
Κατεβαίνοντας στο μετρό, ένα πολύχρωμο πλήθος βιάζεται, στριμώχνεται, μιλάει στο κινητό του, εμφιαλώνεται στις στενές σκάλες, βλαστημάει τα έργα, που δεν τελειώνουν ποτέ. Ο μπροστινός μου δεν ζορίζεται. Κατεβαίνει τα σκαλιά με το πάσο του, το πέλμα του ανιχνεύει με φροντίδα κάθε σκαλί, το παράστημά του καμαρωτό, κάθε βήμα του αρχοντικό. Αρχίζω και φορτώνω, τι θα γίνη ρε μπάρμπα, πάρε λίγο τα πόδια σου να χαρής, έχουμε και δουλειές, πάντα δουλειές έχουμε.
Ήταν τυφλός. Το μπαστούνι του ανίχνευε με φροντίδα κάθε σκαλί, οι δικές του δουλειές κατέβαιναν τα σκαλιά με άλλους ρυθμούς. Απλούστατα, ήταν τυφλός.
————————
Γυρνώντας το μεσημέρι σπίτι, στην αρχή της Γ΄ Σεπτεμβρίου. Σκέφτομαι ότι πρέπει να πάρω τον Γιαννάκη από τον σταθμό, τι να μαγειρέψω, ας κάνω φακές, καιρό έχουμε να φάμε φακές. Απέναντι από την πλατεία Λαυρίου, κόσμος πολύς περιμένει τα λεωφορεία. Μια κοπέλα με πλησιάζει, είναι μαύρη, μικρή, βαμμένη με το μυστρί, που γράφανε και τα παλιά μυθιστορήματα. Δουλεύει, απλώς κάνει την δουλειά της. Είναι μέρα μεσημέρι ρε πούστη μου [γιατί, αν ήταν νύχτα μεσονύχτι, θα άλλαζε κάτι;] Με πλησιάζει, -Τι κάνεις, μου λέει, -Πάμε;
Λάθος το ερώτημα. Πού πάμε; έπρεπε να με ρωτήση.
Αλλά δεν θα ήξερα τι να απαντήσω.
Ωραιο κειμενο!!O συγγραφεας του κ.Αναγνωστοπουλος με λιγα και κατανοητα λογια περιεγραψε μια τυπικη εικονα απο την καθημερινοτητα ενος κατοικου της Αθηνας καθως και τον ψυχισμο του.Ευγε!
Μου έχουν συμβεί και τα τρία περίπου στους ίδιους δρόμους…:)
ΥΓ: Τα τρία από τη διάβαση πεζών και κάτω. (Ποτέ δεν ήμουν καλός στα μαθηματικά.)
Που να ξερες δηλαδή και ότι μερικοί που σε διαβάζουν είναι από το Σοπωτό
Το “εμφιαλώνεται στις στενές σκάλες” πολύ πετυχημένο.
Πολύ ωραίο κείμενο, αυτή η πόλη σε εκνευρίζει και σε κάνει τόσο ανυπόμονο…
Μετά την εμφι-άλωση, έρχεται και το πικραπόσταγμα…
Μάριε,
το χειρότερο είναι το πώς εξαγριωνόμαστε, το πώς παίζουμε συνέχεια άμυνα και το πώς απολύτως τίποτε δεν θα αλλάξη ακόμη και στην δική μου συμπεριφορά, που έγραψα αυτό το ασήμαντο κείμενο. [και δεν είμαι κύριος!]
Γεράσιμε,
κοινές εμπειρίες είναι όλα αυτά, κάθε μέρα τα ίδια. Έχω καταλήξει ότι ο υπερπληθυσμός και ο συνωστισμός είναι η πηγή όλου αυτού του κακού.
Fade,
Πρώτα το Σιρμπάνι, μετά το Σωποτό, μετά ο κόσμος ολόκληρος. :-Ρ
Νίκο,
εμφιάλωση στον ηλεκτρικό, εμφιάλωση στην είσοδο της τράπεζας, εμφιάλωση στην ουρά για τις φωτοτυπίες, εμφιάλωση στα διόδια, ούτε παλιό καλό κρασί να ήμασταν!
Μύρωνα,
ωραίος!
πολυ ωραιο Θαναση μονο που επρεπε να τοχεις ονομασει ανθρωποι του δρομου
πολυ ωραιο κειμενο! ειναι εκπληκτικο το πώς αλλαξε η αθηνα απο το 2004 και μετα. ειδικα το κεντρο πλεον ειναι αγνωριστο. επιπλεον οι μεταναστες στα φαναρια εχουν φτασει μεχρι τα βορεια προαστια και βρισκονται σχεδον σε καθε φαναρι!