Μια απλο(γ)ική θεμελίωση της απαγόρευσης καπνίσματος

Το θέμα των ημερών είναι, νομίζω, η απαγόρευση του καπνίσματος σε κλειστούς χώρους. Ως καπνιστής ο ίδιος περίμενα το μέτρο, το αναγνωρίζω ως σωστό και αναμένω να δω πώς θα πάει η εφαρμογή του στην πράξη. Το μέτρο μου προσφέρει προσωπικά ένα ωραίο κίνητρο για να μειώσω γενικώς το κάπνισμα, έως ότου το κόψω οριστικά. Από την άποψη αυτή, η απαγόρευση κάνει καλό σε πολλούς και εκτιμώ την απόφαση της Πολιτείας να την θεσπίσει.

Παρακολουθώντας, ωστόσο, εδώ και αρκετόν καιρό τις συζητήσεις γύρω από την απαγόρευση συναντώ μονίμως στις προσπάθειες θεμελίωσης της ορθότητας του μέτρου μια μονόπλευρη, μονολιθική παράθεση επιχειρημάτων και αναλύσεων που περιστρέφονται γύρω από την προστασία της δημόσιας υγείας και των δικαιωμάτων των μη-καπνιστών (παθητικό κάπνισμα). Τα επιχειρήματα αυτά κυριαρχούν απολύτως, λες και δεν υπάρχει κανένας άλλος τρόπος να δούμε το ζήτημα, λες και δεν υπάρχει άλλος τρόπος να δικαιολογήσουμε το μέτρο της απαγόρευσης καπνίσματος παρά μιλώντας για την βλάβη που προκαλεί το παθητικό κάπνισμα στους μη καπνιστές. Θεωρώ ότι τέτοιος τρόπος υπάρχει και ότι θεμελίωση της απαγόρευσης του καπνίσματος είναι εφικτή και χωρίς αναγωγή στο ζήτημα της δημόσιας υγείας, με αντικατάσταση της περίφημης αυτής αξίας από μιαν άλλη: εκείνη της κοινωνικής αλληλεγγύης και του σεβασμού στον συνάνθρωπό μας. Θα εξηγήσω με κάθε συντομία την παραγωγή της απαγόρευσης καπνίσματος από την αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης που έχω στο μυαλό μου. Η παραγωγή αυτή είναι απλή και λογική, γι’αυτό και την ονομάζω απλο(γ)ική. Με όσους πάλι θα την χαρακτήριζαν απλοική, δεν διαφωνώ καθόλου – έχουν απόλυτο δίκιο, γι’αυτό και το γ τίθεται εντός παρενθέσεως. Επισημαίνω πάντως ότι το απλοικό μιας σκέψης έίναι καλή βάση για να προχωρήσει κανείς σε συνθετότερους συλλογισμούς, ενώ η εκκίνηση από το σύνθετο χωρίς να έχουμε σκεφτεί τα απλά δείχνει προβληματικό τρόπο σκέψης.

Έστω ότι ο Α είναι καπνιστής και ο Β μη-καπνιστής. Στις συνήθειες του Α εντάσσεται το να καπνίζει αρειμανίως, στις συνήθειες του Β το να μην καπνίζει καθόλου. Τα δύο αυτά υποθετικά πρόσωπα διάγουν λοιπόν μεγάλο τμήμα του βίου τους με διαφορετικό τρόπο, ο Α καπνίζοντας και ο Β μη-καπνίζοντας. Ωστόσο οι διαφορετικοί τρόποι ζωής των Α και Β συμπίπτουν τελικώς στο εξής: Υπάρχουν κατ’ανάγκην χρονικές στιγμές κατά τις οποίες ο Α «μοιράζεται» την συνήθεια του Β, δηλαδή «δεν καπνίζει»: Όταν λ.χ. κοιμάται, όταν τρώει, όταν κάνει έρωτα, όταν κολυμπάει και ούτω καθεξής. Όσο θεριακλής και αν είναι ο Α, κατ’ανάγκην δεν καπνίζει σε ένα σύνολο χρονικών στιγμών της ημέρας του –επομένως ο Α είναι κατ’ακριβολογίαν και καπνιστής και μη-καπνιστής! Εδώ βεβαίως δεν ισχύει η αντιφατικότητα της κλασικής λογικής εξαιτίας της διαφορετικής χρονικής παραμέτρου που συνοδεύει καθένα από τα αποδιδόμενα στο ίδιο υποκείμενο κατηγορήματα, εξ ορισμού.

Read moreΜια απλο(γ)ική θεμελίωση της απαγόρευσης καπνίσματος

Η διαστρέβλωση της κοινής λογικής

Διαβάζω τον τελευταίο καιρό αρκετά πράγματα για την «κοινή λογική» (sensus communis) τόσο στο site του νεοιδρυθέντος πολιτικού κόμματος «ΔΡΑΣΗ» όσο και στην αρθρογραφία έγκριτων διανοουμένων που είτε υποστηρίζουν τον συγκεκριμένο πολιτικό φορέα είτε του ασκούν κριτική και εκφράζουν επιφυλάξεις (βλ. λ.χ. Χ.Τσούκα –Καθημερινή 29.3.09, σ.34 και στο ίδιο τεύχος Χ.Γιανναρά, σ.29). Δεδομένου ότι η λογική –και ιδίως η κοινή λογική- απασχολεί όλους μας στην καθημερινή ζωή, θέλω να εκφράσω ορισμένες σκέψεις ως προς την επίκληση που της γίνεται στην πρόσφατη αρθρογραφία.

Έχω την εντύπωση ότι στην έννοια της «κοινής λογικής» την οποία επικαλείται ο κ.Χ.Τσούκας και η «ΔΡΑΣΗ» συμμετέχουν δύο διαφορετικά πράγματα, που πρέπει να διακριθούν μεταξύ τους ώστε να προσδιοριστεί το ποσοστό δηλ. η αναλογία συμμετοχής τους στην διαμόρφωση της σχετικής έννοιας και να συναχθούν σχετικά συμπεράσματα. Από τη μια συμμετέχει βεβαίως εκείνη η λογική (εφεξής: Λογική με κεφαλαίο) που, διαμορφωμένη αρχικώς από τον Αριστοτέλη και αναδιατυπωμένη από τον Russell, τον Frege και άλλους συνίσταται στην διατύπωση μεθόδων για την διάκριση έγκυρων επιχειρημάτων από επιχειρήματα μη –έγκυρα. Η Λογική αυτή είναι μια τεχνική, μια μέθοδος, την οποία υποτίθεται ότι όλοι κατέχουμε και μπορούμε να χειριστούμε, μολονότι είναι γνωστό σε όσους ασχολούνται μαζί της πόσο δύσκολη είναι η κατανόηση και η επιτυχημένη χρήση της. Αυτού του είδους η Λογική μπορεί –και κατά την δική μου άποψη- να διαδραματίσει ρόλο στην κριτική πολιτικών απόψεων και θέσεων που διατυπώνονται με προτάσεις-δηλώσεις και να οδηγήσει ως εργαλείο στην αποδοχή τους ως έγκυρων ή την απόρριψή τους ως εσφαλμένων. Την Λογική αυτή νομίζω ότι επικαλείται λ.χ. ο Χ.Τσούκας, όταν κάνει λόγο για την δήλωση Βουλγαράκη «Ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό» στο προαναφερόμενο άρθρο του, την οποία βεβαίως σχολίασαν και άλλοι έγκριτοι αρθρογράφοι ήδη την στιγμή που διατυπώθηκε: Στην περίπτωση μιας τέτοιας -καθολικώς διατυπωμένης- δήλωσης, αρκεί ο κριτικά σκεπτόμενος ακροατής πολίτης να βρει ένα μόνο αντιπαράδειγμα, δηλαδή να διατυπώσει μιαν αληθή ατομική πρόταση που να αντιφάσκει στην πρώτη, προκειμένου να είναι σίγουρος για το σφάλμα της: Αν ο πολίτης λ.χ. σκεφθεί ακούγοντας την βουλγαράκειο δήλωση ότι η πορνεία είναι μεν νόμιμη αλλά δεν είναι ηθική (σύμφωνα τουλάχιστον με την κρατούσα Ηθική) τότε η πρόταση «Όλα τα νόμιμα είναι ηθικά» που διετύπωσε ατυχώς ο Βουλγαράκης πάει «λογικό περίπατο» και αποδεικνύεται συνάμα η κενότητα και ρηχότητα του περιεχομένου της και η προχειρότητα της σκέψης που την γέννησε…

Read moreΗ διαστρέβλωση της κοινής λογικής

Ένας φτωχός και μόνος δραπέτης…

http://home.online.no/~groennsl/luckyluke/luke10_sunset.gif
Ο αγαπημένος μου ήρωας κόμικ ήταν ανέκαθεν ο Λούκυ Λουκ. Θυμάμαι, μικρός, αγωνιούσα ώσπου να φτάσει το νέο τεύχος της Μαμούθκόμιξ στο μοναδικό πρακτορείο εφημερίδων της απομονωμένης ελληνικής επαρχίας όπου έμενα… Και όταν επιτέλους το είχα στα χέρια μου, η καινούρια περιπέτεια του «φτωχού και μόνου καουμπόη» με αποζημίωνε πλήρως για την αναμονή.

Από τότε έχω καιρό να ξαναδιαβάσω κόμικς. Ή, ίσως τελικά και να μην έχω… Στη σύγχρονη Ελλάδα βλέπετε, φαίνεται ότι οι καρικατούρες έχουν αποδράσει από τα καρέ των κόμικς και ζουν ανάμεσα μας, κάνοντας την καθημερινότητά μας φαιδρή. Έτσι, δεν χρειάζεται πια να ψάξω στις σελίδες της Μαμουθκόμιξ για να συναντήσω την Άγρια Δύση, αφού μπροστά μου απλώνεται το τοπίο της άγριας δύσης κάθε ελπίδας για βελτίωση της νεοελληνικής πραγματικότητας. Ζω λοιπόν -όπως όλοι μας- καθημερινά το σύγχρονο νεοελληνικό κόμικ, το παρακολουθώ και ίσως και να συμμετέχω που και που στα καρέ του!

Οι ομοιότητες αυτού του κόμικ με τον αγαπημένο μου Lucky Luke, είναι πολλές. Στο νεοελληνικό κόμικ λ.χ. ισχύουν οι νόμοι της άγριας δύσης: ο καθένας κάνει ό,τι θέλει, αρκεί να έχει πάντοτε γεμάτο το εξάσφαιρό του και να είναι «σβέλτος» στην εκάστοτε αναμέτρηση με τον «κακό» (σερίφη ή παράνομο). Ο μανιχαϊσμός βασιλεύει, νόμος δεν υπάρχει ή, κι αν υπάρχει δεν λαμβάνεται σοβαρά υπόψην από τους εγχώριους καουμπόηδες. Το νεοελληνικό κόμικ διακρίνεται από τα κλασικά, μόνο εξαιτίας ενός συνόλου στυλιστικών διαφορών (που εξηγούνται εύκολα, καθώς τα κόμικς πρέπει να ανανεώνονται κατα διαστήματα με καινοτομίες): Οι εγχώριοι καουμπόηδες λ.χ. μπορεί να φορούν κόκκινες κουκούλες αντί για κόκκινο φουλάρι, να χρησιμοποιούν μονόλιτρες μολότωφ αντί για εξάσφαιρα πιστόλια, να καβαλάνε μηχανάκια αντί για την Ντόλυ, να ρίχνουν μαδέρια αντί για λάσο. Οι διαφορές αυτές όμως είναι ήσσονος σημασίας και δεν επηρεάζουν τελικώς την απόλαυση του νεοελληνικού κόμικ: Αντί πια να διαβάζουμε τα μεγάλα και κάπως άβολα τεύχη της Μαμούθκόμιξ, μπορούμε να αράζουμε στους καναπέδες και να παρακολουθούμε στην οθόνη της TV την νέα εκδοχή της άγριας δύσης στα δελτία ειδήσεων των καναλιών. Περιμένοντας κάθε μέρα την νέα συναρπαστική ιστορία των 20.00, το προσεχές τεύχος του Λούκυ Λουκ και της τρελοπαρέας του!

Ε, λοιπόν, προχθές η νέα ιστορία του Λούκυ στην άγρια Δύση με μπέρδεψε. Και μάλιστα, με μπέρδεψε διπλά: Αφενός μου φάνηκε ότι επρόκειτο για επανεκτύπωση του τεύχους του καλοκαιριού του 2006 που περιείχε τη –συναρπαστική πράγματι- ιστορία της θεαματικής απόδρασης με το ελικόπτερο. Αφετέρου, δεν κατάλαβα καλά ποιός ήταν αυτή τη φορά ο δραπέτης! Ήταν τελικώς ο Τζο Ντάλτον ή ο Λούκυ Λουκ; Θυμάμαι βεβαίως, ότι στις κλασικές ιστορίες των Morris-Goscinny, δραπέτες είναι πάντοτε οι Ντάλτονς, δηλ. ο Τζο και τ’αδέρφια του. Ο δε Λούκυ Λουκ απλώς επεμβαίνει για να ξανα-μαντρώσει την εγκληματική οικογένεια. Και όταν φέρνει σε πέρας την αποστολή του, συνηθίζει να προειδοποιεί αυστηρά τους δεσμοφύλακες των Ντάλτονς ότι δεν πρόκειται να το ξανακάνει.

Read moreΈνας φτωχός και μόνος δραπέτης…

Υπέρ του πληθυντικού ευγενείας

Πριν από αρκετό καιρό (στο παλαιό Συνιστολόγιο την εποχή που εμάς τους Συνιστολόγους δεν μας είχε καταπιεί ακόμη η πολυεθνική της Αναμόρφωσης!) ο κύριος Αθανάσιος Αναγνωστόπουλος είχε δημοσιεύσει ένα ωραίο άρθρο του κατά του πληθυντικού ευγενείας στην ελληνική γλώσσα (το άρθρο αυτό μπορείτε να διαβάσετε εδώ). Σε όσα ακολουθούν θέλω πια να απαντήσω στα επιχειρήματα που εκεί αρθρώνει ο συγγραφέας, εξηγώντας γιατί η ορθή θέση είναι διαμετρικώς αντίθετη από την δική του: Ο πληθυντικός ευγενείας, μας είναι (δυστυχώς ή ευτυχώς) απαραίτητος!

Ξεκινώ από ένα σημείο συμφωνίας μου με τον κύριο Αναγνωστόπουλο: Ο πληθυντικός ευγενείας δεν εντάσσεται ομαλά στην ελληνική γλώσσα, αποτελεί ξένο σώμα στην γραμματική της δομή. Συνεχίζω με ένα ουσιώδες σημείο διαφωνίας: Ο πληθυντικός ευγενείας εντάσσεται (πλέον) απολύτως ομαλά στην ελληνική επικοινωνιακή πρακτική, αποτελεί αναγκαίο συστατικό στην καθημερινή της δομή και όρο επιτυχούς διεκπεραίωσής της. Η γλώσσα δε, υπάρχει χάριν της επικοινωνίας ενώ δεν ισχύει το αντίστροφο. Συμπέρασμα: Αν έχουμε να αποφασίσουμε μεταξύ ενός σολοικισμού και μιας επικοινωνιακής ανωμαλίας, νομίζω ότι πρέπει να διαλέξουμε τον πρώτο. Το κόστος του να χάσουμε ή να μειώσουμε την δυνατότητα επικοινωνίας με κάποιον είναι ασυγκρίτως βαρύτερο από το κόστος του να μην μιλήσουμε/γράψουμε γραμματικώς σωστά.

Ο πληθυντικός ευγενείας τώρα, όπως αποκαλύπτει το όνομά του, έχει να κάνει με την ευγένεια. Αυτό είναι κάτι που ο ευγενής κύριος Αναγνωστόπουλος δεν πρόσεξε όσο έπρεπε στο άρθρο του. Υιοθέτησε μια πολύ στενή θεώρηση του πληθυντικού ευγενείας, θεωρώντας ότι δημιουργεί ανισότητες, αναπαράγει και διαιωνίζει ταξικές διαφορές, εξουσιαστικές σχέσεις ή τελοσπάντων συμβάλλει στην διατήρηση όλων των παραπάνω. Η θεώρηση αυτή είναι απολύτως λανθασμένη, στην πραγματικότητα είναι απλοική και εγκλωβισμένη σε κλισέ: Οι διαφορές εξουσίας, τάξεων κ.λπ.υπάρχουν είτε το θέλουμε είτε όχι και ο πληθυντικός ευγενείας δεν τις δημιουργεί αλλά ούτε και συμβάλλει αναγκαστικά στην διατήρησή τους: Όταν π.χ. ο σερβιτόρος μου απευθύνει τον λόγο στον ενικό κι εγώ του απαντώ στον πληθυντικό (ή αντιστρόφως!) ή όποια «ισορροπία κοινωνικής ισχύος» μεταξύ των δύο δεν υπεισέρχεται καθόλου στο επικοινωνιακό δρώμενο, ούτε και το επηρεάζει –το διακύβευμα είναι ένα και μόνο: Η ευγένεια, την οποία ο σερβιτόρος (ή ο πελάτης!) έχει σε κάθε περίπτωση παραβιάσει με την γλωσσική του επιλογή.

Read moreΥπέρ του πληθυντικού ευγενείας

Πώς ο Πρωθυπουργός (δεν;) έκανε πράγματα με τις λέξεις

Πριν από λίγο καιρό, ο πρωθυπουργός της χώρας μιλώντας στην κοινοβουλευτική του ομάδα εξεφώνησε την ακόλουθη πρόταση (σε έντονο ύφος και με αποφασιστικό τόνο): «Αναλαμβάνω το μερίδιο ευθύνης που μου αναλογεί!». Ο Κ.Καραμανλής αναφερόταν με την δήλωσή του αυτή στην σκανδαλώδη υπόθεση του Βατοπεδίου και τα περίφημα πορίσματα που αφορούσαν την τελευταία.

Η παραπάνω δήλωση δεν έπεισε τον πολύ κόσμο. Οι περισσότεροι γνωστοί και φίλοι μου λ.χ., κουβεντιάζοντας γι’αυτή, την αξιολόγησαν με δηλώσεις όπως οι: «Και τί μας είπε δηλαδή ο Καραμανλής; Τίποτε…», «Πάλι στείρα ρητορική…» και παρόμοιες, των οποίων η ποικιλία είναι μεγάλη. Το βέβαιον είναι ότι οι σχετικές δηλώσεις αξιολόγησης της πρωθυπουργικής δήλωσης από πολίτες συνέπιπταν γενικώς ως προς το ότι εξέφραζαν μια «κοινή διαίσθηση»: Ότι η πρωθυπουργική δήλωση είχε προβληματικό σημασιολογικό και πραγματολογικό περιεχόμενο…

Πράγματι ο κοινός νους μας λέει ότι το «Αναλαμβάνω την ευθύνη» που είπε ο πρωθυπουργός δεν σήμανε κιόλας, ότι ανέλαβε την ευθύνη. Γιατί όμως;; Την απάντηση στο ερώτημα αυτό μπορεί να δώσει μόνον ο φιλοσοφικός νους, μέσω της προσπάθειας ακριβέστερης ανάλυσης-σημασιολόγησης της πρωθυπουργικής δήλωσης. Ο φιλοσοφικός νους μπορεί να δικαιολογήσει την «διαίσθηση» του κοινού νου μέσα από μια προσέγγιση που δεν έχει καθόλου να κάνει με πολιτικές προτιμήσεις, κομματικές τοποθετήσεις, συμπάθειες και αντιπάθειες προσώπων, κυβερνήσεων και πολιτικών αλλά με απλή και καθαρή φιλοσοφία της γλώσσας. Σε αξιοποίηση της τελευταίας προχωρώ ευθύς αμέσως στο κείμενο.

Στη φιλοσοφία της γλώσσας γίνεται εδώ και μισόν αιώνα περίπου, λόγος για το «πως να κάνουμε πράγματα με τις λέξεις». Η σχετική διδασκαλία είναι απλή: Πάντοτε, κάθε φορά που λέμε κάτι, κάνουμε και κάτι άλλο εκτός από το να μιλάμε και να εκφωνούμε λέξεις. Για παράδειγμα όταν λέω «γεια σου» στον φίλο μου Αθανάσιο, τον χαιρετώ. Όταν του λέω «Στοιχηματίζω την περιουσία μου ότι γράφω καλύτερα ποινικά βιβλία από σένα!» βάζω μαζί του πράγματι ένα στοίχημα (ενδέχεται βεβαίως και να τον απειλώ ότι θα του φάω τη θέση στο Πανεπιστήμιο, ή να κάνω χιούμορ ή χίλια δυο άλλα πράγματα). Κάθε φορά, ο λόγος μας συνιστά και μια ορισμένη πράξη και η διαπίστωση αυτή συνιστά με την σειρά της μια τεράστια επανάσταση απέναντι στην κλασική αλλά πρόχειρη και εσφαλμένη πεποίθηση του κοινού νου, ότι: «Άλλο τα λόγια κι άλλο τα έργα!» ή ότι «Ο Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια!»: Η αλήθεια είναι αντιθέτως, ότι «και τα λόγια είναι έργα»!

Read moreΠώς ο Πρωθυπουργός (δεν;) έκανε πράγματα με τις λέξεις

Το παράδοξο της διανοητικής αυταρέσκειας ή γιατί να (μην;) γίνετε καθηγητές πανεπιστημίου

Μιας και είναι δεκαπενταύγουστος και κανείς δεν γράφει, θα καλύψω το σχετικό κενό με ένα κείμενο που απευθύνεται στην αγαπημένη μου κατηγορία ανθρώπων: Τους νέους επιστήμονες που γράφουν διδακτορικό, κάνουν μεταπτυχιακές σπουδές και ενδιαφέρονται σοβαρά για μια καριέρα στα Πανεπιστήμια της Ελλάδας ή του εξωτερικού (ιδίως τους εξ αυτών νομικούς).

Πριν από δυο-τρία χρόνια τα πίναμε παρουσία ενός Καθηγητή της Νομικής Σχολής, στο Κολωνάκι: Το κλίμα ήταν εύθυμο γιατί ένας αγαπητός φίλος μου και μαθητής του είχε μόλις αναγορευτεί διδάκτωρ –αυτός λοιπόν είχε προσκαλέσει τον πολυάσχολο Καθηγητή να πιει ένα ποτηράκι μαζί μας «για το καλό». Ο Καθηγητής ήταν ευδιάθετος και έκανε χιούμορ, ένα χιούμορ πετυχημένο όπως η νομική του διδασκαλία. Κάποια στιγμή, στην κουβέντα, έθεσα το ερώτημα: «Γιατί μπορεί κανείς να θέλει στην ζωή του να γίνει Καθηγητής Πανεπιστημίου;». Ο ίδιος υπέβαλα με φιλοπαίγμονα διάθεση προς έλεγχο στον Καθηγητή μου και μια πρώτη απάντηση του ερωτήματος: «Υποθέτω κύριε Καθηγητά» είπα, «ότι -ιδίως οι άντρες- θέλουν να γίνουν Καθηγητές για να περνούν τον χρόνο τους με νεαρές κοπέλες μέχρι τα γεράματά τους! Αυτό πρέπει να είναι το βαθύτερο λιμπιντιακό κίνητρο που τους ωθεί στην επιλογή του συγκεκριμένου επαγγέλματος και στην καταβολή τόσων κόπων για να το ασκήσουν.» Ο Καθηγητής με κοίταξε σκεπτικός κι ένας φίλος πρόλαβε να αστειευτεί με το σχόλιό μου, χαρακτηρίζοντάς το ενδοσκοπικό. Στο τέλος, μου απάντησε: «Ο βαθύτερος λόγος της επιθυμίας να γίνει κανείς Καθηγητής είναι η αυταρέσκεια» μου είπε. «Εκείνοι που είναι διανοητικά αυτάρεσκοι, που «φτιάχνονται» υπερβολικά με τον εαυτό τους και τις ιδέες τους, είναι και αυτοί που θέλουν να γίνουν Καθηγητές».

Έκτοτε, η άποψη του Καθηγητή αποτελεί σταθερό κτήμα της σκέψης μου και με βασανίζει μέρες όπως αυτές, που οι πιστοί στρέφονται στην Παναγία για να τους εμπνεύσει σε μια ηθική και ενάρετη ζωή. Τέτοιες μέρες, σκέφτομαι και ξανασκέφτομαι πόσο αυτάρεσκος μπορεί να είμαι ο ίδιος και πόσο αυτάρεσκοι είναι οι φίλοι μου –γιατί βεβαίως, όμοιος ομοίω αεί πελάζει. Αναρωτιέμαι επίσης, πόσο η άποψη του Καθηγητή μου συνδυάζεται επιτυχώς με την δική μου αρχική άποψη (περί φλερτ με νεαρούλες), πόσο συγκρούεται μαζί της, πόσο την συμπεριλαμβάνει αλλά τελικώς την υπερβαίνει, διεκδικώντας γενικότερη ισχύ (καταλαμβάνοντας λ.χ. και τις γυναίκες που θέλουν να γίνουν Καθηγήτριες!) Έχω σχεδόν καταλήξει ότι ο Καθηγητής μου είχε δίκιο και η προσωπική του αναστοχαστική εμπειρία είναι μια καθολική εμπειρία που αφορά όλους τους ανα τον κόσμο ακαδημαϊκούς. Η διανοητική αυταρέσκεια είναι το παραγωγικό αίτιο της βουλήσεως όσων θέλουν να γίνουν καθηγητές πανεπιστημίου!

Read moreΤο παράδοξο της διανοητικής αυταρέσκειας ή γιατί να (μην;) γίνετε καθηγητές πανεπιστημίου

Παθολογία της ελληνικής νομικής γλώσσας

Μια συνήθειά μου ως νομικού είναι να παρατηρώ τις συνήθειες των άλλων νομικών και να συνάγω θεωρητικά συμπεράσματα από την παρατήρηση. Εδώ και καιρό με απασχολούν τρεις «ασθένειες» της ελληνικής νομικής γλώσσας (νοουμένης ως ομιλίας, γραπτής και προφορικής) για τις οποίες θα προτείνω τις λέξεις: «γλωσσικός σχολαστικισμός», «γλωσσικός ναρκισσισμός» και «γλωσσική τρομοκρατία». Με την παθολογία αυτών των ασθενειών θα ασχοληθώ σε όσα ακολουθούν.

Αναφέρομαι πρωτίστως στους νομικούς των μεταπτυχιακών σπουδών, των βιβλίων και των δημοσιεύσεων και όχι στους πρακτικούς δικηγόρους. Στην γλώσσα των τελευταίων απαντούν επίσης παθολογικές καταστάσεις, που έγκεινται λ.χ. στην μεγαλόσχημη ρητορική, την ξύλινη γλώσσα, τους αρχαϊζο-καθαρευουσιανισμούς και τα συναφή. Ωστόσο τα φαινόμενα που με ενδιαφέρουν εδώ είναι άλλα και θα προσπαθήσω να τα ορίσω με ακρίβεια. Κατόπιν θα δώσω παραδείγματα που τα σκιαγραφούν κατάλληλα, και τέλος θα παρουσιάσω τον βασικό κίνδυνο που συνεπάγονται για την ελληνική νομική επιστήμη και τον τρόπο αντιμετώπισής τους. Νομίζω βεβαίως, ότι το παρόν post ενδιαφέρει περισσότερο τους συναδέλφους μου (νομικούς) και λιγότερο τους άλλους αναγνώστες.

Γλωσσικός σχολαστικισμός είναι η απόδοση υπερβολικής σημασίας και προσοχής στην μορφή έκφρασης ενός περιεχομένου (εδώ στην γλωσσική διατύπωση των νομικών σκέψεων) σε σημείο που να υποβαθμίζεται το περιεχόμενο και να υπερτιμάται το περιτύλιγμα. Ο γλωσσικός ναρκισσισμός είναι μια ακραία εκδοχή του γλωσσικού σχολαστικισμού που συνοδεύεται και από τεκμαρτό ή προφανή αυτοθαυμασμό του συγγραφέα για την επιλεγείσα μορφή έκφρασης των σκέψεών του. Τέλος, η γλωσσική τρομοκρατία είναι η σύνθετη επικοινωνιακή τακτική που καθιερώνει τον γλωσσικό σχολαστικισμό στην πράξη: Συνίσταται στην απόρριψη, απαξίωση ή υποβάθμιση του περιεχομένου (λ.χ. ενός άρθρου, βιβλίου, μελέτης κ.λπ.), μόνον επειδή αυτό δεν υπακούει στην φόρμα που έχει ήδη κριθεί από έναν/μερικούς ως ορθή/αναγκαία για την έκφραση σχετικών περιεχομένων. Η τακτική είναι σύνθετη γιατί προϋποθέτει συνήθως τον σχηματισμό μικρών αλλά ισχυρών κοινοτήτων που ασπάζονται τις ίδιες γλωσσικές απόψεις.

Ας δώσω τώρα μερικά παραδείγματα:

Read moreΠαθολογία της ελληνικής νομικής γλώσσας