Μια συνήθειά μου ως νομικού είναι να παρατηρώ τις συνήθειες των άλλων νομικών και να συνάγω θεωρητικά συμπεράσματα από την παρατήρηση. Εδώ και καιρό με απασχολούν τρεις «ασθένειες» της ελληνικής νομικής γλώσσας (νοουμένης ως ομιλίας, γραπτής και προφορικής) για τις οποίες θα προτείνω τις λέξεις: «γλωσσικός σχολαστικισμός», «γλωσσικός ναρκισσισμός» και «γλωσσική τρομοκρατία». Με την παθολογία αυτών των ασθενειών θα ασχοληθώ σε όσα ακολουθούν.
Αναφέρομαι πρωτίστως στους νομικούς των μεταπτυχιακών σπουδών, των βιβλίων και των δημοσιεύσεων και όχι στους πρακτικούς δικηγόρους. Στην γλώσσα των τελευταίων απαντούν επίσης παθολογικές καταστάσεις, που έγκεινται λ.χ. στην μεγαλόσχημη ρητορική, την ξύλινη γλώσσα, τους αρχαϊζο-καθαρευουσιανισμούς και τα συναφή. Ωστόσο τα φαινόμενα που με ενδιαφέρουν εδώ είναι άλλα και θα προσπαθήσω να τα ορίσω με ακρίβεια. Κατόπιν θα δώσω παραδείγματα που τα σκιαγραφούν κατάλληλα, και τέλος θα παρουσιάσω τον βασικό κίνδυνο που συνεπάγονται για την ελληνική νομική επιστήμη και τον τρόπο αντιμετώπισής τους. Νομίζω βεβαίως, ότι το παρόν post ενδιαφέρει περισσότερο τους συναδέλφους μου (νομικούς) και λιγότερο τους άλλους αναγνώστες.
Γλωσσικός σχολαστικισμός είναι η απόδοση υπερβολικής σημασίας και προσοχής στην μορφή έκφρασης ενός περιεχομένου (εδώ στην γλωσσική διατύπωση των νομικών σκέψεων) σε σημείο που να υποβαθμίζεται το περιεχόμενο και να υπερτιμάται το περιτύλιγμα. Ο γλωσσικός ναρκισσισμός είναι μια ακραία εκδοχή του γλωσσικού σχολαστικισμού που συνοδεύεται και από τεκμαρτό ή προφανή αυτοθαυμασμό του συγγραφέα για την επιλεγείσα μορφή έκφρασης των σκέψεών του. Τέλος, η γλωσσική τρομοκρατία είναι η σύνθετη επικοινωνιακή τακτική που καθιερώνει τον γλωσσικό σχολαστικισμό στην πράξη: Συνίσταται στην απόρριψη, απαξίωση ή υποβάθμιση του περιεχομένου (λ.χ. ενός άρθρου, βιβλίου, μελέτης κ.λπ.), μόνον επειδή αυτό δεν υπακούει στην φόρμα που έχει ήδη κριθεί από έναν/μερικούς ως ορθή/αναγκαία για την έκφραση σχετικών περιεχομένων. Η τακτική είναι σύνθετη γιατί προϋποθέτει συνήθως τον σχηματισμό μικρών αλλά ισχυρών κοινοτήτων που ασπάζονται τις ίδιες γλωσσικές απόψεις.
Ας δώσω τώρα μερικά παραδείγματα:
Ο Α αποστέλλει για δημοσίευση σε νομικό περιοδικό μελέτη του. Σε αυτήν απαντά μια σειρά από γλωσσικές επιλογές. Για παράδειγμα ο Α χρησιμοποιεί τον -παρεξηγημένο- pluralis auctoris αντί του απροσώπου σχήματος ή του πρώτου ενικού, τις φράσεις/λέξεις «στα πλαίσια της τάδε άποψης» αντί «στο πλαίσιο της τάδε άποψης», «απλά» αντί «απλώς», «διέφυγε της προσοχής» αντί «διέφυγε την προσοχή», «πληρώνει την υπόσταση» αντί «πληροί την υπόσταση», «ελάσσονας προτάσεως» αντί «ελάσσονος προτάσεως» κ.λπ. Δεδομένου ότι η ορθότητα στην περίπτωση των παραπάνω επιλογών είναι κάτι το εξαιρετικά ρευστό, η γλωσσική παθολογία είναι ante portas και θα ήταν εμφανής στις ακόλουθες περιπτώσεις: 1. Αν το κείμενο επιστρεφόταν από τον υπεύθυνο σύνταξης του περιοδικού στον Α για διορθώσεις με την αιτιολογία ότι σε αυτό απαντούν ορισμένα «σφάλματα» (γλωσσικός σχολαστικισμός –προσέξτε την κατηγορηματικότητα της λέξης «σφάλμα») 2. Αν η επιλογή των παραπάνω φράσεων αντιμετωπιζόταν και από κάποια μέλη της νομικής κοινότητας ως διάπραξη «σφάλματος», επηρέαζε αρνητικά στην συνείδησή τους την εντύπωση που αυτοί σχημάτισαν για το κείμενο και ανάγκαζε τον συγγραφέα να υπαναχωρήσει από τις επιλογές του (γλωσσική τρομοκρατία) 3. Αν τέλος, ο νομικός αναγνώστης Β της μελέτης του Α έτεινε να θεωρήσει ότι η εκ μέρους του αποφυγή της φράσης «στα πλαίσια» ή του pluralis auctoris αποτελεί απόδειξη ότι ο ίδιος ξέρει καλύτερα ελληνικά (και μαζί ίσως και νομικά) από τον Α. Το παθολογικό τρίο έχει συμπληρωθεί…
Άλλο παράδειγμα: Ο Α συγγράφει βιβλίο και εισάγει σε αυτό νέα ορολογία, αποδίδοντας δυσμετάφραστους νομικούς όρους από ξένη γλώσσα με πρωτότυπο τρόπο. Κάποιοι Καθηγητάδες του την πέφτουνε και τον «διορθώνουνε», λέγοντάς του ότι «αυτά δεν είναι σωστά ελληνικά», «καλύτερα να συνταχθείς με τις ήδη υπάρχουσες αποδόσεις». Πρόκειται για καθαρή περίπτωση γλωσσικής τρομοκρατίας. Το παράδειγμα όμως ισχύει και αντεστραμμένο: Υπάρχουν ήδη επιτυχημένοι όροι που αποδίδουν δυσμετάφραστες ξένες έννοιες και ο επιχειρήσας την νέα απόδοση Α θέλει απλώς να βάλει την προσωπική του σφραγίδα στην ελληνική νομική ορολογία μολονότι δεν συντρέχει σοβαρός λόγος. Μάλιστα, η δυσκολία κατανόησης των νομικών εννοιών αυξάνεται με τους όρους που επέλεξε και δυσχεραίνεται η επιστημονική επικοινωνία γιατί οι πολλοί δεν είναι πρόθυμοι να αλλάξουν ένα επιτυχημένο λεξιλόγιο χάριν της ιδιοτροπίας του ενός. Έχουμε εδώ μια περίπτωση γλωσσικού ναρκισσισμού.
Τελευταίο παράδειγμα: Ο Α μεταφράζει ξένο νομικό κείμενο χωρίς να συμβουλευτεί κάποιους ήδη έμπειρους σε σχετικά εγχειρήματα. Οι έμπειροι, έχοντας κάνει άλλες μεταφραστικές επιλογές σε ίδιες λέξεις ή προτιμώντας γενικώς συγκεκριμένες αποδόσεις, πάνε να επιβάλουν την δική τους μεταφραστική «γραμμή» κατηγορηματικά και ex cathedra (ή υπογείως αλλά πάντως από θέση κύρους) μέσω της φράσης: «Η μετάφραση που επέλεξες είναι εσφαλμένη!». Η έντονη επιφύλαξη και ο ειλικρινής δισταγμός εκ μέρους κάποιου ως προς το αν θα χρησιμοποιήσει την ανωτέρω εντός εισαγωγικών φράση -και ιδίως το κατηγόρημα «είναι εσφαλμένη» σε αυτήν- δίδει εδώ το ασφαλές μέτρο για την κρίση αν υπάρχει ή όχι περίπτωση γλωσσικού ναρκισσισμού και γλωσσικής τρομοκρατίας.
Ας περάσω τώρα στην κεντρική συνέπεια της παθολογίας που κατέγραψα, η οποία είναι: «Το περιεχόμενο απέθανε, ζήτω οι λέξεις!». Διακινδυνεύω την παρατήρηση ότι φτάσαμε σχεδόν στο σημείο να μην ασχολείται κανείς σήμερα με τις νομικές σκέψεις και τον πυρήνα τους, -δηλαδή με το αν αυτές είναι λογικές, έγκυρες, πρωτότυπες, πρακτικώς εφαρμόσιμες, ηθικώς επιλήψιμες κ.λπ. Σαν να μην υπάρχουν κριτήρια για τέτοιου είδους εκτιμήσεις, η αξιολόγηση αρκετών κειμένων των θεωρητικών νομικών περιστρέφεται γύρω από το περίβλημα των νομικών σκέψεων και όχι γύρω από την ουσία. Οι νομικοί ομολογούν ότι τους διαφεύγουν είτε τα κριτήρια για μια τέτοια ουσιαστική αξιολόγηση (δηλαδή το πολύ διάβασμα!) είτε το θάρρος να προβαίνουν σε αυτήν. Την θέση μιας προτροπής για νομικές «ανακαλύψεις» έχει καταλάβει η σχολαστική προτροπή σε νεότερους συγγραφείς να αποφεύγουν ακόμη και ελάσσονα αδόκιμα στην γλώσσα με την οποία εκφράζουν τις σκέψεις τους. Φυσικά στην νομική δογματική δεν θα έπρεπε να περιμένει κανείς και πολλές «ανακαλύψεις» σήμερα –η επανάληψη και το αναμάσημα είναι στο πεδίο αυτό ένα συνηθισμένο και ως έναν βαθμό λογικό φαινόμενο (και από την άποψη αυτή έχει νόημα η συμβουλή για «προσγειωμένη νομική σκέψη»!) Η καλλιέργεια όμως συγκεκριμένου «ύφους» και δήθεν «σωστής» γλώσσας είναι επίσης κάτι που δεν έχει σχέση με την τελευταία συμβουλή. Πρέπει νομίζω οι Έλληνες νομικοί να αναρωτηθούμε το εξής: Που θα φτάσουμε στο μέλλον αν νοιαζόμαστε περισσότερο για την καλλιέργεια μιας ομοιόμορφης, “κρατούσας” και δήθεν “ορθής” νομικής γλώσσας και λιγότερο για την καλλιέργεια μιας ενδιαφέρουσας νομικής θεωρίας εκφρασμένης σε αυτήν –ή σε μια λιγότερο «ορθή»- γλώσσα;
Καταλήγω με τον -συνθηματικώς εκφρασμένο- τρόπο αντιμετώπισης της παθολογίας που κατέγραψα: «Εκούσια επιστροφή των νομικών πίσω στο περιεχόμενο!» – «Πλήρης απομόνωση των γλωσσικών νάρκισσων, τρομοκρατών και σχολαστικών της ελληνικής νομικής κοινότητας (Αποφεύγετε να τους συμβουλεύεστε/μιμείστε)!». Οι τελευταίοι οφείλουν να καταλάβουν ότι τα νομικά δεν είναι ερασιτεχνική φιλολογία ή λογοτεχνία. Υπάρχουν αρκετά πράγματα που έχουμε να συζητήσουμε στην νομική θεωρία και καλά θα κάνουμε να επικεντρωθούμε σε αυτά και όχι στις λέξεις ή την στίξη με τις οποίες θα τα συζητήσουμε. Η επικέντρωση αυτή δεν αποκλείει την ανα πάσα στιγμή μετάβαση στο μεταγλωσσικό επίπεδο ενός νομικού διαλόγου, δηλ. την ενασχόληση με τους όρους και τις λέξεις μας όταν χρειάζονται διευκρινίσεις –ωστόσο μια τέτοια μετάβαση δεν μπορεί να μετατοπίζει το κέντρο βάρους του νομικού διαλόγου. Το έργο του θεωρητικού νομικού είναι να παράγει σκέψη και όχι να λατρεύει την γλώσσα ή να καλλιεργεί το ύφος –αυτές είναι αδιάφορες ή δευτερεύουσες επιδιώξεις. Ιδίως, μάλιστα, η γλωσσική τρομοκρατία ως ασθένεια της ελληνικής νομικής γλώσσας πρέπει να εκλείψει συμπαρασύροντας μαζί της κάποιους επικίνδυνους παθογόνους παράγοντες που την προκαλούν: Την έλλειψη συναδελφικής αλληλεγγύης και την βαθύτερη διανοητική μιζέρια.
ΥΓ. Έτυχε να συναντήσω πριν από χρόνια στο γραφείο του έναν πανεπιστημιακό καθηγητή μου, την στιγμή που διάβαζε το βιβλίο ενός συναδέλφου του, Ακαδημαϊκού: «Δεν ξέρει να χρησιμοποιεί το κόμμα και το τελικό ν, και τον κάνανε και Ακαδημαϊκό!» μονολογούσε ξεφυλλίζοντας το βιβλίο και μειδιώντας χαιρέκακα. Του αφιερώνω το παρόν post.
Συγγνώμη, αλλά κάποιος που δεν ξέρει να χρησιμοποιεί το κόμμα στον γραπτό του λόγο βασανίζει τους αναγνώστες του και δεν γνωρίζει την γλώσσα. Την όποια γλώσσα (ελληνικά, αγγλικά, γερμανικά κλπ). Άρα δεν μπορεί να λέγεται, όχι ακαδημαϊκός, αλλά ούτε συγγραφέας. Αν ως επιστήμονας είναι κορυφαίος, καλό θα ήταν να προσλάβει έναν διορθωτή κειμένων. Το ίδιο ισχύει και για τα νομικά περιοδικά. Δεν μπορεί να απορρίπτεται ένα καλό επιστημονικά κείμενο για κάποια γλωσσικά λάθη. Γι’αυτό υπάρχουν οι διορθωτές κειμένων στους εκδοτικούς οίκους.
Κατά τ’άλλα συμφωνώ με την κριτική στην λατρεία του ύφους και των λέξεων (γνωστή και ως λεξιλαγνεία) εις βάρος της επιστημονικής επάρκειας και καινοτομίας. Συνήθως δε η λατρεία του ύφους κρύβει επιστημονική κενότητα ή/και ανεπάρκεια εκ μέρους του κρίνοντος.
πολύ καλή προβληματική, αν και ομολογουμένως συμφωνώ και δε συμφωνώ.
Εξηγώ:
Οι λέξεις δεν έχουν νόημα. Οι λέξεις προκαλούν ‘αντιλήψεις’, από τις οποίες αναδύεται το νόημα. Άρα, κάποιες λέξεις, μπορεί να έχουν παραπάνω από ένα νοήματα και ταυτόχρονα, η ίδια ‘αντίληψη’ να νοηματοδοτείται από πολλαπλούς όρους. Όπως καταλαβαίνει κανείς, αυτό δημιουργεί τεράστιο πρόβλημα.
Στα νομικά, για να πυροδοτηθεί μία σωστή παραγωγή σκέψης, είναι πολύ σημαντική η γλώσσα. Χρειάζεται ένας κοινός παρονομαστής προκειμένου να διαπεραστεί από θεσμούς ο κοινωνικός ιστός, προς αποφυγή εννοιολογικής και ερμηνευτικής σύγχυσης. Αυτό γιατί οι νόμοι, αποτελούνται και αυτοί από όρους και μπορούν να γίνουν αντιληπτοί με ποικίλους τρόπους. Αν υπάρχει κοινή ορολογία (κοινός τρόπος έκφρασης ιδεών), τότε θα είναι πολύ δύσκολο να ερμηνευτεί ένα νομικό κείμενο υπό διαφορετικό πρίσμα και συνεπώς, η δυνατότητα παρερμήνευσής του θα είναι σχετικά προβληματική. Ταυτόχρονα, η πιθανότητα εννοιολογικής και ερμηνευτικής σύγχυσης θα τείνει να μειώνεται.
Με άλλα λόγια, ναι είναι σωστό αυτό που λες και συμφωνώ, οι άνθρωποι πολλές φορές δίνουν βάση στις λεπτομέρειες που δεν κάνουν τη διαφορά (όπως ο κύριος που του αφιέρωσες το ποστ), αφήνοντας έξω το όποιο νόημα. Αλλά από την άλλη, ίσως η ορολογία της κάθε επιστήμης θα πρέπει να κινείται μέσα σε ορισμένα πλαίσια για να είναι τα πράγματα πιο ξεκάθαρα και απλά και για να αποφεύγονται παρεξηγήσεις και παρερμηνεύσεις.
Pelerin,
Ειδικά ως προς το κόμμα νομίζω ότι οι κανόνες χρήσης του είναι εξαιρετικά ρευστοί και, θα έλεγα, κάπως «προσωπικοί». Έτσι, δεν συμφωνώ ότι μπορεί να καθορίσει το κόμμα ποιος θα γίνει Ακαδημαϊκός και αν άξιζε να γίνει! Είναι πάντως σωστό ότι οι αναγνώστες ταλαιπωρούνται όταν γίνονται κραυγαλέα λάθη στην χρήση του (π.χ. συνεχή άσκοπα κόμματα ή στίξη τέτοια που προκαλεί αμφισημίες). Άρα οι βασικές γνώσεις σωστής στίξης είναι αναγκαίες. Οι διορθωτές κειμένων τώρα μπορεί να είναι απαραίτητοι: Η προβληματική του post μου όμως έγκειται στο ότι, ενίοτε, οι νομικοί τρέπονται σε αυτόκλητους διορθωτές κειμένων κατά την κριτική κειμένων συναδέλφων τους, αποφεύγοντας να ασχοληθούν με την ουσία όσων διαβάζουν. Μήπως γιατί η κριτική επί της ουσίας θέτει πολύ υψηλότερα τον πήχη απ’ όσο η κριτική επί της στίξεως;
Μ13
Δεν είναι εδώ ο χώρος να εκφράσω τις απόψεις μου στην φιλοσοφία της γλώσσας, δεν συμφωνώ όμως με τις παρατηρήσεις σου για τις «αντιλήψεις» -εγώ πιστεύω σε γενικές γραμμές στο νόημα ως χρήση. Η σχέση τώρα της ερμηνείας με τις σημασίες είναι περίπλοκη και δεν θα ήθελα να μπω στην σχετική συζήτηση. Το κείμενό μου πάντως δεν λέει ότι οι νομικοί δεν χρειάζεται να προσέχουμε τις λέξεις ή το νόημα. Αλλά ότι χρειάζεται να προσέχουμε μήπως παραπροσέχουμε τις λέξεις χάνοντας το νόημα.
ε το ίδιο λέμε.
KT, Η ιδια Παθολογία υπάρχει και στην ..Αμερικάνικη Νομική Γλώσσα.
Τα ιδια και χειρότερα, νομίζω. Δεν ειναι ίδιον ελληνικόν, της φυλής κλπ
Ειναι ενας ακόμη λόγος που υπάρχουν τόσα πολλά ανέκδοτα στις ΗΠΑ για δικηγόρους. Περισσότερα απ’οτι εδώ για πόντιους !
Το οτι η πλειοψηφεία των Πολιτικών παγκοσμίως προέρχεται απο τις τάξεις των δικηγόρων σίγουρα περιπλέκει τα πράματα.
Μπορει εν μέρει να εξηγεί γιατί αρκετοί απο αυτούς χάνουν το νόημα η ..χάνουν τη μπάλα (τελείως, μιλάμε)
{:-(]
Sim
Δεν ξέρω τί ισχύει στην αμερικανική νομική επιστήμη -επίτρεψε μου όμως να κάνω εδώ κάποιες διευκρινιστικές παρατηρήσεις γιατί νομίζω ότι ενδέχεται να παρανοήθηκε σε κάποιον βαθμό το κείμενό μου και να έλαβε ευρύτερες νοηματοδοτήσεις από εκείνη με την οποία το δημοσίευσα. Αυτό δεν είναι βεβαίως κατ’ανάγκην κακό!
Το post μου δεν αφορά την γενικότερη τάση των νομικών για αναλυτική λεπτολογία, ακριβολογία, τριχοτόμηση της τριχός, ανάπτυξη μιας εκλεπτυσμένης δογματικής εννοιολογίας κ.λπ. Αυτά είναι η δουλειά του δογματικού νομικού και θα συνεχίσουν να υπάρχουν όσο θα υπάρχει η νομική δογματική υπό την παραδοσιακή της εκδοχή! Συνοδεύονται βεβαίως από μειονεκτήματα και παθολογίες στην απονομή του δικαίου αλλά αυτό είναι ένα εντελώς διαφορετικό ζήτημα από εκείνο που εγώ αγγίζω στο post μου.
Το πρόβλημα που με απασχολεί στο Post είναι πολύ πιο συγκεκριμένο και το περιορίζω στα ελληνικά νομικά ύδατα γιατί σε αυτά το έχω γνωρίσει και το βιώνω καθημερινά, μέσα από συχνές συζητήσεις με συναδέλφους, ανταλλαγή κριτικής και απόψεων όσον αφορά κείμενα δικά τους ή δικά μου κ.λπ. Ποιό είναι λοιπόν αυτό; Είναι το πρόβλημα ανθρώπων σαν εκείνον του υστερογράφου μου, που τους κατατρύχει το πάθος για το τελικό ν, το κόμμα, τις υπογεγραμμένες, τις καταλήξεις των αρχαιόκλιτων, την “ορθή” γλώσσα και τα συναφή. Ανθρώπων που στους προλόγους ή τις υποσημειώσεις των (νομικών) βιβλίων τους θεωρούν απαραίτητο να διευκρινίσουν γλωσσικά ζητήματα, να διακηρύξουν γλωσσικές “θέσεις” ή να μας μυήσουν σε μια δήθεν «ορθότερη» γλώσσα που μόνον εκείνοι κατέχουν. Ανθρώπων που θεωρούν ότι για να γράψω ένα νομικό κείμενο πρέπει να ανοίξω δεκαπέντε φορές τον Μπαμπινιώτη για να δω ποιά είναι η δική του (συχνά ιδιότροπη) θέση πάνω στην ορθογραφία μιας λέξης και στο τέλος, να την υιοθετήσω κιόλας. Ανθρώπων που χάνουν το μεγάλο νομικό δάσος, εστιάζοντας σε ένα μικρό (και βολικό) γλωσσικό θαμνάκι…
Αρνούμαι να παίξω το παιχνίδι αυτών των συναδέλφων μου και διακηρύσσω μέσω του Post μου αυτή μου την άρνηση, κατασκευάζοντας μια τυπολογία-παθολογία των συνηθειών τους, την οποία και αποκηρύσσω προσωπικώς. Αυτό είναι όλο κι όλο το νόημα του Post μου. Τα δε παραγωγικά αίτια της γραφής μου αυτής είναι ποικίλα, αλλά μπορεί κανείς να τα φανταστεί: Ασχολούμενος ο ίδιος με την συγγραφή νομικής (όχι φιλολογικής) διατριβής δεν θέλω να με επιβαρύνει κανείς (ιδίως οι συνάδελφοι και δυνάμει κριτές μου) με την φιλολογική τους υποχονδρία!
Υγ. Για όποιον δεν συμμετέχει στην ελληνική επιστημονική κοινότητα είναι ίσως δύσκολο να φανταστεί την κατάσταση που περιγράφω στο post. Ενδέχεται βεβαίως να υπερβάλλω κάπως στην περιγραφή μου, αλλά σας διαβεβαιώ ότι δεν περιγράφω ανύπαρκτες καταστάσεις, που τις έβγαλα από το μυαλό μου. Την έμπνευση δε για το κείμενό μου, μου την έδωσε η ανάμνηση του περιστατικού που περιγράφω στο υστερόγραφο σε συνδυασμό με την ατυχία που είχε πρόσφατα ένας καλός μου φίλος, να πέσει θύμα γλωσσικής τρομοκρατίας.
παρολο που δεν το χω δει ποτε, δεν μου φαινεται δυσκολο να το πιστεψω.
νομιζω οτι ισχυει οτι στην Ελλαδα γενικα το γλωσσικο ζητημα εχει ασυνηθιστα μεγαλες διαστασεις. Ολοι εχουν γνωμη και μαλιστα εχουν ιδιαιτερα δυνατα συναισθηματα σχετικα με το ζητημα. Το οτι συμβαινει στην νομικη οι επαγγελματιες να εχουν μια ακομα πιο αυξημενη ενασχοληση με το ζητημα δεν ειναι περιεργο, οι ανθρωποι χειριζονται τον λογο κατεπαγγελμα.
Το περιεργο ειναι οτι γενικα αυξημενη σημασια στο θεμα δινουν και αλλοι επιστημονες. Ας πουμε ενας Αμερικανος φυσικος καμμια ιδιαιτερη γνωμη δεν θα εχει σε ορθογραφικα ζητηματα, ενας Ελληνας συχνα εχει αποτι παρατηρω.
Δεν νομιζω οτι ειναι μονο θεμα φιλελευθερισμου (οι Αμερικανοι γενικα ειναι πιο ανεκτικοι στο διαφορετικο), ειναι μαλλον μια ελληνικη ιδιοτροπια:
α) το γλωσσικο ζητημα εχει παναρχαια ιστορια
β) η ολη μας εθνικη ταυτοτητα εχει οικοδομηθει λιγο πολυ πανω στην γλωσσα μας, οπτοε λογικο ειναι πολλοι ανθρωποι να εχουν δυνατα αισθηματα στο θεμα.
ναι κατάλαβα κτ, ξαναδιάβασα το κείμενο σου λίγο.
Αλλου ειχε πάει το μυαλό μου σε πρώτο (βιαστικό οντως) διάβασμα.
Σκέφτηκα τα αμερικάνικα legalese που ειναι η υπεβολικά κατα πολλούς τεχνική γλώσσα που χρησιμοποιούν οι αμερικανοί (πρακτικοί) δικηγόροι.
Ακόμη και για native speakers ειναι σχεδόν αδύνατο να καταλάβεις τι λένε, τι πραγματεύονται σε νομικό κείμενο.
Απο αυτή την άποψη τα πράματα ειναι πολύ χειρότερα απ’οτι σε ελληνικό νομικό κείμενο.
Ξενερώνουν τους πάντες. Οι κυνικοί αμερικάνοι πιστεύουν οτι οι δικηγόροι το κάνουν επίτηδες για να κρατήσουν ….το επάγγελμα “κλειστό”. Να μη μπορει να τους βγεί (η να τους μπει) κανείς.
Συνεννοούνται μόνο μεταξύ τους.
Και χρεώνουν τη δέουσα τιμή.
Καθότι δεν ειμαι δικηγόρος, θα μπορούσα να δώσω την εξής εξήγηση (εκτός απο αυτήν που δίνει εδώ πάνω ο ΣΓ).
Οπως οι τεχνολόγοι χρησιμοποιουν γλώσσες προγραμματισμού (C/C++, Java, Assembly κλπ) η Μαθηματικά (ανάλυση, αλγεβρα, γεωμετρία, στατιστική, πιθανότητες κλπ) για να εξηγήσουν τη δουλειά τους ετσι αισθάνονται και αυτοι την ανάγκη να χρησιμοποιήσουν τη δική τους γλώσσα ..”προγραμματισμού”.
Το αν ειναι χρήσιμο η απαραίτητο αυτό, μια άλλη ιστορία..
τα λέμε,
Ενδιαφέρον post – με το οποίο δε συμφωνώ.
Λέτε ότι υπάρχουν:
Περί γλωσσικού σχολαστικισμού: ιδιαιτερότητα της νομικής επιστήμης είναι ότι περιεχόμενο και περιτύλιγμα ταυτίζονται. Όπλα μας οι λέξεις, και οι απειροελάχιστες αποχρώσεις τους. Ο μαθηματικός, ο χημικός, ο φυσικός θα χρησιμοποιήσουν σύμβολα και διαγράμματα για να ορίσουν επακριβώς τη σκέψη τους – ο νομικός δεν έχει αυτή την πολυτέλεια. Είναι καταδικασμένος να χρησιμοποιεί μόνο λέξεις. Και “le diable est dans le detail”, ο διάβολος βρίσκεται στη λεπτομέρεια. Η σχολαστική τυποποίηση της νομικής γλώσσας οφείλεται κατ’ εμέ στην επιτακτική ανάγκη ομοιόμορφης κατανόησης του κειμένου από την υπόλοιπη νομική κοινότητα (νομοθέτη, δικαστή, αντίδικο, καθηγητή, μελετητή) – αυτός είναι ο λόγος που η νομική γλώσσα αλλάζει με αργότερους ρυθμούς από την καθομιλουμένη. Αυτός είναι και ο λόγος που η νομική είναι και
Τώρα, αν ένα “τυποποιημένο” κείμενο “ερασιτέχνη φιλολόγου ή λογοτέχνη” είναι κενό περιεχομένου (συμφωνώ μαζί σας, ενίοτε συμβαίνει και αυτό! ), είμαι βέβαιος, ελπίζω και εύχομαι όλα τα ασύνδετα σχήματα, όλα τα λατινικά ρητά, όλες οι τριτόκλιτες γενικές σε -εως, όλα τα δοτικοφανή επιρρήματα και όλα τα συνηρρημένα ρήματα του κόσμου να μην το γλυτώσουν από το κοφτερό μυαλό (και λόγο) των συναδέλφων μας.
Περί γλωσσικού ναρκισσισμού: καταλαβαίνω τι εννοείτε – παραδείγματα έρχονται και στο δικό μου μυαλό εύκολα. Αλλά ας μη παρασυρόμαστε σε εύκολη κριτική – ειδικά σε ζητήματα υποκειμενικά, όπως το γλωσσικό αισθητήριο του καθενός και ο ναρκισσισμός των συνανθρώπων μας. Αν ένα βιβλίο ή άρθρο είναι καλώς συντεταγμένο σύμφωνα με το γλωσσικό τύπο του συγγραφέως, και το νόημά του μη δεκτικό παρεξηγήσεως, ευπρόσδεκτο και μελετητέο, ως έχει – μέχρι, ει δυνατόν, να βρούμε ένα άλλο βιβλίο ή άρθρο που πραγματεύεται το ίδιο αντικείμενο με την ίδια ακρίβεια σε γλώσσα πιο εύπεπτη για μας.
Περί γλωσσικής τρομοκρατίας: άνευ παρεξηγήσεως, υπερβάλλετε!
(Εναλλακτικά, είμαι εγώ αφελής και πιστεύω ότι όλοι καλόπιστα διαβάζουμε τα πονήματα των συναδέλφων μας πιστεύοντας ότι, αν δεν είχαν κάτι καινούργιο να πουν, δε θα τα έγραφαν…)
Σημείωση: ο γράφων είναι νομικός και – κατά πάσα πιθανότητα – υπήρξε φοιτητής του “ακαδημαϊκού” σας!
Undantag,
Περί γλωσσικού σχολαστικισμού: Στο post μου δεν υποστηρίζω ότι στην νομική δεν έχουν σημασία οι λεπτές νοηματικές αποχρώσεις των λέξεων ή ότι δεν χρειάζονται οι νομικοί μια δική τους, τυποποιημένη «τεχνική» γλώσσα και ορολογία (που –σημειωτέον Sim- αναγκαστικά θα παραμένει απροσπέλαστη από όσους δεν έχουν μυηθεί με σπουδές στο αλφάβητό της –αυτό ισχύει σε κάθε επιστήμη). Ως προς αυτά δεν χρειάζεται να συζητήσουμε περισσότερο, η παρανόηση νομίζω αποφεύγεται με το δεύτερο σχόλιό μου. Νομίζω λοιπόν ότι το δικό σας σχόλιο στο περί γλωσσικού σχολαστικισμού σκέλος του είναι εκτός θέματος. Η δε κατακλείδα σε αυτό, δηλ. η θέση ότι τα νομικά είναι και ερασιτεχνική φιλολογία ή λογοτεχνία προσωπικώς με ξενίζει, και νομίζω ότι μένει προς το παρόν ατεκμηρίωτη.
Περί γλωσσικού ναρκισσισμού: Επειδή τα πράγματα εδώ είναι πράγματι υποκειμενικά, επειδή κι εγώ πιστεύω στην ίδια charity που και σεις θέλετε να διέπει την εκ μέρους μας ανάγνωση κειμένων των συναδέλφων μας, μένει να βρεθεί και ένα ασφαλές κριτήριο, ώστε να καταλαβαίνουμε τους γλωσσικούς νάρκισσους και να τους απομονώνουμε. Που μπορεί να βρεθεί αυτό το κριτήριο; Κατά την γνώμη μου –και ως έναν βαθμό- στην εκτός κειμένου επικοινωνία μαζί τους! Οι γλωσσικοί νάρκισσοι προδίδονται πολύ εύκολα σε αυτή την επικοινωνία, γιατί πολύ σύντομα αφήνουν την κουβέντα για τα νομικά και αρχίζουν να σου μιλάνε για την υπέροχη και «ορθή» γλώσσα (τους), την οποία σε προσκαλούν κάποτε να θαυμάσεις και συ. Πολλοί «τσιμπάνε» σε τέτοιες προσκλήσεις, ιδίως όταν προέρχονται και από καθηγητές τους. Εγώ απλώς λέω, να είμαστε πιο προσεκτικοί.
Περί γλωσσικής τρομοκρατίας: Προέβλεψα ήδη το ενδεχόμενο να υπερβάλλω κάπως στην περιγραφή της παθολογίας. Αλλά νομίζω ότι και οι τρομοκράτες υπερβάλλουν, όταν τρομοκρατούν τα ανυποψίαστα (;) θύματά τους λέγοντάς τους ότι η «ορθή» γλώσσα επιβάλλει να γράψουμε «στο πλαίσιο» και όχι «στα πλαίσια της τάδε άποψης…» (από που προκύπτει άραγε ότι το πλαίσιο μιας άποψης είναι ένα και όχι πολλά;). Εσείς πάλι –επιτρέψτε μου- ενδέχεται πράγματι να είστε υπερβολικά καλόπιστος: Ποιός σας είπε ότι γράφει κανείς μόνον όταν έχει κάτι να πει; Αντιθέτως, νομίζω ότι πολλοί νομικοί γράφουν μολονότι (ή ιδίως όταν) δεν έχουν κάτι να πουν. Το να έχεις κάτι να πεις δεν είναι δυστυχώς αναγκαίος όρος για την συγγραφή ενός νομικού κειμένου. Αν αυτό σας φαίνεται τόσο παράξενο, τότε σας προσκαλώ να διαβάσετε και το επόμενο κείμενό μου (αν δεν έχετε κάτι καλύτερο να κάνετε).