Κατά του Ν. 927/1979 ΙΙ

Συνεχίζω σήμερα με την ερμηνεία του άρ. 1 Ν. 927/1979. Υπενθυμίζω ότι έχουν προηγηθή άλλες μία, δύο φλύαρες αναρτήσεις, οιονεί εισαγωγικές.

804_image_10.jpg

Wir müssen die Juden ausrotten!

Σύμφωνα με το άρ. 1 παρ. 1 Ν. 927/1979 «Όστις δημοσίως, είτε προφορικώς είτε διά του τύπου ή διά γραπτών κειμένων ή εικονογραφήσεων ή παντός ετέρου μέσου εκ προθέσεως προτρέπει εις πράξεις ή ενεργείας δυναμένας να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βίαν κατά προσώπων ή ομάδες προσώπων εκ μόνου του λόγου της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής του ή του θρησκεύματος, τιμωρείται με φυλάκισιν μέχρι δύο ετών ή με χρηματικήν ποινήν ή και δι’ αμφοτέρων των ποινών τούτων»

Η εύκολη λύση θα ήταν να υποστηρίξω ότι ο νόμος είναι αντισυνταγματικός στο σύνολό του και να ξεμπερδεύω. Θα αντισταθώ στην ευκολία αυτή, όχι μόνο επειδή ο σεβασμός στην διάκριση των λειτουργιών επιτάσσει τα δικαστήρια να εξαντλούν κάθε περιθώριο σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας, προτού κηρύξουν νόμο αντισυνταγματικό, αλλά και επειδή τα όρια νομιμότητας και σκοπιμότητας μιας ρύθμισης δεν είναι σαφή. Η ερμηνεία μου είναι βέβαια σαφώς περιοριστική, όπως είναι όμως και η ερμηνεία που τελείται με τα συνήθη ερμηνευτικά εργαλεία σε κάθε άλλη ποινική πρόβλεψη.

Το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης και διάδοσης των στοχασμών που κατοχυρώνεται στο άρ. 14 παρ. 1 Συντ. φυσικά και δεν είναι δικαίωμα ανεπίδεκτο περιορισμών, ένα οιονεί υπερδικαίωμα, a priori ανώτερο όλων των άλλων. Είναι όμως η συστατική της δημοκρατικής πολιτείας λειτουργία του εκείνη που τέμνει την νομική απορία: και κατ’ αυτήν την αναφορά θα ισχύση το αξίωμα in dubio pro libertate! Αυτός θα είναι και ο ερμηνευτικός μου γνώμονας.

elliniko_paratiritirio_helsinki.gif

Άγρυπνοι φρουροί της ελευθερίας του λόγου.

Bοήθειά μας.

Στην υπό κρίσιν διάταξη προβληματικό είναι εν πρώτοις το προστατευόμενο έννομο αγαθό (πράγμα που έχει μεγάλη πρακτική σημασία και για το περιλάλητο ζήτημα της παράστασης πολιτικής αγωγής). Το έννομο αγαθό μπορεί να είναι είτε ατομικό είτε υπερατομικό, η αναφορά σε «ομάδες προσώπων» όμως ευνοεί την υπερατομική σύλληψη του εννόμου αγαθού (γιατί για ποιον λόγο χρειαζόταν διαφορετικά;). ‘Αλλωστε, αν ήταν ατομικό το προστατευόμενο έννομο αγαθό και βεβαιωνόταν κάπως η αμεσότητα της ζημίας, θα θεμελιωνόταν χωριστό δικαίωμα παράστασης πολιτικής αγωγής ενός εκάστου των μελών της θιγόμενης ομάδας, ενδεχομένως δηλαδή και εκατομμυρίων ανθρώπων, όπερ άτοπον. Γιαυτό το νομικό αντικείμενο του εγκλήματος είναι υπερατομικό, φορέας του άρα είναι η θιγόμενη ομάδα, ερμηνευτική εκδοχή που δεν αποκλείει την παράσταση πολιτικής αγωγής, όπως ακριβώς στην πλαστογραφία παρίσταται εκείνος του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή. Ένα έγκλημα όμως που στρέφεται κατά κάποιου θολού υπερατομικού εννόμου αγαθού πάντοτε προκαλεί την δυσπιστία, τουλάχιστον σε εμένα.

Εξάλλου, η «προτροπή» ως βασική εγκληματική συμπεριφορά παραπέμπει στα εγκλήματα του ΣΤ΄ Κεφαλαίου του Ποινικού Κώδικα περί επιβουλής κατά της δημοσίας τάξεως, ιδίως δε στην διέγερση του άρ. 184 ΠΚ («Όποιος δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο προκαλεί ή διεγείρει σε διάπραξη κακουργήματος ή πλημμελήματος, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών»), στην πρόκληση σε τέλεση του άρ. 186 παρ. 1 και 2 («1. Όποιος προκαλεί ή παροτρύνει με οποιονδήποτε τρόπο κάποιον να διαπράξει ορισμένο κακούργημα, καθώς και όποιος προσφέρεται ή αποδέχεται τέτοια πρόκληση ή προσφορά, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. 2. Όποιος προκαλεί ή παροτρύνει με οποιονδήποτε τρόπο κάποιον να διαπράξει ορισμένο πλημμέλημα, καθώς και όποιος προσφέρεται για αυτό και όποιος αποδέχεται τέτοια πρόκληση ή προσφορά, τιμωρείται με την ποινή που προβλέπεται για το σχεδιαζόμενο πλημμέλημα ελαττωμένη κατά το άρ. 83»), στην διατάραξη της ειρήνης των πολιτών του άρ. 190 ΠΚ («Όποιος με απειλές ότι θα διαπραχθούν κακουργήματα ή πλημμελήματα διεγείρει σε ανησυχία ή τρόμο τους πολίτες, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών»), στην διέγερση του άρ. 192 ΠΚ («Όποιος δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο προκαλεί ή διεγείρει τους πολίτες σε βιαιοπραγίες μεταξύ τους ή σε αμοιβαία διχόνοια και έτσι διαταράσσει την κοινή ειρήνη, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν σύμφωνα με άλλη διάταξη δεν επιβάλλεται αυστηρότερη ποινή»). Όλες αυτές οι διατάξεις έχουν τα δικά τους ερμηνευτικά και συχνά μεγάλα δικαιοκρατικά προβλήματα, που καθιστούν αμφίβολη την σκοπιμότητα της διατήρησής τους, η ύπαρξή τους θέτει όμως μια σειρά από ερωτήματα: α) δεν επαρκούσαν τάχα ήδη οι διατάξεις αυτές;, β) πώς συρρέουν με το αδίκημα του άρ. 1 παρ. 1 Ν. 927/1979;, γ) γιατί όσοι παραπονούνται για αδράνεια των διωκτικών αρχών στον ρατσιστικό λόγο κ.λπ. κ.λπ. δεν χρησιμοποίησαν ποτέ τις διατάξεις αυτές, αλλά έτεκον μυν με την μετατροπή του κατ’ έγκλησιν διωκόμενου αδικήματος του άρ. 1 παρ. 1 Ν. 927/1979 σε αυτεπαγγέλτως διωκόμενο;

evraioi-oli-i-alitheia.jpg

Μετά από την τόση δωρεάν διαφήμιση χάρη στο ΕΠΣΕ και στο ΚΙΣ, λίγη ακόμα δεν βλάπτει…

Ο αυτουργός πρέπει να προτρέπη σε «πράξεις ή ενεργείας» (η διάκριση της διάταξης ανάμεσα σε πράξεις και ενέργειες υποδηλώνει απλώς τρικυμία εν κρανίω του νομοθέτη, δεδομένου ότι στις πράξεις συμπεριλαμβάνονται οι ενέργειες). Η προτροπή δεν ταυτίζεται με την ηθική αυτουργία, αλλά συρρέει φαινομένως με αυτήν στην περίπτωση που πράγματι έλαβε χώρα πράξη βίας.

Περαιτέρω, πρόκειται για έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης, δηλαδή για την πλήρωση της αντικειμενικής του υπόστασης απαιτείται η αντικειμενική προσφορότητα της συμπεριφοράς να επιφέρη τα αποτελέσματα των διακρίσεων, του μίσους ή της βίας, χωρίς να αρκή η αφηρημένη επικινδυνότητα της συμπεριφοράς, αλλά ούτε και να απαιτείται η in concreto δημιουργία κάποιου συγκεκριμένου κινδύνου.

Δυνητικό αποτέλεσμα της προτροπής είναι οι διακρίσεις, το μίσος και η βία. Από τις έννοιες αυτές η «βία» είναι η καλύτερα ωρισμένη. Οι «διακρίσεις» μπορεί να ερμηνευθούν σύμφωνα με τον (μεταγενέστερο) Ν. 3304/2005. Εκείνο που με απασχολεί ιδιαιτέρως όμως είναι το «μίσος».

Βασική αρχή του Ποινικού Δικαίου, που καθορίζεται και στο άρ. 7 παρ. 1 Συντ., είναι η αρχή cogitationis poenam nemo patitur. «Ουδείς πάσχει ποινήν σκέψεως» ας την αποδώσουμε πομπωδώς. Η αρχή αυτή ορίζει το Ποινικό Δίκαιο ως εξωτερική κανονιστική τάξη (σε αντίθεση με την Ηθική ας πούμε) και απαιτεί ως ελάχιστο του ποινικού ενδιαφέροντος την πράξη. Ως εδώ καλά. Καλά και αυτονόητα. Τόσο αυτονόητα που είναι μάλλον ανιαρά και κενά περιεχομένου.

Υποστηρίζω ότι η αρχή αυτή, πλην κάποιων άλλων όψεων που ελπίζω να αναπτύξω εν καιρώ, για να εννοηματωθή πλήρως, απαγορεύει στο κράτος να αναγορεύη σε εγκληματικό αποτέλεσμα, τυποποιημένο σε ποινική διάταξη και κολαζόμενο από το Ποινικό Δίκαιο, την cogitatio κάποιου άλλου. Το ερώτημα που τίθεται δηλαδή είναι εάν και κατά πόσον νομιμοποιείται ο ποινικός νομοθέτης να καθιστά αξιόποινη την πρόκληση ενός συναισθήματος, έστω και αν είναι αυτό αποδοκιμαστέο ή αντικοινωνικό, εφόσον καμία ανταπόκριση στον εξωτερικό κόσμο δεν ανευρίσκει. Αν όμως τιμωρείται η πρόκληση μίσους, ο πρωτεύων κανόνας δεν μπορεί παρά να είναι πολύ κοντά στην επιταγή προς αγάπη. Και τέτοια πράγματα δεν είναι δουλειά καμιάς κρατικής υπηρεσίας. Το Ποινικό Δίκαιο δεν επιτρέπεται να τεθή στην υπηρεσία μιας κοινωνικής μηχανικής τέτοιου είδους. Εφόσον δηλαδή το Ποινικό Δίκαιο απαγορεύεται να επεμβαίνη στον εσωτερικό κόσμο των πολιτών και ως εκ τούτου δεν επιτρέπεται να διώκη όποιον δοκιμάζει απλώς ένα συναίσθημα, όπως είναι το μίσος, πολύ περισσότερο τυγχάνει αδιανόητο να αναγορεύη σε εγκληματία τον ηθικό αυτουργό της γέννησής του. Το «μίσος» δεν είναι πράξη υπό την έννοια του Ποινικού Δικαίου, άρα η εγκληματοποίησή του αντιβαίνει στα άρ. 7 παρ. 1 Συντ. και 14 ΠΚ, ενώ και η εγκληματοποίηση της πρόκλησής του, πολλώ δε μάλλον της δυνητικότητας του κινδύνου της πρόκλησής του, παραβιάζει την αρχή της περιωρισμένης εξαρτήσεως της συμμετοχικής δράσης.

Αποκλειστικό αίτιο της προτροπής του αυτουργού υπό την έννοια της θεωρίας του ισοδυνάμου των όρων πρέπει να είναι η φυλετική ή εθνική καταγωγή ή το θρήσκευμα, δεν αρκεί όμως να είναι συντρέχον, π.χ. προσωπική εμπάθεια λόγω προηγούμενης έριδας. Απαιτείται με άλλα λόγια να ισχύη: ο αυτουργός δεν θα προέτρεπε, αν δεν υπήρχε η συγκεκριμένη φυλετική ή εθνική καταγωγή ή το θρήσκευμα, και προτρέπει μόνο και μόνο επειδή συντρέχουν οι όροι αυτοί. Συνεπώς, αν οι λόγοι που προβάλλει ο αυτουργός για την προτροπή δεν συνδέονται αποκλειστικώς με τους όρους αυτούς, πρέπει να διερευνάται αν αυτό γίνεται ειλικρινώς ή προσχηματικά (έρευνα ως προς την οποία ισχύει φυσικά η αποδεικτική αρχή in dubio pro reo). Είναι δηλαδή δύο πολύ διαφορετικά πράγματα οι προτροπές «Κάψτε τους, γιατί μας αδίκησαν» και «Κάψτε τους, γιατί είναι Χ»∙ η διάταξη καλύπτει μόνο την δεύτερη. Δεν είναι αξιόποινη η προτροπή που ανάγεται σε οποιοδήποτε άλλο αίτιο, π.χ. πολιτική ιδεολογία, οπαδική επιλογή, γενετήσια προτίμηση, χρώμα μαλλιών, αριστεροχειρία ή δεξιοχειρία, τοπική καταγωγή.

tsoliades.jpg

Ετσι θέλουν οι Έλληνες, διότι μόνον έτσι καταλαβαίνουν: εντός 24 ωρών και εκτελεστικό απόσπασμα.

Υποκειμενικώς αρκεί ενδεχόμενος δόλος του αυτουργού, που πρέπει να καλύπτη, μεταξύ άλλων, την δημόσια τέλεση της πράξης, την δυνητική επικινδυνότητα της προτροπής, και μάλιστα ως προς τα συγκεκριμένα αποτελέσματα των διακρίσεων, του μίσους ή της βίας και την φυλετική ή εθνική καταγωγή ή το θρήσκευμα ως αιτιώδεις όρους για την τέλεση της πράξης της προτροπής.

Και ένα σύντομο συστηματικό σχόλιο: δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υφίσταται και επικίνδυνος λόγος και ότι οι αξιώσεις προστασίας του είναι μειωμένες. Πριν όμως και πέραν του Ν. 927/1979 υπήρχαν και εξακολουθούν να ισχύουν δύο δέσμες διατάξεων με αυτήν την στόχευση. Αφενός ένα πρώτο, στενό κύκλο αποτελεί η ηθική αυτουργία, ως προς την εγκληματοποίηση της οποίας υπάρχει ομοφωνία και μόνο κάποιες λεπτομέρειες αμφισβητούνται. Ο δεύτερος, ευρύτερος κύκλος περιορισμού του λόγου/προστασίας από τον λόγο αποτελείται από τα προαναφερθέντα εγκλήματα του ΣΤ΄ Κεφαλαίου του Ποινικού Κώδικα. Δεν περιττεύει καθόλου να αναφέρω ότι τα εγκλήματα αυτά ιστορικά χρησιμοποιήθηκαν για την καταστολή δυσάρεστων μειοψηφικών φωνών και ότι Καθηγητές με αδιαμφισβήτητα πιστοποιητικά δημοκρατικών φρονημάτων (τέτοια που ζητούνται σήμερα από όσους στρεφόμαστε κατά του Ν. 927/1979 και χαιρετήσαμε την αθώωση Πλεύρη), όπως ο Μαγκάκης και ο Μανωλεδάκης, ερμήνευσαν πολύ εχθρικά -και δικαίως!- τις διατάξεις αυτές. Σήμερα βρισκόμαστε ενώπιον του παράδοξου φαινομένου να προασπίζωνται τεταγμένοι, υποτίθεται, πρόμαχοι των συνταγματικών μας δικαιωμάτων έναν τρίτο, ευρύτατο κύκλο περιορισμού του λόγου, με θολά έννομα αγαθά, δυνητική διακινδύνευση, ποινικοποίηση πρόκλησης συναισθημάτων, δίκες όπου αναζητείται η αληθής έννοια του Ταλμούδ και δεν συμμαζεύεται…

21 thoughts on “Κατά του Ν. 927/1979 ΙΙ”

  1. Αθανάσιε,

    ενδιαφέρον, αλλά ως πιο ειδικός δε γράφεις κάτι και για την απόφαση Σανιδά να μη στείλει τη δικογραφία στη βουλή καθώς και για το αν υπάρχει εξωθεσμική παρέμβαση του ΠΑΣΟΚ ή της ΝΔ στη δικαστική εξουσία?

    Reply
  2. θαναση πολυ καλο και δουλεμενο το κειμενο σου.

    βεβαια για αλλη μια φορα δεν ειμαι ακριβως σιγουρος που καταληγεις.

    Πες μου λοιπον, η διέγερση του άρ. 184 ΠΚ (και αλλα δυο τρια αρθρα) λες καλυπτουν πληρως το ζητημα και μου φαινεται λογικο. Τι προβλημα εχεις ομως με αυτα τα αρθρα?
    Θεωρεις δηλαδη οτι η διεγερση σε εγκλημα δεν πρεπει να αποτρεπεται/τιμωρειται?

    Τα περι μισους τα αναλυεις μια χαρα, παλι ομως εντυπωση μου ειναι οτι κανεις δεν προσπαθει να περιορισει το μισος μονο του, αλλα τις αναπαντεχες συνεπειες (βλ τριτο ραϊχ) στις οποιες μπορει να οδηγηθει μια κοινωνια με διαδεδομενο μισος. Δεν θεωρεις οτι η αποφυγη τετοιων καταστασεων δικαιολογει να μιλαμε για εν χωριστο “εγκλημα” και να το τιμωρουμε, ακομα και αν τα αποτελεσματα της πραξης δεν ειναι εντελως ντετερμινιστικα? (δηλαδη ακομα και αν δεν ειναι σιγουρο οτι θα φτασουμε στο τριτο ραϊχ, οποιος το αποζητα δεν πρεπει να αποτρεπεται?)

    Εδω εχω και ενα γενικοτερο ερωτημα που νομιζω ειχα συζητησει με Κων/νο καποτε: μερικες πραξεις δεν πρεπει να τιμωρουνται ασχετως συνεπειων, οταν οι συνεπειες ειναι στοχαστικες (μη ντετερμινιστικες, αβεβαιες)? Αν ριξ μια χειροβομβιδα απο το παραθυρο χωρις να δω αν περναει κανεις, δεν πρεπει να τιμωρηθω, ακομα και αν δεν περναει τελικα κανεις και δεν εχουμε θυματα?

    ΥΓ Γενικα θα προτεινα, αν δεν σε κουραζει, να γραφεις κειμενα σε δυο επιπεδα. Στο πρωτο και εισαγωγικο επιπεδο να λες συνοπτκα και ισως και μονο με παραδειγματα τι ισχυει και τι σου φταιει, στο δευτερο να μπαινεις στις σιγουρα ουσιαστικες και ενδιαφερουσες λεπτομερειες, που ομως οι περισσοτεροι δεν κατανοουμε.

    Reply
  3. Κώστα, έχεις δίκιο, αλλά ίσως έχεις μαντέψει ότι χωνεύω την επικαιρότητα με πολύ αργούς ρυθμούς. Ίσως κατά το φθινόπωρο να σκεφτώ κάτι. :-)

    ΣΓ, ευχαριστώ για τα καλά λόγια. Το αρθράκι μού στοίχισε ατελείωτα ξενύχτια ;-). Δεν είναι όμως ακόμη πιο τέλεια η εικονογράφηση;

    Πες μου λοιπον, η διέγερση του άρ. 184 ΠΚ (και αλλα δυο τρια αρθρα) λες καλυπτουν πληρως το ζητημα και μου φαινεται λογικο. Τι προβλημα εχεις ομως με αυτα τα αρθρα?

    Η πλάκα είναι ότι το 184 είναι από τα λίγα άρθρα αυτού του κεφαλαίου που δεν θα καταργούσα (διαβάζετε τον *(^%$% τον σύνδεσμο καμιά φορά!). Θα καταλάβης αν δης τις δημοσιευμένες αποφάσεις για όλα αυτά. Έχουν χρησιμοποιηθή για την πάταξη των μειοψηφικών απόψεων και για τίποτε άλλο, θα τα γράψω κάποια στιγμή.

    ομως εντυπωση μου ειναι οτι κανεις δεν προσπαθει να τιμωρεσαι το μισος μονο του, αλλα τις αναπαντεχες συνεπειες

    Για τις συνέπειες υπήρχαν και υπάρχουν εγκλήματα, το τι θα νιώθουμε είναι καινούργια εξωτική οπώρα στα χωράφια του Ποινικού.

    που νομιζω ειχα συζητησει με Κων/νο καποτε

    Θεέ μου, ελπίζω να μην εννοής με τον ΚΤ… Εκτός αν εννοείς με τον Καλλίρη, οπότε είναι ακόμη πιο σοβαρό…

    μερικες πραξεις δεν πρεπει να τιμωρουνται ασχετως συνεπειων, οταν οι συνεπειες ειναι στοχαστικες (μη ντετερμινιστικες, αβεβαιες)? Αν ριξ μια χειροβομβιδα απο το παραθυρο χωρις να δω αν περναει κανεις, δεν πρεπει να τιμωρηθω, ακομα και αν δεν περναει τελικα κανεις και δεν εχουμε θυματα?

    Σου είπε κανείς ότι επιτρέπεται; Ψέματα σου είπε. Υπάρχουν εγκλήματα αποτελέσματος και εγκλήματα συμπεριφοράς, που δεν απαιτούν και αποτέλεσμα. Όπως το περί ου ο λόγος καληώρα.

    που ομως οι περισσοτεροι δεν κατανοουμε.

    Ναι, καλά, σιγά την βαθειά σκέψη, απλώς βαριέστε να διαβάσετε! :-)

    Reply
  4. Το «μίσος» δεν είναι πράξη υπό την έννοια του Ποινικού Δικαίου, άρα η εγκληματοποίησή του αντιβαίνει στα άρ. 7 παρ. 1 Συντ. και 14 ΠΚ, ενώ και η εγκληματοποίηση της πρόκλησής του, πολλώ δε μάλλον της δυνητικότητας του κινδύνου της πρόκλησής του, παραβιάζει την αρχή της περιωρισμένης εξαρτήσεως της συμμετοχικής δράσης.

    Καταλαβαίνω το πρώτο μισό, αλλά στο δεύτερο… πώς την παραβιάζει;

    Το «μίσος» δεν πρέπει να το βλέπεις απλά ως μια συναισθηματική φόρτιση σ’αυτήν την περίπτωση, έχει επιπτώσεις. Με την ίδια λογική κάποιος θα μπορούσε να πει πως το mobbing είναι απλά «αντιπάθεια στο γραφείο»…

    Reply
  5. Αθανάσιε, πολύ αξιόλογο και αυτό το κείμενο, στη σειρά κατά του ν. 927/1979. Αν θέλεις, να επισημάνω τη νομολογία του αμερικανικού Supreme Court, του οποίου οι αποφάσεις λαμβάνονται υπό την ισχύ της περίφημης Πρώτης Τροπολογίας του αμερικανικού Συντάγματος: “Congress shall make no law … abridging the freedom of speech …”. Όπως εξελίχθηκε η νομολογία αυτή τον 20ό αιώνα, κατέληξε στο τέλος να τιμωρεί το λόγο, στο βαθμό που συσχετίζεται με clear, present, and imminent danger. Απαιτείται, δηλαδή, η σύνδεση του λόγου με αποτέλεσμα (πράξεις βίας ή οτιδήποτε άλλο), ακόμη και δυνητική, να είναι πολύ στενή. Φυσικά, η πρόκληση “μίσους” γενικώς και αορίστως δεν μπορεί, υπό τη νομολογία αυτή, αλλά και τη συνταγματική διάταξη που ανέφερα, να δικαιολογήσει περιορισμό της ελευθερίας του λόγου. Πρόκειται για νομολογία, η οποία κυμάνθηκε – ήταν πολύ περισσότερο περιοριστική της ελευθερίας του λόγου κατά τη δεκαετία του ’20, οπότε είχαμε την πρώτη Red Scare στην Αμερική (φόβους, ακόμη και κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ότι θα ανατραπεί το καθεστώς και θα επικρατήσει ο κομμουνισμός στις ΗΠΑ) και, βέβαια, κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, ιδίως τη δεκαετία του ’50. Ήδη από το 1968 και μετά, όμως, έχει υιοθετηθεί το “clear, present, and imminent danger test” ως μεθοδολογία για τη δικαιολόγηση περιορισμού στην ελευθερία του λόγου.

    Reply
  6. Το νόημα είναι: αν δεν μπορεί να απαγορευτή να νιώθω μίσος, δεν μπορεί να απαγορευτή και να μου πης να νιώθω μίσος.

    Ανεξάρτητα απ’το τεχνικό μέρος,

    μα δε σου απαγορεύεται. Σου απαγορεύεται να την εκφράζεις όταν ζημιώνεις κάποιον τρίτο. Γι’αυτό σου ζητώ να το συγκρίνεις και με τη νομοθεσία που θεσπίστηκε για το mobbing σε κάθε-άλλο-παρά-ανελεύθερα κράτη.

    Το mobbing ουσιαστικά είναι η έκφανση μίσους στον χώρο εργασίας και έχει ακριβώς αυτά τα χαρακτηριστικά που περιγράφεις ως «αδάμαστα»: δε μπορείς να απογορεύσεις κάποιον να μην πηγαίνει κάποιον άλλον!

    Επειδή όμως το ζήτημα έχει επιβλαβείς προεκτάσεις (πχ στην παραγωγικότητα των ατόμων, στο well-being τους, κλπ) φρόντισαν ορισμένα αναπτυγμένα κράτη να νομοθετήσουν στο θέμα.

    Ανελεύθερο;

    Reply
  7. Ενώ η ερμηνεία που επιχειρεί ο ΑΑ στον νόμο που τον απασχολεί έχει ενδιαφέρον, πάσχει, νομίζω, από σημαντικά ελατώμματα που χρειάζεται να επισημανθούν:

    1. Δεν είναι πλήρης. Ο ΑΑ φαίνεται να υποβαθμίζει (εσκεμμένα;) την ιστορικοβουλητική ερμηνεία, δηλαδή την αναζήτηση της βούλησης του ιστορικού νομοθέτη ως μέσον για την προσέγγιση της επίμαχης διάταξης. Σε μια εποχή που οι μεθοδολόγοι τονίζουν ολοένα και περισσότερο την αξία του ιστορικού επιχειρήματος κατά την ερμηνεία του νόμου, ο ΑΑ ανεξήγητα, την παραβλέπει. Όμως η ερμηνεία αυτή εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την Ratio της διάταξης καθώς επιτρέπει την θεώρησή της μέσα σε ένα ευρύτερο ιστορικό συγκείμενο που δικαιολογεί –εκτός των άλλων- τον ειδικότερο χαρακτήρα της σε σχέση με άλλες παρεμφερείς διατάξεις του ΠΚ. Αντιθέτως μια ερμηνεία που δεν λαμβάνει υπόψη της τη θέληση του νομοθέτη κινδυνεύει να αποβεί κατ’επίφασην ερμηνεία.

    2. Πάσχει από πολλά λογικά σφάλματα: Ο πρωτεύων κανόνας του ά.1 ν.927/1979 –ή ορθότερα: ένα τμήμα του!- εκφράζεται στη δεοντική πρόταση «Απαγορεύεται η προτροπή σε πράξεις με δυναμική πρόκλησης μίσους» και όχι στην πρόταση «Απαγορεύεται η πρόκληση μίσους» (όπως υπολαμβάνει ο ΑΑ). Μια δυνατή λογική αναδιατύπωση του πραγματικού πρωτεύοντος κανόνα δίδει η πρόταση «Επιβάλλεται η μη-προτροπή σε πράξεις με δυναμική πρόκλησης μίσους». Αντιθέτως, οι προτάσεις «Επιβάλλεται η προτροπή σε πράξεις με δυναμική πρόκλησης αγάπης» (έστω 1) και «Αγαπάτε αλλήλους!» (έστω 2) δεν απορρέουν λογικώς από τον πρωτεύοντα κανόνα: Η 1 δεν απορρέει γιατί αγάπη και μίσος δεν είναι έννοιες αντιφατικές αλλά εναντίες -μεταξύ τους χωρεί και η απάθεια/αδιαφορία. Η 2 δεν απορρέει και για τον πρόσθετο λόγο ότι ο δεοντικός τελεστής (απαγορεύεται/επιβάλλεται) δεσμεύει στην διάταξη του νόμου την προτροπή σε πράξεις και όχι τα συναισθήματα. Έτσι, ο ισχυρισμός του ΑΑ ότι η επιταγή αγάπης βρίσκεται «πολύ κοντά» στον πρωτεύοντα κανόνα του ά.1ν.927/1979 συνιστά πλάνη.

    3. Τέλος, ο ΑΑ προκρίνει ως ορθό ένα εσφαλμένο εκ του μείζονος επιχείρημα που έχει ως εξής: «Όταν απαγορεύεται η τιμώρηση σκέψεων άλλου, τυγχάνει αδιανόητη η τιμώρηση της πρόκλησης σκέψεων σε άλλους». Υπάρχει ωστόσο, εδώ μια κρίσιμη διαφορά μεταξύ σκέψης και πρόκλησης σκέψης που δεν πρέπει να μας διαφεύγει: Η πρώτη δεν είναι πράξη ενώ η δεύτερη είναι: Δεν πράττω όταν απλώς σκέφτομαι, πράττω όμως όταν προτρέπω κάποιον να σκεφτεί με ορισμένο τρόπο (πολύ περισσότερο όταν τον προτρέπω όχι να σκεφτεί αλλά να ενεργήσει με τρόπο ώστε να μπορούν να προκληθούν μίση). Επομένως, το a fortiori argumentum είναι εδώ έωλο. Γιατί ουδείς θα υποστήριζε ποτέ ότι από την απαγόρευση τιμώρησης μη-πράξεων (cogitationis poenam) προκύπτει λογικώς η απαγόρευση τιμώρησης πράξεων.

    Reply
  8. 1. Η βούληση του νομοθέτη πρέπει να είναι συμβατή με τους περιορισμούς του Συντάγματος. Δεν ενδιαφέρει να “ερμηνεύσουμε” τον νόμο, αλλά να τον κρίνουμε ως προς τη συνταγματικότητά του.

    2. Σωστή επισήμανση, αλλά επουσιώδης καθώς καλύπτεται από την πρόταση:
    “…τέτοια πράγματα δεν είναι δουλειά καμιάς κρατικής υπηρεσίας.”

    3. Ο λόγος δεν είναι πράξη.

    Ανευλεύθερο;

    Ναι.
    Κάποια άλλα ανεπτυγμένα κράτη έχουν απαγορεύσει τη δημοσίευση κειμένων, σαν αυτό που είναι εδώ στο επίκεντρο.
    Τι λες, φιλελεύθερο;

    Reply
  9. Έγραψε ο ΚΤ επί της ουσίας και εν συντομία και με εξέπληξε θετικά, ομολογώ. Το (1) είναι ορθόν αλλά ήσσονος σημασίας, τα (2) και (3), όμως, είναι ακαταμάχητα. Εν ολίγοις, συμφωνώ.

    Reply
  10. 1. Απαντά σωστά ο ασ.αφ. Η ιστορικοβουλητική ερμηνεία, ιδίως εκείνη που εν ονόματι του “συγκειμένου” (Θεέ, δεν την αντέχω άλλο αυτήν την λέξη!) παραβλέπει κάθε συστηματική συνέπεια, σε οριζόντιο (: μεταξύ νόμων) και κάθετο (: μεταξύ κειμένων υπερνομοθετικής ισχύος και τυπικών νόμων) επίπεδο, είναι μάλλον για πέταμα. Άλλωστε, η λειτουργία της στον χώρο του Ποινικού Δικαίου ήταν πάντα περιοριστική του αξιοποίνου, προφύλασσε δηλαδή από τις ερμηνευτικές και νομολογιακές καινοτομίες. Για πρώτη φορά εγκαλείται η ερμηνεία εκείνη που χρησιμοποιώντας συστηματικά και αξιολογικά επιχειρήματα επιχειρεί τον λελογισμένο περιορισμό των αξιόποινων βιβλίων, αξιόποινων εκπομπών, αξιόποινων διαλέξεων.

    Και εν πάση περιπτώσει, αλήθεια ποια γνώμη είχε ο ιστορικός νομοθέτης για την συρροή του άρ. 1 Ν. 927/1979 με το άρ. 184 ΠΚ; Για το είδος του προστατευόμενου εννόμου αγαθού; Για την συνταγματική θεωρία της ελευθερίας στην έκφραση; Ή μήπως ούτε καν του είχαν περάσει από το μυαλό αυτά τα μικρά πραγματάκια και μήπως οφείλει η νομική ερμηνευτική να ζυγίση και να στοιχίση τον νομοθετικό βολονταρισμό;

    2. Την περίμενα αυτήν την αντίρρηση και θα ήταν εύλογη αν είχα γράψει ότι η απαγόρευση της προτροπής σε μίσος ισοδυναμεί με το αγαπάτε αλλήλους, όπως με βάζεις, ΚΤ, να ισχυρίζωμαι. Δεν το έκανα φυσικά. Και ναι, είναι πολύ κοντά και αλάνθαστος οδηγός σε τέτοιες περιπτώσεις επικίνδυνων λεπτολογιών είναι το in dubio pro libertate.

    3. Θα είχατε ενδεχομένως δίκιο, ΚΤ και Κωνσταντίνε, αν η πρόκληση της cogitatio και η ίδια η cogitatio στρέφονταν κατά διαφορετικών εννόμων αγαθών (horribile dictu!). Από την στιγμή όμως που η στόχευση είναι ενιαία, ενιαία πρέπει να είναι και η αντιμετώπιση: η θέση ενός αιτιακού όρου για την πρόκληση του ποινικού μηδενός δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται αυστηρότερα από το ίδιο το μηδέν. Δεν πρόκειται πλέον για ζήτημα εφαρμογής της αρχής cpnp, αλλά για θέμα εξάρτησης της συμμετοχικής πράξεως από την κυρία. Το “πολύ περισσότερο” λοιπόν παρέπεμπε σε επιχείρημα εκ του ελάσσονος προς το μείζον μόνο υπό την έννοια της σχέσης κυρίας πράξεως με συμμετοχική. Ακαταμάχητο ε;

    Άρα όχι:

    ουδείς θα υποστήριζε ποτέ ότι από την απαγόρευση τιμώρησης μη-πράξεων (cogitationis poenam) προκύπτει λογικώς η απαγόρευση τιμώρησης πράξεων.

    αλλά: ουδείς θα υποστήριζε ποτέ ότι από την απαγόρευση τιμώρησης κυρίων πράξεων δεν προκύπτει ποινικολογικώς η απαγόρευση τιμώρησης συμμετοχικών πράξεων.

    πολύ περισσότερο όταν τον προτρέπω όχι να σκεφτεί αλλά να ενεργήσει με τρόπο ώστε να μπορούν να προκληθούν μίση

    Αυτό είναι πιο ενδιαφέρον. Τι απλούστερος τρόπος για να περιγραφή η απαγόρευση που καθιερώνει η αρχή cpnp παρά να απαγορευθούν οι πράξεις που γεννάνε τις σκέψεις, που θέτους τους σχετικούς αιτιακούς όρους. Σας επιτρέπεται να μισείτε την Κυβέρνησή σας, αλλά απαγορεύεται να διαβάζετε ιστολόγια που δυνητικώς θα σας προξενήσουν συναισθήματα εχθρικά προς την Κυβέρνησή σας.

    Από τι ακριβώς μας προστατεύει τότε η αρχή cpnp; Από καρδιογνώστρες καφετζούδες που διαβάζουν τις κακές σκέψεις μας στην γυάλινη σφαίρα; Από ανιχνευτές συναισθημάτων; Από την χρησιμοποίηση σκέψεων μη κρατικώς πιστοποιημένων με άιζο 9001; Όχι (όχι ακόμα). Ο εσωτερικός μας κόσμος αντανακλά και στον εξωτερικό, απαιτεί άλω ελευθερίας για να ανασάνη, να βλαστήση και να θάλη. Όχι μόνο η cogitatio λοιπόν, αλλά και κάτι παραπάνω.

    Reply
  11. Εκατομμύρια πολιτικώς ενάγοντες = άτοπον; Όχι βέβαια! Καθόλου άτοπο:όταν χιλιάδες συνταξιούχοι έκαναν αγωγές εναντίον του κράτους κατά του νόμου για τη θέσπιση πλαφόν στο εφάπαξ δεν υπήρξε κανένα άτοπο. Αν όλα τα ομόφυλα ζευγάρια που δεν έχουν δικαίωμα να συνάψουν σύμφωνο συμβίωσης προσφύγουν ενώπιον των Δικαστηρίων δεν θα είναι καθόλου άτοπο. Το πρόβλημα δεν είναι αριθμητικό, είναι νομικό. Έχει ή δεν έχει κάποιος αξίωση να αποζημιωθεί η ηθική βλάβη που υπέστη ως μέλος μιας κοινωνικής ομάδας που θίγεται από συμπεριφορά την οποία ο νομοθέτης κατατάσσει στις αξιόποινες;

    Τα τελευταία γεγονότα με το σκίσιμο του θρησκευτικού βιβλίου που είχε πάνω του ένας μετανάστης από έναν αστυνομικό καταδεικνύουν την χρησιμότητα του αντιρατσιστικού νόμου. Συμφωνούμε όλοι ότι ο νόμος θα μπορούσε να περιοριστεί στην παράνομη βία και την εξύβριση που ενδεχομένως τέλεσαν τα αστυνομικά όργανα. ΑΥΤΟ είναι όμως το πρόβλημα; Ότι τρεις μπάτσοι μίλησαν άσχημα και έσπρωξαν έναν μετανάστη; Δεν έχει αυτοτέλεια η ίδια η πράξη προσβολής ενός θεμελιακού στοιχείου της προσωπικότητας αυτού του θύματος που είναι η ιδιότητά του ως πιστού ενός θρησκεύματος; Αυτό ακριβώς είναι το έννομο αγαθό στο οποίο ο 927/79 προσδίδει ποινική προστασία: η ίση μεταχείριση των πολιτών ανεξάρτητα από φυλή, καταγωγή, θρήσκευμα. Αυτό αναφέρει το άρθρο 5 παρ. 2 του Συντάγματος ως γενική αρχή που ισχύει για οποιονδήποτε βρίσκεται στην Ελληνική Επικράτεια, επεκτείνοντας δηλ. την κατ’ άρθρο 4 Σ. αρχή της ισότητας που προβλέπεται μόνον για τους Έλληνες σε ένα ευρύτερο πεδίο φορέων: κάθε άνθρωπο που βρίσκεται στην Ελλάδα.

    Η κατάργηση λοιπόν της ποινικής προστασίας που διασφαλίζει ο ν.927/79 θα σήμαινε και προσβολή ενός συνταγματικού κεκτημένου που απορρέει ευθέως από το άρθρο 5 παρ. 2 του Σ. Άρα ο νόμος που θα καταργούσε τον ν.927/79 θα ήταν αντισυνταγματικός.

    Reply
  12. E-lawyer,

    Εκατομμύρια πολιτικώς ενάγοντες = άτοπον; Όχι βέβαια! Καθόλου άτοπο:όταν χιλιάδες συνταξιούχοι έκαναν αγωγές εναντίον του κράτους κατά του νόμου για τη θέσπιση πλαφόν στο εφάπαξ δεν υπήρξε κανένα άτοπο. Αν όλα τα ομόφυλα ζευγάρια που δεν έχουν δικαίωμα να συνάψουν σύμφωνο συμβίωσης προσφύγουν ενώπιον των Δικαστηρίων δεν θα είναι καθόλου άτοπο.

    Δεν μιλάμε όμως για προσφυγή κατά νομοθετικής διάταξης, μιλάμε για άμεση και προσωπική ζημία από συγκεκριμένο πραγματικό γεγονός που κρίνεται από συγκεκριμένο δικαστήριο.

    Το πρόβλημα δεν είναι αριθμητικό, είναι νομικό. Έχει ή δεν έχει κάποιος αξίωση να αποζημιωθεί η ηθική βλάβη που υπέστη ως μέλος μιας κοινωνικής ομάδας που θίγεται από συμπεριφορά την οποία ο νομοθέτης κατατάσσει στις αξιόποινες;

    Απάντησα ήδη σε αυτό και η απάντησή μου είναι προφανώς αρνητική. Από την εσφαλμένη νομική εκτίμηση είναι που προκύπτει και το αριθμητικό παράδοξο. Πολύ θα ήθελα πάντως να έβλεπα από καμιά γωνιά μια δίκη με καμιά κατοσταριά δικηγόρους πολιτικής αγωγής, εκατό εξετάσεις μαρτύρων, εκατό αγορεύσεις, πολύ θα το γλεντούσα.

    Αυτό ακριβώς είναι το έννομο αγαθό στο οποίο ο 927/79 προσδίδει ποινική προστασία: η ίση μεταχείριση των πολιτών ανεξάρτητα από φυλή, καταγωγή, θρήσκευμα. Αυτό αναφέρει το άρθρο 5 παρ. 2 του Συντάγματος ως γενική αρχή που ισχύει για οποιονδήποτε βρίσκεται στην Ελληνική Επικράτεια, επεκτείνοντας δηλ. την κατ’ άρθρο 4 Σ. αρχή της ισότητας που προβλέπεται μόνον για τους Έλληνες σε ένα ευρύτερο πεδίο φορέων: κάθε άνθρωπο που βρίσκεται στην Ελλάδα.

    Μπορεί και να συμφωνούσα, αν καθιέρωνε έγκλημα περί την υπηρεσία ή αν εισήγε επιβαρυντική περίσταση σε δόκιμα και δογματικώς επεξειργασμένα εγκλήματα. Δυστυχώς δεν το κάνει.

    Η κατάργηση λοιπόν της ποινικής προστασίας που διασφαλίζει ο ν.927/79 θα σήμαινε και προσβολή ενός συνταγματικού κεκτημένου που απορρέει ευθέως από το άρθρο 5 παρ. 2 του Σ. Άρα ο νόμος που θα καταργούσε τον ν.927/79 θα ήταν αντισυνταγματικός.

    Συνταγματικού κεκτημένου; Είτε υπάρχει υποχρέωση εγκληματοποίησης γενικώς είτε όχι. Αν υπάρχει, έχεις δίκιο. Αν δεν υπάρχει όμως, δεν δημιουργείται το πρώτον το 79. Και φυσικά μην ξεχνάς αυτό που παραβλέπουν όλοι οι κεκτημενολόγοι, ότι το κεκτημένο του ενός είναι ο περιορισμός της ελευθερίας του άλλου.

    Reply
  13. Δεν είναι άτοπο από μόνη της η δίκη με πολλούς συνηγόρους πολιτικής αγωγής. Υπήρξαν πολλές. Η δίκη του Πλεύρη δεν ήταν μία από αυτές: υπάρχουν και συλλογικότητες που προσφεύγουν με έναν (1) δικηγόρο δεν χρειάζονται τα εκατομμύρια που υπαινίσσεσαι.

    Η άρνηση σου ως προς το δικαίωμα κάποιου να αποζημιωθεί ως μέλος κοινωνικής ομάδας σημαίνει ότι αρνείσαι πως τα κοινωνικά δικαιώματα είναι “αγώγιμα”. Δηλαδή ουσιαστικά διαφωνείς με την νομική δεσμευτικότητα των ίδιων των κοινωνικών δικαιωμάτων που περιέχεται στο Σύνταγμα, στον Ευρωπαϊκό Χάρτη Κοινωνικών Δικαιωμάτων κλπ. Έχεις κάθε δικαίωμα να διαφωνείς με την ύπαρξη των κοινωνικών δικαιωμάτων. Από τη στιγμή όμως που υπάρχουν, μάλλον είναι ανακόλουθο να υποστηρίζεις ότι δεν μπορούν να αναγνωριστούν ως νομικώς δεσμευτικά από ένα δικαστήριο – το οποίο θα κρίνει φυσικά ατομικές περιπτώσεις παραβάσεών τους.

    Αν δεν ήταν λοιπόν αστυνομικοί αυτοί που έσκισαν το κοράνι του μετανάστη, δεν είχες πρόβλημα να παραμείνουν ατιμώρητοι από το νόμο. Ακόμη και στο πλαίσιο που καταδιώκουν για να τον συλλάβουν, όπως κάθε πολίτης έχει δικαίωμα για μια αξιόποινη πράξη. Θεωρείς ότι θα αρκούσε μια φθορά ξένης ιδιοκτησίας σε μια τέτοια περίπτωση; Αυτό είναι το αγαθό που θίγεται; Τα 3 ευρώ που έδωσε ο μετανάστης για να αγοράσει το κοράνι του;

    Τέλος, δεν βλέπω καμία ελευθερία στο να παρεμποδίζουμε τον άλλο να ασκεί χωρίς φόβο την θρησκευτική του ελευθερία και να εκδηλώνει την φυλετική ή την εθνοτική του ταυτότητα. Δεν βλέπω καμία ελευθερία σε έναν νομοθέτη που παραβλέπει τον κίνδυνο που διατρέχει κάποιος όταν διαφέρει σε σχέση με την πλειοψηφία.

    Reply
  14. Η άρνηση σου ως προς το δικαίωμα κάποιου να αποζημιωθεί ως μέλος κοινωνικής ομάδας σημαίνει ότι αρνείσαι πως τα κοινωνικά δικαιώματα είναι “αγώγιμα”.

    Αρνούμαι και τα δύο, με την διαφορά όμως ότι δεν προκύπτει το ένα από το άλλο. Έχω αυτοτελή δικαιολόγηση για το καθένα. Ποιο είναι ακριβώς κοινωνικό δικαίωμα; Το 5 παρ. 2 Συντ.;

    Δηλαδή ουσιαστικά διαφωνείς με την νομική δεσμευτικότητα των ίδιων των κοινωνικών δικαιωμάτων που περιέχεται στο Σύνταγμα, στον Ευρωπαϊκό Χάρτη Κοινωνικών Δικαιωμάτων κλπ.

    Δηλαδή αν δεν είναι αγώγιμα δεν είναι νομικώς δεσμευτικά; Πού είναι γραμμένο αυτό;

    Έχεις κάθε δικαίωμα να διαφωνείς με την ύπαρξη των κοινωνικών δικαιωμάτων

    Έστω λοιπόν ότι δεν τα θεωρώ αγώγιμα, που είναι αληθές, και δεν τα θεωρώ νομικώς δεσμευτικά, που είναι ψευδές. Από πού κι ως πού συνεπάγεται είτε το πρώτο είτε το δεύτερο ότι διαφωνώ με την ύπαρξή τους;

    Θεωρείς ότι θα αρκούσε μια φθορά ξένης ιδιοκτησίας σε μια τέτοια περίπτωση; Αυτό είναι το αγαθό που θίγεται; Τα 3 ευρώ που έδωσε ο μετανάστης για να αγοράσει το κοράνι του;

    Κι αν ο αστυνομικός έσκιζε την μοναδική φωτογραφία του πατέρα μου που έχω, γιατί με άφησε ορφανό από τριών χρονών, τα 2 λεπτά που στοιχίζει το χαρτί της φωτογραφίας θα ήταν το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό;

    Εμ, ναι.

    Reply
  15. Aμ, όχι, δεν θα ήταν τα 2 λεπτά που στοιχίζει το χαρτί της φωτογραφίας. Είναι η κρατική παρέμβαση προσβολής του ανθρώπινου δικαιώματός σου για τον σεβασμό της οικογενειακής σου ζωής (άρθρο 8 παρ. 1 ΕΣΔΑ) κι όχι μια απλή φθορά “ιδιοκτησίας”.

    Reply
  16. Για να μην μένη τίποτε αναπάντητο, έστω και από τα πρόχειρα:

    e-lawyer, δεν υπάρχει κανένα έγκλημα που να λέγεται “προσβολή του ανθρώπινου δικαιώματός σου για τον σεβασμό της οικογενειακής σου ζωής”, ακόμη και αν υπάρχη στην προκειμένη περίπτωση κάτι τέτοιο. Άρα δεν μπορούμε να καταδικάσουμε κανέναν για ένα κατά φαντασίαν έγκλημα. Άρα είναι μόνο φθορά ξένης ιδιοκτησίας.

    Μπορείς να υποστηρίξης ότι το κράτος πρέπει να εισαγάγη ειδικό αδίκημα ή κάτι τέτοιο (και θα έχης άδικο!), de lege lata όμως το θέμα είναι σαφές.

    Reply
  17. Εξαιρετικό άρθρο και καλύπτει -έχω την εντύπωση, αν και δεν είμαι νομικός- ένα μεγάλο κενό στον διαδικτυακό τουλάχιστον χώρο.

    Reply

Leave a Comment