Σύμφωνα με το άρ. 1 παρ. 2 Ν. 927/1979 «Διά των εν παρ. 1 ποινών [φυλάκισις μέχρι δύο ετών ή χρηματική ποινή ή και αμφότεραι αι ποιναί] τιμωρείται και όστις συνιστά ή συμμετέχει εις οργανώσεις, αι οποίαι επιδιώκουν ωργανωμένην προπαγάνδαν ή δραστηριότητας πάσης μορφής τεινούσας εις φυλετικάς διακρίσεις».
Συνεχίζοντας την περί του Ν. 927/1979 ερμηνευτική εποποιία, ασχολούμαι σήμερα με το έγκλημα του άρ. 1 παρ. 2.
Κατ’ ουσίαν το έγκλημα φαίνεται να είναι ειδικώτερη, προνομιούχος μορφή του εγκλήματος της συμμετοχής σε αθέμιτο σωματείο (άρ. 188 ΠΚ: «Όποιος συμμετέχει σε σωματείο του οποίου οι σκοποί αντιβαίνουν σε ποινικές διατάξεις, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών»). Πράγματι, αφενός μεν οι αντικειμενικές τους υποστάσεις σχεδόν ταυτίζονται, με την εξαίρεση της «σύστασης», η οποία δεν περιλαμβάνεται στο άρ. 188 ΠΚ, ενώ η οργανωμένη προπαγάνδα ή οι δραστηριότητες που τείνουν σε φυλετικές διακρίσεις συχνά θα αποτελούν, καλώς ή κακώς, υποπερίπτωση των «σκοπών που αντιβαίνουν σε ποινικές διατάξεις», αφετέρου δε οι ποινές του άρ. 1 παρ. 2 Ν. 927/1979, όπως κατά παραπομπή συνάγονται από την παρ. 1, είναι ελαφρότερες του άρ. 188 ΠΚ. Όταν δηλαδή η ωργανωμένη προπαγάνδα ή οι δραστηριότητες που τείνουν σε φυλετικές διακρίσεις είναι παράνομες, ιδίως βάσει του άρ. 1 παρ. 1 Ν. 927/1979, η συρροή των δύο εγκλημάτων είναι φαινομένη, καθώς εφαρμόζεται μόνο το ηπιώτερο άρ. 1 παρ. 2 Ν. 927/1979 λόγω ειδικότητας. Διερωτάται κανείς λοιπόν πώς ακριβώς υποτίθεται ότι προστατεύονται τα θύματα των φυλετικών διακρίσεων με την εισαγωγή ειδικής διάταξης που είναι όμως κατά βάσιν … ηπιώτερη. Ψιλά γράμματα.
Η διάταξη αποσκοπεί στην τιμώρηση της κατάχρησης των νόμιμων μορφών άσκησης του ατομικού δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι (άρ. 12 Συντ.). Ως περιορισμός συνταγματικού δικαιώματος (παρένθεση: οι υποστηρικτές του εγκλήματος του άρ. 1 παρ. 1 Ν. 927/1979 ξελαρυγγιάζονται ισχυριζόμενοι ότι δεν πρόκειται εκεί για ζήτημα ελευθερίας της έκφρασης∙ θα υποστηρίξουν άραγε και εδώ ότι δεν τίθεται ζήτημα δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι;) πρέπει να ερμηνεύεται με προσοχή. Πρόκειται για διάταξη πολυτελή, η οποία δεν έχει εφαρμοστή ποτέ, όπως και η αντίστοιχη του άρ. 188 ΠΚ, όπως προκύπτει τουλάχιστον από την δημοσιευμένη νομολογία. Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Ακόμη δηλαδή και επί σωματείων που διαλύθηκαν, κανείς, εξ όσων μπορώ να συμπεράνω από τον νομικό τύπο, δεν διανοήθηκε να ασκήση την οικεία δίωξη του άρ. 188 ΠΚ στα μέλη τους και κανείς δεν καταδικάστηκε. Πρόκειται για διατάξεις ολωσδιόλου ξένες προς το κοινό νομικό αίσθημα και εύλογα: δεν είναι έγκλημα να είσαι μέλος μιας κοινότητας ανθρώπων∙ η διάταξη εγκυμονεί κινδύνους παραβίασης του άρ. 12 Συντ., όπως προκύπτει ιδίως από την τιμώρηση της απλής συμμετοχής και μάλιστα ανεξάρτητα από το αν η οργάνωση μέσω των μελών ή των οργάνων της έχει προβή σε κάποια εγκληματική πράξη ή όχι.
Περαιτέρω, είναι έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης (τίνος πράγματος;), υπαλλακτικώς μικτό. Η σύσταση είναι έγκλημα στιγμιαίο, η συμμετοχή έγκλημα ιδιόχειρο και διαρκές (επιτρέπεται άραγε άμυνα, όπως σε όλα τα διαρκή εγκλήματα; Αν το προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι ατομικό, όπως κατά βάσιν ισχυρίζονται όσοι τάσσονται υπέρ της δυνατότητας παράστασης πολιτικής αγωγής, η απάντηση θα είναι θετική!).
Επιπλέον, η διάταξη εισάγει την εξαιρετικά δυσάρεστη αξιολογική αντινομία της τιμωρίας της απλής συμμετοχής σε οργάνωση, την στιγμή που οι πράξεις που τελεί η οργάνωση, δηλαδή οι ίδιοι οι συμμετέχοντες, μπορεί κάλλιστα να είναι νόμιμες. Όταν δηλαδή η ωργανωμένη προπαγάνδα ή οι δραστηριότητες που τείνουν σε φυλετικές διακρίσεις δεν είναι παράνομες, τιμωρείται η συμμετοχή σε οργάνωση που τελεί νόμιμες πράξεις!
Η οργάνωση μπορεί να είναι οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο ή και να μην έχη καν περιβληθή νομική μορφή. Δεν έχουν σημασία οι προβαλλόμενοι σκοποί της ούτε αποκλείει την αντικειμενική υπόσταση η τυχόν διοικητική αναγνώριση που έχει εξασφαλίσει (π.χ. καταχώριση στο Βιβλίο Σωματείων του Πρωτοδικείου), μπορεί όμως να καθιστά συγγνωστή τυχόν νομική πλάνη των μελών της. Ως «οργάνωση» όμως δεν μπορεί να θεωρηθή ποτέ κόμμα πολιτικό, διότι το ελληνικό Σύνταγμα δεν προβλέπει την αναγκαστική διάλυση πολιτικού κόμματος, προς μεγάλη σκασίλα μερικών, και θα συνιστούσε περιγραφή αυτής της ακριβής πολιτικής ελευθερίας η ποινική δίωξη των μελών ενός κόμματος που τυπικώς παραμένει νόμιμο (αν θυμίζει σε κάποιους αυτό το ΚΚΕ το 1945-46, καλώς τους το θυμίζει).
Στην συνέχεια, ξενίζει η έννοια της «προπαγάνδας». Σε τι διαφέρει αυτή άραγε από την συνταγματικώς προστατευόμενη διάδοση των στοχασμών (άρ. 14 παρ. 1 Συντ.); Περιλαμβάνει μόνο πραγματικά γεγονότα ή και αξιολογικές κρίσεις; Πότε είναι «ωργανωμένη» και πότε ανοργάνωτη; Είναι μάλλον φανερό ότι η χρήση συναισθηματικά φορτισμένων, έντονα χρωματισμένων πολιτικά χαρακτηρισμών δεν συνάδει με το κείμενο ενός ποινικού νόμου. Ας αφήσουμε την προπαγάνδα στους κοινωνιολόγους και στους δημοσιογράφους.
Η απαγόρευση των «πάσης μορφής» δραστηριοτήτων έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την αρχή της περιγραφικής αρτιέπειας του ποινικού νόμου (nullum crimen sine lege certa, άρ. 7 παρ. 1 εδ. α΄ Συντ.). Εδώ δεν είναι πλέον εκ των προτέρων με ασφάλεια γνωστό τι ακριβώς επιτρέπεται και τι απαγορεύεται. Συνεπώς, η διάταξη είναι τουλάχιστον εν μέρει αντισυνταγματική και πρέπει να υποβληθή σε σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία. Εξάλλου, η μετοχή «τεινούσας» πρέπει να ερμηνευθή υπό την έννοια της δυνητικής διακινδύνευσης: δραστηριότητες που μπορούν να οδηγήσουν δυνητικώς σε φυλετικές διακρίσεις. Και εξυπακούεται φυσικά, παρά διάφορες φλυαρίες που έχουν διατυπωθή, ότι οι δραστηριότητες απαιτείται να αναφέρωνται σε φυλετικές αποκλειστικά διακρίσεις, σε αντίθεση με το άρ. 1 παρ. 1 Ν. 927/1979, που περιλαμβάνει και τις διακρίσεις λόγω εθνικής καταγωγής ή θρησκεύματος.
Αν αντέχετε ακόμα, υπάρχει άλλο ένα επεισόδιο για την ερμηνεία και του άρ. 2 Ν. 927/1979!
Αντιπαράβαλε και το “τεινούσας εις” με την διατύπωση του ΠΚ, που -τουλάχιστον- προϋποθέτει την σαφή διακήρυξη μη νόμιμων σκοπών.
Αλλά ο νόμος επιπλέον τιμωρεί και ό,τι “τείνει σε” παρανομία, ανεξαρτήτως της αντικειμενικά παράνομης φύσης του (pre-crime legislation)?
Οι παράνομοι σκοποί δεν απαιτείται να έχουν διακηρυχθή σαφώς, αυτό θα ήταν υπερβολικό, απαιτείται μόνο να διαπιστώνωνται σαφώς. Οι φυλετικές διακρίσεις είναι παράνομες, καλώς ή κακώς, άρα η τιμωρία των δραστηριότητων που τείνουν σε αυτές θα έλεγα ότι συνιστά έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης (πρβλ. την αποκλιμάκωση: απαγορεύεται το Β – απαγορεύεται το Α αν δημιουργεί κίνδυνο Β – απαγορεύεται το Α αν δύναται να δημιουργήση κίνδυνο Β – απαγορεύεται το Α).