Περι εντεχνου

Φετος Περυσι ηταν η χρονια του εντεχνου, ακουγαμε συνεχως Διεση στο ραδιοφωνο και με συρανε και σε 3-4 συναυλιες (Χαρουλης, Θ. Παπακωνσταντινου, Μαλαμας, Μ. Ζαμανη).

Θα κανω μια κριτικη χωρις ελεος κι ας με βρισουν.

To “εντεχνο” ειναι ενα μετρια ενδιαφερον μουσικο ειδος (αν ειναι χωριστο ειδος), που εχει υπερτιμηθει τρομακτικα σε καποιους κυκλους στην Ελλαδα.

Ειναι ατεχνο
Λειπει δεξιοτεχνια, χωρις να εχουν την δικαιολογια του cantautor. Πού ειναι το σολο, το παθος του μουσικου, το ξεσκισμα της κιθαρας, τυμπανου, whatever γρατζουνας τελοσπαντων? Δεν νομιζω οτι πρεπει να δειξω ιδιαιτερως οτι λειπει δεξιοτεχνια, φανταζομαι και οι ιδιοι οι “εντεχνοι” θα το δεχοντουσαν.
Τωρα, το να παιρνεις μια κιθαρα και να τραγουδας ειναι ωραιο αν εχεις κατι να μας πεις. Αλλα…

Εχει κακη στιχουργικη
Οι στιχοι τεινουν απο το ελαφρως ΟΚ, προς το μπαναλ, προς την εξεζητημενη χαζομαρα.

Read moreΠερι εντεχνου

Inception ή ο Kubrick του φτωχού

Τυπικό φρούτο των 00ς είναι ένα υποείδος ταινιών που συγγενεύουν με την επιστημονική φαντασία και χαρακτηρίζονται από πρωτότυπα σενάρια που (φαίνεται να) απαιτούν ένα έξυπνο κοινό. Πάπας αυτού του κινηματογράφου είναι ο σεναριογράφος Charlie Kaufman (Eternal sunshine of the spotless mind, Being John Malkovich).

Σε αυτήν την „κατηγορία“ ανήκει νομίζω και η ταινία Inception, το χιτ της εποχης. Αν ήθελα να ορίσω την κατηγορία αυτή, θα έλεγα ότι είναι το ακριβώς αντίθετο ταινίων όπως η 7η σφραγίδα ή το 2001, οι οποίες πραγματεύονται εξαιρετικά πολύπλοκα και δύσκολα θέματα μέ όχημα απλές και εύκολα κατανοητές ιστορίες που αφήνουν χώρο στην κινηματογραφική γλώσσα να μιλήσει. Το Inception από την άλλη κάνει το αντίθετο: πραγματεύται ένα απλό και εύκολο θέμα με εξαιρετικά πολύπλοκο και δύσκολο τρόπο, πνίγοντας την κινηματογραφική γλώσσα.

Η έλλειψη, ουσιαστικά, θέματος (από την οποία πάσχει η ταινία) είναι αυτή που ευθύνεται για την κακή χρήση του κινηματογραφικού μέσου.

Read moreInception ή ο Kubrick του φτωχού

Απο το Μητροπολις στο Αβαταρ

Με αφορμη μια σκηνη

Η ακριβοτερη ταινια του βωβου κινηματογραφου ολων των εποχων ηταν το Μητροπολις* του Φριτς Λανγκ, μια υπερπαραγωγη αντιστοιχη του Αβαταρ για την εποχη της. Εχουν γραφτει πολλα για την ταινια, αλλα θα’θελα να δωσω λιγες σκεψεις που μου’ρθαν ξαναβλεποντας καποιες σκηνες και συγκρινοντας λιγο με την σημερινη εποχη και την υπερβολη του Αβαταρ.

Το 1929 οι ταινιες παρεμεναν πιο πολυ εργα τεχνης παρα καθημερινη διασκεδαση. Το Μητροπολις ηταν σιγουρα ενα μπλοκμπαστερ της εποχης, αλλα και παλι ηταν γερμανικο και αρτιστικο. Η σκηνη με τους εργατες θυμιζει περισσοτερο θεατρο, παρα κινηματογραφο. Και το στησιμο της εικονας ειναι καταπληκτικο, ακομα και ακινητη να ειναι η ταινια, στον θεατη ξυπνανε συγκεκριμενα συναισθηματα.

http://www.youtube.com/watch?v=qrdTdp5UF-M&feature=related

Με λιγες σκηνες πειθεσαι να γινεις επαναστατης ή εστω μαρξιστης. Για να δεσει το γλυκο, ο σκηνοθετης αντιπαραβαλει με τους καλοπερασακηδες πλουσιους της εποχης, που διασκεδαζουν με τα λεφτα του μπαμπα.

Read moreΑπο το Μητροπολις στο Αβαταρ

Τέχνη και ‘ελιτισμός’

Σε καλούν σε μια θεατρική παράσταση. Θα έχουν εξασφαλίσει εισιτήρια, λένε, και θα χαρούν να τους συνοδεύσεις σε μια από τις εξορμήσεις τους. Η βραδιά φθάνει κι εσύ βάζεις τα καλά σου και πηγαίνεις να τους συναντήσεις – πρόκειται για ένα μικρό θεατράκι κάπου στα Εξάρχεια ή το Γκάζι. Πριν από την παράσταση, όλη η παρέα κάθεται στο μπαρ και τα λέει ‘χαλαρά’ για το έργο. Το λεξιλόγιο είναι επιτηδευμένο, τα γέλια ψεύτικα και η τάση για επίδειξη γνώσεων προφανής. Κανείς δε διαφωνεί με κανέναν: νιώθεις ότι αν κατασκευάσεις έναν θεωρητικό του θεάτρου και αρχίσεις να λες σαχλαμάρες με μεγαλόσχημο ύφος, κανείς δε θα διαμαρτυρηθεί. Μετά την παράσταση -καλή ή κακή δεν έχει σημασία- το ίδιο σκηνικό επαναλαμβάνεται, αυτή τη φορά με αναφορές στο συγκεκριμένο ανέβασμα. Στο τέλος της βραδιάς δεν έχεις περάσει καλά: πιο πολύ έπρεπε να προσέχεις τα λόγια σου και να γνέφεις συγκαταβατικά, παρά να συμμετέχεις στην όλη εμπειρία. Σίγουρα, κάτι δεν πήγε καλά.

Αυτό που δεν πήγε καλά ήταν, προφανώς, άσχετο με την ίδια την παράσταση. Φαίνεται πως κάποιες μορφές τέχνης -ή, πιο σωστά, κάποιες ανθυποκατηγορίες- ελκύουν ένα πολύ συγκεκριμένο κοινό. Ανθρώπους που ντύνονται παρόμοια, εκφράζονται παρόμοια και συμπεριφέρονται παρόμοια. Μεταμοντέρνοι, κλασικοί, πειραματικοί, νεωτεριστές και δεν συμμαζεύεται υπερασπίζονται με οπαδικό πάθος τα αγαπημένα τους θεάματα και διηγούνται ατελείωτες ιστορίες με τον τάδε σκηνοθέτη ή τον δείνα τενόρο. Ξέρουν τα πάντα για τις καλλιτεχνικές δραστηριότητες της πόλης και συνεχώς προγραμματίζουν, προγραμματίζουν, προγραμματίζουν… Και, φυσικά, είναι πάντοτε απόλυτοι: αυτά είναι αριστουργήματα, εκείνα είναι σκουπίδια, ο Α είναι ιεροφάντης της τέχνης, ο Β βιαστής της αισθητικής μας κοκ.

Ο ευγενής αναγνώστης ίσως σκέφτεται τώρα κάτι πολύ λογικό: ‘μεγάλα παιδιά είμαστε, θα εστιάσουμε στην ουσία – και η ουσία είναι η τέχνη και η εμπειρία που προσφέρει και όχι οι θεατρινισμοί των αυτόκλητων λακέδων της’. Σωστά. Αλλά ας αναλογιστούμε δύο πράγματα. Πρώτον, ας θυμηθούμε πόσοι από εμάς τρόμαξαν απ’ όλα αυτά όταν, σε νεαρή ηλικία, έκαναν την πρώτη γνωριμία τους με ‘δύσκολες’ μορφές τέχνης στο πλάι τέτοιων ανθρώπων. Αν μου συγχωρείται μία προσωπική εμπειρία, ακόμα θυμάμαι την πρώτη μου επίσκεψη στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.

Read moreΤέχνη και ‘ελιτισμός’

Richard Wright, αναπαυσου εν ειρηνη

Οι Πινκ Φλοϋντ ειναι ανετα το αγαπημενο μου συγκροτημα απο την ευρυτερη ροκ. Δεν θα πολυλογησω, οποιος τους εχει ακουσει λιγο προσεκτικα ξερει το γιατι. Εν τελει παραφραζοντας και τον Λουϊ Αρμστρονγκ, αν πρεπει πραγματικα να με ρωτησετε γιατι μου αρεσουν οι Φλοϋντ, δεν θα μπορεστε ποτε να το καταλαβετε.

Παιδικο μου ονειρο ειναι να τους δω να παιζουν ζωντανα και ο διχασμος μεταξυ Ουωτερς και λοιπων με ειχε αφησει απογοητευμενο. Ετρεφα ομως ακομα μια ελπιδα οτι θα ενωθουν και θα τους δω να παιζουν μαζι. Τελικα η ελπιδα μου δεν θα εκπληρωθει ποτε, γιατι χασαμε πριν τρεις μερες τον πιανιστα, κυμπορντιστα και γενικα βασικο συντελεστη του ηχου των Φλοϋντ, Richard William Wright.

Πρωϊμο δειγμα της τεχνης του μπορειτε να δειτε σε αυτο το αποσπασμα απο το εξαιρετικο Live at Pompei (στην αρχαια Πομπηια δηλαδη)


Μπορειτε εδω να δειτε και ολοκληρωμενο το κομματι (Saucerful of Secrets)

Read moreRichard Wright, αναπαυσου εν ειρηνη

Οι ιστορίες πίσω από την τέχνη ΙΙ

Ο επαναστάτης Φαραώ

Όπως όλοι έχουμε παρατηρήσει, η τέχνη της αρχαίας Αιγύπτου απεχθανόταν την πρωτοτυπία. Οι τεχνίτες ήταν υποχρεωμένοι να ακολουθούν τις προσταγές ενός πολύ αυστηρού ύφους που είναι, λίγο-πολύ, οικείο σε όλους μας: οι “πόζες” των βασιλέων και των αρχόντων, οι εντελώς αφύσικες στάσεις του σώματος ώστε να διακρίνονται καθαρά όλα τα μέλη κοκ. Όλα αυτά ήταν απολύτως δικαιολογημένα, αν αναλογισθεί κανείς την εντελώς πρακτική χρησιμότητα της αναπαράστασης για τους Αιγύπτιους: όπως ακριβώς έκαναν οι ταριχευτές με τις μούμιες, οι καλλιτέχνες έπρεπε να βοηθήσουν το πρόσωπο να ζήσει διά της εικόνας του. Όσο πιο “παραδοσιακά” γίνονταν όλα αυτά τόσο το καλύτερο. Όλα αυτά τα κατανοούσε μόνο μέχρι ενός σημείου ο μονάρχης που απεικονίζεται αριστερά. Ήταν ο Αμένωφις ο Δ’, ένας πραγματικός επαναστάτης που αρνήθηκε πολλές από τις υπεράνω κριτικής παραδόσεις της εποχής του. Κουραζόταν από τη λατρεία των αμέτρητων θεών των συμπατριωτών του και αντ’ αυτών αποφάσισε να λατρεύει το θεό Ήλιο, τον Ατέν, που ανακηρύχθηκε ανώτερος όλων – μάλιστα άλλαξε και το δικό του όνομα σε Αχνατέν. Θα πρέπει να ήταν άνθρωπος των άκρων γενικότερα, όπως μαρτυρά το πορτρέτο του. Γιατί αλλιώς δεν εξηγείται η εμμονή του στην ακριβή αναπαράσταση των ομολογουμένως άσχημων χαρακτηριστικών του: όπως εξηγεί ο Gombrich, είτε πίστευε ότι ήταν προφήτης τρανός και έπρεπε να διασωθεί η φυσιογνωμία του είτε θεωρούσε άσκοπη την απόκρυψη της ανθρώπινης αδυναμίας και απαγόρευε κάθε εξωραϊσμό. Σε κάθε περίπτωση, ήταν ένας τολμηρός καινοτόμος.

Read moreΟι ιστορίες πίσω από την τέχνη ΙΙ

Οι ιστορίες πίσω από την τέχνη

Σημείωση: Θα έχετε παρατηρήσει τις τελευταίες ημέρες ότι, με αφορμή την πρόσφατη επίσκεψη ελλήνων ιστολόγων στο ΕΚ, έχει ξεκινήσει ένας μάλλον τραχύς διάλογος στην ελληνόφωνη ιστολογοσύνη. Όσοι πήγαν, λοιπόν, στις Βρυξέλλες μοιάζουν να δικαιολογούνται σε όσους έμειναν πίσω συμπεριφερόμενοι ως υπόχρεοι λογοδοσίας ή λεπτομερούς αναφοράς στους “συναδέλφους” τους που επίσης μοιάζουν να αναμένουν κάτι τέτοιο. Παραβλέποντας το σουρεαλιστικό του πράγματος (όταν έλληνες φιλοτελιστές συμμετέχουν σε μία διεθνή συνάντηση ενημερώνουν τους συν-χομπίστες τους όταν επιστρέψουν;) θέλω να διευκρινίσω το εξής: όσον με αφορά θεωρώ αστεία οποιαδήποτε έννοια συλλογικής ιστολογικής συνείδησης ή συνδικαλιστικού τύπου συντεχνίας “μπλόγκερς”. Είμαι και μπλόγκερ, όπως είμαι μοντελιστής, φίλαθλος, σκακιστής κοκ – αλλά καμμία από αυτές τις δευτερεύουσες ασχολίες μου δεν με ορίζει ή με κατατάσσει σε κάποια κατηγορία και, συνεπώς, δεν αναγνωρίζω καμμία υποχρέωση ή δικαίωμα που να εκπορεύεται από την αντίστοιχη ιδιότητα. Με κίνδυνο, λοιπόν, να χάσω και τους λίγους που ασχολούνται μαζί μου, σας λέω ευθέως: όσοι με διαβάζουν στη βάση μίας ιστολογικής διαστροφής σαν αυτή που περιγράφω παραπάνω παρακαλούνται είτε να βρουν κάποιο καλύτερο λόγο (πράγμα, πράγματι, δύσκολο) είτε να πάψουν διότι, υπό την φορτισμένη κατ΄αυτό τον τρόπο έννοια, δεν είμαι μπλόγκερ.

Στα μουσεία και τις πινακοθήκες κυκλοφορούν, κατά βάση, τριών ειδών επισκέπτες. Πρώτα απ’ όλα, είναι εκείνοι που γνωρίζουν αρκετά ως πολύ καλά τα περί τέχνης και αφιερώνουν ώρες ατελείωτες σε κάθε πινελιά ή παρέκκλιση από την κυρίαρχη τεχνοτροπία. Στο άλλο άκρο, υπάρχουν εκείνοι που δεν έχουν εισαχθεί ποτέ στην περιπέτεια της αισθητικής απόλαυσης ενός έργου τέχνης και απλώς περιδιαβαίνουν το χώρο περιμένοντας την ώρα που θα φύγουν και θα μπορούν πια να λένε “φυσικά και έχω δει τη Μόνα-Λίζα, μιλάμε για αριστούργημα”. Τέλος, υπάρχουν εκείνοι που ξέρουν ελάχιστα, που θα ήθελαν να μυηθούν και που προσπαθούν να μετάσχουν της απόλαυσης αυτής και τρέχουν στο Τολέδο για να δουν την ταφή του κόμητα Οργκάθ μήπως και καταλάβουν γιατί τόσο μαγεύονται οι ειδικοί από τούτη τη ζωγραφιά του Γκρέκο.  Αυτοί οι τελευταίοι, στους οποίους ανήκω κι εγώ, ίσως λόγω της περιορισμένης ικανότητάς τους να χαρούν ένα έργο, αγαπούν ιδιαίτερα τις ιστορίες πίσω από αυτό – ειδικά όταν είναι κάπως πιο συναρπαστικές από το συνηθισμένο. Άλλωστε, μια καλή ιστορία έχει τη δική της αξία και, θυμηθείτε παρακαλώ, ότι δεν πρέπει ποτέ να αφήνουμε την πραγματικότητα να την καταστρέψει.

Ο πρώτος σταρ

Πλησιάζοντας στα μέσα του 13ου αιώνα η δυτική γλυπτική είχε ήδη κατορθώσει να εκμεταλλευτεί τα επιτεύγματα της κλασικής τέχνης και, αργά αλλά σταθερά, να ξεφύγει από τις αυστηρές και χονδροειδείς μεσαιωνικές τεχνικές. Οι μορφές γίνονταν τώρα πιο πλαστικές και η απεικόνιση της φύσης πιο “ζωντανή”. Τα πράγματα, όμως, δεν ήταν εξίσου ρόδινα και στη ζωγραφική: ο ζωγράφος έπρεπε να παλέψει με πολύ λιγότερα μέσα σε σχέση με το γλύπτη που, αν μη τι άλλο, είχε στα χέρια ένα τρισδιάστατο υλικό. Τα απαραίτητα μέσα, παρόλα αυτά, υπήρχαν και δεν έμενε παρά να βρεθεί ένας μεγαλοφυής πρωτοπόρος για να αρχίσει μία νέα, μεγαλειώδης, εποχή για την τέχνη. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ο πρώτος πραγματικός καλλιτέχνης-σταρ. Ποτέ μέχρι τότε δεν είχε γίνει ένας υπηρέτης της τέχνης τόσο διάσημος και δημοφιλής όσο εκείνος – οι συνάδελφοί του από την αρχαιότητα μέχρι τότε ήταν περισσότερο σεβαστοί τεχνίτες που κατασκεύαζαν χρηστικά αντικείμενα (ναούς, γλυπτά και εικόνες για τη θρησκευτική λατρεία κοκ) παρά καλλιτέχνες θαυμαστοί για το πνεύμα και το ταλέντο τους. Όλα αυτά άλλαξαν με τον Giotto di Bondone και τις περίφημες νωπογραφίες του. Ένας σοβαρός ιστορικός της τέχνης θα μας θύμιζε ότι ο Τζιότο δεν εφηύρε κάτι το πραγματικά νέο – απλά συνδύασε και αξιοποίησε τη βυζαντινή εικονογραφική παράδοση και τη γλυπτική του Βορρά. Από τους πρώτους πήρε την ελληνιστική κληρονομιά με τις φωτοσκιάσεις, τις βραχύνσεις και τις λεπτές μορφές. Από τη δεύτερη την προοπτική και τη στιβαρότητα. Το αποτέλεσμα ήταν ένα αριστούργημα θεατρικής αναπαράστασης σαν αυτό που παραθέτω δεξιά. Σε αυτό το Θρήνο για το Χρηστό η εικόνα δε διηγείται απλά μία ιστορία όπως έκαναν οι καλλιτέχνες του μεσαίωνα αλλά, εγκαταλείποντας πλήρως τις αιγυπτιακού τύπου αφηγηματικές τεχνικές, στήνει μία πραγματική παράσταση. Ο χώρος ανάμεσα στις μορφές είναι σαφής και μοιάζει αρκετός για να κινηθούν άπαντες κατά βούληση και κάθε συμμετέχων έχει τη δική του έκφραση και συναισθηματική φόρτιση. Ακόμα και οι συνωστισμένοι στο πρώτο πλάνο δεν είναι “κολλημένοι” μεταξύ τους – η καινοτομία του Τζιότο είναι προφανής. Η απήχηση του νέου ύφους στο φλωρεντινό κοινό ήταν τεράστια και ο βασικός εκφραστής του έγινε γρήγορα μία πραγματική διασημότητα σε ολόκληρη την Ιταλία σε σημείο που να κυκλοφορούν ανεκδοτικές ιστορίες για τα κατορθώματά του. Μέχρι τότε, οι καλλιτέχνες ήταν τεχνίτες που, συχνά-πυκνά, ξεχνούσαν ή απέφευγαν να υπογράψουν τα έργα τους. Από τον Τζιότο και μετά, αρχίζει η χρυσή εποχή των μεγάλων δημιουργών.

Read moreΟι ιστορίες πίσω από την τέχνη