Σε καλούν σε μια θεατρική παράσταση. Θα έχουν εξασφαλίσει εισιτήρια, λένε, και θα χαρούν να τους συνοδεύσεις σε μια από τις εξορμήσεις τους. Η βραδιά φθάνει κι εσύ βάζεις τα καλά σου και πηγαίνεις να τους συναντήσεις – πρόκειται για ένα μικρό θεατράκι κάπου στα Εξάρχεια ή το Γκάζι. Πριν από την παράσταση, όλη η παρέα κάθεται στο μπαρ και τα λέει ‘χαλαρά’ για το έργο. Το λεξιλόγιο είναι επιτηδευμένο, τα γέλια ψεύτικα και η τάση για επίδειξη γνώσεων προφανής. Κανείς δε διαφωνεί με κανέναν: νιώθεις ότι αν κατασκευάσεις έναν θεωρητικό του θεάτρου και αρχίσεις να λες σαχλαμάρες με μεγαλόσχημο ύφος, κανείς δε θα διαμαρτυρηθεί. Μετά την παράσταση -καλή ή κακή δεν έχει σημασία- το ίδιο σκηνικό επαναλαμβάνεται, αυτή τη φορά με αναφορές στο συγκεκριμένο ανέβασμα. Στο τέλος της βραδιάς δεν έχεις περάσει καλά: πιο πολύ έπρεπε να προσέχεις τα λόγια σου και να γνέφεις συγκαταβατικά, παρά να συμμετέχεις στην όλη εμπειρία. Σίγουρα, κάτι δεν πήγε καλά.
Αυτό που δεν πήγε καλά ήταν, προφανώς, άσχετο με την ίδια την παράσταση. Φαίνεται πως κάποιες μορφές τέχνης -ή, πιο σωστά, κάποιες ανθυποκατηγορίες- ελκύουν ένα πολύ συγκεκριμένο κοινό. Ανθρώπους που ντύνονται παρόμοια, εκφράζονται παρόμοια και συμπεριφέρονται παρόμοια. Μεταμοντέρνοι, κλασικοί, πειραματικοί, νεωτεριστές και δεν συμμαζεύεται υπερασπίζονται με οπαδικό πάθος τα αγαπημένα τους θεάματα και διηγούνται ατελείωτες ιστορίες με τον τάδε σκηνοθέτη ή τον δείνα τενόρο. Ξέρουν τα πάντα για τις καλλιτεχνικές δραστηριότητες της πόλης και συνεχώς προγραμματίζουν, προγραμματίζουν, προγραμματίζουν… Και, φυσικά, είναι πάντοτε απόλυτοι: αυτά είναι αριστουργήματα, εκείνα είναι σκουπίδια, ο Α είναι ιεροφάντης της τέχνης, ο Β βιαστής της αισθητικής μας κοκ.
Ο ευγενής αναγνώστης ίσως σκέφτεται τώρα κάτι πολύ λογικό: ‘μεγάλα παιδιά είμαστε, θα εστιάσουμε στην ουσία – και η ουσία είναι η τέχνη και η εμπειρία που προσφέρει και όχι οι θεατρινισμοί των αυτόκλητων λακέδων της’. Σωστά. Αλλά ας αναλογιστούμε δύο πράγματα. Πρώτον, ας θυμηθούμε πόσοι από εμάς τρόμαξαν απ’ όλα αυτά όταν, σε νεαρή ηλικία, έκαναν την πρώτη γνωριμία τους με ‘δύσκολες’ μορφές τέχνης στο πλάι τέτοιων ανθρώπων. Αν μου συγχωρείται μία προσωπική εμπειρία, ακόμα θυμάμαι την πρώτη μου επίσκεψη στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Οι οικογενειακοί φίλοι που με συνόδευαν μου έδωσαν από την πρώτη στιγμή την εντύπωση ότι το πως θα συμπεριφερόμαστε έχει τεράστια σημασία. Ακόμα χειρότερα, άρχισαν να με ρωτούν, καθώς μάθαινα κι εγώ μουσική όπως τα περισσότερα παιδάκια, τι ξέρω για τους συνθέτες του προγράμματος, αν έχω παίξει ποτέ τούτο ή εκείνο κλπ. Εξετάσεις κανονικές! έπρεπε να περάσουν χρόνια για να συνειδητοποιήσω πόσο αμαθείς ήταν αυτοί οι άνθρωποι και πόσο άδικα κατατρομοκρατήθηκα από το όλο σκηνικό. Από την άλλη, πόσοι από εμάς αρνούνται να κάνουν έστω και το πρώτο βήμα λόγω της αδυναμίας τους να αντέξουν όλο αυτό το περιβάλλον ή λόγω της βεβαιότητάς τους ότι θα απορριφθούν από τους ‘κουλτουριάρηδες’; Νομίζω πολλοί.
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ένας και μοναδικός λόγος για όλη αυτή την παράνοια. Η αλήθεια είναι πως κάποια είδη καλλιτεχνικής έκφρασης γεννήθηκαν μέσα σε πνευματικές ελίτ. Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα προέκυψαν πολλά ρεύματα πολύ ‘περίπλοκα’ ή ‘ακαταλαβίστηκα’ για τον απλό άνθρωπο που ήθελε μονάχα να διαβάσει κάτι καλογραμμένο, να παρακολουθήσει κάτι που θα του ξυπνά συναισθήματα και να σταθεί μπροστά σε ένα έργο τέχνης που θα επικοινωνεί κάτι σχετικά σαφές. Κάποια άλλα είδη πάλι ήταν μια χαρά ‘λαϊκά’ όταν πρωτοπήραν την μορφή που γνωρίζουμε όλοι αλλά στην πορεία ‘χωρίστηκαν’ σε κατηγορίες. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι, ίσως, η όπερα: ξεκίνησε ως ένα θέαμα για όρθιους θεατές στο δρόμο, χωρίστηκε σε σοβαρή και κωμική στην πορεία, ξαναπλησίασε το λαό με το βερίσμο και φτάσαμε στο σήμερα όπου κυριαρχεί η εντύπωση ότι είναι για λίγους και ‘εκλεκτούς’. Μάλιστα, οι περισσότεροι ‘γνώστες’ σνομπάρουν τις ‘ελαφρές’ όπερες και καμώνονται ότι διασκεδάζουν με Τριστάνο και Ιζόλδη. Ναι καλά…
Σε ένα ραδιοφωνικό σταθμό της μακρινής επαρχίας είμαι έτοιμος να μπω στο στούντιο όταν παρατηρώ μια καινούργια φυσιογνωμία. Λίγο περιέργη είναι η αλήθεια: αυτό που θα χαρακτήριζα κάπως άκομψα ‘φυτό-μεταλάς’. Γίνονται οι συστάσεις και φτάνουμε στα μουσικά. Και τότε μου αποκαλύπτει ότι ‘ακούει μέταλ και κλασική μουσική – κυρίως, όμως, όπερα’ και ότι έχει ‘πολλές βιντεοκασέτες’ (ναι, είμαι τόσο ηλικιωμένος). ‘Σου φαίνεται περίεργο;’, με ρωτάει. ‘Μπα, καθόλου’, του απαντάω και λέω το πιο απίστευτο ψέμμα. Τώρα καταλαβαίνω τι εννοούσε. Είναι δύο είδη φοβερά θεατρικά που καταπιάνονται με κάθε λογής υπερβολή. Οι ήρωές τους ζουν καταδικασμένες αγάπες, σκοτώνουν και σκοτώνονται, έχουν χτυπητά ελαττώματα, είναι, ρε παιδί μου, ‘τραγικοί’. Στην όπερα πάμε ντυμένοι καλά και πνίγουμε μέχρι και το βήχα μας για να μην τα ακούσουμε από κάποιον ευέξαπτο. Στις μέταλ/ροκ/everything in between συναυλίες πάμε πραγματικά άσχημα ντυμένοι και ουρλιάζουμε. Αλλά (μπορούμε να) νιώθουμε πάνω-κάτω τα ίδια – ακόμα και κάποιες ιστορίες που μας διηγούνται μοιάζουν! Τι μας λέει αυτό;
Μας εμποδίζουν οι παλαβοί που κουτουλάνε τα ντουβάρια να απολαύσουμε το αγαπημένο μας συγκρότημα; Όχι: αν δεν μας διασκεδάζουν απλά τους παραβλέπουμε. Ας κάνουμε το ίδιο και με τους δήθεν των θεάτρων, των κινηματογράφων και των μουσικών σκηνών. Είναι, πράγματι, πολύ πιο ενοχλητικοί και μπορεί και να βρεθούμε ανάμεσά τους χωρίς να το επιλέξουμε. Ειδικά στην Ελλάδα, με την ανυπαρξία αστικής παράδοσης και την έφεση στην μόστρα, η κατάσταση είναι ενίοτε ανυπόφορη. Μπορούμε, όμως, να ντυθούμε άνετα και να καθήσουμε λίγο πιο πίσω. Η τέχνη είναι πολύ ωραίο πράγμα για να παραδώσουμε κάποια κομμάτια της αμαχητί σ’ εκείνους που την εκτιμούν τόσο λίγο ώστε να στήνουν φτηνές παραστάσεις γύρω της για να νιώσουν σημαντικοί. Με αυτή την προτροπή σας αφήνω.
ΥΓ: Αυτή είναι η τελευταία ανάρτησή μου στην αΜ/Συνιστολόγιο. Εκμεταλλεύομαι, λοιπόν, την ευκαιρία για να ευχαριστήσω το Θανάση που με έβαλε στην περιπέτεια του ιστολογείν, τον Σωτήρη και τον Μιχάλη που με φιλοξένησαν στην Αναμόρφωση, καθώς και όλους τους συντελεστές και τους σχολιαστές του ιστολογίου που με τίμησαν με την προσοχή και το χρόνο τους. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι η Αναμόρφωση παραμένει, παρά το γεγονός ότι πήρε ένα δρόμο λίγο διαφορετικό απ’ αυτόν που ορματιζόμουν, ένα από τα καλύτερα ιστολόγια εκεί έξω και θα συνεχίσω να το παρακολουθώ και να το προτείνω σε φίλους και γνωστούς. Γεια χαρά και καλή τύχη σε όλους.
Επειδή είμαι τακτικός του θεάτρου, πρέπει να ομολογήσω ότι σε κάποιο βαθμό έχεις δίκιο. Σε κάποιο βαθμό έχεις και άδικο (σιγά μη συμφωνήσω) τουλάχιστον ως προς την έκταση. Μου μοιάζει αρκετά απόλυτο όπως το θέτεις. Υπάρχουν άνθρωποι που αδιαφορούν για τις γνώμες των άλλων, φιλοθεάμονες που απλά αναζητούν την τέχνη ή την παρέα, που μιλούν δημοτικά ελληνικά.
Δείμε, έχεις δίκιο: ασφαλώς και δεν είναι τόσο τραγικά τα πράγματα. Αλλά αυτό είναι ένα κείμενο στρατευμένο σε έναν ευγενή, κατά τη γνώμη μου, σκοπό: να αφήσουμε τους σπαστικούς στην άκρη και να πάμε να απολαύσουμε την τέχνη χωρίς ιδεοληψίες και ανασφάλειες. Οπότε, η όποια υπερβολή νομίζω δικαιολογείται.
Ενδιαφέρον άρθρο και θα συμφωνήσω απολύτως με τον Κωνσταντίνο. Νομίζω πως στην Ελλάδα έχουμε σοβαρό έλλειμα πολιτιστικής παιδείας. Είναι ελάχιστοι οι Έλληνες που μπορούν να εκτιμήσουν ένα έργο τέχνης, από κάποια των τεχνών, πραγματικά. Ελαχιστότατοι δε αυτοί που μπορούν να εκτιμήσουν έργα από όλες τις τέχνες. Από την άλλη, το έλλειμα αυτό αναπληρούται με το δήθεν και το a la mode.
Είχα μια σχετική συζήτηση χθες το βράδυ για τις καλές συναυλίες κλασσικής μουσικής, από νέους καλλιτέχνες που γίνονται σε διάφορους χώρους της Αθήνας και που δεν πατάει ψυχή,ενώ, συνήθως το εισιτήριο είναι φθηνό (10€) ή και δωρεάν. Κατά τη γνώμη μου σε μια χώρα που για την πλειοψηφία ο Τσιτσάνης και ο Μπαχ είναι περίπου το ίδιο δεν μπορούμε να περιμένουμε περισσότερα.
Όταν ήμουν φοιτητής στις αρχές της δεκαετίας του 80 ήταν της μόδας στον σινεμά ο Γκοντάρ και ο Μπουνιουέλ και στην πεζογραφία ο Κούντερα. Για μένα και οι τρεις είναι μέτριοι. Αν γνωρίζεις τις αντίστοιχες τέχνες ξέρεις πολύ καλά πως συγκριτικά είναι μέτριοι. Κι όμως, όποιος θεωρούσε τον εαυτό του κουλτουριάρη κόλλαγε ένσημα σε αυτούς.
Και μια προσωπική ιστορία. Εκείνη την εποχή, λόγω οικογενειακής φιλίας σύχναζα σε σπίτι ταγού της ελληνικής ιντελλιγκέντσιας. Πάνω στο τραπεζάκι του καφέ υπήρχε η γαλλική έκδοση του Ονόματος του Ρόδου του Εκο, το οποίο δεν είχε μεταφραστεί ακόμα στα ελληνικά, αλλά πολύ συζήτηση γινόταν στους κουλτουριάρικους κύκλους. Μόλις μεταφράστηκε το βιβλίο έσπευσα να το αγοράσω. Σε επόμενη επίσκεψη μου στο σπίτι αυτό θεώρησα καλό να συζητήσω για το βιβλίο. Εμβρόντητος ανακάλυψα πως δεν το είχαν διαβάσει, απλώς το είχαν στο τραπέζι για φιγούρα.
Από τότε αναθεώρησα πολλά για τους μικρούς κουλτουριάρικους κύκλους στους οποίους αναφέρεται ο Κωνσταντίνος. Πλήρης απομυθοποίηση.
Κωνσταντινε ωραιο κειμενο. Να πω βεβαια οτι δεν ειναι μονο ελληνικο το φαινομενο. δεν ξερω πως ειναι συγκριτικα με αλλες χωρες γιατι γενικα αποφευγω συζητησεις με ατομα αυτου του κυκλου στην Ελλαδα για τετοια θεματα. Λεω συνηθως οτι μαρεσουν πολυ τα μαθηματικα, οποτε με αφηνουν ησυχο :-)
Αλλα ξερω οτι πχ ο Γουντυ Αλλεν κοροϊδευει σε καθε δευτερη ταινια το ειδος του Μανχαταννιτη δηθεν κουλτουριαρη. Εχει και σε κεινην την ταινια το τρομερο ευρημα που καποιος δηθεν λεει ασυναρτησιες για μια ταινια, και ο Αλλεν τσαντισμενος βγαζει τον σκηνοθετη απο μηχανης θεο να εξηγησει οτι αυτα που λεει ο δηθεν οντως ειναι αρλουμπες.
ΥΓ για το υστερογραφο σου δεν θω πω πολλα, σε περιμενουμε απλα να επιστρεψεις.
SG και Pelerin,
Νομίζω ότι κάνετε καλά που τους αποφεύγετε γιατί οι περισσότεροι έχουν φτιάξει ένα μικρό δικό τους κόσμο που δεν γκρεμίζεται με τίποτα. Γιατί αν γκρεμιστεί, δε θα τους μείνει τίποτα, θα αναγκαστούν να ζουν καθημερινά με την ανεπάρκειά τους. Αυτό που θέλω να πω εγώ -που γράφω ακόμα κι εδώ για τα αγαπημένα μου έργα τέχνης ή την μεγάλη μου αδυναμία, την όπερα- είναι ότι όλα αυτά μπορούμε και πρέπει (και είναι ανάγκη, κατά τη γνώμη μου) να τα απολαύσουμε χωρίς να μας τρομοκρατούν όλοι αυτοί. Κάποτε, πριν χρόνια, βρέθηκα για μερικούς μήνες στην παρέα μερικών νεαρών σπουδαστών κλασικού τραγουδιού και το πρώτο που σκέφτηκα ήταν ότι θα έπρεπε να βάλουν όλους αυτούς τους ανέραστους παπαρολόγους ανάμεσα σ’ αυτά τα παιδιά για λίγες ημέρες. Είτε θα ανοίξουν τα μάτια τους και θα δουν, επιτέλους, την ουσία είτε θα φρικάρουν και θα πάνε να παίξουν κάπου αλλού. Προτιμώτερο το πρώτο, αλλά, αν δεν είναι εφικτό, θα αρκεστώ στο δεύτερο.
Σωτήρη, μιλάς γι’ αυτή την επική σκηνή από το Άνι Χωλ. Ίσως θα έπρεπε απλώς να βάλω αυτό τον σύνδεσμο και τίποτα άλλο. Μπράβο σου που το θυμήθηκες.
I’d like to hit this guy on a gut level :-)
Τρομερη σκηνη, καλα που την βρηκες (και ναι δεν εφερε σκηνοθεη, εφερε τον ιδιο τον ΜκΛουαν!). Κριμα που δεν εχουμε εναν ελληνα Γουντυ Αλλεν, θα ειχε πολυ υλικο για κοροϊδία…
Εγω Κωνσταντινε εχω καταληξει στην πληρη ασεβεια μου για οποιονδηποτε δηθεν της τεχνης, ισως και σε επικινδυνο βαθμο γιατι δεν διαβαζω καν κριτικες και τετοια. Εχω καπως την εντυπωση οτι ειτε σε αγγιζει η τεχνη, ειτε οχι, τα υπολοιπα ειναι σαλτσες. Ειμαι σιγουρος οτι κανω λαθος, αλλα τουλαχιστον δεν αφηνω κανεναν να με τρομοκρατει…
Ούτε εγώ ασχολούμαι με τις κριτικές. Αλλά είναι το μικρότερο πρόβλημά μας γιατί όλοι ξέρουν κατά βάθος την αξία των κριτικών, συμπεριλαμβανομένων και των συντακτών τους. Το θέμα είναι ότι, μερικές φορές, σντί να συνδέουμε την αισθητική απόλαυση με την ικανοποίηση και την απελευθέρωση, νιώθουμε το ακριβώς αντίθετο γιατί είμαστε υποχρεωμένοι να υποστούμε την σοβαροφάνεια και την υποκρισία των κανόνων που έχουν θέσει άνθρωποι άσχετοι με την ίδια την τέχνη. Ας κάνουν ό,τι γουστάρουν, είναι δικαίωμά τους. Αλλά δεν είναι ανάγκη να τους παραπαίρνουμε στα σοβαρά, πολλώ δε μάλλον να τους παραχωρούμε την τιμή να μιλούν και να ενεργούν ‘εκ μέρους της τέχνης’, αλλά και να βάζουν τους κανόνες για την προσέγγισή της από όλους τους υπόλοιπους.
Κωνσταντίνε,
να επισημάνω ότι πολλοί από τους παλιούς Μεταλάδες μουσικούς (Richie Blackmore/Deep Purple, Iron Maiden, Yngwie Malmsteen, κ.α.) είχαν κλασσική παιδεία στη μουσική.
Να πω επίσης ότι το πρόβλημα του μεταμοντερνισμού στην τέχνη είναι το ίδιο με αυτό που είναι και στα γράμματα. Συντάσομαι με τη θέση του Socal (Sokal’s hoax: http://en.wikipedia.org/wiki/Sokal_affair)ότι κάποιες παρυφές τουλάχιστον του μεταμοντερνισμού επιχειρούν να κρύψουν την άγνοιά τους ή το κοινό των ιδεών τους πίσω από μια έντεχνα κατασκευασμένη γλώσσα που σκοπό έχει να τρομάξει τον αμύητο δίνοντας κύρος στις μπανάλ ιδέες του μυημένο (χαζά μου φαίνονται αυτά που λέει αλλά ας μην πω τίποτα μπας και φταίει το ότι δεν ξέρω και γίνω ρεζίλι). Συνιστώ δε το βιβλίο των Sokal και Bricmont, “Fashionable Nonsense: Postmodern Intellectuals’ Abuse of Science”.
Βέβαια, να αναφέρω μια περίπτωση όπου ο Παβαρότι γιουχαίστηκε στην Ιταλία κάποτε επειδή τραγούδισε μια νότα λάθος. Ο μέσος Έλληνας πιθανόν να επέστρεφε σπίτι γοητευμένος, μην διαπιστώνοντας το λάθος. Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να χαρακτηρίσουμε ως δήθεν τους Ιταλούς επειδή η γνώση τους (όχι απαραίτητα προϊόν επίσημης εκπαίδευσης αλλά αγάπης για την όπερα) τους οδηγεί να έχουν υψηότερα στάνταρντς.
Τέλος εύχομαι να μην έχω συντελέσει στην απόφασή σου να κάνεις διάλλειμα από την Αναμόρφωση, και εύχομαι να δω και πάλι κείμενά σου να την κοσμούν σύντομα!
Πιστεύω ότι ο σνομπισμός, ο ελιτισμός και η επίδειξη είναι στοιχεία που συναντάμε σε κάθε σχεδόν φιλότεχνο.
Ανάλογα όμως σε ποια φάση της πορείας του σαν άνθρωπος είναι, εκφράζονται διαφορετικά.
Από την φύση τους, οι νέοι είναι απόλυτοι και αυθόρμητοι, ταιριάζοντας περισσότερο στην περιγραφή που δίνεις.Ο πολιτισμός είναι κάτι που μόλις έχουν ανακαλύψει, εξού και οι συμπεριφορές που περιγράφεις (μοιάζουν με παιδάκι που έχει βρει καινούργιο παιχνίδι και του αλλάζει τα φώτα).Αυτή είναι η πρώτη φάση
Κάποιοι μένουν σε αυτήν για όλη την ζωή τους (όπως περιγράφει ο πέλεριν), άλλοι όμως προχωρούν και ωριμάζουν στην δεύτερη φάση, οπότε ο ελιτισμός τους παίρνει άλλη μορφή:
πλέον δεν μιλάνε οπουδήποτε και στον οποιοδήποτε για “υψηλά θέματα”.
Όπως ξέρουμε, κάθε ένας μπορεί να χωρίσει τους ανθρώπους σε τρεις κατηγορίες: σε αυτούς που αν τον καλούσαν δεν θα πήγαινε, σε αυτούς που αν τον καλούσαν, θα πήγαινε αν δεν είχε κάτι άλλο να κάνει και δεν βαριόταν και σε αυτούς που ο ίδιος θα ευχόταν, ίσως θα παρακάλαγε ή θα έκανε ακόμα και θυσίες προκειμένου να τον καλέσουν.
Σε σχέση με τις δύο πρώτες κατηγορίες, πιστεύει ότι δεν έχουν κάτι να του πουν, άρα και ο ίδιος δεν έχει κάτι να τους πει. (αυτός είναι ο νέος σνομπισμός, που μάλιστα εξαιτίας της σιωπηρής φύσης του, δεν χτυπάει άσχημα αισθητικά).
Η τρίτη κατηγορία περιλαμβάνει ανθρώπους που έχουν πετύχει κάτι περισσότερο από ό,τι έχει πετύχει ο ίδιος, ή είναι μεγαλύτεροι σε ηλικία και βρίσκονται σε μια θέση στην οποία ο ίδιος πιστεύει ότι θα βρίσκεται, όταν φτάσει στην ίδια ηλικία.Εδώ συχνά υιοθετούν συμπεριφορές της πρώτης φάσης (πιο διακριτικά και εκλεπτυσμένα όμως) κυρίως θέλοντας να δείξουν ότι είναι και οι ίδιοι (ή θα γίνουν άμεσα) μέλη του “κλαμπ”.Σε τέτοιες περιπτώσεις, και name dropping θα πέσει και άλλη γλώσσα θα χρησημοποιηθεί.
Εγώ πιστεύω ότι βρίσκομαι στην 2η φάση, οπότε δύσκολα μπορώ να πω τι έπεται.
Υποθέτω όμως ότι στην τρίτη φάση το βασικό γνώρισμα είναι η κατανόηση όσων βρίσκονται στίς προηγούμενες -και ιδιαίτερα στην πρώτη φάση- και μάλιστα σε επίπεδο συναισθηματικό περισσότερο παρά εγκεφαλικό.
Κρατάει μεν τις αποστάσεις του από το art crowd, χωρίς όμως να τον ενοχλεί πλέον.Ίσως και να το ζηλεύει λίγο επειδή ο χώρος της ποζεριάς είναι ακόμα ένας χώρος με βεβαιότητες και σταθερές – σε όποιον έχει εκτεθεί στην άβυσσο πιστεύω πάντα περνάει από το μυαλό του η σκέψη ότι ίσως να άξιζε να έδινε λίγη σοφία για να πάρει λίγη αφέλεια παρά του ότι γνωρίζει τις παγίδες της δεύτερης (είναι ας πούμε σαν τις γκόμενες που δεν θα κυκλοφορούσε, αλλά ευχαρίστως θα γάμαγε).
Τέλος πάντων, σε αυτήν τη τρίτη φάση πιστεύω ο ελιτισμός και ο σνομπισμός παίρνει την πιο ακραία και τραγική μορφή του, αυτήν της μοναξιάς και της παραίτησης από τον κόσμο (όπως την περιγράφει ο Γκάτσος στον Κεμάλ – για να κάνω και εγώ το name-dropping μου, είπαμε είμαι στην φάση 2! ).
Πάντως δεν πρέπει να ξεχνάμε και τον άλλο στίχο, του Σαββόπουλου:
καλώς να έρθουν και φριχτοί μικρομεσαίοι να ξεσαλώσουν,
χωρίς αυτούς τα μαγαζιά ούτε το φως δεν θα πληρώσουν
Αν θέλουμε μέγαρο, όπερα, art house cinema κτλ πρέπει να δεχθούμε και την παρουσία τέτοιων ανθρώπων στο κοινό, δεν γίνεται αλλιώς.Εξάλλου, από αυτό και ίσως από αυτούς θα προκύψουν και οι δημιουργοί.
Πολλές φορές, θαυμάζοντας ένα σημαντικό έργο τέχνης, ξεχνάμε την ανθρώπινη υπόσταση του δημιουργού, νομίζοντας είναι κάποιος που έχει την Χάρη του Θεού και πέρασε από όλες τις φάσεις της ζωής άθικτος.
Ωστόσο, ανάλογα με το ποια πολαρόιντ της ζωής κάποιου βλέπουμε, βλέπουμε έναν διαφορετικό άνθρωπο.
Και,τέλος πάντων, είναι εξαιρετικά δύσκολο να ορίσουμε τελικά τους σνομπ και τους ελιτίστες – ο ορισμός που χρησημοποιούμε είναι, από ό,τι κατάλαβα, ότι είναι αυτοί που καταλαβαίνουν ένα έργο λιγότερο από εμάς.
Τέλος, διαφωνώ με αυτό που γράφετε και εσύ και ο Σωτήρης για τους κριτικούς.Εγώ προσωπικά τους έχω σε πολύ μεγάλη εκτίμηση και έχω μάθει πάρα πολλά από αυτούς (εντάξει, δεν έννοω σαχλαμάρες τύπου δανίκα π.χ.).Είναι εύκολο να πεις για ένα πίνακα ή ένα κομμάτι “α ωραίο αυτό, μ’αρέσει” – η τέχνη όμως είναι κάτι πολύ περισσότερο και βαθύτερο και αν δεν έχεις κάποιον να σου δείξει και να σε προσανατολίσει πολύ φοβάμαι ότι δεν θα πας μακριά.
ΥΓ.Ενδιαφέροντα σχόλια περί μέταλ.Πολλοί μεταλλάδες είναι πεπεισμένοι ότι το μέταλ είναι ό,τι πιο κοντά υπάρχει στην κλασσική μουσική.
Είμαι αρκετά επιφυλακτικός σε αυτήν την θέση, αν και ορισμένα από αυτά που επισημαίνεις είναι σωστά (θεατρικότητα π.χ.) – μιλάμε όμως κατ’αρχήν για όπερα και όχι γενικά για κλασική μουσική.
Τέλος πάντων, τελειότερος συνδυασμος κλασικής-ροκ είναι κατά την γνώμη μου το atom heart mother, ο χειρότερος φυσικά το SM των Metallica (δεν έχω ακούσει βέβαια των δίσκο των Scorpions, ο οποίος έχει εξάλλου και το χειρότερο εξώφυλλο ποπ δίσκου έβερ (βάζοντας ακόμα και τα 80ς μέσα).
Σχετικά με Γούντυ Άλλεν ξεχάσατε την ύπερ-κορυφαία ατάκα Thank God for the French (από την ταινία με τον τυφλό σκηνοθέτη νομίζω) και την επίσης γαμάτη ψευδο-κουλτουρο-ατάκα μιας γκόμενας δτον ίδιο: το σεξ μάζι σου είναι καφκική εμπειρία (από το μανχάτταν νομίζω)
(Σωτήρη δυστυχώς δεν υπάρχει ελ Γούντυ Άλλεν, ωστόσο τώρα που γερνάει με πενέλοπε κρουθ, σκάρλετ γιόχανσον κτλ τον κόβω να γίνεται ο αμερικάνος ιντελλέκτουαλ Κωνσταντάρας, στα σακάκια είναι σχεδόν ίδιοι, αν και τον Άλλεν δεν το έχω δει ακόμα με ανοιχτό πράσινο λαμέ και καδένα – βέβαια δεν νομίζω να υπάρχει τελειότερη μορφή στον παγκόσμιο κιν/φο από τον Κωνσταντάρα)
Κώστα, πολύ ενδιαφέροντα όλα αυτά. Έκανες καλά και μας θύμισες αυτό το περιστατικό:
Έχω μερικά σχόλια. Κατ’ αρχάς, κανείς δεν είπε ότι δεν υπάρχουν άνθρωποι με περισσότερες γνώσεις από άλλους – αυτό είναι δεδομένο. Δε χρειάζεται, φυσικά, να είναι κανείς καλλιτέχνης για να μπορεί να καταλαβαίνει από μουσική, θέατρο, ζωγραφική. Με την μελέτη, την τριβή και την ταπεινοφροσύνη μαθαίνεις. Να το μυστικό, όμως – να γιατί οι μπουρδολόγοι φωνάζουν πόσο αδαείς είναι: όσο περισσότερα μαθαίνεις για τη λεγόμενη ‘υψηλή τέχνη’ τόσο περισσότερο εκτιμάς τους λειτουργούς της. Ας δεχθουμε αυτή την υπόθεση κι ας ξαναρίξουμε μια ματιά στον αστικό μύθο του γιουχαρίσματος του Παβ.
Πρώτα απ’ όλα, στον Παβαρότι συνέβησαν πολλά που προκάλεσαν αντιδράσεις κατά καιρούς, συμπεριλαμβανομένης και μιας άγαρμπης κίνησης που κατέληξε στο να του πέσει το σπαθί επί σκηνής. Τώρα, απο πλευράς καθαρά τραγουδιστικής, το χειρότερο που μπορεί να συμβεί είναι να ‘σπάσει’ μία νότα. Αυτό μπορεί να συμβεί είτε ολοκληρωτικά είτε να ξεκινήσει να συμβαίνει και να ‘μαζευτεί’ στην πορεία. Και τα δύο είναι πραγματικά ντροπιαστικά γιατί συνήθως συμβαίνουν σε ψηλές νότες που τραγουδιούνται δυνατά, στις κοινώς λεγόμενες ‘κορώνες’. Αλλά ποτέ μα ποτέ δε θα κριθεί ένας τραγουδιστής από ένα τέτοιο ατύχημα από έναν πραγματικό λάτρη της όπερας: μπορεί να συμβεί στον καθένα. Ο Παβ αποδοκιμάστηκε εκτός σκηνής το 1992 στη Σκάλα όχι επειδή ‘έσπασε’ αλλά επειδή, πως να το πως κομψά, το είχε παραχέσει. Κυκλοφορούσαν ιστορίες για το πως ακύρωνε συνεχώς εμφανίσεις λόγω κακής ζωής (μετά από πολλά στησίματα η όπερα του Σικάγο τον απέκλεισε απο τις παραγωγές της) και είχε αποκαλυφθεί ότι σε μια τηλεοπτική παραγωγή του BBC τραγουδούσε playback. Μαζεύτηκαν πολλά, λοιπόν, και τα άκουσε. Δεν το ξέρω, αλλά υποψιάζομαι ότι του την έπεσαν οι ταλιμπάν της τέχνης και όχι απαραιτήτως οι γνώστες της. Μπορεί και κάποιοι από τους τελευταίους αλλά όχι για τη νότα, αλλά για το χαράμισμα του ταλέντου του και την ασέβεια προς το κοινό.
Στο αυτί του αμύητου οι μικρές διαφορές είναι ασήμαντες. Πολλοί διάσημοι τενόροι, για παράδειγμα, κατέβαζαν κάποιες νότες κατά ένα ημιτόνιο (μεγάλη διαφορά γι’ αυτούς, μικρή για το θεατή) και πολλοί τραγουδιστές ‘έπνιγαν’ νότες ή ακόμα συχνότερα άλλαζαν την προφορά ορισμένων συλλαβών για να αποδώσουν καλύτερα. Αυτά μάλιστα: πολλοί Ιταλοί θα τα καταλάβαιναν αλλά πολύ λίγοι Έλληνες. Και είναι κάτι τέτοια που κυριαρχούν στις συζητήσεις για την καλύτερη ερμηνεία του τάδε ή δείνα ρόλου, τραγουδιού κλπ. Και πάντα με γενναιοδωρία, σεβασμό και θετική σκέψη. Γι’ αυτό σας λέω: ας τους βάλουμε με τους νεαρούς σπουδαστές που, αφού τα πουν όλα αυτά, βλέπουν αμερικάνικες ταινίες και ποδόσφαιρο, γελάνε δυνατά με χαζά αστεία και φλερτάρουν όπως όλοι οι πληβείοι, κι ας περιμένουμε τα αποτελέσματα!
ΥΓ: Βέβαια, όπως διαπίστωσα και αυτοπροσώπως πριν απο κάποια χρόνια στο ΜΜΑ υπάρχει ένα τεράστιο κοινό στην Ελλάδα που δεν μπορεί να ξεχωρίσει μια πραγματικά κακή φωνή/ερμηνεία από μια ανεκτή. Αλλά αυτοί θα πρέπει να είναι περιστασιακοί επισκέπτες και όχι οι ‘ψαγμένοι’ που μας απασχολούν εδώ.
ΥΓ2: Την τελευταία σου ερώτηση δεν την απαντώ καν, Κώστα, για να μην της αποδώσω στάτους σοβαρής απορίας. Κατά τ’ άλλα, σ’ ευχαριστώ, αλλά εγώ δεν μίλησα για διάλειμμα.
ΥΓ3: Σώτο, τι εννοείς, που το το βρήκα το βιντεάκι; Δεν σου έχω πει την αδυναμία μου για το Άνι Χωλ; Παρεμπιπτόντως, το καλύτερο σχόλιο που έχω ακούσει (ή διαβάσει, δε θυμάμαι) γι’ αυτή την σκηνή είναι ‘αυτός ο τύπος μου θυμίζει κάτι φαν του Γούντι Άλεν’.
Α, και κάτι άλλο: έβαλα έναν καινούργιο σύνδεσμο στην κύρια ανάρτηση πάνω στο βερίσμο για έναν έξοχο σχετικό σύνεσμο. Σας προτείνω, σχεδόν σας παρακαλώ, να τον τσεκάρετε. Είναι πραγματικός θησαυρός.
Σναπ, αξιοπρεπής ο δίσκος των Σκορπιονς. Έχει και τρελό παρασκήνιο η συνεργασία αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία. Λες:
Βάστα τ’ αλόγατα. ‘Αλλο κριτικοί και άλλο ιστορικοί και θεωρητικοί της τέχνης. Τον Gombrich μου, για παράδειγμα, τον λατρεύω και τον σέβομαι απεριόριστα γιατί είχε υπομονή μαζί μου σαν τον σοφό γέροντα με τον αδαή μαθητή. (Γι’ αυτό μάλιστα τόνισα ότι χρειάζεται ταπεινοφροσύνη για να μάθεις – κανείς δεν ενοχλείται από τους φιλομαθείς φιλότεχνους εκτός αν είναι πια τελείως κομπλεξικός). Η διαφορά ανάμεσα στους πρώτους και τους δεύτερους ειναι τόσο προφανής όσο η διαφορά ανάμεσα στον πιο ευφυή ψυχίατρο και την Τένια (καλά το λέω; ) Μακρή. Ή όπως έλεγαν αυτή την μεσόκοπη χοντρούλα που παρίστανε την ψυχολόγο στα κανάλια…
Kων/νε
Δεν νομίζω ότι η διαφορά είναι τόσο μεγάλη.
Ο Gombrich που αναφέρεις φυσικά είναι και κριτικός, ακόμα και στο story of art – το ό,τι αφήνει πολλά απ’έξω ή σχολιάζει πολύ σύντομα και χωρίς φώτοζ σημαντικά μεγέθη δεν είναι κριτική;
Αλλά εκτός αυτού, έχει γράψει και καθαρόαιμα κείμενα κριτικής.
Ναι βρε Σναπ, φυσικά, η έννοια ‘ιστορικός’ ή ‘θεωρητικός’ περιλαμβάνει, σχεδόν ανεξαίρετα, και την έννοια ‘κριτικός’. Αλλά το αντίθετο δεν ισχύει απαραιτήτως και γι’ αυτό κάνω το διαχωρισμό. Εννοείται, φυσικά, ότι δεν αναφέρομαι τόσο στις σπουδές όσο στην έρευνα των stricto sensu κριτικών. Και, όχι, το ιστορικό της τέχνης δεν περιέχει παρά ελάχιστη πρωτότυπη* (πολλώ δε μάλλον ενδελεχή) κριτική και γι’ αυτό και είναι τόσο απαραίτητο στους αρχάριους. Η μεγαλοφυής πλευρά του εντοπίζεται στη δομή και την παρουσίαση. Τέλος πάντων, αυτά είναι λεπτομέρειες, δε θα μαλώσουμε γι’ αυτό
*Άλλο αν πολλές από τις ήδη αναγνωρισμένες ως κλασικές αναλύσεις ήταν ήδη σε μεγάλο βαθμό βασισμένες στη δουλειά ή στον αντίλογο του Gombrich.
Κωνσταντίνε,
“Τον Οκτώβριο του 1864 έγιναν στην Ερμούπολη τα εγκαίνια του θεάτρου “Απόλλων”. Σχεδιασμένο από τον δημοτικό αρχιτέκτονα Sampo, υπερτερούσε “όλων των εν Ανατολή θεάτρων και ιδίως των Αθηνών, Σμύρνης, Κωνσταντινουπόλεως και Αλεξανδρείας”. Τέσσερα ιταλικά μελοδράματα ήσαν τα εναρκτήρια έργα. Το πιο γνωστό: η Τραβιάτα, έντεκα μόλις χρόνια μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της. Το θέατρο κατάμεστο, γράφουν οι εφημερίδες της εποχής. Το κοινό, ενθουσιώδες, καταχειροκρότησε τον ιταλικό θίασο.
Εκατόν είκοσι ένα χρόνια μετά η Αθήνα είναι “πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης”. (Χωρίς χώρο για όπερα). Η συμφωνική ορχήστρα της Ιταλικής Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης (RAI) δίνει συναυλία στο Βεάκειο. Προσέρχονται τρεις (3) θεατές. Η συναυλία ματαιώνεται.”
Νίκος Δήμου, Η χαμένη τάξη, εν έτει 1985.
Στο εξαιρετικό αυτό βιβλίο ο Δήμου επισημαίνει κάτι που νομίζω ότι κι εσύ υπαινίσσεσαι στην ανάρτησή σου: τον ελλείποντα κρίκο στην πορεία της “νεοελληνικής εξέλιξης”, ήτοι την έλλειψη μιας πραγματικά προοδευτικής, επαναστατικής αστικής τάξης, με αίσθηση του μέτρου, της καλαισθησίας, της καλλιέπειας και του ορθού – ή και κοινού – λόγου.
Στην Ελλάδα των τελευταίων δεκαετιών – που, είναι αλήθεια, προόδευσε σημαντικά – επήλθε μία κατακόρυφη άνοδος του βιοτικού επιπέδου: ευμάρεια, υλικά αγαθά και εξουσιαστικά “τσιφλίκια” σε όλο και ευρύτερες ομάδες του πληθυσμού. Ωστόσο, φαίνεται να λείπει ιδίως η εκλεπτυσμένη γνώση, ενώ στη θέση της αφθονεί η γνώση του αφηρημένου και του ατελούς. Το χρήμα ρέει, ωστόσο η σχέση μας προς τα έργα τέχνης ή τέρψης των αισθήσεων παραμένει σε χαμηλό επίπεδο.
Ακόμη και στα νεκροταφεία φαίνεται η πτώση του αισθητικού μας κριτηρίου (αναφέρομαι πάντα στον μέσο όρο). Λ.χ. στο Α΄ νεκροταφείο σιγά-σιγά εμφανίζονται ήδη τα πρώτα δείγματα του πλουτισμού της εποχής μας: στο μνήμα μεγάλου εφοπλιστή έχει τοποθετηθεί ένα τεράστιο και εντελώς ακαλαίσθητο καράβι …για να θυμίζει το “μέγεθος” του μακαρίτη! Η Ωραία Κοιμωμένη φαίνεται πλέον να μη μπορεί να κοιμηθεί ήσυχα. Ποιός ξέρει… σε λίγο ίσως και να δούμε να κοσμεί το μνήμα ενός τρανού επιχειρηματία άγαλμα που θα παριστά τον μακαρίτη να καπνίζει αυτάρεσκα ένα συλλεκτικό πούρο τεραστίων διαστάσεων!
Αναγνωρίζω ότι τα όσα λέω μπορεί να ενέχουν κάποια νότα νοσταλγίας για τα περασμένα, “για τις παλιές καλές εποχές”. Το ξεκαθαρίζω όμως: οι παλιές εποχές δεν ήταν καλλίτερες, αλλ’ αυτό που κατάφερε ο σύγχρονος νεοελληνικός πολιτισμός ήταν να εξαφανίσει τις παλιές εστίες μιας “προοδευτικής αστοσύνης”, που δεν αυτοπροσδιοριζόταν με βάση το χρήμα, αλλά την καλή αίσθηση, το μέτρο και τον ορθό λόγο. Το ξέρω ότι η ιστορική διαδρομή είναι μεγάλη, αλλ’ απλώς ατάκτως ερριμμένους υπαινιγμούς διατυπώνω εδώ.
Πιστεύω δε ότι από το 1985 – που ο Δήμου έγραφε το επαναστατικό για την εποχή εκείνην βιβλίο του – δεν έχουν αλλάξει και πολλά. Η εξαιρετική περιγραφή του Κωνσταντίνου μαρτυρεί του λόγου το αληθές. Ναι ξέρω, θα μού μιλήσετε για την κίνηση των θεάτρων, των κινηματογράφων και της αγοράς των βιβλίων, αλλ’ επιτρέψτε μου να είμαι επιφυλακτικός: αυτά είναι μία νεοπλουτίστική επιφάνεια. Είμαι μεν φύσει αισιόδοξος, αλλ’ όχι αιθεροβάμων. Συχνά δε όλοι μας σκοντάφτουμε στην εμπειρία του απολίτιστου, αλλά – όπως θα έλεγε και ο Γουίνστονας – κάνουμε σα να μη συνέβη τίποτε και συνεχίζουμε τον δρόμο μας…
Υπάρχουν πολλοί υπέροχοι άνθρωποι ανάμεσα στη γενιά μας που κινούνται με άνεση από τη Νόρμα του Μπελλίνι στη φοβερή μπλουζιά των AC/DC “She’s got the jack” ή στο “Whiskey drinkin’ woman” του Lou Donaldson. Δυστυχώς όμως είναι μάλλον λίγοι αναλογικά με τον πληθυσμό της χώρας. Στην παρέα των γερμανών θα βρεί κανείς πολλούς νέους τέτοιας ποιότητας, στην Ελλάδα όμως όχι. Η μηχανή του κιμά εδώ τα αλέθει όλα και βγάζει το τίποτα. Κι αυτά τα λέω όχι ως ελιτιστής, αλλ’ ως πραγματιστής.
ΥΓ: Κωνσταντίνε, κέρδισα και έμαθα πολλά από τις αναρτήσεις σου, είτε συμμετείχα στον σχετικό διάλογο είτε όχι. Το ευχαριστώ είναι ανυπόκριτο.
Ζητώ συγγνώμη για τους συνδέσμους, αλλά μόλις πριν λίγο …μού έγινε σχετικό μάθημα από ΑΑ. Επιφυλάσομαι για την επόμενη φορά!
Κώνσταντίνε,
ξέρεις ότι δεν μου καίγεται καρφί για τέχνη και μαλακίες, εγώ είμαι από τα Καλάβρυτα κ.λπ. κ.λπ. Αλλά λυπάμαι που φεύγεις. Αυτά.
Και μη μασάς, έτσι;
Θανάση, no worries, ούτε η τέχνη ενδιαφέρεται για σένα. Αλλά γιατί με αφορά το κείμενο του συνδέσμου; Το σχόλιό σου, βέβαια, το είδα αλλά δεν το πιάνω το υπονοούμενο. Και πότε μάσησα εδώ που τα λέμε; Εγώ δεν είμαι υπεύθυνος γι’ αυτό το ανοσιούργημα;
Αγαπητέ Λεκτοράτιε, επιστρέφω.
Βασικά νομίζω αυτό που περιγράφεται στο αρχικό κείμενο συμβαίνει και σε άλλους τομείς, ανάλογα με τις γνώσεις και τα ενδιαφέροντα του καθενός.
Βλέπεις, για να κρίνεις αν ένας «κριτικός» γνωρίζει αυτά που λέει και δεν βάζει απλά πομπώδεις λέξη στη σειρά οφείλεις έστω και λίγο να το κατέχεις το αντικείμενο. Και εδώ τη λέξη «κριτικός» δεν την βάζω μονάχα για μια συγκεκριμένη Εικαστική Τέχνη, αλλά για κάθε ανθρώπινη τεχνο-λογική δραστηριότητα, απ’τη μαγειρική έως τις επιστήμες και απ’το τι gadget θα βάλεις στον Η/Υ σου μέχρι τι να περιμένεις απ’τη δήθεν βελτίωση του αυτοκινήτου σου.
Αυτά που λέω νομίζω έχουν εφαρμογή σ’όλα τα παραδείγματα που αναφέρθηκε ο Καλλίρης στο αρχικό του κείμενο. Γιατί, πχ, αν δεν ήξερε πέντε πράγματα για το θέατρο δεν θα μπορούσε [εύκολα τουλάχιστον] να αναγνωρίσει που αρχίζουν οι αληθινές γνώσεις και που η παραφιλολογία. Βέβαια προσοχή, καμιά φορά το κλίμα προδίδει τις διαθέσεις αλλά νομίζω είναι και άλλο τόσο κομπλεξισμός να νομίζουμε ότι πάντα όσοι μιλούν με μεγαλόσχημες λέξεις μας δουλεύουν.
Πάντως γενικά νομίζω ότι ισχύει: όταν κάποιος δεν ξέρει… ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΞΕΡΕΙ αν τον δουλεύουν. Τέλος. Γι’αυτό μια απ’τις μεγαλύτερες σοφίες είναι να ξέρεις τα όριά σου και όταν αυτά μεγαλώνουν και συμπεριλαμβάνουν διαφορετικές γνώσεις- αποκτάς δηλαδή και μια σοφία- να φροντίζεις να κρατάς μια πισινή στα πάντα.
Στην Τέχνη απλά είναι πιο εύκολο να σε δουλέψουν οι δήθεν ελιτιστές γιατί ακριβώς η ερμηνεία της είναι πολλές φορές (αν όχι πάντα!) υποκειμενική.
Κατά τη γνώμη μου αυτό είναι το αντίστοιχο σε στατική εικόνα. :D
Ένας τρόπος για να κρατήσουμε τον Κ. στην αΜ είναι να κρατήσουμε αυτό το θρεντ ζωντανό για πάντα :)
Μαικωλ,
τελικά είσαι υποχθόνιος! :)
Λεκτοράτιε,
Αν παραβλέψουμε τους απαράδεκτους συνδέσμους (χεχε) το σχόλιό σου είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον. Ακόμα περισσότερο επειδή μας προσφέρεις την οπτική γωνία ενός ανθρώπου που, αν μη τι άλλο, είχε μια εξαιρετικά καθαρή και κριτική ματιά στα των ελλήνων αστών. Όσο για το -όπως πάντα ευγενικό και γενναιόδωρο- υστερόγραφό σου, ας μου επιτραπεί μια προσωπική αναφορά, λόγω της περίστασης. Όταν ξεκίνησα το ιστολογείν είχα την κρυφή ελπίδα ότι θα εισπράξω ερεθίσματα από αυτή τη διαδικασία, ότι θα μου λυθούν απορίες, ότι θα αποκομίσω πολλά από το διάλογο με τους άλλους ιστολογούντες, ακόμα και σε θέματα του στενού αντικειμένου μου. Γι’ αυτό και τα πρώτα μου κείμενα στο παλιό Συνιστολόγιο (όχι ότι άλλαξαν πολλά στην πορεία) δεν ήταν παρά ένα σύνολο από απορίες και ερωτήματα. Σταματώ νιώθοντας ότι θα μπορούσα να είχα μάθει πολλά παραπάνω. Αν δεν υπήρχε ο κίνδυνος να εκληφθεί τούτη η παραδοχή ως ανταπόδοση φιλοφρόνησης θα έλεγα ότι αυτό θα είχε σίγουρα συμβεί αν είχα συζητήσει με περισσότερους λεκτοράτιους. Αλλά επειδή υπάρχει αυτός ο κίνδυνος δεν το λέω!
ΥΓ: Χαχαχα, Μαικωλ, την πάτησες με το σπιρτόζικο σχόλιό σου. Ούτε σ’ εσένα μπορώ να πω αυτό που δεν μπορώ να πω στο Λεκτοράτιο, για τους ίδιους ακριβώς λόγους! Καλά να πάθεις!
η ιστορια του νικου δημου που δινει ο λεκτορατιος εχει οντως ενδιαφερον… φανερωνει για αλλη μια φορα οτι η αθηνα δεν ειναι με κανενα τροπο η διαχρονικη πρωτευουσα της χωρας και ισως δινει και ενα κλειδι για την κατανοηση της ελλειψης καποιας παλιας αστικης κουλτουρας σε αυτην την πολη. (τωρα το φαουλ του να μιλαει κανεις για μπλουζ και να παραθετει AC/DC δεν θα το σχολιασω :-) )
ΥΓ παιδια συγγνωμη αλλα ειδατε την φωτο που λινκαρε ο κενσαι? ειναι οντως επικη, λεω να την βαλω στην πορτα του γραφειου μου.
ΥΓ2 και εμμεσως ακολουθω και την συμβουλη του μαικωλ…
SG,
δε νομίζω ότι είναι επική. Δείχνει απλά με γλαφυρό τρόπο πως η Τέχνη είναι υποκειμενική και για την προσωπική μας τέρψη, τίποτα παραπάνω τίποτα λιγότερο. Δεν υπάρχει απαραίτητα «λογική» και μαθηματικές εξηγήσεις πίσω απ’το τι θα θεωρηθεί τελικά καλαίσθητο ή αισθητικά αξιόλογο.
Ο Piero Manzoni έκανε απλά τη μαγκιά το ’60 (και πριν την κάποια πολιτισμική απελευθέρωση το 1968) οπότε θεωρήθηκε “cult” και πρωτοποριακό. Και σήμερα μεταπωλούνται τα τενεκεδάκια χιλιάδες Ευρώ. Αν το έκανες εσύ ή εγώ σήμερα απλά θα γελούσε ο ντουνιάς.
Anamorfosis’ Shit. Ούτε καν καλά δεν ακούγεται… :D
—
Όσο για την Αθήνα, επιτέλους Σωτήρη λες και κάτι εύστοχο επί του θέματος. Για περισσότερες ιστορικές-τεχνικές-γεωπολιτικές πληροφορίες σχετικά με την αρχιτεκτονική-ρυμοτομική ανάπτυξη της πρωτεούσας μπορείτε να διαβάσετε στο καυστικό ολιγοσέλιδο βιβλίο Αθήνα: Το Χταπόδι. Ίσως πρέπει να γράψω ένα ρεζουμέ για το τι γράφει μέσα μια των ημερών…
Kensai,
“Ο Piero Manzoni έκανε απλά τη μαγκιά το ‘60 (και πριν την κάποια πολιτισμική απελευθέρωση το 1968) οπότε θεωρήθηκε “cult” και πρωτοποριακό. Και σήμερα μεταπωλούνται τα τενεκεδάκια χιλιάδες Ευρώ. Αν το έκανες εσύ ή εγώ σήμερα απλά θα γελούσε ο ντουνιάς.”
Στο εμπόριο το θέμα είναι πάντα ποιός έχει πρώτος την ιδέα! Όσο απλή ή απλοϊκή κι αν μοιάζει…
lectoratius,
έχεις απόλυτο δίκαιο. Βέβαια δεν ξέρω αν το έγραψες τυχαία αλλά με τρομοκρατεί η ιδέα που έγραψες «εμπόριο» αντί για τέχνη. Βλέπεις, είμαι αθεράπευτα ρομαντικός σ’αυτό το θέμα και θέλω να πιστεύω πως υπάρχουν ακόμα καλλιτέχνες που δημιουργούν με γνώμονα τη δικιά τους ευχαρίστηση και όχι κάποιον έμπορα, παραγωγό ή manager που τρίβει τα χέρια του.
Βέβαια τι να λέμε τώρα. Ήξερες ότι στη μουσική βιομηχανία υπάρχει ήδη λογισμικό που υπολογίζει με μαθηματικούς αλγορίθμους την επιτυχία ή μη ενός μουσικού κομματιού; Ουσιαστικά χρησιμοποιεί την τεχνολογία του Shazam που πολλοί από μας μπορεί να έχουμε στα smartphone μας και την πάει σε νέο επίπεδα, δίνοντας μια βαθμολογία ανάλογα με το ρυθμό, τις αρμονικές, τη μελωδία, κλπ του κομματιού.
Είναι ή δεν είναι γροθιά στο στομάχι της δημιουργικότητας το παραπάνω; Πάντως είμαι σίγουρος ότι οι κριτικοί (καλοί και κακοί) δεν θα γούσταραν να γίνει Επιστήμη η Τέχνη. Μεταξύ μας… ούτε κι εγώ! :|
kensai,
ενδιαφέρων ο σύνδεσμος!! Δεν το ήξερα, αν και ήμουν βέβαιος ότι η μουσική βιομηχανία έχει βρει διάφορους τρόπους για να μετρεί το πόσο εύπεπτα είναι τα διάφορα “χιτάκιά” της.
Χρησιμοποίησα τον όρο “εμπόριο” όχι φυσικά για τα “γνήσια” έργα τέχνης – μολονότι και εκεί γίνεται λόγος για “εμπόριο έργων τέχνης” ή για “χρηματιστήριο των έργων τέχνης” -, αλλά για τα εκθέματα εκείνα τα οποία βρίσκονται στο μεταίχμιο μεταξύ της pop art και των εύπεπτων “διαφημιστικών προϊόντων”. Και τα συμπαθή τενεκεδάκια (δεν τα απαξιώνω!) ανήκουν μάλλον στην τελευταία κατηγορία της “ελαφριάς” ή “μαζικής” τέχνης. Διαφωνείς ή θα πρέπει να ρίξω μια πιο σοβαρή ματιά στα εκθέματα; Επειδή όμως μαζεύτηκαν πολλά εισαγωγικά, σταματώ εδώ …για να μην τεθώ κι εγώ ο ίδιος εντός εισαγωγικών!:)
Πάντως, ας μην πέφτουμε στην εύκολη παγίδα του ποπ-διανοουμενίστικου διαχωρισμού τέχνης-εμπορίου. Η συντριπτική πλειονότητα των έργων τέχνης που θαυμάζουμε σήμερα προέκυψε κατόπιν παραγγελίας και όχι από την ‘ανάγκη του καλλιτέχνη να εκφραστεί’ – σε αυτές τις ανάγκες συνήθως ‘υπέκυπταν’ οι αντιεμπορικοί καλλιτέχνες. Με κίνδυνο να ακουστώ ελιτιστής (λες να έχει δίκιο ο σναπ τελικά; ), η ποιότητα της παραγγελιάς εξαρτάται από το ποιος παραγγέλνει και από την κατά καιρούς θέση του καλλιτέχνη στην εκάστοτε ‘αισθητική οικολογία’. Crudely put, η τέχνη μοιάζει να πηγαίνει μπροστά όταν μαζί της ασχολούνται λίγοι και καλοί και από τις δύο πλευρές: λίγες αναγνωρισμένες μεγαλοφυΐες και λίγοι ζάπλουτοι που τους τα σκάνε χωρίς πολλές ερωτήσεις. Είναι κάπως αποκαρδιωτικό πράγματι…
ΥΓ: Στο τέλος θα κάνουμε στ’ αλήθεια monster thread ενα χαζοκειμενάκι!
Κωνσταντίνε,
Σωστός. Άλλωστε είναι γνωστός ο ρόλος που έπαιξαν οι διάφοροι κατά καιρούς πάτρωνες της τέχνης, ιδίως κατά την περίοδο της ιταλικής αναγέννησης. Βεβαίως, το κατά παραγγελίαν του έργου τέχνης εξαρτάται από τη μορφή της τέχνης: στη ζωγραφική λ.χ. οι πρώτες ύλες είναι σχετικά φθηνές (καμβάς, πινέλο, χρώματα κ.λπ.), οπότε η πατρωνεία δεν είναι και τόσο απαραίτητη. Αντιθέτως, στην περίπτωση της γλυπτικής τα πράγματα αλλάζουν: το μάρμαρο λ.χ. πανάκριβο και οι πάτρωνες απολύτως απαραίτητοι. Κάτι ήξερε επ’ αυτού ο Μπερνίνι:)
Για να το πουμε και αλλιως, αν δεν υπηρχαν οι διαφοροι δουκες και βασιλεις να πληρωνουν το προϊον, η κλασικη μουσικη θα ειχε χασει λογικα αρκετους συνθετες. Απο την αλλη θα ειχαμε και πιο περιορισμενο το φαινομενο “αντιγραφω το περσινο μου κομματι με μικρες παραλλαγες για τα γεννεθλια του δουκα”.
Οπως αλλωστε και στην ζωγραφικη ειναι τυχαιο οτι το επικεντρο μεταφερθηκε ταχυτατα μεσα στον 20ο αιωνα προς την πλουσιοτερη πολη του κοσμου (ΝΥ)?
Όντως έτσι είναι SG!
Είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα, μέσα στην συμφωνία. Ο Λεκτοράτιος φταίει κι αυτό το σπαστικό προσόν του να εξευγενίζει όλες τις συζητήσεις!
…πρέπει να βρούμε φθηνά μάρμαρα για να διαφωνήσουμε!:)
Οντως ετσι ειναι λεκτορατιε! :-)
Ok, νομίζω ότι ο Κωνσταντίνος αποχωρεί πλέον χαρούμενος!!:)
Θα ήμουν πραγματικά χαρούμενος αν κλικάρατε στη λέξη ‘βερίσμο’ στην κύρια ανάρτηση και μου λέγατε τη γνώμη σας! Το ξέρω ότι δεν το υποψιάστηκε κανείς, αλλά τούτη εδώ ήταν στην πραγματικότητα μια κουτοπόνηρη προσπάθεια να σας βάλω ν’ ακούσετε μερικά πράγματα που μου αρέσουν και μετά να τα συζητήσουμε!
Εκπληκτικός ο Corelli: πάθος, δύναμη, ένταση, τα έχει όλα.
Μου έρχονται τώρα διάφορες “μουσικές απαντήσεις” , κυρίως από Μότσαρτ μεριά (Ντον Τζιοβάννι, Απαγωγή …Martern aller Arten, κ.λπ.), αλλά δεν θα ήθελα να τσαντίσω άλλο τον φίλο μας ΑΑ. Γι’ αυτό και θα περιορισθώ σε ένα ποίημα …και δη συμφωνικό, που πάει με το βροχερό κλίμα των ημερών και προέρχεται από τον κατάπτυστο Ριχάρδο:
ξεχάστηκα …το ποίημα.
Ωραίο Λεκτοράτιε, δεν το είχα πετύχει ποτέ στο youtube. Άσχετο, αλλά πάντα αναρωτιόμουν πως δεν λιποθυμούσαν από το άγχος οι μουσικοί που δούλευαν υπό τον Κάραγιαν. Πολύ ψαρωτικός και αυταρχικός. Εδώ η ακρίβεια είναι αξιοθαύμαστη πάντως, αν και κάτι δεν πάει καλά με την ταχύτητα νομίζω. Και η ακρίβεια δεν είναι και τόσο αξιοθαύμαστη αν ρίξει κανείς μια ματιά στα πρόσωπα των μουσικών: απόλυτη φυλετική ομοιόγενεια… Ούτε καν γυναίκες δεν υπάρχουν…
ΥΓ: Για τον Κορέλι, ένας υπέργηρος θαυμαστός γνώστης του αντικειμένου μου έλεγε ότι όλες του οι ηχογραφήσεις τον αδικούν. Μόνο μέσα στο θέατρο μπορούσες να εκτιμήσεις τις πραγματικές δυνατότητες της φωνής του.
Μάγκα μου εγώ κλίκαρα στο verissimo και ουσιαστικά… you defeat the whole purpose of this thread! Όπως και τα τελευταία 2-3 σχόλια πάνω απ’το δικό μου! Χεχεχχεχεχεχ! :p
Καλά να περνάμε μάγκες. Εγώ το βράδυ θα πάω Tannhäuser (πώς λέμε θα πάω για μπύρες). Θα δοκιμάσω να ανεβάσω pics/clips [εντελώς ιεροσυλία!] μετά… χωρίς πλάκα!
kensai, σε μία δύσκολη φάση …με ρίχνεις ακόμη περισσότερο:)
Κωνσταντίνε, όντως η ακρίβεια είναι …stupend! Όσο για την ταχύτητα, ως μη μουσικός δεν μπορώ να την εκτιμήσω …με ακρίβεια. Πάντως είναι σίγουρα πιο δυναμική και “ζωντανή” εκτέλεση από τούτην.
Αλλά για την πέμπτη μπορούν να ειπωθούν πάμπολλα…