Ο Πακιστανός μισθωτής

Έστω ο Α. Ο Α διαθέτει κάποιο ακίνητο προς ενοικίαση, ας πούμε ένα δυάρι στην Κυψέλη.

Έστω ο Β. Ο Β αναζητεί ακίνητο προς ενοικίαση, ας πούμε ένα δυάρι στην Κυψέλη.

Στον βαθμό που οι δικαιοπρακτικές τους βουλήσεις κατατείνουν στην αυτή έννομη συνέπεια, έστω και από αντίθετες οδούς, μπορεί να συναφθή μια μισθωτική σύμβαση.

Για μισό λεπτό όμως: ο Α τυγχάνει Έλλην, ο Β όμως Πακιστανός. Για την ακρίβεια, ο Β είναι ένας Πακιστανός εργάτης του μεροκάματου, φτωχός άνθρωπος, εργατικός, αλλά ταλαιπωρημένος.

Ο Έλλην Α αρνείται την μίσθωση στον Πακιστανό Β.

Είναι ο Α ρατσιστής;

Για να είναι ρατσιστής ο Α, που δεν βάζει τον Πακιστανό μέσα στο σπίτι του, αν μιλάμε στα σοβαρά και δεν χαζολογούμε σαν τίποτα δικαιωματιστές δικηγόρους, απαιτείται ο ρατσισμός να είναι η αιτία της άρνησης της μίσθωσης και, αντιστρόφως, η άρνηση μίσθωσης να προκλήθηκε αιτιωδώς από τον ρατσισμό. Αν, αφαιρουμένου του ρατσισμού, η μίσθωση δεν θα συναπτόταν για κάποιον άλλο λόγο, ήτοι εξαιτίας κάποιας άλλης αιτίας, τότε η άρνηση δεν είναι ρατσιστική.

Αυτό προκύπτει και από την διατύπωση του άρ. 2 παρ. 2 Ν. 4443/2016:

2. Για τους σκοπούς των διατάξεων του Μέρους Α’:

α) ως «άμεση διάκριση» νοείται όταν ένα πρόσωπο υφίσταται, για λόγους φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατάστασης, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν της οποίας τυγχάνει, έτυχε ή θα ετύγχανε άλλο πρόσωπο, σε ανάλογη κατάσταση, β) ως «έμμεση διάκριση» νοείται όταν μία εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική μπορεί να θέσει πρόσωπα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατάστασης, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου, σε μειονεκτική θέση συγκριτικά με άλλα πρόσωπα.

Ένας πολύ απλός τρόπος να ελέγξουμε την αιτιώδη συνάφεια είναι να ασκηθούμε με την υποθετική αιτιότητα: τι θα συνέβαινε αν απολειπόταν ο κρίσιμος όρος, εν προκειμένω ο ρατσισμός; Αν τίποτε δεν θα άλλαζε, τότε ο όρος τον οποίο εξετάζουμε συνιστά όντως και αιτία του αποτελέσματος. Διαφορετικά, δεν είναι. Κάπου αλλού πρέπει να τον αναζητήσουμε.

Read moreΟ Πακιστανός μισθωτής

Κατά της οπλοκατοχής: το ατομικιστικό επιχείρημα, μέρος Β

Έχουμε φθάσει πλέον στην καρδιά του ζητήματος: με ποια άλλα αγαθά (;) προσομοιάζουν τα πυροβόλα όπλα; Διότι εξ ομοίων τα όμοια δει τέμνεσθαι και συνεπώς, αν η έννομη τάξη ακολουθεί μια συγκεκριμένη νομοθετική αντιμετώπιση έναντι των αγαθών που παρουσιάζουν την Χ ιδιότητα έναντι της Ψ, τα όπλα πρέπει να ενταχθούν όπου ταιριάζουν καλύτερα.

Αναρωτήθηκα λοιπόν στην προηγούμενη ανάρτηση αν τα όπλα προσεγγίζουν κανονιστικά τα αυτοκίνητα ή τα ραδιενεργά υλικά. Ας το σκεφτούμε λίγο.

Τα όπλα είναι επικίνδυνα αντικείμενα, και μάλιστα με την έννοια της προσετερότητας: είναι επικίνδυνα πρώτα και κύρια για τον πλησίον, όπως ακριβώς τα ραδιενεργά υλικά (σε αντίθεση πχ με τα ψυχοτρόπα). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ίδια η ύπαρξή τους προξενεί αρνητική εξωτερικότητα, η οποία είναι καταλογιστέα στον οπλοκάτοχο: κάθε όπλο συνιστά εν δυνάμει κίνδυνο για τον συγκοινωνό του δικαίου κατά τρόπον που δεν συνιστά το αυτοκίνητο του οπλοκατόχου. Διότι σκοπός του αυτοκινήτου και λειτουργικός του προορισμός δεν είναι να προσκρούη στο αυτοκίνητου του συγκοινωνού. Τα όπλα προορίζονται αντιθέτως για να σκοτώνουν ή να τραυματίζουν άλλους ανθρώπους. Αυτή είναι μια δραστηριότητα που μόνο κατ’ εξαίρεσιν και όλως οριακά είναι νόμιμη, τόσο στατιστικά όσο και κανονιστικά. Στατιστικά για τους προφανείς λόγους, κανονιστικά διότι το Σύνταγμα προστατεύει πρώτα και κύρια την ζωή (απολύτως μάλιστα υποτίθεται), ενώ η αφαίρεσή της προβλέπεται μόνο στην κοινή νομοθεσία ως λόγος άρσεως του αδίκου.

Read moreΚατά της οπλοκατοχής: το ατομικιστικό επιχείρημα, μέρος Β

Υπέρ κωφού τέκνου λόγος εμφυτευματικός

Στο Πρωτοδικείο της Γοσλάρης εκκρεμεί αυτόν τον καιρό μια πολύ ιδιαίτερη υπόθεση. Ένα δίχρονο αγοράκι ζητεί από το δικαστήριο την άδεια να προβή σε εμφύτευση κοχλιακού βοηθήματος, μιας μαγικής συσκευής που επιτρέπει σε μωρά με συγγενή κώφωση να ακούνε και να μάθουν κανονικά να μιλάνε, να διαβάζουν και να γράφουν. Το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται λοιπόν είναι: να παρακαμφθή η γονική μέριμνα χάριν της ακοής του τέκνου ή να επικρατήση εις βάρος της;

Stadt Goslar

Read moreΥπέρ κωφού τέκνου λόγος εμφυτευματικός

Λίγα λόγια για την ΟλΣτΕ 660/2018, μέρος Β

Στο πρώτο μέρος αυτού του σχολιασμού, εξετάσαμε μόνο τα αυστηρά νομικά, ήτοι την κατάστρωση της μείζονος προτάσεως του δικανικού συλλογισμού. Ας κατέλθουμε τώρα από τα ύψη της θεωρίας στα πιο πρακτικά ζητήματα που είχε να αντιμετωπίση η Ολομέλεια.

Ελάσσων πρόταση.

Όταν είχε κοινοποιηθή το αποτέλεσμα της Ολομέλειας, χωρίς να διαβάσουμε την απόφαση, είχα μείνει με την αίσθηση ότι πρόκειται για μία ακόμη περίπτωση δικαστηριακού παρεμβατισμού, όπου ένα ανώτατο δικαστήριο νοσφίζεται νομοθετικά και εκτελεστικά έργα. Πάγια θέση μου είναι ότι η διάκριση των λειτουργιών συνεπάγεται ευρύ πολιτικό πεδίο, ένα εύρωστο σύνολο πιθανών επιλογών, εκ των οποίων ο νομοθέτης μπορεί να ασκήση την πολιτική του επιλογή. Όχι σπάνια κάποιες αποφάσεις δείχνουν να παραγνωρίζουν αυτά τα δεδομένα, προτιμώντας να παρακρατούν για τον εαυτό τους εξουσία που συντακτικώς δεν τους ανήκει. Με απλά λόγια: τι δουλειά έχει ένα ακυρωτικό δικαστήριο να κρίνη το περιεχόμενο σχολικών βιβλίων;

Έχοντας διαβάσει την απόφαση όμως, δεν είμαι πλέον καθόλου βέβαιος ότι είχα δίκιο. Καταρχάς, ας εξετάσουμε το γενικώτερο ζήτημα: επιτρέπεται το δικαστήριο να εγκύψη, να φυλλομετρήση και να σταθμίση το περιεχόμενο των σχολικών εγχειριδίων;

Εγώ λέω πως ναι.

Στην περίπτωση του άρ. 16 παρ. 2 λόγου χάριν, μου φαίνεται ολοφάνερο ότι αν, αντί για “ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης”, το μάθημα των Θρησκευτικών περιείχε σε όλες τις τάξεις τις υποχρεωτικής εκπαίδευσης αποδόμηση του θρησκευτικού φαινομένου, κήρυγμα της αθεΐας και τα όμοια, αυτό το περιεχόμενο θα ήταν ευθέως αντισυνταγματικό. Δεν πρόκειται περί προσωπικής προτίμησης, γιατί και εγώ άθεος είμαι, αλλά, απλούστατα, άλλα κελεύει το Σύνταγμα. Η αντίθετη άποψη, που προσνέμει στην νομοθετική λειτουργία άπειρη εξουσία επί του περιεχομένου των συγκεκριμένων μαθημάτων (Ιστορίας και Θρησκευτικών) εύκολα καταλήγει σε άτοπα, όπως π.χ. ότι είναι συνταγματικά τα σχολικά εγχειρίδια ιστορίας που διδάσκουν αποκλειστικά και μόνο την Ιστορία της Λατινικής Αμερικής ή της Άπω Ανατολής (γιατί όχι και της Ουρουγουάης; γιατί όχι της Τουρκίας;)

[όλως διάφορο το ζήτημα της απαλλαγής από ένα εθνοκεντρικό μάθημα Ιστορίας, ως προς το οποίο έχω εκφραστή θερμώς υπέρ σε αυτήν εδώ την ανάρτηση].

Read moreΛίγα λόγια για την ΟλΣτΕ 660/2018, μέρος Β

Η βαρβαρούσειος ανελευθεροστομία

Στις 15 Ιουνίου 2018 το κόμμα κι απόκομμα της Χρυσής Αυγής προσέθεσε μία ακόμη ένδοξη σελίδα κοινοβουλευτικής ιστορίας στο παθητικό του. Ο βουλευτής Κωνσταντίνος Μπαρμπαρούσης κάλεσε από βήματος της Βουλής την στρατιωτική ηγεσία της χώρας να συλλάβη τον Πρωθυπουργό, τον Υπουργό Εθνικής Αμύνης και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, να διαπράξη δηλαδή πράξεις εσχάτης προδοσίας. Επί λέξει τάδε εφθέγξατο ο γόνος της αιτωλικής γης:

Καλώ την στρατιωτική ηγεσία της χώρας να σεβαστή τον όρκο της, να συλλάβη τον Πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, τον Πάνο Καμμένο και τον Προκόπη Παυλόπουλο, για να αποτραπή αυτή η προδοσία. Τα κεφάλια σας στις Πρέσπες! [δις]

Το γεγονός ότι ο ίδιος ο Μπαρμπαρούσης είναι ένας βρομιάρης φασίστας δεν αλλάζει το νομικό ενδιαφέρον της υπόθεσης, αλλά μάλλον το επιτείνει, από την στιγμή που αμέσως θεωρήθηκε ότι διέπραξε αυτοφώρως το κακούργημα των προπαρασκευαστικών πράξεων εσχάτης προδοσίας κατ’ άρ. 135 ΠΚ, άρα δεν απαιτείται άδεια της Βουλής για την σύλληψή του κατ’ άρ. 62 Σ, με συνέπεια να καταδιωχθή από την Αστυνομία, εις μάτην μέχρι τούδε.

Να δούμε λίγο πρώτα τις σχετικές διατάξεις:

Καταρχάς, έχουμε το άρ. 135 ΠΚ, που ορίζει ότι

1. Όποιος δημόσια ή με τη διάδοση εγγράφων, εικόνων ή παραστάσεων προκαλεί με πρόθεση ή προσπαθεί να διεγείρει άλλους στο να επιχειρήσουν πράξεις από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 134 τιμωρείται με κάθειρξη.

Οι πράξεις του άρ. 134 ΠΚ είναι οι εξής:

1. Τιμωρείται με την ποινή της ισόβιας ή πρόσκαιρης κάθειρξης: Α) όποιος αποπειράται να αποστερήσει με οποιονδήποτε τρόπο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή αυτόν που ασκεί την προεδρική εξουσία από την εξουσία που έχουν κατά το Σύνταγμα, Β) όποιος αποπειράται με σωματική βία ή με απειλές σωματικής βίας: α) να παρεμποδίσει κάποιoν απ’ αυτούς από την άσκηση της συνταγματικής εξουσίας του ή να τον εξαναγκάσει να επιχειρήσει πράξη που απορρέει από αυτή την εξουσία και β) να μεταβάλλει το πολίτευμα του Κράτους.
2. Με ισόβια ή πρόσκαιρη κάθειρξη τιμωρείται όποιος, εκτός από την περίπτωση της προηγούμενης παραγράφου: α) επιχειρεί με βία ή απειλή βίας ή με σφετερισμό της ιδιότητάς του ως οργάνου του Κράτους να καταλύσει ή να αλλοιώσει ή να καταστήσει ανενεργό, διαρκώς ή προσκαίρως, το δημοκρατικό πολίτευμα που στηρίζεται στη λαϊκή κυριαρχία ή θεμελιώδεις αρχές ή θεσμούς του πολιτεύματος αυτού, β) επιχειρεί με τα μέσα που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο και με τρόπο πρόσφορο να διαταράξει την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος, να αποστερήσει ή να παρακωλύσει τη Βουλή, την Κυβέρνηση ή τον Πρωθυπουργό από την ενάσκηση της εξουσίας που τους παρέχει το Σύνταγμα ή να τους εξαναγκάσει να εκτελέσουν ή να παραλείψουν πράξεις που απορρέουν από την εξουσία αυτή,
γ) ασκεί ή άσκησε την εξουσία που ο ίδιος ή άλλος κατέβαλε με τους τρόπους και με τα μέσα που προβλέπει το άρθρο αυτό.

[Επειδή υπάρχει η ειδική και αυστηρότερη διάταξη του άρ. 135 ΠΚ, δεν εφαρμόζεται το άρ. 186 ΠΚ περί πρόκλησης σε τέλεση κακουργήματος, το οποίο είναι πλημμέλημα]

Εκ πρώτης όψεως λοιπόν το ζήτημα είναι φως φανάρι: ο βουλευτής απολαύει ασυλίας μόνο όσο δεν διαπράττει αυτόφωρο κακούργημα. Η δημόσια διέγερση σε επιχείρηση πράξεων προπαρασκευαστικών της εσχάτης προδοσίας συνιστά κακούργημα, το οποίο είναι αυτόφωρο την στιγμή που διαπράττεται και για όσο διαρκεί η καταδίωξή του από την δημόσια δύναμη. Άρα, καλά του κάνανε του Μπαρμπαρούση.

Υπάρχει όμως και το περιλάλητο άρ. 61 Σ, που προβλέπει τα εξής:

1. Ο βουλευτής δεν καταδιώκεται ούτε εξετάζεται με οποιονδήποτε τρόπο για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων.
2. Ο βουλευτής διώκεται μόνο για συκοφαντική δυσφήμηση, κατά το νόμο, ύστερα από άδεια της Βουλής. Αρμόδιο για την εκδίκαση είναι το Εφετείο. Η άδεια θεωρείται ότι οριστικά δεν δόθηκε, αν η Βουλή δεν αποφανθεί μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες αφότου η έγκληση περιήλθε στον Πρόεδρο της Βουλής. Αν η Βουλή αρνηθεί να δώσει την άδεια ή αν περάσει άπρακτη η προθεσμία, η πράξη θεωρείται ανέγκλητη.

Το άρθρο αυτό θεσπίζει το περίφημο ανεύθυνο των βουλευτών, το οποίο έχω υμνήσει σε αυτήν εδώ την ανάρτηση ως εξής:

Για το ανεύθυνο τα έχουμε ξαναπεί. Δεν υπάρχουν αδικήματα λόγου για τον βουλευτή κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Ας εξυβρίση. Ας αποκαλύψη κρατικά μυστικά. Ας προσβάλη την μνήμη τεθνεώτος. Ας, ο δε μέγιστον, διαπράξη εγκλήματα “ρατσιστικού μίσους” ή όπως αλλιώς τα λένε οι νεομισαλλόδοξοι. Είναι ανεύθυνος. Τελεία. Έτσι το θέλησε ο μόνος συντακτικός θεσμός, ο κυρίαρχος λαός.

Καλύπτει άραγε το άρ. 61 Σ (είτε θεωρηθή λόγος άρσεως του αδίκου, όπερ κατ’ εμέ ορθότερον, είτε οτιδήποτε άλλο δογματικώς) και το αδίκημα του Μπαρμπαρούση;

Read moreΗ βαρβαρούσειος ανελευθεροστομία

Λίγα λόγια για την ΟλΣτΕ 660/2018, μέρος Α

Με την διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών έχω ασχοληθή αρκετές φορές στο παρελθόν, πιο πρόσφατα σε αυτήν εδώ την ανάρτηση. Το ζήτημα έταμε η Ολομέλεια του ΣτΕ σε 17μελή σύνθεση με την απόφαση 660/2018, η οποία, με την σχετικά ευρεία πλειοψηφία 12-5, έκρινε αντισυνταγματική μια υπουργική απόφαση του τότε Επιτρόπου Παιδείας Φίλη, η οποία εισήγαγε στην υποχρεωτική εκπαίδευση νέα εγχειρίδια διδασκαλίας.

Η απόφαση συνάντησε την ομόθυμη αποδοκιμασία του Αθεϊστάν, αλλά έχουν άδικο. Έχουν πολύ άδικο στην κατάστρωση της μείζονος πρότασης και λίγο άδικο στην υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών. Ας τα εξετάσουμε αναλυτικώτερα:

Μείζων πρόταση.

Δογματίζει η Ολομέλεια ότι η αναφορά του Χριστιανισμού ως επικρατούσας θρησκείας

αποτελεί και διαπίστωση του πραγματικού γεγονότος ότι την θρησκεία αυτήν πρεσβεύει η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού, ενώ δεν στερείται η αναφορά αυτή και κανονιστικών συνεπειών (όπως π.χ. η καθιέρωση χριστιανικών εορτών ως υποχρεωτικών αργιών σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα.

Πολύ σωστά. Διαφορετικά ο σταυρός στην σημαία ή η Κυριακή αργία θα ήσαν συνταγματικά μετέωρες. Τα ίδια λέει και η μειοψηφία, με απλή διαφορά έμφασης. Όλοι οι ανώτατοι δικαστές κατ’ ουσίαν ομονοούν στην ερμηνεία του άρ. 3 παρ. 1 Σ, αλλά οι Αθεϊστανοί διατηρούν επιφυλάξεις. Ε καλά.

Περνώντας τώρα στην ερμηνεία του άρ. 16 παρ. 2 Σ η Ολομέλεια έκρινε ότι

Η έννοια της «εθνικής» και της «θρησκευτικής» συνειδήσεως κατά την εν λόγω συνταγματική διάταξη, είναι, εν όψει και της χρήσεως οριστικού άρθρου, συγκεκριμένη και δεν αφορά σε οποιοδήποτε Έθνος και σε οποιοδήποτε θρήσκευμα. Ειδικότερα, ως ανάπτυξη της «εθνικής» συνειδήσεως νοείται ευλόγως εφ’ όσον το ελληνικό Κράτος ιδρύθηκε και υπάρχει ως εθνικό Κράτος (βλ. Ολομ. ΣΕ 460/2013), η ανάπτυξη της ελληνικής -και όχι άλλης- εθνικής συνειδήσεως, ως ανάπτυξη δε της «θρησκευτικής» συνειδήσεως νοείται η ανάπτυξη ορθοδόξου χριστιανικής συνειδήσεως (βλ. ΣΕ 3356/ 1995, 2176/1998), εν όψει του ότι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού, χαρακτηριζόμενη ως «επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα» αναγνωρίζεται από τον συνταγματικό νομοθέτη, όπως προεξετέθη, ως η θρησκεία της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού.

Εδώ η διατύπωση είναι απόλυτη και αδικεί την απόφαση. Ως προς το εθνικό κομμάτι του παραθέματος, λίγοι νομίζω θα υποστήριζαν ότι ως εθνική νοείται κάποια άλλη συνείδηση, όση ερμηνευτική φαντασία και αν επεστράτευαν. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, ότι δηλαδή έχουμε τους ίδιους νομικούς όρους, στο ίδιο άρθρο, αναφερόμενους στο ίδιο συνταγματικό δικαίωμα, εκ του ιδίου συντακτικού νομοθέτη προερχόμενους, όσα ισχύουν επί εθνικής συνειδήσεως ισχύουν τηρουμένων των αναλογιών και επί θρησκευτικής συνειδήσεως. Η ανακριβολογία της απόφασης έγκειται όμως στον περιορισμό της ανάπτυξης θρησκευτικής συνείδησης μόνο στην χριστιανική, και μάλιστα στην ορθόδοξη. Και μιλώ για ανακριβολογία, γιατί από όλο το κείμενο της απόφασης, όπως θα φανή κατωτέρω, προκύπτει ότι, ενώ επί της εθνικής συνείδησης αυτή είναι αναπτυκτέα εφ’ όλων των μαθητών ομοιόμορφα (κακώς, καθ’ ημάς), η αναπτυκτέα θρησκευτική συνείδηση κυμαίνεται αναλόγως θρησκεύματος: στους καθολικούς πρέπει να αναπτυχθή η καθολική χριστιανική συνείδηση, στους εβραίους η εβραϊκή και στους μουσουλμάνους η μουσουλμανική.

Read moreΛίγα λόγια για την ΟλΣτΕ 660/2018, μέρος Α

Περί της κοινωνικής κινητικότητας στο δικηγορικό επάγγελμα

Έχουμε πει ότι η κοινωνική κινητικότητα είναι σπουδαίο πράγμα, μην σας πω συνταγματική αρχή. Αλλά πώς να την μετρήσουμε; Ένας τρόπος είναι να συγκρίνουμε την σύνθεση ενός συνόλου πολιτών που κατέχουν ανώτατα αξιώματα σε δύο διαφορετικές χρονικές στιγμές, για παράδειγμα της Βουλής. Ίσως το κάνω και αυτό κάποια στιγμή, αλλά τώρα έτυχε να πέση το μάτι μου σε αυτό εδώ το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο της συναδέλφου Λύντιας Τρίχα.

Δικηγορείν εν Αθήναις

Σε αυτό το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο, περιέχεται στις σελ. 489 επ. και ο κατάλογος μελών του έτους 1899-1900 του ημέτερου Δικηγορικού Συλλόγου, αποτελουμένου εν όλω από 469 συναδέλφους (άρρενες προφανώς).

Λ. Τρίχα, Δικηγορείν Εν Αθήνας, Σελ. 489-494 by Αθανάσιος Αναγνωστόπουλος on Scribd

Read moreΠερί της κοινωνικής κινητικότητας στο δικηγορικό επάγγελμα