Τρεις θέσεις για το μάθημα των Θρησκευτικών

Γράφω εδώ μαζεμένες μερικές σκέψεις για το μάθημα των θρησκευτικών, που βασικά συνοψίζουν πράγματα που έχω γράψει πιο αναλυτικά σε αυτήν την σειρά αναρτήσεων: 1, 2, 3, 4.

1. Η διδασκαλία μαθήματος θρησκευτικού περιεχομένου στην υποχρεωτική εκπαίδευση αποτελεί περιεχόμενο συνταγματικής επιταγής.

Σύμφωνα με το άρ. 16 παρ. 2 Συντ.

Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες.

Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των Ελληνοπαίδων κατά την εννεαετή υποχρεωτική εκπαίδευση συνιστά βασική αποστολή του Κράτους. Η έννοια της θρησκευτικής συνείδησης μπορεί να νοηθή είτε ως εν στενή εννοία ομολογιακή συνείδηση, συνείδηση ωρισμένου δηλαδή θρησκειακού χαρακτήρα, είτε ως εν ευρεία εννοία θεϊστική συνείδηση, δηλαδή ως συνείδηση προσανατολισμένη οπωσδήποτε στην αναγνώριση και λατρεία ενός κάποιου Ανώτατου Όντος, είτε ως θρησκειολογική συνείδηση, δηλαδή ως ενημέρωση, προβληματισμός και καλλιέργεια της περί το φαινόμενο του θρησκεύεσθαι γνώσεως.

Δεν αμφισβητείται ότι το βούλημα του ιστορικού συντακτικού νομοθέτη υπήρξε η νοηματοδότηση της έννοιας της θρησκευτικής συνείδησης υπό την πρώτη ως άνω έννοια, δηλαδή της ομολογιακής συνειδήσεως. Από την άλλη μεριά, το γράμμα της διάταξης είναι σαφώς ευρύτερο, δεδομένου ότι η ίδια έννοια της θρησκευτικής συνείδησης απαντά και στο άρ. 13 παρ. 1 Συντ. περί θρησκευτικής ελευθερίας, όπου όμως είναι αδιαμφισβήτητο ότι καλύπτει και την αθεϊστική, την αγνωστικιστική ή την θρησκευτικά αδιάφορη συνείδηση. Καθοριστικό θεωρώ όμως εν προκειμένω το επιχείρημα που προκύπτει από την σύνδεση της θρησκευτικής με την εθνική συνείδηση στο άρ. 16 παρ. 2 Συντ.: ουδείς διανοείται να υποστηρίξη ότι στην έννοια της εθνικής συνειδήσεως περιλαμβάνεται και η περίπτωση της αντεθνικής, υπερεθνικής ή ανεθνικής συνείδησης, ή ακόμα της αλλοδαπής εθνικής συνείδησης (απομένει ασφαλώς προς de constitutione ferenda συζήτηση το αν η διαμόρφωση συνειδήσεων σε ανηλίκους μέσω κρατικών πολιτικών είναι θεμιτό πεδίο δράσης ενός σύγχρονου φιλελεύθερου κράτους: εγώ λέω όχι). Άλλωστε, η ανάπτυξη που κελεύει το άρ. 16 παρ. 2 Συντ. μπορεί να αναφέρεται μόνο σε ένα θετικό μέγεθος και όχι σε μια άρνηση, σε μια απουσία, σε μια έλλειψη. Περαιτέρω, το ασφαλές της κρίσης επιβεβαιώνεται και από ένα μικρό νοητικό πείραμα: αν τυχόν υποτεθή ότι το Σύνταγμα ενός κράτους επέτασσε την ανάπτυξη της αθεϊστικής συνείδησης, δεν θα μπορούσε εύλογα να υποστηριχθή ότι θα ήταν νόμιμη υπό παρόμοιο νομοθετικό καθεστώς η διδασκαλία ενός θεϊστικού μαθήματος.

Άρα, η συναναφορά έθνους και θρησκείας στην ίδια φράση, με γνωστό το ιδεολογικό υπόβαθρο των συντακτών του άρ. 16 παρ. 2 Συντ. και της ιστορικής τους βούλησης, σε συνδυασμό και με την έννοια της “ανάπτυξης”, οδηγεί στην αναπόφευκτη παραδοχή ότι αντικείμενο της κρατικής συνταγματικής υποχρέωσης που εισάγει το άρ. 16 παρ. 2 Συντ. είναι ένα σχολικό μάθημα των Θρησκευτικών με χαρακτήρα τουλάχιστον θεϊστικό και όχι απλώς θρησκειολογικό. Άλλωστε, αν μή τι άλλο “θρησκευτικός” σημαίνει κάτι άλλο από “θρησκειολογικός”.

Επιπλέον όμως, θεωρώ ότι ο συντακτικός νομοθέτης απέβλεψε με βεβαιότητα σε ένα χαρακτήρα του μαθήματος ομολογιακό και δη και ορθόδοξο χριστιανικό, ενόψει και του άρ. 3 παρ. 1 Συντ. Πράγματι, όπως ακριβώς η ανάπτυξη της “εθνικής συνείδησης” δεν έχει την έννοια της ανάπτυξης μιας οιασδήποτε εθνικής συνείδησης κατ’ επιλογήν του μαθητή ή της ανάπτυξης του αφηρημένου εθνικού συναισθήματος σε αντιδιαστολή προς το υπερεθνικό, προεθνικό ή αντεθνικό, αλλά αναφέρεται αναμφίβολα, καλώς ή κακώς, στην ελληνική εθνική συνείδηση, έτσι και η
ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης” νοηματοδοτείται από τον συνδυασμό των άρ. 3 παρ. 1 Συντ. περί επικρατούσας θρησκείας και 13 παρ. 1 Συντ. περί θρησκευτικής ελευθερίας και αρδεύεται από την ορθόδοξη χριστιανική πίστη.

2. Το μάθημα των Θρησκευτικών επιτρέπεται να έχη ομολογιακό χαρακτήρα.

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό έχει ήδη προοικονομηθή ανωτέρω: ο ομολογιακός χαρακτήρας του μαθήματος των Θρησκευτικών είναι (όχι μόνο επιτρεπτός, αλλά και) υποχρεωτικός βάσει του ισχύοντος ελληνικού Συντάγματος (αλλά και του κοινού νομοθέτη: Ν. 1566/1985, Ν. 2413/1996).

Αυτό κατά κανένα τρόπο δεν προδικάζει ουν την απάντηση σε ζητήματα όπως α) πόσες ώρες διδασκαλίες καταλαμβάνει το μάθημα των Θρησκευτικών στο εβδομαδιαίο ωρολόγιο πρόγραμμα, β) σε πόσες από τις τάξεις της εννεαετούς υποχρεωτικής εκπαίδευσης προβλέπεται το μάθημα, και γ) αν σε κάποιες από τις τάξεις αυτές ο ομολογιακός χαρακτήρας υποχωρεί προς όφελος του θρησκειολογικού. Πρόκειται εδώ για ζητήματα που, ορθώς εκτιμώμενα, εκφεύγουν του δικαστικού ελέγχου και ανατίθενται στην διακριτική ευχέρεια της νομοθετικής και εκτελεστικής λειτουργίας, καθώς απομένει ένα σχετικά ευρύ πλαίσιο εκτίμησης.

Ακόμη όμως και απουσία του άρ. 16 παρ. 2 Συντ., κρίνω ότι στο συμπέρασμα του επιτρεπτού (όχι όμως και υποχρεωτικού) του ομολογιακού χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών θα ήγε και άλλη επιχειρηματολογική οδός: Ειδικότερα, το κατά βάσιν αμυντικό ατομικό δικαίωμα της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης των άρ. 13 παρ. 1 Συντ. και 9 ΕΣΔΑ μπορεί εύλογα να επιχειρηματολογηθή ότι συνεπάγεται και κάποιες θετικές κρατικές υποχρεώσεις . Το κράτος, η ύπαρξη του οποίου δικαιολογείται και επί τω σκοπώ πληρέστερης απολαύσεως των ατομικών δικαιωμάτων εκ μέρους των πολιτών, οφείλει να ακολουθή πολιτική θρησκειοφιλή, προκειμένου να διευκολύνη την άσκηση του σχετικού συνταγματικού δικαιώματος του άρ. 13 παρ. 1 Συντ. (και κατά τον ίδιο λόγο να ασκή αθεόφιλη πολιτική, αν νοήται κάπου θετική προστασία και διευκόλυνση της αθεΐας και του αγνωστικισμού). Ως θρησκειοφιλής ορίζεται η πολιτική εκείνη που εν αμφιβολία ευνοεί την άσκηση των θρησκευτικών ελευθεριών, δεν αρνείται μικρά σχετικά οικονομικά κόστη, όταν συνεπάγονται σημαντική διευκόλυνση όσων θρησκεύονται κ.τ.τ. και γενικώς αντιλαμβάνεται ότι υφίσταται η ίδια χάριν των πολιτών, εν προκειμένω των πιστών κάποιας θρησκείας, και όχι αντιστρόφως. Ανάμεσα στις εύλογες και επιτρεπτές θρησκειοφιλείς κρατικές πολιτικές (π.χ. ιεροί ναοί σε δημοτικά κοιμητήρια, ευνοϊκή φορολογία, δημόσιες Θεολογικές Σχολές ομολογιακού χαρακτήρα) συμπεριλαμβάνεται και η διάθεση των κρατικών εκπαιδευτικών δομών για την διδασκαλία θρησκευτικών μαθημάτων.

Προς αυτήν την κατεύθυνση συνηγορεί και το άρ. 2 παρ. 1 του 1ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (παρομοίως και στο άρ. 18 παρ. 4 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, κυρωτικός Ν. 2462/1997), σύμφωνα με το οποίο

Ουδείς δύvαται vα στερηθή τoυ δικαιώµατoς όπως εκπαιδευθή. Παv Κράτoς εv τη ασκήσει τωv αvαλαµβαvoµέvωv υπ’ αυτoύ καθηκόvτωv επί τoυ πεδίoυ της µoρφώσεως και της εκπαιδεύσεως θα σέβεται τo
δικαίωµα τωv γovέωv όπως εξασφαλίζωσι τηv µόρφωσιv και εκπαίδευσιv ταύτηv συµφώvως πρoς τας ιδίας αυτώv θρησκευτικάς και φιλoσoφικάς πεπoιθήσεις.

Το κράτος μας λοιπόν υποχρεούται να διευκολύνη την εκπαίδευση των μαθητών σύμφωνα με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των γονέων τους. Στο πλαίσιο της υποχρέωσής του αυτής, η παροχή ευκολιών στην υποχρεωτική εκπαίδευση είναι ένας λογικός τρόπος εκπλήρωσης της κρατικής υποχρέωσης.

Κατά συνέπεια, ενόψει τόσο του άρ. 16 παρ. 2 Συντ., όσο και της θρησκειοφιλούς στάσης που οφείλει να ακολουθή η κρατική πολιτική, το μάθημα των Θρησκευτικών επιτρέπεται, αν δεν επιτάσσεται κιόλας, να έχη ομολογιακό χαρακτήρα.

Η Ανάσταση από την Νέα Μονή της Χίου.

3. Η παρακολούθηση του μαθήματος των Θρησκευτικών είναι υποχρεωτική από όλους και μόνον από όλους τους μαθητές που ανήκουν στο αντίστοιχο δόγμα ή θρησκεία.

Ακριβώς επειδή ο χαρακτήρας του μαθήματος των Θρησκευτικών είναι, επιτρέπεται να είναι και οφείλει να είναι ομολογιακός, και μάλιστα χριστιανικός ορθόδοξος, η παρακολούθησή του, η εξέταση σε αυτό και η βαθμολόγηση δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση να επιβάλλεται σε μαθητές ετερόδοξους, ετερόθρησκους ή άθρησκους. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε ευθεία και βάναυση προσβολή της θρησκευτικής τους συνείδησης και θα ισοδυναμούσε με κρατικό προσηλυτισμό εις βάρος των αδύναμων μειονοτικών (α)θρησκευτικών ομάδων. Από την άλλη μεριά πάλι, δεν αποκλείεται από το μάθημα των Θρησκευτικών μαθητής ή κηδεμόνας που δηλώνει ότι δεν ανήκει στην ορθόδοξη χριστιανική Εκκλησία μόνο εξ αυτού του λόγου, αλλά ασφαλώς του επιτρέπεται ελεύθερα να συμμετάσχη στο μάθημα, εφόσον το επιθυμεί. Και φυσικά, “οι [εξυπακούεται χριστιανοί] μαθητές είναι υποχρεωμένοι […] να παρακολουθούν το μάθημα των θρησκευτικών” (ΣτΕ 3356/1995, παρομοίως και η ΣτΕ 2176/1998).

Εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι όπου και όποτε το μάθημα των Θρησκευτικών απολλύει τον ομολογιακό του χαρακτήρα και διδάσκεται πλέον ως Ιστορία, Κοινωνιολογία, Ανθρωπολογία ή Φαινομενολογία του θρησκευτικού φαινομένου, δεν μπορεί να γίνεται λόγος περί απαλλαγής, διότι πλέον το μάθημα απευθύνεται στον μαθητή όχι ως μέλος μιας θρησκευτικής κοινότητας, αλλά ως γνωσιακό υποκείμενο. Απαραίτητη προϋπόθεση όμως είναι η συγγραφή των σχετικών εγχειριδίων από μία κατά το δυνατόν ουδέτερη επιστημονική οπτική γωνία και όχι εκκινώντας από την επικρατούσα θρησκεία.

Παρενθετικώς αξίζει να σημειωθή ότι κατά την άποψή μου ο ομολογούμενος και διακεκηρυγμένος ομολογιακός χαρακτήρας του μαθήματος των Θρησκευτικών είναι ο βέλτιστος τρόπος προστασίας των μαθητών και κηδεμόνων που δεν ασπάζονται την συγκεκριμένη θρησκευτική οπτική, διότι τους παρέχει το δικαίωμα να εξαιρεθούν καθ’ ολοκληρίαν από το μάθημα. Αντιθέτως, όταν το μάθημα εμφανίζεται ως θρησκειολογικό, στην πραγματικότητα όμως επηρεάζεται υπερβολικά από την επικρατούσα θρησκεία, εκουσίως ή ακουσίως, δημιουργούνται πολλά προβλήματα, όπως ανάγλυφα καταφαίνεται στην απόφαση Folgerø και λοιποί κατά Νορβηγίας.

Ασφαλώς αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση του δικαιώματος απαλλαγής η ακριβής, έγκαιρη, πλήρης και υπεύθυνη ενημέρωση των γονέων και μαθητών σχετικώς (παρομοίως Folgerø και λοιποί κατά Νορβηγίας, παρ. 97). Η σχετική υποχρέωση βαρύνει την σχολική μονάδα, η οποία οφείλει επιπλέον να παρέχη υποδείγματα δηλώσεων σε όσους το επιθυμούν και γενικώς να τους διευκολύνη κατά την άσκηση του σχετικού δικαιώματός τους. Η απαλλαγή βεβαίως δεν χωρεί αυτεπαγγέλτως, αλλά απαιτείται όμως η υπόμνηση εκ μέρους των κρατικών οργάνων των δυνατοτήτων της σχετικής νομοθεσίας.

Κατά συνέπεια, η παρακολούθηση του μαθήματος των Θρησκευτικών δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι υποχρεωτική για όσους εκ των μαθητών ή κηδεμόνων δεν συμμερίζονται το ομολογιακό του περιεχόμενο, είτε επειδή ασπάζονται κάποια άλλη μορφή του θρησκεύεσθαι είτε επειδή απορρίπτουν συνολικά το θρησκευτικό φαινόμενο.

1 thought on “Τρεις θέσεις για το μάθημα των Θρησκευτικών”

Leave a Comment