Πραγματικά, αυτός πρέπει να είναι ο πιο βαρετός τίτλος άρθρου που έχω γράψει ποτέ. Το θέμα όμως που κρύβεται πίσω από αυτόν είναι αρκετά ενδιαφέρον, νομικά και πολιτικά.
Καταρχάς, τι μέρος του λόγου είναι (ήταν) οι αποφάσεις πλαισίου [βρυξελληνιστί αποκαλούμενες “αποφάσεις-πλαίσιο”];
Οι αποφάσεις πλαισίου ήταν πριν από την Συνθήκη της Λισαβόνας ένα από τα νομικά εργαλεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υποπερίπτωση του παραγώγου δικαίου της ΕΕ. Ανήκε στον τρίτο πυλώνα της ΕΕ, την αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ζητήματα ποινικού δικαίου. Ήταν με άλλα λόγια ο πυλώνας μας, η πρώτη φορά που η ευρωκρατία μάς ενώχλησε, αλλά όχι και η τελευταία. Συνολικά κατά την δεκαετία του 2000 εκδόθηκαν καμιά 30αριά, η μία χειρότερη από την άλλη, με λίγες εξαιρέσεις, οι περισσότερες δε από αυτές έχουν μεταφερθή στο ημεδαπό δίκαιο. Με αισθητά αποτελέσματα στις ατομικές μας ελευθερίες.
Στα γενικά χαρακτηριστικά των αποφάσεων πλαισίου καταλέγω: α) κάκιστη νομοτεχνική επεξεργασία, με αοριστολογίες, απεραντολογίες και παλλιλογίες, ώστε να καταλήγουμε με πολιτικά κείμενα που καμώνονται τα νομικά, β) επιβολή αγγλοσαξωνικών νομικών αντιλήψεων σε χώρες ηπειρωτικών δικαίων, γ) προτεραιότητα στην καταστολή του εγκλήματος, πραγματικού και κατά φαντασίαν, εις βάρος των εγγυήσεων του κράτους δικαίου, και δ) κατάχρηση, αν όχι υπέρβαση, του νομοθετικού τους θεμελίου.
Να δούμε λίγο πιο αναλυτικά αυτό το τελευταίο. Γενικά, η πρόοδος της ένωσης και σε ζητήματα εναρμόνισης του Ποινικού Δικαίου, ήτοι ζητήματα αναγόμενα στον πυρήνα της κρατικής κυριαρχίας, όχι μόνο σε ανταγωνισμούς και προστασία της φώκιας και σαχλαμάρες τέτοιου είδους, ήταν σημείο αντιλεγόμενο για πολλούς.
Προσωπικά ήμουν και είμαι υπέρ μιας τέτοιας κίνησης, αν και οφείλω να δηλώσω απογοήτευση από τα μέχρι τούδε αποτελέσματά της. Εν πάση περιπτώσει, την δεκαετία του 2000 και μετά από προεργασία ετών, η ΕΕ με την Συνθήκη της Νίκαιας έκανε το αποφασιστικό βήμα και απέκτησε κάποιες αρμοδιότητες και στα ποινικά.
Κάποιες όμως, όχι όλες. Οι αποφάσεις πλαισίου στηρίζονταν στο άρ. 34 παρ. 2 περ. β΄ της Συνθήκης ΕΕ:
Το Συμβούλιο λαμβάνει μέτρα και προωθεί, με τις κατάλληλες μορφές και διαδικασίες, όπως ορίζονται στον παρόντα τίτλο, τη συνεργασία η οποία συμβάλλει στην επιδίωξη των στόχων της Ένωσης. Προς το σκοπό αυτό, αποφασίζοντας ομόφωνα κατόπιν πρωτοβουλίας οποιουδήποτε κράτους μέλους ή της Επιτροπής, το Συμβούλιο μπορεί: […]
β) να υιοθετεί αποφάσεις-πλαίσιο με σκοπό την προσέγγιση των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών μελών. Οι αποφάσεις-πλαίσιο δεσμεύουν τα κράτη μέλη ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα αλλά αφήνουν στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών την επιλογή του τύπου και των μέσων.Δεν παράγουν άμεσο αποτέλεσμα.
[Πλέον ο τρίτος πυλώνας καταργήθηκε, οι ήδη εκδοθείσες αποφάσεις πλαισίου όμως εξακολουθούν ισχύουσες]
Τι περιλαμβάνει τώρα η συγκεκριμένη απόφαση πλαισίου, η οποία ώφειλε να είχε μεταφερθή στο εσωτερικό δίκαιο μέχρι τις 28 Νοεμβρίου 2010; Περιλαμβάνει μια δέσμη νεομισαλλόδοξων νομοθετημάτων, που πλέον εκκρεμούν προς ψήφιση ενώπιον της εθνικής αντιπροσωπείας. Για την ουσία όλης αυτής της νομοθεσίας έχω εκφράσει την γνώμη μου αναλυτικά, οπότε δεν θα τα επαναλάβω εδώ.
Πρώτη αντίρρηση λοιπόν: Σεβάστηκε η εν λόγω απόφαση πλαισίου την νομοθετική της εξουσιοδότηση; Είναι αμφίβολο.
Η απόφαση πλαισίου ορίζει μόνο μια υποχρέωση αποτελέσματος, απαγορεύεται όμως να ορίζεται ο τύπος και τα μέσα διά των οποίων πρόκειται να επιτευχθή το ζητούμενο αποτέλεσμα. Η κρινόμενη όμως απόφαση πλαισίου πράττει ακριβώς αυτό: ορίζει με εξαντλητικές λεπτομέρειες τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης, ακόμη και το πλαίσιο ποινής.
Παράδειγμα από το άρ. 1 και 3 της απόφασης πλαισίου:
1. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίσει ότι τιμωρούνται οι ακόλουθες εκ προθέσεως τελούμενες πράξεις: […]
δ) η δημόσια επιδοκιμασία, άρνηση ή χονδροειδής υποτίμηση της σοβαρότητας των εγκλημάτων τα οποία ορίζονται στο άρθρο 6 του Καταστατικού του Διεθνούς Στρατοδικείου που προσαρτάται στη συμφωνία του Λονδίνου της 8ης Αυγούστου 1945, η οποία στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους τέτοιας ομάδας που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, όταν η συμπεριφορά εκδηλώνεται κατά τρόπο που είναι πιθανόν να υποκινήσει βία ή μίσος στρεφόμενο κατά μιας τέτοιας ομάδας ή μέλους μιας τέτοιας ομάδας. […]2. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίσει ότι οι πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 τιμωρούνται με ποινικές κυρώσεις, το ανώτατο όριο των οποίων είναι ένα έως τρία έτη τουλάχιστον στέρησης της ελευθερίας.
Ευτυχώς που μας επιτρέπουν να ψηφίσουμε εμείς τον νόμο δηλαδή…
Εκτός από αυτή την αντίρρηση όμως, ακόμη δηλαδή και αν η απόφαση πλαισίου δεν παραβίασε την εξουσιοδότηση των συνθηκών, υπάρχει η ρήτρα διαφυγής που καθιερώνει η ίδια η απόφαση πλαισίου.
Ας δούμε λοιπόν το άρ. 7:
1. Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν συνεπάγεται μεταβολή της υποχρέωσης σεβασμού θεμελιωδών δικαιωμάτων και θεμελιωδών νομικών αρχών, συμπεριλαμβανομένων της ελευθερίας της έκφρασης και της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι, όπως κατοχυρώνονται στο άρθρο 6 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
2. Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν συνεπάγεται υποχρέωση των κρατών μελών να λαμβάνουν μέτρα που αντιβαίνουν προς τις θεμελιώδεις αρχές τους σχετικά με την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και την ελευθερία της έκφρασης, ιδίως την ελευθερία του τύπου και την ελευθερία της έκφρασης σε άλλα μέσα ενημέρωσης, όπως προκύπτουν από τις συνταγματικές παραδόσεις ή τους κανόνες που διέπουν τα δικαιώματα, τις ευθύνες και τις διαδικαστικές εγγυήσεις για τον τύπο ή άλλα μέσα ενημέρωσης, όταν οι κανόνες αυτοί αναφέρονται στον καθορισμό ή τον περιορισμό της ευθύνης.
Κατά την δική μου εκτίμηση η παρ. 1 περιλαμβάνει ένα καθαρό απεταξαμηνισμό: η ίδια η απόφαση που καθορίζει ως υποχρεωτικές βαρύτατες παραβιάσεις της ελευθερίας της έκφρασης διακηρύσσει υποκριτικά ότι τάχα σέβεται τις ελευθερίες αυτές. Νταξ τώρα.
Πιο πολύ όμως ενδιαφέρει το άρ. 7 παρ. 2, το οποίο οι νεομισαλλόδοξοι μάλλον παρέλειψαν να αναγνώσουν. Η παρ. 2 ορίζει ότι το ελληνικό κράτος δεν υπέχει καμία υποχρέωση να λάβη μέτρα αντίθετα στην ελευθερία της έκφρασης, όπως προφανώς την ερμηνεύει το ίδιο βάσει των συνταγματικών του παραδόσεων (σύμφωνος εδώ και ο Μοροζίνης σε άρθρο του στα ΠοινΧρ Ξ/446 επ., με το οποίο συμφωνώ στο μεγαλύτερο μέρος).
Φυσικά το άρ. 7 παρ. 2 μάς λέει κάτι που κάποιοι εξ ημών ήδη γνώριζαν: τίποτε στον νομικό κόσμο δεν υπέρκειται του Συντάγματός μας, όσο κομψό και περίτεχνο και αν είναι, όσο και αν εκπορεύεται από διεθνή όργανα στα οποία συμμετέχουμε και τις αποφάσεις των οποίων έχουμε δεσμευθή να εφαρμόζουμε. Να μην λησμονούμε ότι υπέχουμε ευρωπαϊκές υποχρεώσεις στον βαθμό που το επιτάσσει το Σύνταγμά μας και όχι αντίστροφα, να εφαρμόζουμε δηλαδή το Σύνταγμά μας στον βαθμό που μας το επιτρέπουν τα ευρωπαϊκά όργανα.
Δεν πρέπει να λησμονούμε σε αυτήν την συνάφεια ούτε το άρ. 53 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ σχετικά με το εγγυημένο επίπεδο προστασίας:
Καμία διάταξη του παρόντος Χάρτη δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως περιορίζουσα ή θίγουσα τα δικαιώματα του ανθρώπου και τις θεμελιώδεις ελευθερίες που αναγνωρίζονται στα αντίστοιχα πεδία εφαρμογής από το δίκαιο της Ένωσης, το διεθνές δίκαιο καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις, στις οποίες είναι μέρη η Ένωση, ή όλα τα κράτη μέλη, και ιδίως από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, καθώς και από τα Συντάγματα των κρατών μελών.
Ακόμη όμως και αν καμφθούν οι πρώτες αντιρρήσεις, ακόμη δηλαδή και αν όχι μόνο υπέρβαση της εξουσιοδότησης δεν υπήρξε, αλλά ούτε και η ρήτρα διαφυγής τυγχάνει εφαρμοστέα, υπάρχει μια τρίτη αντίρρηση πολύ πρακτικού χαρακτήρα. Αλλά για να την εξηγήσω, χρειάζεται πρώτα σύντομη εξέταση της νομοθετικής πρακτικής του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
Η χώρα ευκαίρως ακαίρως υπογράφει διάφορες διεθνείς συμβάσεις. Αυτές οι διεθνείς συμβάσεις συχνά περιέχουν υποχρεώσεις εγκληματοποίησης διαφόρων πράξεων, άλλοτε δικαίως και άλλοτε αδίκως. Υπογράφοντας η Ελλάς αναλαμβάνει προφανώς και την σχετική διεθνή υποχρέωση. Το ζήτημα είναι ότι πιο συχνά από όσο ίσως φαντάζεστε τα εγκλήματα αυτά υπάρχουν ήδη στο ελληνικό ποινικό δίκαιο, συχνά μάλιστα από δεκαετίες.
Τι κάνει τότε η Ελλάδα; Ενημερώνει μήπως την διεθνή κοινότητα ότι να, το έχω αυτό το έγκλημα, η πράξη τιμωρείται ήδη στο δίκαιό μου;
Όοοοοοοοοοοοοοοοχι.
Οι γραφειοκράτες του Υπουργείου φτειάχνουν θέλοντας και μη καινούργιο έγκλημα, γιατί τέτοια πολιτική εντολή έχουν, ώστε να μπορή η πολιτική ηγεσία να επιδείξη στα εξωτερικά νομοθετικό έργο με καινούργιο ποινικό κοσκινάκι, αχ, και πού να το κρεμάσουμε. [και μετά πρέπει οι ποινικολόγοι να λύσουν ζητήματα συρροής και λοιπά και λοιπά. Αλλά ποιος τους υπολογίζει αυτούς]
Έτσι και εν προκειμένω, όλες αυτές οι κουταμάρες που μας διατάζει η απόφαση πλαισίου να δημιουργήσουμε ως εγκλήματα υπήρχαν ήδη από 30ετίας στο ποινικό μας δίκαιο (πλην της κουταμαρότερης όλων, της άρνησης της γενοκτονίας): πρόκειται φυσικά για τον δυσώνυμο νεομισαλλόδοξο Ν. 927/1979. Συνεπώς, ανελάβαμε την εκπλήρωση υποχρέωσης που είχαμε ήδη εκπληρώσει.
Αλλά αυτές είναι αντιρρήσεις ενδοευρωπαϊκές, που σχετίζονται δηλαδή και εκπηγάζουν από τον ίδιο τον κλάδο του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Η ορθή συστηματική ερμηνεία όμως επιτάσσει την ένταξη της ευρωπαϊκής υποχρέωσης της χώρας εντός του συνταγματικού της υποβάθρου και του δημοκρατικού μας πολιτεύματος. Για Ποινικό μιλάμε, δεν μιλάμε για κανονισμούς προστασίας του καταναλωτή.
Να πώς το λέει εύψυχα το Γερμανικό Συνταγματικό:
Das Bundesverfassungsgericht prüft, ob Rechtsakte der europäischen Organe und Einrichtungen sich unter Wahrung des gemeinschafts- und unionsrechtlichen Subsidiaritätsprinzips in den Grenzen der ihnen im Wege der begrenzten Einzelermächtigung eingeräumten Hoheitsrechte halten.
Και για όποιον δεν κατάλαβε (παρ. 253 και 358):
Die Entscheidung über strafwürdiges Verhalten, über den Rang von Rechtsgütern und den Sinn und das Maß der Strafandrohung ist vielmehr in besonderem Maße dem demokratischen Entscheidungsprozess überantwortet. Eine Übertragung von Hoheitsrechten über die intergouvernementale Zusammenarbeit hinaus darf in diesem grundrechtsbedeutsamen Bereich nur für bestimmte grenzüberschreitende Sachverhalte unter restriktiven Voraussetzungen zu einer Harmonisierung führen; dabei müssen grundsätzlich substantielle mitgliedstaatliche Handlungsfreiräume erhalten bleiben. […]
Wegen der besonders empfindlichen Berührung der demokratischen Selbstbestimmung durch Straf- und Strafverfahrensnormen sind die vertraglichen Kompetenzgrundlagen für solche Schritte strikt – keinesfalls extensiv – auszulegen und ihre Nutzung bedarf besonderer Rechtfertigung. Das Strafrecht in seinem Kernbestand dient nicht als rechtstechnisches Instrument zur Effektuierung einer internationalen Zusammenarbeit, sondern steht für die besonders sensible demokratische Entscheidung über das rechtsethische Minimum.
Το έλλειμμα δημοκρατικής νομιμοποίησης της ΕΕ δεν γίνεται πουθενά πιο αισθητό παρά στο Ποινικό Δίκαιο. Και από όλα τα πεδία του Ποινικού Δικαίου στα οποία έχει εμπλακή η ΕΕ, πουθενα περισσότερο παρά στην νεομισαλλόδοξη νομοθεσία.
–. .-. .- .–. … . / -.- .- .. / — .. .- / — . – .- ..-. .-. .- … .. / -… .-. . / .–. .- .. -.. .. / — — -.– –..– / -.. . -. / — — .. .-.. — ..- — . / — .-.. — .. / – .. -. / –. . .-. — .- -. .. -.- ..
Σε αντιπαθώ πάρα πολύ όταν το κάνεις αυτό.
Κι εγώ όταν βάζεις αμετάφραστα γερμανικά. Και δεν βοηθάει και τρομερά ο γούγλης. Τι να καταλάβω απ’αυτό:
Αυτό το ηθικά ελάχιστο(ethical minimum στην αγγλική μετάφραση) δεν το καταλαβαίνω, αν και μπορώ να υποθέσω τι εννοεί.
Αν βάζω και μετάφραση, θα σας δίνω την δυνατότητα να αντικρούετε την θέση μου. Κανείς μας δεν θα το ήθελε αυτό! :-Ρ
Απλώς για την πραγματολογική ακρίβεια, σημειώνω ότι η απόφαση δεν κρίνει θέμα σχετικό με τις αποφάσεις πλαισίου, αλλά θίγει το γενικώτερο ζήτημα της ποινικής αρμοδιότητας της ΕΕ ενόψει κύρωσης της Συνθήκης της Λισαβόνας. Με δυσπιστία και επιφυλακτικότητα.
Οι λέξεις δεν έχουν σημασία μία προς μία, μόνο το νόημα:
Άντε, επειδή σε συμπαθάω:
Βλ. εδώ την πρώτη αντίρρηση του άρθρου μου: κάθε τέτοιου είδους νομοθετική εξουσιοδότηση από τις συνθήκες της ΕΕ πρέπει να ερμηνεύεται στενά, με άλλα λόγια εχθρικά, περιοριστικά, δύσπιστα. Η ΕΕ δεν έχει το είδος της δημοκρατικής νομιμοποίησης που έχει το εθνικό κράτος. Για να μην πω τι έχει ακριβώς.
Δηλαδή όχι διά πάσαν νόσον και μαλακίαν. Σε άλλο σημείο μάλιστα αναφέρει κάτι πολύ λογικό:
Θέλετε, κύριοι ευρωκράται, ευρωπαϊκό Ποινικό Δίκαιο; Ωραία. Όπως άλλωστε και το αμερικανικό ομοσπονδιακό ποινικό δίκαιο, θα αφορά περιπτώσεις α) λίγες, β) περιοριστικά ερμηνευόμενες, και γ) με στοιχεία “ευρωπαϊκότητας”, διασυνοριακότητας, ώστε να δικαιολογήται, υπό το πρίσμα της αρχής της επικουρικότητας, το ενδιαφέρον σε ομοσπονδιακό επίπεδο.
Πες μου εσύ τώρα τι από αυτά τηρείται στην απόφαση πλαισίου που σχολιάζω.
“κάποιας διεθνούς συνεργασίας”, χαχα, αυτό ήταν όλα τα λεφτά! Ποιοι είστε ρε χτεσινοί, οι ποινικολόγοι θα σας θάψουν όλους…
Το Ποινικό Δίκαιο δεν έχει εργαλειακό χαρακτήρα για να φτειάξετε εσείς την ομοσπονδία σας, έχει δικούς του κανόνες που πρέπει να σεβαστήτε: ένας από αυτούς είναι ότι απαιτεί ισχυρή δημοκρατική νομιμοποίηση, γιατί αφορά τον καθορισμό των ελαχίστων της ομαλής κοινωνικής συμβίωσης.