Μετά την αποκρυπτογράφηση και την δακτυλογράφηση της πρώτης πρώτης πρώτης ποινικής απόφασης του Αρείου Πάγου, η οποία οφείλεται στους φίλους Βουλάγξ, Απόστολο και Γρηγόρη Μανόπουλο, με την ηθική αυτουργία του Νίκου Σαραντάκου, ο πειρασμός να γράψω δυο λόγια για την απόφαση, τα πρώτα μετά από σχεδόν 180 χρόνια, ήταν ακαταμάχητος.
Ιδού λοιπόν κάποια στοιχεία ερμηνευτικά της ίδιας της απόφασης και του ιστορικού συγκειμένου που την παρήγαγε, αξιοποιώντας και τα εύστοχα σχόλια της προηγούμενης ανάρτησης.
Πρώτα, το κείμενο της απόφασης, όπως μεταγράφηκε (ακολούθησα τον πολυτονισμό του Απόστολου, ίσως έχει ξεφύγει καμιά βαρεία, μη βαράτε):
Απόφ. Ποιν. Α΄.
Ἐν ὀνόματι τοῦ Βασιλέως.
Τὸ Δικαστήριον τοῦ Ἀρείου Πάγου.
Συγκείμενον ὑπὸ τῶν Δικαστῶν Κ.Κ. Χρηστοδούλου Κλονάρη Προέδρου, Ἀναστασίου Πολυζωΐδου, Γεωργίου Ἀθανασίου, Δ. Γοδεφρίδου Φέδερ, Δημητρίου Σκορδίλη, Θεοδώρου Μανούση, Γεωργίου Ἀφθονίδου, ἀναπληροῦντος τὸν κύριον Ἰωάννην Σωμάκην ἀπόντα, καὶ τοῦ Γραμματέως Γεωργίου Κ. Ἰσχομάχου, παρόντος καί τοῦ εἰσαγγελέως κυρίου Ἀνδρονίκου Πάϊκου,
Συνελθὸν εἰς δημοσίαν συνεδρίασιν,
Αναγνοῦν τήν παρά τῶν τριῶν δικαστῶν τοῦ ἐν Ἀθήναις Πρωτοδικείου Κ.Κ. Ἀριστείδου Μωραϊτίνη Προέδρου, Χριστοδούλου Αἰνιάνος καί Γεωργίου Μ. Καραμάνου γενομένην αἴτησιν ἐξαιρέσεως ἀπὸ τὴν κατὰ τοῦ Α.Γ. Μουσουδάκη δίκην καί ἐπιστηριζομένην εἰς τὰς ἑξῆς αἰτίας. 1ον ὅτι ἐκδόντες ἅπαξ ἐν συμβουλίῳ βούλευμα, διὰ τοῦ ὁποίου ἀπεφῄναντο ὅτι αἱ καταμηνυθείσαι πράξεις τοῦ Α.Γ. Μουσουδάκη δὲν εἶναι ἀξιόποινοι, ὅτι ἔπειτα ἀνακοπέντος τοῦ βουλεύματος τούτου καὶ ἐκδοθέντος κατ’ αὐτοῦ ἄλλου βουλεύματος τοῦ δικαστικοῦ συμβουλίου τῶν ἐν Ἀθήναις ἐφετῶν, παρὰ τοῦ ὁποίου ὑποχρεοῦνται νὰ συνεδριάσωσιν εἰς τὸ Πλημμελειοδικείον, τοῦ ὁποίου ἁπαρτίζουσι μέρος, ἐξαιτοῦνται νὰ ἐξαιρεθῶσιν ὥς φθάσαντες ἤδη νὰ ἐκφράσωσι // φράσωσι γνώμην εἰς τὸ βούλευμά των. καὶ 2ον ὅτι ἡ ἐξαίρεσίς των εῖναι σύμφωνος μὲ τὰς παρὰ τῆς νομολογίας κοινῶς παραδεδεγμένας ἀρχὰς, καὶ εἰδικῶς μέ τὴν ἔννοιαν τοῦ 5 παραγράφου τοῦ 51 ἄρθρου τῆς Ποιν. Δικονομίας.
Ἀκοῦσαν τὸν εἰσαγγελέα.
Σκεφθἐν κατὰ τὸν νόμον
Ἐπειδὴ ὁ νόμος ὁρίζει ῥητῶς τὰς αἰτίας ὅσαι φέρουσιν ἐξαίρεσιν Δικαστῶν, εἴτε τὰ μέρη προτείνουσιν αυτήν, εἴτε ὁ δικαστὴς συνειδώς αἰτίαν ἐξαιρέσεως τὴν προβάλλει, καὶ ἐκτὸς τῶν ὥρισμένων τούτων αἰτιῶν πάσα ἄλλη εἶναι ἀπαράδεκτος.
Ἐπειδὴ ἡ ἐξαίρεσις, ὅταν δεν διατάττεται παρὰ τοῦ νόμου, ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὰ δικαζόμενα μέρη τοὺς φυσικοὺς δικαστάς των.
Ἐπειδὴ ὁ 5. παράγραφος τοῦ 51. ἄρθρου τῆς Ποινικῆς Δικονομίας ἐξαιρεῖ μόνους ἐκείνους τοὺς δικαστὰς οἵτινες ἔλαβον μετοχὴν, ἢ συνέπραξαν εἰς τὴν ἀνάκρισην ἢ ἀποφασιν τῆς προκειμένης υποθέσεως ἐν ῷ ἦσαν μέλη ἄλλου Δικαστηρίου, κανεῖς δε ἐκ τῶν τριῶν δικαστῶν τῶν ἐξαιτουμένων τὴν ἐξαίρεσιν δὲν ἀνῆκεν εἰς ἄλλο Δικαστήριον, εἰς τὸ ὁποῖον νά ἔλαβε μετοχὴν ἢ νά συνέπραξε περὶ τῆς προκειμένης ὑποθέσεως, οὐδέ γίνεται τὸ Δικαστήριον ἄλλο ἐξ ἄλλου, διὸτι έκρινε προδικαστικῶς τὴν ὑπόθεσιν, τὴν ὁποίαν πρόκειται να δικάση ὁριστικῶς.
Διὰ ταῦτα ἀποῤῥίπτει τὴν αἴτησιν τῆς ἐξαιρέσεως τῶν τριῶν // τριῶν δικαστῶν τοῦ ἐν Ἀθήναις Πρωτοδικείου.
Ἐκρίθη καὶ ἐδικάσθη τὴν δευτέραν Ἀπριλλίου τοῦ χιλιοστοῦ ὀκτακοσιοστοῦ τριακοστού πέμπτου ἔτους, ἐν Ἀθήναις.Ὁ Πρόεδρος
Χ. Κλονάρης
Ἀ. Πολυζωΐδης
Γ. Ἀθανασίου
Δ. Γ. Φέδερ
Δ. Σκορδίλης
Θ. Μανούσης
Γ. ἈφθονίδηςὉ Γραμματεὺς
Γ. Κ. ἸσχόμαχοςἘδημοσιεύθη τὴν τρίτη τοῦ αὐτοῦ μηνὸς
ἐν Ἀθήναιςὁ Πρόεδρος
Χ. Κλονάρης
ο Γραμμ.
Γ. Κ. Ἰσχόμαχος
Και ιδού κάποιες πρώτες σκέψεις μου σχετικά:
Α. Νομικά.
1. Οι αποφάσεις εκδίδονται και εκτελούνται εν ονόματι του Βασιλέως, όπως άλλωστε ήρμοζε σε μια απόλυτη μοναρχία, όπως ήταν τότε το καθεστώς.
2. Ο ΑΠ έχει επταμελή σύνθεση, όπως έχουν και τα Τμήματά του σήμερα. Δεν ξέρω βέβαια μήπως 7 ήταν όλοι κι όλοι τους.
3. Η σύνθεση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου είναι τριμελής.
4. Δικονομικά έγιναν τα εξής: το Πλημμελειοδικείο έκρινε ότι οι πράξεις που αποδίδονταν στον κατηγορούμενο δεν στοιχειοθετούνταν, διότι επρόκειτο για πράξεις ανέγκλητες, ήτοι για πράξεις που δεν τιμωρούνται από τον ποινικό νόμο. Για τον λόγο αυτό, εξέδωσε (απαλλακτικό) βούλευμα σε συμβούλιο κατ’ άρ. 252 ΠοινΔικ, χωρίς να εκδικάση στο ακροατήριο. Έτσι θα γινόταν και σήμερα.
5. Το απαλλακτικό βούλευμα προσεβλήθη όμως με το ένδικο μέσο της ανακοπής κατ’ άρ. 260 ΠοινΔικ, ενώ εμείς σήμερα θα μιλούσαμε για έφεση. Δεν προκύπτει ποιος ανέκοψε το πρωτοβάθμιο βούλευμα, δηλαδή ο μηνυτής/πολιτικώς ενάγων, αν υπήρχε, ή οίκοθεν ο Εισαγγελέας. Διαισθάνομαι το δεύτερο.
6. Το Συμβούλιο Εφετών έκρινε αντίθετα από το πρωτοβάθμιο συμβούλιο και παρέπεμψε τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του Πλημμελειοδικείου. Κατά της απόφασης αυτής υπέβαλαν αίτηση εξαιρέσεως οι ίδιοι οι δικαστές (άρα σήμερα θα μιλούσαμε για δήλωση αποχής του άρ. 23 ΚΠΔ και όχι εξαιρέσεως, που την υποβάλουν οι διάδικοι μόνο και όχι οι δικαστές), με το επιχείρημα ότι έχουν ήδη εκφράσει γνώμη επί του θέματος (παρατηρούμε την ολιγανδρία του Πρωτοδικείου Αθηνών, αφού θεωρείται δεδομένο ότι οι ίδιοι πάλι θα εκδικάσουν την υπόθεση! Πράγματι, τέσσερις ήταν όλοι κι όλοι). Σήμερα μια τέτοια αίτηση εξαιρέσεως θα την εξεδίκαζε το ίδιο δικαστήριο και όχι βέβαια ο Άρειος Πάγος. Από την άλλη, μου προκαλεί κάποια απορία η αίτηση: τι τους πείραζε να δικάσουν και να αθωώσουν τον κατηγορούμενο; Το παρασκήνιο της υπόθεσης είναι πλέον χαμένο.
7. Η απορριπτική απόφαση του Αρείου Πάγου είναι σωστή. Δήτε εδώ το άρ. 51 παρ. 5 της Ποινικής Δικονομίας του Μάουρερ (που ίσχυε μόνο λίγους μήνες τότε και επρόκειτο να ισχύση άλλα 115 χρόνια): η ουσία του σκεπτικού είναι σωστή. Καταρχάς, το δικαστήριο ερμηνεύει (ορθώς) περιοριστικά τους λόγους εξαιρέσεως, παραθέτοντας μια αξιομνημόνευτη αιτιολογία: κάθε εξαίρεση αφαιρεί τον φυσικό δικαστή. Ειδικά, προσθέτω εγώ, όταν την αίτηση κάνει ο ίδιος ο δικαστής, μπορεί να υποκρύπτη χίλια δυο, από δειλία έως φυγοπονία.
8. Ειδικά η σκέψη “οὐδέ γίνεται τὸ Δικαστήριον ἄλλο ἐξ ἄλλου, διὸτι έκρινε προδικαστικῶς τὴν ὑπόθεσιν, τὴν ὁποίαν πρόκειται να δικάση ὁριστικῶς” συμφωνεί απολύτως με την κρατούσα νομολογία, που δεν θεωρεί λόγο εξαιρέσεως το γεγονός ότι δικαστής του δικάζοντος δικαστηρίου είχε συμμετάσχει στο συμβούλιο που εξέδωσε το παραπεμπτικό βούλευμα, με την αιτιολογία ότι το συμβούλιο έκρινε επί της υπάρξεως ή μη επαρκών ενδείξεων ενοχής, ενώ το δικαστήριο οφείλει να μορφώση πλήρη δικανική πεποίθηση. Όχι ακαταμάχητη σκέψη, αλλά κάπως πρέπει να λειτουργήσουν και τα επαρχιακά Πρωτοδικεία.
9. Αυτά τα “συνελθόν, αναγνόν (ή: ιδόν), ακούσαν, σκεφθέν” είναι νομίζω μεταφράσεις των αντίστοιχων γαλλικών όρων. Η προαναφερθείσα Ποινική Δικονομία του Μάουρερ ακολουθούσε τον γαλλικό ναπολεόντειο Code d’instruction criminelle του 1808, ο οποίος είχε εισαχθή στην Βαυαρία με τα στρατεύματα του Κορσικανού.
10. Ιστορία μου, αμαρτία μου. Δικονομική ήταν η πρώτη πρώτη πρώτη ποινική απόφαση του Αρείου Πάγου, με τις μικρολογίες της δικονομίας εξακολουθούν να ασχολούνται δυσανάλογα πολλές αρεοπαγιτικές αποφάσεις.
11. Η απόφαση είναι γραμμένη με ένα γραφικό χαρακτήρα, προφανώς του Γραμματέα Ισχομάχου. Στην αρχή νόμιζα ότι τα ονόματα των δικαστών στο τέλος δεν είναι οι υπογραφές τους, αλλά οι γραφικοί χαρακτήρες είναι διαφορετικοί. Άρα αυτό είναι το πρωτότυπο.
12. Η διάσκεψη έγινε στις 2 του μηνός και η απόφαση ήταν έτοιμη την άλλη μέρα κιόλας. Δεν πρέπει να σκοτώνονταν και στην δουλειά τω καιρώ εκείνω!
Β. Γλωσσικά.
1. Οι αποφάσεις αριθμούνται με ελληνικούς αριθμούς.
2. Η γλώσσα της απόφασης εντάσσεται με ασφάλεια στην οθωνική καθαρεύουσα. Αποτολμώ να πω ότι και χωρίς ένδειξη χρονολογίας θα μπορούσαμε σχετικά εύκολα να εικάσουμε αφενός μεν ότι πρόκειται για μετεπαναστατικό κείμενο, καθώς απουσιάζουν οι τουρκικές ή άλλες λέξεις εντελώς (συντελεί βέβαια σε αυτό και η φύση του κειμένου ως νομικού). Αφετέρου δε λειτουργούν ως ενδείκτες κάποιες λέξεις και φράσεις, που επιτρέπουν την ένταξη του κειμένου στα μέσα του 19ου αιώνα. Ως τέτοιους ενδείκτες αντιλαμβάνομαι εγώ τα “φθάσαντες να εκφράσωσι”, “φέρουσιν ἐξαίρεσιν” (= Ausnahme herbeiführen;), “έλαβον μετοχήν” (= Antheil nahm), “άλλο εξ άλλου”. Αναφομοίωτοι ξενισμοί μάλλον, χτυπάνε στο μάτι.
3. Εκείνο το “αναγνούν” βγάζει μάτι. Πρόκειται σίγουρα για συντομογραφημενο “ου”. Αλλά είναι λάθος υπό οποιαδήποτε εκδοχή της ελληνικής.
4. Έχουμε ακούω + Αιτ. και όχι “ακούσαν του Εισαγγελέως”. Μια καθαρεύουσα όχι αυστηρά αρχαΐζουσα λοιπόν (προς το οποίο συνηγορεί και η διπλή άρνηση “κανείς… δεν ανήκε”, που ψάρεψε ο Νίκος Σαραντάκος), όπως θα γινόταν λίγο μετά.
5. Σε δύο διαφορετικά σημεία η παράγραφος είναι σερνικιά: “ο” παράγραφος.
6. Προσέξτε την ψιλοδασεία πάνω από το διπλό ρρ του “απορρίπτει”. Ενώ σε άλλα σημεία ο γραμματέας δεν χολοσκάει να ζωγραφίση με ευκρίνεια τους τόνους, το διπλό ρ το σέβεται.
7. Το λ του Απριλίου διπλογραφείται, δεν το έχω ξανασυναντήσει αυτό. Φαίνεται ότι παλιότερα γραφόταν κι έτσι.
8. Ο γραμματέας επαναλαμβάνει την τελευταία λέξη κάθε σελίδας στην αρχή της επόμενης, για να μην χάνεται ο αναγνωστικός ειρμός προφανώς.
Γ. Εγκυκλοπαιδικά.
1. Ο Χριστόδουλος Κλονάρης (ή Κλωνάρης), με καταγωγή από την Ήπειρο, ήταν ο πρώτος Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, μεταξύ 1835-1848 (με διακοπή ενός έτους, βλ. πιο κάτω). Πρώην δικηγόρος Ναυπλίου, συνήγορος υπεράσπισης του Πλαπούτα στην δίκη του με τον Κολοκοτρώνη για εσχάτη προδοσία το 1834, με σπουδές στο Παρίσι.
2. Στην σύνθεση συμμετέχει και ο Αναστάσιος Πολυζωίδης. Μόλις 33 ετών τότε, είναι ο διάσημος Πολυζωίδης, εκείνος ο οποίος μαζί με τον Γεώργιο Τερτσέτη αρνήθηκε να καταδικάση τον Κολοκοτρώνη (μόλις ένα χρόνο πριν!). Επειδή ο Τερτσέτης ήταν των γραμμάτων και των τεχνών με την Επτανησιακή Σχολή, έχει επισκιάσει κάπως τον Πολυζωίδη, ο οποίος όμως ήταν ανώτερος, καθώς ήταν Πρόεδρος του δικαστηρίου εκείνου. Ο Πολυζωίδης καταγόταν από το Μελένικο της, εμ, Μακεδονίας.
3. Ο Φέδερ είναι ο Gottfried von Feder (στην απόφαση υπάρχει και ένα αρχικό Δ. στο όνομά του, που δεν ξέρω σε τι αντιστοιχεί), μόλις 29 ετών τότε, ο οποίος από την μακρινή Ελλίγγη της Μέσης Φραγκονίας κατέβηκε μαζί με τους Βαυαρούς στην Ελλάδα. Δίδαξε Πολιτική Δικονομία στο Πανεπιστήμιο και έγινε και Εισαγγελέας Εφετών, προτού επιστρέψη οίκαδε μετά την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου. Δεν φαίνεται να περιλείπονται απόγονοι με το όνομά του.
4. Ο Θεόδωρος Μανούσης διέπρεψε στην συνέχεια ως ο πρώτος Καθηγητής Ιστορίας στο Οθώνειο Πανεπιστήμιο, αλλά, επειδή τω καιρώ εκείνω οι άνθρωποι ήταν πολυτάλαντοι, έκανε και τον δικαστή μερικά χρόνια. Σημειωτέον ότι και αυτός ήταν Μακεδόνας, από την Σιάτιστα της Κοζάνης.
5. Ο απών Ιωάννης Σωμάκης, από την υπόδουλη Ήπειρο και αυτός, διετέλεσε μέχρι και Πρόεδρος του Αρείου Πάγου στην συνέχεια, μεταξύ 1847-1848, ήτοι την χρονιά που έμεινε εκτός ο Κλονάρης, κρίμασι οις Κύριος οίδε. Το παρασκήνιο και εδώ λανθάνει.
6. Ο γραμματέας Γεώργιος Ισχόμαχος είναι μάλλον πατέρας αυτού εδώ του στρατιωτικού, άλλος ένας Μακεδόνας.
7. Ο ΕισΑΠ Ανδρόνικος Πάικος, δεν θα με πιστέψετε αν σας το πω, αλλά ήταν Μακεδόνας κι αυτός. Αν κρίνω μάλιστα από το επώνυμο, πρέπει να μιλούσε και άλλες γλώσσες από μικρός.
8. Ο Πρόεδρος του δικαστηρίου της ουσίας Αριστείδης Μωραϊτίνης είχε και αυτός μέλλον μπροστά του. Σμυρνιός στην καταγωγή, έφτασε να γίνη δις Πρόεδρος του Αρείου Πάγου και Πρωθυπουργός ακόμη για δύο σύντομα διαστήματα. Πού να τά’ξερε όλα αυτά βέβαια όταν του έλαχε τον Απρίλιο του 1835 να χάση την πρώτη πρώτη πρώτη αίτηση προς τον Άρειο Πάγο.
9. Ο Χριστόδουλος Αινιάν ήταν Παλιοελλαδίτης στην καταγωγή, αλλά μεγάλωσε στο Φανάρι. Ήταν αδερφός του γνωστότερου Δημητρίου Αινιάνος, γραμματικού του Καραϊσκάκη και ιστορικού.
10. Γενικά, παρατηρώ ότι όλοι όσοι έχουν ανιχνεύσιμα στοιχεία καταγωγής ήταν ετερόχθονες. Όλοι όμως. Κάτι έλεγε ο Μακρυγιάννης το 43 σχετικά.
η παράγραφος είναι σερνικιά: “ο” παράγραφος.
Ἡ παράγραφος γραμμή, αλλά paragraphus και paragraphum, le paragraphe, der Paragraph.
“έλαβον μετοχήν” (= Theil nahm;)
Partem capere, to participate, participer.
Το λ του Απριλίου διπλογραφείται, δεν το έχω ξανασυναντήσει αυτό.
Chaucer, Canterbury Tales:
Ο Απρίλης γράφεται με δύο λ σε πολλά χειρόγραφα κείμενα του 19ου αιώνα, προφανώς από επιλογή.
Η διπλογράφηση του λ στον Απρίλιο είναι κοινό γλωσσικό φαινόμενο, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 19ου αι. Σε αρκετά έντυπα της εποχής αλλά και σε αγιογραφίες το συναντάμε έτσι.
“συνέπραξαν εἰς τὴν ἀνάκρισην ἢ ἀποφασιν τῆς προειρημένης”
Διόρθωση:
“συνέπραξαν εἰς τὴν ἀνάκρισιν ἢ ἀπόφασιν τῆς προκειμένης”
Έχει δίκιο ο χρήστης voulagx.
Συγχαρητήρια κ. Συνάδελφε, πολύ ενδιαφέρον.
Συμπληρώνω με διάφορες παρατηρήσεις:
1) Οι δικαστές του Αρείου Πάγου ήταν, όντως, επτά όλοι κι όλοι. Το διάταγμα διορισμού τους δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ Α’ 1/1835 (11.1.1835) και το βρίσκετε εύκολα στο σάιτ του Εθνικού Τυπογραφείου. Μπόνους όλοι οι δικαστές όλων των δικαστηρίων του τότε κράτους, που διορίστηκαν με το ίδιο διάταγμα.
2) Ποινική δικονομία του 1834 (μαζί με το πρωτότυπο γερμανικό κείμενο, παρακαλώ!) βρίσκετε εδώ.
3) Απ’ ό,τι θυμάμαι από παλιές εφημερίδες, όντως ανακοπή λεγόταν το ένδικο μέσο κατά του βουλεύματος, ακόμη και ως τη δεκαετία του ’40, νομίζω.
4) “Εν ονόματι του Βασιλέως” οι δικαστικές αποφάσεις όχι μόνον σε καθεστώς απόλυτης μοναρχίας (όπως ήταν το 1835) αλλά και βασιλευομένης δημοκρατίας. Ο εκτελεστήριος τύπος (λ.χ. στα απόγραφα) μέχρι και το 1973 ήταν “Εν Ονόματι του Βασιλέως” μόνον που προσέθεταν και “των Ελλήνων” καθώς και το όνομα του Βασιλιά: λ.χ. “Εν Ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Κωνσταντίνου”. Θα το βρείτε και ιστορικά, λ.χ. στις θανατικές καταδίκες στρατοδικείων όπου διαβαζόταν η απόφαση πριν την εκτέλεση, ξεκινούσαν με το “Εν Ονόματι του Βασιλέως” π.χ. στην εκτέλεση των 6 “Εν Ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου Β'” (παραδόξως οι δύο Γεώργιοι ήταν οι μόνοι που έπαιρναν αριθμό). Το περίεργο εδώ είναι γιατί αναφέρεται “Εν Ονόματι του Βασιλέως” στην απόφαση ενώ δεν (μπορεί να) έχει γίνει περιαφή του εκτελεστηρίου τύπου, αφού τι απόγραφο να πάρεις από τέτοια απόφαση; Περιέργως, δε, στην Β’ απόφαση, που φαίνεται παρακάτω, δεν υπάρχει “Εν Ονόματι του Βασιλέως” στην αρχή.
5) Εγώ βλέπω υπογραφές στις φωτογραφίες που δημοσιεύσατε, γιατί λέτε ότι δεν είναι το πρωτότυπο της απόφασης; (και πού είναι, δηλαδή, το πρωτότυπο αν δεν είναι στο αρχείο του Αρείου Πάγου;)
Εξαιρετικές οι παρατηρήσεις σου, ΙΝ.
1. Και ήταν όντως επίσης τέσσερις όλοι κι όλοι οι Πρωτοδίκες Αθηνών! Παρατηρώ επίσης ότι ο Τερτσέτης είχε γίνει Εφέτης Αθηνών. Γρήγορα του πέρασε η οργή του Όθωνα.
2. Α, αυτό είναι σπουδαίο εύρημα! Δεν την έχω, να φανταστής. Έπεσα κοντά στο “έλαβον μετοχήν”, στο γερμανικό έχει Antheil nehmen. Το απαλλακτικό βούλευμα που ανεκόπη εξεδόθη κατ’ άρ. 252 ΠοινΔικ.
3. Και όντως, ανακοπή λεγόταν το ένδικο μέσο του άρ. 260 ΠοινΔικ, το οποίο είχαν και οι ιδιώτες κατήγοροι και οι πολιτικώς ενάγοντες.
5. Είναι διαφορετικοί γραφικοί χαρακτήρες ε; Εμένα όλα ίδια μου φαίνονται. :-)
Ναι, οι υπογραφές είναι πρωτότυπες.
Από εδώ http://tinyurl.com/oh2dlo7 η Δικονομία κατεβαίνει.
Βρες μου και τον Ποινικό Νόμο και θα σου χρωστάω δύο χάρες.
http://srv1-vivl-volou.mag.sch.gr/digitalbook_223#/0
Για να δω αν υπάρχει κάπου που να κατεβαίνει
Ο προηγούμενος είναι του 1835 με διορθώσεις στο ελληνικό. Υπάρχει κι ο αρχικός του 1834 http://eopac-librethymno.abekt.gr/bibrecords/169
Plot twist. Εδώ http://reader.digitale-sammlungen.de/resolve/display/bsb10395526.html κατεβαίνει ο Ποινικός του 1834, αλλά υπάρχει κι ένας άλλος Ποινικός του 1835, όχι ο διορθωμένος
http://reader.digitale-sammlungen.de/resolve/display/bsb10395110.html
Έχω μπερδευτεί, αλλά οι νομομαθείς θα τα λύσετε! :)
Παρεπιφτού, αυτά τα δύο λινκ είναι προς τα προσωπικά βιβλία του Όθωνα…
Και για το 4, σαφώς και έτσι γινόταν στην συνέχεια, ήθελα να πω ότι αυτονόητο ήταν πάντως για τότε (και μάλλον μόνο για τότε!), όταν ο Όθων κυβερνούσε ακόμη von Gottes Gnaden.
Ενσωμάτωσα τις παρατηρήσεις όλων σας.
Και μια απεικόνιση του Κλονάρη http://pandektis.ekt.gr/pandektis/handle/10442/14056
Συγγνώμη. Το σωστό λίνκ http://pandektis.ekt.gr/pandektis/handle/10442/66144
Πρέπει να τον έχω πετύχει και στον Άρειο Πάγο, κάτι μου θυμίζει. :-)
Πολύ ενδιαφέρουσα η ανάρτηση όπως και τα σχόλια!
Μία ελάσσονος σημασίας παρατήρηση για το Β8: η επανάληψη στο περιθώριο μιας σελίδας της τελευταίας λέξης της προηγούμενης είναι ευρύτατα διαδεδομένη πρακτική σε έντυπα στην αγγλική και τη γαλλική -ενδεχομένως και σε άλλες γλώσσες- το β΄ μισό του 18ου αιώνα. Φαντάζομαι ότι συνεχίστηκε και στο 19ο αιώνα και αυτήν ακολουθεί ο Ισχόμαχος.
Λογικά γινόταν ώστε να μπορεί να ελέγξει ο διορθωτής εύκολα αν έχει παραληφθεί καμιά σελίδα στην εκτύπωση.
Σε χειρόγραφο λογικά αποτρέπει τις εξής δύο λαθροχειρίες:
1. την αφαίρεση ενός ολόκληρου γραμμένου φύλλου·
2. τη συμπλήρωση ενός κενού δισέλιδου που άφησε κατά λάθος ο γραφέας, νοθεύοντας το κείμενο.