Θρησκεία κατά Τέχνης

Δεν είχα προπτυχιακά τον Αναπληρωτή Καθηγητή της Νομικής Αθηνών Σταύρο Τσακυράκη. Και αυτό υπήρξε μάλλον ατύχημα, γιατί φαίνεται, αν μή τι άλλο, ενδιαφέρων άνθρωπος. Δυστυχώς, δεν μπόρεσα να βρω κάποιο αναλυτικό βιογραφικό του. Αλλά αυτό δεν έχει και τόση σημασία, γιατί δεν θα κρίνω τον άνθρωπο ούτε την όλη πορεία του, αλλά ένα μόνο έργο του.


Καλά νομικά.

Το βιβλίο Θρησκεία κατά Τέχνης κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο 2005. Κινείται στο πλαίσιο ενδιαφερόντων του συγγραφέως που ορίζει ένα προηγούμενο βιβλίο του, Η ελευθερία του λόγου στις ΗΠΑ. Εκδόθηκε σε ένα πολύ καλαίσθητο τόμο από ένα μη νομικό εκδοτικό οίκο, τις εξαιρετικές Εκδόσεις Πόλις.

Ευθύς εξαρχής διευκρινίζω ότι συμφωνώ απολύτως με τα συμπεράσματα του συγγραφέως στις δικαστικές αποφάσεις που σχολιάζει. Όσοι ενδιαφέρονται λοιπόν μόνο για το διχαστικό κομμάτι, αν είμαι με εμάς ή με τους άλλους, ας μην συνεχίσουν την ανάγνωση.

Το βιβλίο αποτελείται από 208 σελίδες μικρού μεγέθους. Το διάβασα μέσα σε τρεις ώρες, μπορεί και λιγώτερο. Αυτό από μόνο του με κάνει κάπως εφεκτικό. Δεν είμαι συνταγματολόγος και παρά την γνωστή τάση του κλάδου στην αοριστολογία και την απεραντολογία, προσδοκώ πάντα να δυσκολευτώ από ένα βιβλίο που αφορά θέματα που κατέχω μόνο επιφανειακά. Πρόκειται λοιπόν για ένα βιβλίο διαβαστερό, για ένα βιβλίο που έχει ήδη ανακαλύψει το κοινό του, τους αναμενόμενους θαυμαστές του, τους πρόθυμους οπαδούς του. [παρένθεση: αν οι οπαδοί αυτοί είχαν διαβάσει τις σελίδες 211 επ. του προηγούμενου βιβλίου του για την Ελευθερία του Λόγου στις ΗΠΑ, οι οποίες αναφέρονταν στην απαγόρευση του μισαλλόδοξου λόγου, ίσως να μετρίαζαν τον ενθουσιασμό τους]

Ήδη ο τίτλος του βιβλίου είναι προκλητικός, πιασάρικος, ολίγον γηπεδικός. Ο συγγραφέας επιλέγει να μας παρουσιάση μια σειρά υποθέσεων από την ελληνική, την ευρωπαϊκή και την αμερικανική νομολογία, κατ’ αύξουσα σειρά επιδοκιμασίας, όπου αντιπαρατέθηκαν πιστοί με άθεους, θρησκόληπτοι με καλλιτέχνες, ευαίσθητοι με κοπρολόγους. Ενώπιόν μας παρελαύνουν οι λεπτομέρειες των υποθέσεων του Τελευταίου Πειρασμού, του Λεξικού Μπαμπινιώτη, του Μ εις την ν, του πίνακα Asperges me της έκθεσης Outlook, της Ζωής του Ιησού του Haderer. Ακόμη, από την νομολογία του ΕΔΔΑ αναλύονται οι υποθέσεις Μüller κατά Ελβετίας, Otto-Preminger-Institut κατά Αυστρίας, Wingrove κατά ΗΒ, Murphy κατά Ιρλανδίας, Ι.Α. κατά Τουρκίας, ενώ από την αμερικανική νομολογία, αφορμώμενος από κλασσικές αποφάσεις υπέρ της ελευθερίας του λόγου όπως οι Texas v. Johnson και Cohen v. California, ο συγγραφέας σχολιάζει υποθέσεις όπου συγκρούστηκαν το θρησκευτικό συναίσθημα με την καλλιτεχνική δημιουργία. Πράγματι, σε όλες τις σχολιαζόμενες περιπτώσεις δικογραφικώς επιτιθέμενη υπήρξε η “Θρησκεία” και αμυνόμενη η “Τέχνη”. Ο συγγραφέας τάσσεται αποφασιστικά με την τέχνη και γενικά με την ελευθερία της έκφρασης. Πολύ ωραία.

Κανείς πανεπιστημιακός δεν υποχρεούται να συγγράφη πάντα βαριά βιβλία, με τις εκατοντάδες υποσημειώσεις και την εξαντλητική βιβλιογραφία. Απεναντίας, θα έλεγα ότι λείπουν από την ελληνική βιβλιογραφική παραγωγή έργα όχι απαραιτήτως εκλαϊκευτικά, έργα πάντως απελευθερωμένα από την τυραννία της εξαντλητικής αναφοράς όλων των ακαδημαϊκών προγόνων. Το βιβλίο Θρησκεία κατά Τέχνης είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και για τον μη νομικό. Ίσως ιδίως για αυτόν. Οι υποσημειώσεις είναι ελάχιστες, η βιβλιογραφία υποτυπώδης, ο προσωπικός τόνος έντονος. Κάποιες φορές βέβαια το ύφος εξοκέλλει σε βεβιασμένη ειρωνία, αλλά και αυτό κομμάτι της γλαφυρότητας του βιβλίου είναι. Θα παραξενευόμουν όμως αν λαμβανόταν υπόψιν για την ακαδημαϊκή εξέλιξη του συγγραφέως. Υποθέτω ότι δεν θα το επιθυμούσε και ο ίδιος άλλωστε.

Λεϋλά Σαχίν, θύμα της ευρωπαϊκής καλυπτροθηρίας.

Όλα τα ανωτέρω τα εννοώ ως προτερήματα του βιβλίου, κι ας μην είναι μερικές φορές σαφές αυτό. Υπάρχουν όμως και μερικά αρνητικά σημεία. Για παράδειγμα, είναι αρκετά σαφής η διαφορά στον κριτικό τόνο ανάμεσα στην ελληνική και την ευρωπαϊκή νομολογία. Ο συγγραφέας διαφωνεί με όλες τις αποφάσεις που σχολιάζει. Στις ελληνικές όμως το ύφος του λέει “εμ, τι περίμενες;”, ενώ στις ευρωπαϊκές παραπέμπει στο “αυτό δεν το περίμενα!”. Δεν είμαι βέβαιος ότι είναι δικαιολογημένη αυτή η διαφοροποίηση. Επιπλέον, Στην αναφορά στην υπόθεση Texas v. Johnson (σελ. 144) έχουν παρεισφρήσει εμφανή πραγματολογικά σφάλματα: τα γεγονότα συνέβησαν το 1984 και όχι το 1968, ο δε πόλεμος στο Βιετνάμ δεν αποτέλεσε, εύλογα, αντικείμενο της διαμαρτυρίας του αιτούντος. Απορεί κανείς για αυτό το τόσο επιπόλαιο λάθος, όταν προέρχεται από ένα συγγραφέα που φρόντισε με επιμέλεια να ενημερώση σε υποσημείωση τον αναγνώστη (σελ. 141) για την κατάπτυστη απόφαση I.A. κατά Τουρκίας του ΕΔΔΑ, η οποία εκδόθηκε μόλις δύο μήνες πριν από την έκδοση του βιβλίου.

Αλλά το πιο σοβαρό λάθος του βιβλίου βρίσκεται στα σημεία στα οποία ο συγγραφέας ασκεί κριτική σε ποινικές αποφάσεις. Ασφαλώς έχω μια ιδιαίτερη ευαισθησία έως ιδιοτροπία στον τομέα αυτόν λόγω ειδικότητας, νομίζω όμως ότι δικαιολογούμαι στην αντίδρασή μου. Ο συγγραφέας καταρχάς συγχέει την ποινική δίωξη με το κλητήριο θέσπισμα (σελ. 68-69) και έχει γενικά στρεβλή εικόνα για την αποστολή του Εισαγγελέως. Ειδικά η φράση “Κλητήρια θεσπίσματα με χαρακτηρισμούς του τύπου “κατάπτυστο” και “διεστραμμένο” είναι άκυρα” είναι δημοσιογραφικού επιπέδου. Με την κακή έννοια.

Περαιτέρω, η πραγμάτευσή του για την έννοια του άμεσου δόλου και ο σχολιασμός του σχετικού αρεοπαγιτικού παραθέματος στις επόμενες σελίδες πάσχουν βαρύτατα. Το σχόλιο “Η απόφαση καταδίκης του συγγραφέα και αθώωσης του εκδότη για το ίδιο έργο διεκδικεί ασφαλώς παγκόσμια πρωτοτυπία” στην σελ. 72 δεν αποκαλύπτει μόνο φτωχή σχέση με την δικαστηριακή πράξη, αλλά υποτιμά και τις υποκειμενικές προύποθέσεις της ποινικής ευθύνης. Αμέσως μετά διαστέλλεται στο κείμενο ο δόλος από την πρόθεση, πράγματα ταυτόσημα (υπενθυμίζω: άρ. 27 παρ. 1 ΠΚ). Αμέσως μετά, στις σελ. 75-76 ο συγγραφέας εμφανίζεται να αγνοή την έννοια των υποκειμενικών στοιχείων του αδίκου, εδώ της λέξης “κακόβουλα” στο άρ. 199 ΠΚ, και να διακατέχεται από την παντελώς παρωχημένη θεωρία του δόλου ως προς την συνείδηση του αδίκου, με συνέπεια όχι μόνο να μην κατανοή τις απαιτήσεις της αρεοπαγιτικής νομολογίας ως προς την αιτιολόγηση των καταδικαστικών αποφάσεων και τις σχετικές αποφάσεις των δικαστηρίων της ουσίας, αλλά να απαντά με στόμφο και επιθετικότητα σε έναν υποθετικό αντίπαλο, τον οποίο έχει κατασκευάσει ο ίδιος. Δεν κρύβω ότι τα συγκεκριμένα χωρία με απαγοήτευσαν και μου άφησαν μια στυφή γεύση από όλο το βιβλίο: πρόκειται για ύλη β΄ εξαμήνου!

Το πιο ενδιαφέρον από νομική άποψη είναι το τέταρτο μέρος του βιβλίου, όπου ο συγγραφέας ερμηνεύει τα άρ. 14 και 16 Συντ. Ισχυρίζεται, όπως και άλλοι, ότι απαγορεύεται συνταγματικώς η κατάσχεση εντύπου που είναι ταυτόχρονα και έργο τέχνης (σελ. 190 επ.), άποψη πολύ εύλογη, η οποία υπονομεύεται όμως από την αδυναμία μας να ορίσουμε την τέχνη (σελ. 214 επ.). Επιπλέον, αναπτύσσει μια διάκριση των περιορισμών του ατομικού δικαιώματος σε άμεσους και έμμεσους (σελ. 194 επ.). Δεν μπορώ να πω ότι πείστηκα, ιδίως επειδή δεν καταλαβαίνω την διαφοροποίηση από την γνωστή διάκριση εσωτερικών και εξωτερικών περιορισμών, πάντως μου εξήψε την νομική περιέργεια.

Ραντιείς με υσσώπω/σπέρματι: Κακή τέχνη.

Τούτων λεχθέντων, το βιβλίο Θρησκεία κατά Τέχνης είναι ένα ενημερωτικό ανάγνωσμα, εύπεπτο με την καλή έννοια, προσιτό όχι μόνο στον νομικό, αλλά σε κάθε φιλέρευνο αναγνώστη. Δεν είναι μεν το αντιπροσωπευτικό, ώριμο και στιβαρό έργο ενός 54χρονου τότε συγγραφέως, πραγματεύεται όμως σημαντικά νομικοπολιτικά ζητήματα των καιρών μας και αποτελεί, το κυριώτερο, αξιόλογη συνεισφορά στον δημόσιο διάλογο που διεξάγεται (;) για αυτά.

23 thoughts on “Θρησκεία κατά Τέχνης”

  1. Είναι σε όλους γνωστό ότι διάφοροι φορείς φανατισμού και θρησκευτικού πρωτογονισμού ζητούν συχνά την φίμωση απόψεων ή έργων τέχνης που θεωρούν ότι τους προσβάλλουν. Με αυτόν τον τρόπο συντελούν φυσικά βλακωδώς και στην διαφήμιση των έργων αυτών, κάποια από τα οποία δεν είναι και ιδιαίτερα υψηλής αξίας, όπως δείχνεις κι εσύ στην τελευταία εικόνα. Κι όμως, πολλές φορές υπάρχουν δικαστήρια τα οποία υιοθετούν τις θέσεις αυτές. Επειδή δεν μου φαίνεται πιθανό οι σχετικοί δικαστές να είναι όλοι..μέλη θρησκευτικών οργανώσεων, θεωρούν προφανώς ότι η ελευθερία της (καλλιτεχνικής) έκφρασης δεν είναι απεριόριστη. Δεν βλέπω κάτι «κατάπτυστο» ή «διεστραμμένο» σε αυτό. Τι ακριβώς λοιπόν αντιμάχεται ο συγγραφέας; Συγκεκριμένες αποφάσεις ή γενικά την αντίληψη ότι οι ελευθερίες στις κοινωνίες (πρέπει να) υπόκεινται ενίοτε σε περιορισμούς;

    Πράγματι, σε όλες τις σχολιαζόμενες περιπτώσεις δικογραφικώς επιτιθέμενη υπήρξε η “Θρησκεία” και αμυνόμενη η “Τέχνη”.

    Το Λεξικό Μπαμπινιώτη τι από τα δύο είναι;

    Επίσης, η θέση του συγγραφέα υπέρ της απόλυτης ελευθερίας της τέχνης μοιάζει να είναι κι αυτή

    άποψη πολύ εύλογη, η οποία υπονομεύεται όμως από την αδυναμία μας να ορίσουμε την τέχνη (σελ. 214 επ.)

    Με τι είδους μεθοδολογία τάσσεται κανείς απολύτως υπέρ ενός πράγματος που δεν μπορεί να το ορίσει, τουλάχιστον στο πλαίσιο του δικού του σκεπτικού;

    Reply
  2. Κανείς πανεπιστημιακός δεν υποχρεούται να συγγράφη πάντα βαριά βιβλία, με τις εκατοντάδες υποσημειώσεις και την εξαντλητική βιβλιογραφία. Απεναντίας, θα έλεγα ότι λείπουν από την ελληνική βιβλιογραφική παραγωγή έργα όχι απαραιτήτως εκλαϊκευτικά, έργα πάντως απελευθερωμένα από την τυραννία της εξαντλητικής αναφοράς όλων των ακαδημαϊκών προγόνων. Το βιβλίο Θρησκεία κατά Τέχνης είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και για τον μη νομικό. Ίσως ιδίως για αυτόν. Οι υποσημειώσεις είναι ελάχιστες, η βιβλιογραφία υποτυπώδης, ο προσωπικός τόνος έντονος.

    Ένας απ’τους ρόλους των πανεπιστημιακών είναι και η συγγραφή βιβλίων για το ευρύτερο κοινό, εκτός δηλαδή των μελετητών του στενού γνωστικού αντικειμένου. Εδώ μπορεί να επιτρέπεται η απουσία όλων των αναφορών, τεκμηρίωσης ή και αυτού που λένε στο χωριό μου “neutral stance”.

    Το αστείο ως ανήθικο θα ήταν να μην έχει δημοσιευμένες μελέτες στο αντικείμενο όπου να φτάνει στα ίδια συμπεράσματα (εκτός του έντονου προσωπικού τόνου). Γιατί η «εκλαΐκευση» δεν πρέπει να είναι δικαιολογία για ελεύθερη αδικαιολόγητη γραφή, ιδιαίτερα όταν η βιβλιογραφία σ’ένα θέμα είναι ελλιπής και αυτόματα ο συγγραφέας γίνεται η authority του τομέα.

    Reply
  3. Επειδή δεν μου φαίνεται πιθανό οι σχετικοί δικαστές να είναι όλοι..μέλη θρησκευτικών οργανώσεων, θεωρούν προφανώς ότι η ελευθερία της (καλλιτεχνικής) έκφρασης δεν είναι απεριόριστη.

    Ή προβάλλουν τις δικές τους κοσμοθεωρητικές ή αισθητικές απόψεις στον νόμο.

    Τι ακριβώς λοιπόν αντιμάχεται ο συγγραφέας; Συγκεκριμένες αποφάσεις ή γενικά την αντίληψη ότι οι ελευθερίες στις κοινωνίες (πρέπει να) υπόκεινται ενίοτε σε περιορισμούς;

    Συγκεκριμένες αποφάσεις που αποτελούν έκφραση της άποψης ότι η ελευθερία της τέχνης υπόκειται σε περιορισμούς χάριν του θρησκευτικού συναισθήματος. Ότι είναι απεριόριστη δεν το υποστηρίζει κανείς.

    Το Λεξικό Μπαμπινιώτη τι από τα δύο είναι;

    Επιστήμη, υπάγεται και αυτή στο άρ. 16 Σ.

    Με τι είδους μεθοδολογία τάσσεται κανείς απολύτως υπέρ ενός πράγματος που δεν μπορεί να το ορίσει, τουλάχιστον στο πλαίσιο του δικού του σκεπτικού;

    Αυτό όμως ορίζει το άρ. 16 παρ. 1 Συντ.: Η τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες. Δεν αναφέρεται επιφύλαξη νόμου ή κάτι παρόμοιο.

    Reply
  4. Από την άλλη βέβαια ο κοινός νομοθέτης δεν δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα να θεσπίση περιορισμούς στην έρευνα, βλ. κλωνοποίηση.

    Δεν μπόρεσα να βρω κάποια ηλεκτρονική διεύθυνση του Τσακυράκη για να τον ενημερώσω για την κριτική μου. Αν τυχόν έχη κάποιος…

    Reply
  5. Έλαβα από τον συγγραφέα και αναδημοσιεύω με την άδειά του την εξής απάντηση:

    Να ευχηθώ κι εγώ χρόνια πολλά. Σας ευχαριστώ για την κριτική και το εννοώ, δεν κάνω φιλοφρόνηση. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει διάλογος και χωρίς αυτόν κανείς δεν μπορεί να προοδεύσει. Με εκπλήξατε ευχάριστα με τη κριτική σας διότι βρίσκομαι σε μια περίοδο μεγάλης απογοήτευσης αφού πιστεύω ότι εδώ κανείς δεν διαβάζει, κανείς δεν θέλει να συζητήσει σοβαρά και κανείς δεν είναι διατεθειμένος να εγκαταλείψει τις συνήθειές του.

    Λίγες, πολύ πρόχειρες, απαντήσεις αφού το βιβλίο μου είναι πια παλιό και έχει χάσει για μένα αρκετή από τη γοητεία του.

    Το εύκολο: φυσικά έχετε δίκιο για την Texas (δεν μπορούσε να είναι το Βιετνάμ αφού η απόφαση είναι του 1989 και τα δικαστήρια στην Αμερική δεν έχουν τους δικούς μας ρυθμούς) αφορούσε μια εκδήλωση διαμαρτυρίας στο συνέδριο του Ρεπουμπλικανικού κόμματος το 1984.
    Τα δύσκολα αφορούν τις αντιρρήσεις σας με τις ποινικές αποφάσεις και τα περί δόλου. Σηκώνει μεγάλη συζήτηση (θα χρειαζόμουν διευκρινίσεις εκ μέρους σας) και γι αυτό ας την αφήσουμε για μια άλλη φορά.

    Δεν συμμερίζομαι μερικές (εννοείται από τις επικριτικές) παρατηρήσεις για το ύφος. Είναι υπερβολικοί οι χαρακτηρισμοί γηπεδικές και δημοσιογραφικές εκφράσεις. Δεν θεωρώ ότι είναι εκλαϊκευμένο νομικό κείμενο (για το οποίο μάλιστα δεν θα έπρεπε να διεκδικήσω επιστημονική κρίση). Είμαι επηρεασμένος από τον αμερικανικό τρόπο γραφής που είναι μεν απλός και ζωντανός αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι στερείται ανάλυσης και δεν θέτει σοβαρά ζητήματα ατομικών δικαιωμάτων. Η περιγραφή χωρίς ανάλυση και η σοβαροφάνεια είναι τα χαρακτηριστικά της ελληνικής παραγωγής. Και για τις υποσημειώσεις η άποψή μου είναι ότι πρέπει να είναι τελείως απαραίτητες και να μην κουράζουν με άχρηστες πληροφορίες (σήμερα είναι πολύ εύκολο να βρει κανείς άφθονη βιβλιογραφία επί παντός θέματος).

    Θα ήταν άκομψο να κλείσω λέγοντάς σας ότι έγραψα ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε στο International Journal of Constitutional Law και σχετίζεται κάπως με το βιβλίο μου; Σας στέλνω τη διεύθυνση που μπορείτε να το βρείτε (δεν σας στέλνω το περιοδικό γιατί δεν μπορείτε να το ανοίξετε δωρεάν αλλά είναι περίπου το ίδιο)

    http://centers.law.nyu.edu/jeanmonnet/papers/08/080901.html

    και αν βρείτε χρόνο ρίξτε του μια ματιά.

    Ευχαριστώ και πάλι

    Ευχές

    Σταύρος Τσακυράκης

    Ο συγγραφέας διευκρινίζει ότι είναι μια πρόχειρη απάντηση και ελπίζει να μην έχει λάθη φραστικά ή γραμματικά.

    Reply
  6. Εγώ από την μεριά μου τον ευχαριστώ για την συμμετοχή του στην μικρή μας συζήτηση.

    Με τιμά η άμεση και ευγενική απάντησή του, και μάλιστα εν μέσω εορτών. Τιμά εκείνον πολύ περισσότερο ότι απαντά από την άχαρι θέση του κρινόμενου σε κάποιον ακαδημαϊκά κατώτερό του, που έγραψε μια κριτική εκ των ενόντων και εν θερμώ.

    Δυστυχώς οι πανεπιστημιακοί μας δεν είναι πάντα τόσο προσιτοί όσο θα θέλαμε, ιδίως μέσω των νέων τεχνολογιών, και αυτό πρέπει να εξαρθή και δημοσίως.

    Reply
  7. Αφού εκφράσω κι εγώ την ευχάριστη έκπληξή μου τόσο για την απάντηση καθ’ αυτή όσο και για το ύφος της, θα κρίνω τον κρίνοντα γιατί είμαι θρασύς εκ φύσεως.

    1) Περί ύφους: συμφωνώ με την απάντηση Τσακυράκη. Διευκρινίζω, προς αποφυγήν παρερμηνειών, ότι εγώ δεν υιοθετώ κανένα από τα δύο “άκρα”: ούτε την σοβαροφάνεια του ελληνικού ακαδημαϊκού λόγου ούτε τη χαλαρότητα του αμερικανικού. Κινούμαι εδώ και κάποια χρόνια κάπου ανάμεσα, οπότε συντεχνιακές υποχρεώσεις δεν έχω. Αλλά βρίσκω τον επιτηδευμένο λόγο των ελλήνων νομικών τουλάχιστον εκνευριστικό. Και όταν στερείται και ουσίας, μπορεί να σε οδηγήσει στην τρέλα: αυτές οι διπλωματικές των ελλήνων μεταπτυχιακών οι αυτοβυθιζόμενες στον στόμφο και το ύφος δεν ξεχνιούνται με τίποτα. Ο καθένας αναλαμβάνει το βάρος των λεγομένων του στο κάτω-κάτω: αν αποκαλέσω ‘ανόητη’ μια άποψη που δεν μπορώ να καταπολεμήσω, θα γίνω ρεζίλι. Ομοίως, αν την αποκαλέσω ‘παντελώς αβάσιμη’. Ενώ αν την αποκαλέσω ‘ελάχιστα πειστική’ θα έχω δείξει μια κάποια αυτογνωσία. Η οποία είναι αρετή ζηλευτή, ασφαλώς, αλλά όχι ειδικά -ούτε περισσότερο!- στον επιστήμονα ή τον ακαδημαϊκό. Οπότε, πάλι θα γίνω ρεζίλι γιατί θα είμαι ένας κακός επιστήμονας που το ξέρει και προσπαθεί να το κρύψει. Κι αν πρέπει να διαλέξω, προτιμώ ένα κείμενο που θα με ξενίζει πότε-πότε με τη χαλαρότητά του, παρά ένα μουχλιασμένο, άκαμπτο γραπτό γεμάτο μετοχές. Αλλά αυτό είναι απλώς το προσωπικό μου γούστο.

    2) Περί ‘ακαδημαϊκών βαθμίδων’: δεν ξέρω αν φταίνε τα άτιμα τα ξένα, αλλά αυτό που ξέρω σίγουρα είναι ότι οι λογικοί άνθρωποι αξιολογούν απόψεις και όχι τίτλους. Είναι αστείο και ένδειξη ακραίου ακαδημαϊκού επαρχιωτισμού να συζητούμε ακόμα τέτοια πράγματα. Είναι δυνατόν να υποπέσει στην αντίληψή σου κάτι που αφορά τη δουλειά σου και να μην του αφιερώσεις λίγο χρόνο; Αυτό το αναφέρω επειδή είδα το θανάση να σχολιάζει σε ανάλογο ύφος (αλλά, αν κατάλαβα καλά, με αντεστραμμένους τους ρόλους) σε προηγούμενο νήμα και μου κάνει ιδιαίτερη εντύπωση.

    ΥΓ: Το άρθρο της παραπομπής το προτείνω κι εγώ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι συμφωνώ με όσα λέγονται εκεί.

    Reply
  8. Είμαι επηρεασμένος από τον αμερικανικό τρόπο γραφής που είναι μεν απλός και ζωντανός αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι στερείται ανάλυσης και δεν θέτει σοβαρά ζητήματα ατομικών δικαιωμάτων. Η περιγραφή χωρίς ανάλυση και η σοβαροφάνεια είναι τα χαρακτηριστικά της ελληνικής παραγωγής.

    σε αυτο πρεπει να συμφωνησω, δεν ειναι βεβαια μονο ελληνικο φαινομενο, εχω την εντυπωση οτι ειναι το ηπειρωτικο ευρωπαϊκο που θελει τους διανοητες να γραφυν δυσνοητα κειμενο. Οταν το κανει ο Καντ ή ο Βίττγκενσταϊν ισως εχει καποιο νοημα, το κακο ειναι οταν το μιμειται και καθε συγγραφεας που δεν εχει τιποτα να πει για να κρυψει ακριβως αυτο.

    Προτιμω νομιζω το αγγλοαμερικανικο στυλ που γραφουν χωρις τυπικοτητες και επικεντρωνονται στην αναλυση.

    Και μια μικρη παρατηρηση, δεν ξερω γιατι οι νομικοι μπερδευετε τις υποσημειωσεις με την βιβλιογραφια με την πολυπλοκοτητα. Ενα κειμενο μπορει να εχει εκατο υποσημειωσεις και να ειναι απλουστατο, μπορει να εχει εκτενη βιβλιογραφια χωρις υποσημειωσεις κτλ Αναρωτιεμαι γιατι βλεπετε συνδεση μεταξυ των 3, μηπως υπαρχει ταση στα νομικα να αναφερεται καποιος στην βιβλιογραφια ακομα για τις πιο τριβιαλ παρατηρησεις? Μηπως μοιαζει με το κλασικο αστειο του Λουκυ Λουκ?

    -Πηγες για ψωνια?
    -Ναι (υποσημειωση: Αμλετ, πραξη δευτερη, σκηνη πρωτη)

    Κατα τα αλλα, στο νομικο κομματι δεν εχω καμμια σχετικη γνωση, αλλα μου φαινεται οτι η “μεγαλη συζητηση” περι δολου κτλ ισως απλα πρεπει να γινει, αν το θεμα ειναι ενδιαφερον βεβαια.

    Reply
  9. Μηπως μοιαζει με το κλασικο αστειο του Λουκυ Λουκ?

    -Πηγες για ψωνια?
    -Ναι (υποσημειωση: Αμλετ, πραξη δευτερη, σκηνη πρωτη)

    Υποσημείωση: Από το ‘Τζέσε Τζέημς‘, Μορίς και Γκοσινύ, (Dargaud, 1969).

    Reply
  10. Κωνσταντίνε,

    μου εκτροχιάζεις την συζήτηση, αλλά δεν βαριέσαι, καλή χρονιά!

    1) Περί ύφους: συμφωνώ με την απάντηση Τσακυράκη. Διευκρινίζω, προς αποφυγήν παρερμηνειών, ότι εγώ δεν υιοθετώ κανένα από τα δύο “άκρα”: ούτε την σοβαροφάνεια του ελληνικού ακαδημαϊκού λόγου ούτε τη χαλαρότητα του αμερικανικού. Κινούμαι εδώ και κάποια χρόνια κάπου ανάμεσα, οπότε συντεχνιακές υποχρεώσεις δεν έχω. Αλλά βρίσκω τον επιτηδευμένο λόγο των ελλήνων νομικών τουλάχιστον εκνευριστικό.

    Το βάρος της κριτικής δεν έπεφτε στο ζωντανό ή πεθαμένο ύφος, έπεφτε στην “βεβιασμένη ειρωνία”. Αλλά για αυτό θα χρειαστή να διαβάσης το βιβλίο.

    Αυτό το αναφέρω επειδή είδα το θανάση να σχολιάζει σε ανάλογο ύφος (αλλά, αν κατάλαβα καλά, με αντεστραμμένους τους ρόλους) σε προηγούμενο νήμα και μου κάνει ιδιαίτερη εντύπωση.

    Εδώ ο e-lawyer ενεκάλεσε τον Θόδωρο βάσει όχι απόψεων, αλλά ακαδημαϊκής αυθεντίας. Οπότε εύλογο ήταν να διευκρινιστή η θέση καθενός στην τροφική αλυσίδα, ιδίως εκείνου που επικαλείται την αυθεντία υπέρ αυτού.

    Reply
  11. ΣΓ,

    Γράφω μερικά γενικά σχόλια, πέραν του κρινόμενου βιβλίου:

    Και μια μικρη παρατηρηση, δεν ξερω γιατι οι νομικοι μπερδευετε τις υποσημειωσεις με την βιβλιογραφια με την πολυπλοκοτητα. Ενα κειμενο μπορει να εχει εκατο υποσημειωσεις και να ειναι απλουστατο, μπορει να εχει εκτενη βιβλιογραφια χωρις υποσημειωσεις κτλ Αναρωτιεμαι γιατι βλεπετε συνδεση μεταξυ των 3, μηπως υπαρχει ταση στα νομικα να αναφερεται καποιος στην βιβλιογραφια ακομα για τις πιο τριβιαλ παρατηρησεις?

    Κανείς μας δεν γράφει εν κενώ. Πριν από εμάς έχουν γράψει μερικές εκατοντάδες τύποι, μερικές φορές από τα αρχαία χρόνια. Καλό είναι ασφαλώς να τους έχουμε υπόψιν. Καλύτερο να τους μνημονεύουμε, αν τους αντιγράφουμε ή εμπνεόμαστε από αυτούς.

    Οι υποσημειώσεις ας λείπουν, όλοι τις βαριόμαστε, η βιβλιογραφία όμως; Με υπνοπαιδεία γράφουμε τα βιβλία; Διάβασε πρώτα όοοοοολη την βιβλιογραφία και μετά ρύθμισε τις υποσημειώσεις σου όπως νομίζης.

    Η σχέση είναι στατιστική: συνήθως αν διαβάσω πολλά, θα βάλω πολλές υποσημειώσεις και αυτό από μόνο του δημιουργεί πολυπλοκότητα.

    Φυσικά και γνωρίζω ότι ένα κείμενο μπορεί να είναι πολύπλοκο και να μην έχη υποσημειώσεις: αρκεί να δης τα άρθρα μου στο συνΙστολόγιο :-)

    Αν ένα κείμενο δεν έχει ούτε υποσημειώσεις ούτε βιβλιογραφία, πώς το λέμε; ;-)

    Reply
  12. Βεβαίως, καλή χρονιά σε όλους ως καθώς την πιθυμάτε (όσοι αυτήν ακριβώς την στιγμή προσπαθείτε να θυμηθείτε τον τίτλο του ποιήματος που ενέπνευσε τη δεύτερη ευχή είστε άξιοι μέτοχοι της ελληνικής παιδείας και σας συγχαίρω – όσοι το θυμάστε πράγματι με συγκινείτε). Λοιπόν, δεκτά όλα τα υπόλοιπα, αλλά πως εκτροχιάζω μια συζήτηση που δε γίνεται; Έγραψες μια -ας πούμε- βιβλιοκριτική. Σου απάντησε κάποιος που να έχει διαβάσει το βιβλίο; Με το συμπάθειο, αλλά δεν υπήρχε συζήτηση να εκτροχιάσω, πέραν μιας σύντομης παρατήρησης του Τσακυράκη χωρίς συνέχεια. Είπα, λοιπόν, να κάμω ένα σχόλιο χωρίς τύψεις αλλά πας να μου τις φορτώσεις εσύ με το ζόρι. Τεσπα, να με συμπαθάς.

    ΥΓ: Καλά, τις τροφικές αλυσίδες είτε τις βάζεις στην κουβέντα είτε τις πετάς όξω: δεν μπορεί να έχει σημασία η θέση κάποιου σε αυτές αν δεν μας αφορούν, είτε πηδάει παρατύπως τους κρίκους είτε τις επικαλείται ο ίδιος είτε whatever. Τα άλλα είναι οδοντόκρεμες. Πάντα με το συμπάθειο βέβαια…

    Reply
  13. Mπράβο, το βιβλίο του Τσακυράκη είναι πολύ καλό (όπως και το άλλο για την Ελευθερία του Λόγου στις ΗΠΑ). Να δεις και το βιβλίο του Τάκη “Για την ελευθερία της τέχνης”.

    Reply
  14. e-lawyer, χρόνια πολλά καταρχάς. Βιβλίο του Τάκη δεν αγγίζω ξανά μετά την πανωλεθρία που έπαθα με την Ηθική αδιαφορία του νόμου. Πρέπει να πω ότι την ιδέα της ας πούμε βιβλιοκρισίας μου έδωσαν οι δικές σου αξιόλογες κριτικές. Δεν ξέρω αν εσύ ενημερώνεις τους κρινόμενους, είναι πάντως μια πολύ καλή κίνηση.

    Reply
  15. Κοίταξε, η “Αδιαφορία” είναι όντως μια ταξινόμηση που απευθύνεται σε ιστορικοφιλοσόφους (το διδακτορικό είναι συνήθως ένα κακό βιβλιο δεν λένε;). Ξεπέρασε το όμως και πάρε την “Τέχνη” γιατί αξίζει να συζητηθούν αυτά που λέει (διαφωνώ σε πολλά). Και είναι και πολύ μικρό.

    Reply
  16. μιας και με… “τους πρόθυμους οπαδούς του” αναφέρεστε σε μένα που ήμουν από τους πρώτους που “παρουσίασα” (μάλλον ελλιπώς)το βιβλίο του κου Τσακυράκη, δεν έχω λόγους να αμφισβητήσω τις απόψεις σας για το προηγούμενο βιβλίο του, όμως το δίκαιο κατά την άποψή μου- πάντα είναι ένα: Κρίνε κάθε έργο ξεχωριστά σαν αποτέλεσμα – αυτή είναι η αρχή μου.

    Κάθε έργο κρίνεται ξεχωριστά και δεν θα πρέπει να επηρεάζει την κρίση μας για ένα επόμενο ή προηγούμενο. Το ίδιο ισχύει και στο έργο τέχνης, είτε εικαστικό είτε του Λόγου.

    (συγχαρητήρια στον ιστότοπό σας)

    Reply
    • αφου δεν απαντανε τα αλλα τα γαϊδουρια, να απαντησω εγω:

      Νασαι καλα!

      Αλλα μην μου πεις οτι τωρα μας πρωτοανακαλυψες, να απολυσουμε αμεσα ολους τους υπευθυνους προωθησης και διαφημισης…

      Reply
  17. σας ανακάλυψα όταν δημιουργήθηκε το μπλογκ, όμως δεν μπορεί να κριθεί κάτι με ελάχιστο περιεχόμενο, τώρα έχετε έναν όγκο κειμένων…

    Reply
  18. Το γαΐδούρι δεν απάντησε, γιατί στον ελεύθερο χρόνο του συντηρεί και μια οικογένεια ;-)

    Ροΐδη, ελπίζω να μην το γυρίσαμε πάλι στον πληθυντικό. :-)

    Πράγματι, το “πρόθυμοι οπαδοί” περιείχε μια μικρή μομφή, αυτή όμως δεν ήταν η μομφή της αποσπασματικής παρουσίασης, άλλωστε δεν διαφωνούμε επί της ουσίας του βιβλίου, αλλά της ενθουσιώδους υποδοχής ενός συγγραφέα ή ενός θεσμού ως όλου, χωρίς να κρατάμε και καμιά πισινή και χωρίς να έχουμε καλή εποπτεία του συνόλου. Ορθός, ορθότατος ο έπαινος στο συγκεκριμένο έργο, όταν όμως γίνεται ένα “Πες τα ρε Τσακυράκη!”, εκτεινόμενο στο σύνολο του νέου ήρωα, ασφαλώς θα εκτεθής αν ανακαλύψης ότι ο Τσακυράκης έχει υποστηρίξει απόψεις που θα δικαίωναν νομικά τον Πλεύρη και τον κάθε Πλεύρη.

    Νομίζω ας πούμε ότι έχω διακρίνει κάτι ανάλογο και ως προς το θεσμό του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Εντάξει, στο Στρασβούργο υπάρχουν δικαστές κ.λπ., αλλά υπάρχει και μια σκοτεινή όψη. Ίσως είδες αυτό π.χ. Θα επανέλθω ασφαλώς.

    Εγώ ας πούμε είμαι πολύ πιο πρόθυμος οπαδός του Τσακυράκη, επειδή συμφωνώ και με τις απόψεις του στο προηγούμενο βιβλίο του, σε αντίθεση, αν δεν κάνω λάθος, με σένα. Διάβασε το παρεμπιπτόντως αν πέση στα χέρια σου, είναι πολύ καλύτερο από το Θρησκεία κατά Τέχνης.

    Αυτά και ευχαριστώ για τα καλά λόγια, τα οποία ανταποδίδω, παρά ή μάλλον ακριβώς λόγω των επί μέρους διαφωνιών μας.

    Reply

Leave a Comment