Το άρθρο αυτό δεν δημοσιεύθηκε στα Νέα.
Βρισκόμαστε στο έτος 1951. Το Α1 τμήμα του Αρείου Πάγου συνεδριάζει, έχοντας να κρίνη την νομιμότητα της συμμετοχής στις προκηρυχθείσες για τις 9 Σεπτεμβρίου εκλογές ενός νέου κόμματος με το ύποπτο όνομα «Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά». Έχουν παρέλθει μόλις δύο χρόνια από το αιματηρό τέλος του Εμφυλίου, που τότε λεγόταν ακόμη «Συμμοριτοπόλεμος», και οι ανώτατοι δικαστικοί καλούνται να διαγνώσουν ποια είναι η «πραγματική ηγεσία» της ΕΔΑ. Ευτυχώς, το έργο τους υπήρξε ευχερές: δεν χρειάστηκε καμιά πολυτελής αποδεικτική διαδικασία για να διαπιστώσουν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των μελών και των υποψηφίων του νέου κόμματος ήταν μέλη του εκτός νόμου ΚΚΕ. Μπορεί στην κορυφή η διοικούσα επιτροπή να μην ελεγχόταν τυπικά από τους κομμουνιστές, αλλά ασφαλώς οι Αρεοπαγίτες δεν ήταν τίποτε αφελείς, ώστε να μην καταλάβουν ότι επρόκειτο απλώς για προκάλυμμα, για προπέτασμα καπνού, για αχυρανθρώπους.
Αυτές όμως είναι παλιές ιστορίες, τότε που η όντως μαχόμενη Δημοκρατία είχε στρατεύσει 250.000 από τα παιδιά της, για να αποτρέψη μια σταλινική δικτατορία, και τα είχε στείλει στο Βίτσι και στον Γράμμο για να ματώσουν. Πιο πρόσφατα όμως, εγνώσθη ότι ο καθ’ όλα μάχιμος Υπουργός Επικρατείας κ. Γεραφουρθιώτης, διαλάμψας επί Συνταγματικώ Δικαίω και επί δημοσιογραφικοίς τηλεφωνήμασι, συναντήθηκε με τον πρώην Αντιπρόεδρο του Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου κ. Τζανερρίκο (όταν ασφαλώς ο κ. Τζανερρίκος δεν ήταν πρώην, διότι ένας πρώην Αντιπρόεδρος ΑΠ είναι άχρηστος, ενώ ένας νυν Αντιπρόεδρος είναι χρήσιμος). Αντικείμενο της συνάντησης αυτής κατά τον κ. Υπουργό υπήρξαν κατά την εξώδικη ομολογία του «διαδικαστικά ζητήματα» σχετικά με τις νεοπαγείς διατάξεις που αφορούν την απαγόρευση συμμετοχής σε εκλογές ενοχλητικών πολιτικών κομμάτων, και συγκεκριμένα του πολιτικού κόμματος του πρωτοδίκως καταδικασθέντος και κρατουμένου πρώην βουλευτή κ. Κασιδιάρη.
Σχετικώς αναφύονται πολλά και ενδιαφέροντα ζητήματα. Όπως επί παραδείγματι για ποιον λόγο ένας Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, προσωπικά και λειτουργικά ανεξάρτητος εκ του Συντάγματος, καταδέχεται να συναντηθή με έναν (καθ’ όλα μάχιμο βέβαια) Υπουργό αντί να του κλείση κατάμουτρα το τηλέφωνο, διανθίζοντας την λήξη της συνομιλίας με κοσμητικά επίθετα. Ή ποια ήταν άραγε αυτά τα περίφημα, πλην μη κατονομαζόμενα «διαδικαστικά ζητήματα» που επικαλέσθηκε ο κ. Υπουργός και κατά πόσον συνέχονται με την φημολογούμενη αδυναμία σχηματισμού φιλοκυβερνητικής πλειοψηφίας στο επίμαχο Α1 τμήμα του Αρείου Πάγου.
Δεν είναι βέβαιο τι ακριβώς διημείφθη στην εν λόγω αξιομνημόνευτη συνάντηση. Υπάρχει αφενός μεν η μαρτυρία του κ. Αντιπροέδρου ότι δωροδοκήθηκε από κάποιον μη κατονομασθέντα υψηλά ιστάμενο αξιωματούχο, δεδομένου ότι μόνη η προσφορά ανταλλάγματος σε δικαστικό λειτουργό συνιστά τετελεσμένη (και όχι εν αποπείρα) κακουργηματική δωροδοκία. Αφετέρου υπάρχει η οργίλη διάψευση του μάχιμου κ. Υπουργού, ο οποίος εδήλωσε επί λέξει ότι «η κυβέρνηση είναι μια κυβέρνηση αξιών». Ενόψει του ιστορικού της κυβέρνησης σε θέματα τηλεφωνικών υποκλοπών, η δήλωση αυτή ίσως πρέπει να εκτιμηθή cum grano salis. Ή να απορριφθή ολωσδιόλου.
Εκείνο που γνωρίζουμε με ασφάλεια είναι τι επακολούθησε. Επακολούθησε καταρχάς η παραίτηση του κ. Αντιπροέδρου, η οποία τυγχάνει κάπως δυσερμήνευτη υπό το φως μιας «κυβέρνησης αξιών»: αφού δεν ασκήθηκαν πιέσεις και δεν προτάθηκαν ανταλλάγματα, πώς του ήρθε του κ. Αντιπροέδρου να παραιτηθή; Κατόπιν, η κυβέρνηση πέτυχε την κοινοβουλευτική ψήφιση μιας τροποποίησης, δυνάμει της οποίας μεταβλήθηκαν εκ των υστέρων τα φυσικά πρόσωπα των δικαστών που θα κρίνουν την απαγόρευση συμμετοχής στις εκλογές του επίμαχου πολιτικού κόμματος. Μερικοί λένε ότι η νέα σύνθεση ασφαλώς θα αποδειχθή φιλοκυβερνητικώτερη και μαχιμώτερη της προηγούμενης, ακολουθώντας το παράδειγμα των μαχόμενων Υπουργών κ. Γεραπετρίτη και κ. Βορίδη. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι η δημοκρατική μαχιμότητα του κ. Βορίδη, δοκιμασμένη τις μάχιμες δεκαετίες του 1980 και του 1990, εγγυάται από μόνη της την δημοκρατικότητα του τελικού εκβάντος. Άλλοι τέλος, έτι πλέον μαχιμώτεροι και καλπολέοντες, τονίζουν την ανάγκη να προασπίση τον εαυτό της η μαχόμενη Δημοκρατία, και μάλιστα πάση θυσία, από το επαπειλούμενο πραξικόπημα των κ. Κανελλόπουλου και Κασιδιάρη.
Στον δημόσιο διάλογο ακούγονται πάντως και κάποιες άλλες φωνές, αδύναμες ασφαλώς ενώπιον της μαχιμότητας των Υπουργών μας (και των συνοδοιπόρων τους Συνταγματολόγων), αλλ’ ωστόσο υπαρκτές. Είναι οι φιλελεύθερες λαλιές όσων καταγγέλλουν την κατ’ ουσίαν απαγόρευση ενός πολιτικού κόμματος ως αντισυνταγματική. Όσων διαμαρτύρονται για την χειραγώγηση της Δικαιοσύνης με κρύφιες συναντήσεις επί «διαδικαστικών ζητημάτων». Όσων επικαλούνται την συνταγματική αρχή του φυσικού δικαστή (άρ. 8 Σ), που έχει καθοριστή εκ των προτέρων με γενικά και αφηρημένα κριτήρια αντί να μαγειρεύεται εκ των υστέρων και ενόψει συγκεκριμένης υπόθεσης σύμφωνα με τα συμφέροντα της εκάστοτε εξουσίας. Όσων προασπίζονται επί της αρχής τον φιλελεύθερο συνταγματισμό σε πείσμα κάθε κομματικής και εκλογικής σκοπιμότητας. Ακόμη και προς όφελος του κ. Κασιδιάρη.
Στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου 1951 η ΕΔΑ συμμετέσχε και έλαβε το 10,57% της λαϊκής ψήφου, εκλέγοντας 10 βουλευτές.
Όλα καλά για το φιλελεύθερο πνεύμα και την επισήμανση ότι πρόκειται κατ’ουσίαν για απαγόρευση της κομματικής δράσης των νεοναζιστών, μα νομίζω ότι δεν έχει νόημα μόνο από άποψη ορολογικής ακρίβειας να θυμόμαστε ότι οι 250.000 στρατευμένοι υπερασπίστηκαν το Βασίλειο της Ελλάδας ενάντια σε μία “μαχόμενη [Λαϊκή] Δημοκρατία.”
“Το άρθρο αυτό δεν δημοσιεύθηκε στα Νέα.”
χαχαχα