[Θα δημοσιεύσω καναδυοτρία άρθρα σχετικά με το μάθημα των Θρησκευτικών στην υποχρεωτική εκπαίδευση, τον υποχρεωτικό του χαρακτήρα, το δικαίωμα απαλλαγής από αυτό και άλλα τέτοια βαρετά. Όσα γράφω οφείλουν πάρα πολλά στο βιβλίο του Μαριάνου Καράση, Ομότιμου Καθηγητή Αστικού Δικαίου στο ΑΠΘ, Δίκαιο και Ορθόδοξη Θεολογία, με του οποίου τα πορίσματα γενικά συμφωνώ, καίτοι διαφέρουμε αρκετά τόσο στην αφετηρία όσο και στην διαδρομή. Για μια διαφορετική άποψη βλ. πρόχειρα αυτό το άρθρο του πασοκολόγου συνταγματολόγου Γ. Σωτηρέλη, Καθηγητή στην Νομική Αθηνών, ο οποίος έχει ασχοληθή και μονογραφικά με το θέμα].
Ας θέσω τα εξής ερωτήματα:
α. Αποτελεί η διδασκαλία μαθήματος θρησκευτικού περιεχομένου στην υποχρεωτική εκπαίδευση περιεχόμενο συνταγματικής επιταγής;
β. Εάν ναι, το μάθημα των Θρησκευτικών επιτρέπεται να έχη ομολογιακό χαρακτήρα;
γ. Εάν ναι, είναι υποχρεωτική η παρακολούθηση του μαθήματος των Θρησκευτικών από όλους τους μαθητές;
δ. Εάν όχι, απαιτείται η θετική δήλωση του θρησκεύματός τους στο αρμόδιο όργανο της Διοίκησης, προκειμένου να απαλλαγούν;
ε. Τι ισχύει προκειμένου περί μαθητών ή κηδεμόνων τους οι οποίοι έχουν εκδηλωθή υπέρ της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης σε άλλους τομείς του βίου τους (π.χ. θρησκευτικός γάμος, βάπτιση κ.λπ.);
Και τώρα ας προσπαθήσω να δώσω μια απάντηση:
α. Αποτελεί η διδασκαλία μαθήματος θρησκευτικού περιεχομένου στην υποχρεωτική εκπαίδευση περιεχόμενο συνταγματικής επιταγής;
Σύμφωνα με το άρ. 16 παρ. 2 Συντ.
Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες.
Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των Ελληνοπαίδων κατά την εννεαετή υποχρεωτική εκπαίδευση συνιστά «βασική αποστολή του Κράτους». Η έννοια της θρησκευτικής συνείδησης μπορεί να νοηθή είτε ως εν στενή εννοία ομολογιακή συνείδηση, συνείδηση ωρισμένου δηλαδή θρησκειακού χαρακτήρα, είτε ως εν ευρεία εννοία θεϊστική συνείδηση, δηλαδή ως συνείδηση προσανατολισμένη οπωσδήποτε στην αναγνώριση και λατρεία ενός κάποιου Ανώτατου Όντος, είτε ως θρησκειολογική συνείδηση, δηλαδή ως ενημέρωση, προβληματισμός και καλλιέργεια της περί το φαινόμενο του θρησκεύεσθαι γνώσεως.
Δεν αμφισβητείται ότι το βούλημα του ιστορικού συντακτικού νομοθέτη υπήρξε η νοηματοδότηση της έννοιας της θρησκευτικής συνείδησης υπό την πρώτη ως άνω έννοια, δηλαδή της ομολογιακής συνειδήσεως. Από την άλλη μεριά, το γράμμα της διάταξης είναι σαφώς ευρύτερο, δεδομένου ότι η ίδια έννοια της «θρησκευτικής συνείδησης» απαντά και στο άρ. 13 παρ. 1 Συντ. περί θρησκευτικής ελευθερίας, όπου όμως είναι αδιαμφισβήτητο ότι καλύπτει και την αθεϊστική, την αγνωστικιστική ή την θρησκευτικά αδιάφορη συνείδηση. Καθοριστικό θεωρώ όμως εν προκειμένω το επιχείρημα που προκύπτει από την σύνδεση της θρησκευτικής με την «εθνική» συνείδηση στο άρ. 16 παρ. 2 Συντ.: ουδείς διανοείται να υποστηρίξει ότι στην έννοια της «εθνικής συνειδήσεως» περιλαμβάνεται και η περίπτωση της αντεθνικής, υπερεθνικής ή ανεθνικής συνείδησης, ή ακόμα της αλλοδαπής εθνικής συνείδησης (απομένει ασφαλώς προς de constitutione ferenda συζήτηση το αν η διαμόρφωση συνειδήσεων σε ανηλίκους μέσω κρατικών πολιτικών είναι θεμιτό πεδίο δράσης ενός σύγχρονου φιλελεύθερου κράτους). Άλλωστε, η «ανάπτυξη» που κελεύει το άρ. 16 παρ. 2 Συντ. μπορεί να αναφέρεται μόνο σε ένα θετικό μέγεθος και όχι σε μια άρνηση, σε μια απουσία, σε μια έλλειψη. Περαιτέρω, το ασφαλές της κρίσης επιβεβαιώνεται και από ένα μικρό νοητικό πείραμα: αν τυχόν υποτεθεί ότι το Σύνταγμα ενός κράτους επέτασσε την «ανάπτυξη της αθεϊστικής συνείδησης», δεν θα μπορούσε εύλογα να υποστηριχθή ότι θα ήταν νόμιμη υπό παρόμοιο νομοθετικό καθεστώς η διδασκαλία ενός θεϊστικού μαθήματος.
Άρα, η συναναφορά έθνους και θρησκείας στην ίδια φράση, με γνωστό το ιδεολογικό υπόβαθρο των συντακτών του άρ. 16 παρ. 2 Συντ. και της ιστορικής τους βούλησης, σε συνδυασμό και με την έννοια της «ανάπτυξης», οδηγεί στην αναπόφευκτη παραδοχή ότι αντικείμενο της κρατικής συνταγματικής υποχρέωσης που εισάγει το άρ. 16 παρ. 2 Συντ. είναι ένα σχολικό μάθημα των Θρησκευτικών με χαρακτήρα τουλάχιστον θεϊστικό και όχι απλώς θρησκειολογικό. Άλλωστε, αν μη τι άλλο «θρησκευτικός» σημαίνει κάτι άλλο από «θρησκειολογικός».
Επιπλέον όμως, θεωρώ ότι ο συντακτικός νομοθέτης απέβλεψε με βεβαιότητα σε ένα χαρακτήρα του μαθήματος ομολογιακό και δη και ορθόδοξο χριστιανικό, ενόψει και του άρ. 3 παρ. 1 Συντ. Πράγματι, όπως ακριβώς η ανάπτυξη της «εθνικής συνείδησης» δεν έχει την έννοια της ανάπτυξης μιας οιασδήποτε εθνικής συνείδησης κατ’ επιλογήν του μαθητή ή της ανάπτυξης του αφηρημένου εθνικού συναισθήματος σε αντιδιαστολή προς το υπερεθνικό, προεθνικό ή αντεθνικό, αλλά αναφέρεται αναμφίβολα, καλώς ή κακώς, στην ελληνική εθνική συνείδηση, έτσι και η «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης» νοηματοδοτείται από τον συνδυασμό των άρ. 3 παρ. 1 Συντ. περί επικρατούσας θρησκείας και 13 παρ. 1 Συντ. περί θρησκευτικής ελευθερίας και αρδεύεται από την ορθόδοξη χριστιανική πίστη.
Κατά συνέπεια, κατ’ αληθή ερμηνεία είναι υποχρεωτική η συμπερίληψη στο ωρολόγιο πρόγραμμα σπουδών της εγκύκλιας εκπαίδευσης όλων των σχολείων του μαθήματος των Θρησκευτικών.
β. Το μάθημα των Θρησκευτικών επιτρέπεται να έχη ομολογιακό χαρακτήρα;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό έχει ήδη προοικονομηθή από την απάντηση στο υπό (α) ερώτημα: ο ομολογιακός χαρακτήρας του μαθήματος των Θρησκευτικών είναι όχι μόνο επιτρεπτός, αλλά και υποχρεωτικός βάσει του ισχύοντος ελληνικού Συντάγματος.
Σε αυτό ακριβώς το πνεύμα ο κοινός νομοθέτης έχει εκδώσει τον εκτελεστικό του Συντάγματος Ν. 1566/1985, στο άρ. 1 του οποίου ορίζονται τα εξής σχετικά με το θέμα μας:
Σκοπός της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι να συμβάλει στην ολόπλευρη, αρμονική και ισόρροπη ανάπτυξη των διανοητικών και ψυχοσωματικών δυνάμεων των μαθητών, ώστε, ανεξάρτητα από φύλο και καταγωγή, να έχουν τη δυνατότητα να εξελιχθούν σε ολοκληρωμένες προσωπικότητες και να ζήσουν δημιουργικά. Ειδικότερα υποβοηθεί τους μαθητές: α) Να γίνονται ελεύθεροι, υπεύθυνοι, δημοκρατικοί πολίτες, να υπερασπίζονται την εθνική ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα της χώρας και τη δημοκρατία, να εμπνέονται από αγάπη προς τον άνθρωπο, τη ζωή και τη φύση και να διακατέχονται από πίστη προς την πατρίδα και τα γνήσια στοιχεία της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης. Η ελευθερία της θρησκευτικής τους συνείδησης είναι απαραβίαστη.
Ειδικώτερα, το άρ. 6 παρ. 2 περ. β΄ διευκρινίζει ιδιαίτερα για το Λύκειο:
Το λύκειο επιδιώκει την ολοκλήρωση των σκοπών της εκπαίδευσης. Ιδιαίτερα βοηθεί τους μαθητές: […]
β. Να συνειδητοποιούν τη βαθύτερη σημασία του ορθόδοξου χριστιανικού ήθους.
Ακόμη πιο πρόσφατα και στο αυτό πνεύμα, το άρ. 1 περ. δ΄ Ν. 2413/1996 προβλέπει ότι
Σκοπός της ελληνικής παιδείας στο εξωτερικό είναι: […] δ. η προβολή και διάδοση της ελληνικής γλώσσας, της ελληνικής και ορθόδοξης παράδοσης και του ελληνικού πολιτισμού στις άλλες χώρες.
Σημειώνω πάντως ότι τα ως άνω κατά κανένα τρόπο δεν προδικάζουν την απάντηση σε ζητήματα όπως α) πόσες ώρες διδασκαλίες καταλαμβάνει το μάθημα των Θρησκευτικών στο εβδομαδιαίο ωρολόγιο πρόγραμμα, β) σε πόσες από τις τάξεις της εννεαετούς υποχρεωτικής εκπαίδευσης προβλέπεται το μάθημα, και γ) αν σε κάποιες από τις τάξεις αυτές ο ομολογιακός χαρακτήρας υποχωρεί προς όφελος του θρησκειολογικού. Πρόκειται εδώ για ζητήματα που, ορθώς εκτιμώμενα, εκφεύγουν του δικαστικού ελέγχου και ανατίθενται στην διακριτική ευχέρεια της νομοθετικής και εκτελεστικής λειτουργίας, καθώς απομένει ένα σχετικά ευρύ πλαίσιο εκτίμησης.
Ακόμη όμως και απουσία του άρ. 16 παρ. 2 Συντ., κρίνω ότι στο συμπέρασμα του επιτρεπτού (όχι όμως και υποχρεωτικού) του ομολογιακού χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών θα ήγε και άλλη επιχειρηματολογική οδός: Ειδικότερα, το κατά βάσιν αμυντικό ατομικό δικαίωμα της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης των άρ. 13 παρ. 1 Συντ. και 9 ΕΣΔΑ μπορεί εύλογα να επιχειρηματολογηθή ότι συνεπάγεται και κάποιες θετικές κρατικές υποχρεώσεις. Το κράτος, η ύπαρξη του οποίου δικαιολογείται και επί τω σκοπώ πληρέστερης απολαύσεως των ατομικών δικαιωμάτων εκ μέρους των πολιτών, οφείλει να ακολουθή πολιτική θρησκειοφιλή, προκειμένου να διευκολύνη την άσκηση του σχετικού συνταγματικού δικαιώματος του άρ. 13 παρ. 1 Συντ. (και κατά τον ίδιο λόγο να ασκεί αθεόφιλη πολιτική, αν νοείται κάπου θετική προστασία και διευκόλυνση της αθεΐας και του αγνωστικισμού). Ως θρησκειοφιλής ορίζεται η πολιτική εκείνη που εν αμφιβολία ευνοεί την άσκηση των θρησκευτικών ελευθεριών, δεν αρνείται μικρά σχετικά οικονομικά κόστη, όταν συνεπάγονται σημαντική διευκόλυνση όσων θρησκεύονται κ.τ.τ. και γενικώς αντιλαμβάνεται ότι υφίσταται η ίδια χάριν των πολιτών, εν προκειμένω των πιστών κάποιας θρησκείας, και όχι αντιστρόφως. Ανάμεσα στις εύλογες και επιτρεπτές θρησκειοφιλείς κρατικές πολιτικές (π.χ. ιεροί ναοί σε δημοτικά κοιμητήρια, ευνοϊκή φορολογία, δημόσιες Θεολογικές Σχολές ομολογιακού χαρακτήρα) συμπεριλαμβάνεται και η διάθεση των κρατικών εκπαιδευτικών δομών για την διδασκαλία θρησκευτικών μαθημάτων.
Προς αυτήν την κατεύθυνση συνηγορεί και το άρ. 2 παρ. 1 του 1ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, σύμφωνα με το οποίο
Ουδείς δύvαται vα στερηθή τoυ δικαιώµατoς όπως εκπαιδευθή. Παv Κράτoς εv τη ασκήσει τωv αvαλαµβαvoµέvωv υπ’ αυτoύ καθηκόvτωv επί τoυ πεδίoυ της µoρφώσεως και της εκπαιδεύσεως θα σέβεται τo
δικαίωµα τωv γovέωv όπως εξασφαλίζωσι τηv µόρφωσιv και εκπαίδευσιv ταύτηv συµφώvως πρoς τας ιδίας αυτώv θρησκευτικάς και φιλoσoφικάς πεπoιθήσεις.
Το κράτος μας λοιπόν υποχρεούται να διευκολύνει την εκπαίδευση των μαθητών σύμφωνα με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των γονέων τους. Στο πλαίσιο της υποχρέωσής του αυτής, η παροχή ευκολιών στην υποχρεωτική εκπαίδευση είναι ένας λογικός τρόπος εκπλήρωσης της κρατικής υποχρέωσης.
Οι παραδοχές αυτές δεν βρίσκονται σε σύγκρουση με την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Πράγματι, όπως γίνεται δεκτό από την απόφαση Kjeldsen, Busk Madsen και Pedersen κατά Δανίας και εξής (απόφαση της 07 Δεκεμβρίου 1976, αριθμ. αιτ. 5095/1971, 5920/1972, 5926/1972) «το άρ. 2 εδ. β΄ του 1ου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ δεν παρεμποδίζει τα κράτη να διαδίδουν, μέσω της διδασκαλίας ή της εκπαίδευσης, πληροφορίες ή γνώσεις περιεχομένου, αμέσως ή εμμέσως, θρησκευτικού ή φιλοσοφικού». Ασφαλώς βέβαια τα κράτη «πρέπει να φροντίζουν οι πληροφορίες ή οι γνώσεις που περιλαμβάνονται στην διδακτέα ύλη να μεταδίδωνται κατά τρόπο αντικειμενικό, κριτικό και πολυφωνικό», δεδομένου ότι «το κράτος απαγορεύεται να επιδιώκη κατηχητικούς σκοπούς, που μπορεί να θεωρηθούν ότι δεν σέβονται τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις των κηδεμόνων» (παρ. 53), είναι όμως προφανές ότι η απολύτως εύλογη απαγόρευση της κατήχησης (indoctrination/endoctrinement) προϋποθέτει την νομική αδυναμία των προς ους η κατήχηση να απαλλαγούν από την διδασκαλία του μαθήματος (το ζήτημα αυτό πραγματεύομαι κατωτέρω υπό γ στο δεύτερο άρθρο αυτής της σειράς), με άλλα λόγια αναφέρεται στην καταναγκαστική κατήχηση.
Κατά συνέπεια, ενόψει τόσο του άρ. 16 παρ. 2 Συντ., όσο και της θρησκειοφιλούς στάσης που οφείλει να ακολουθή η κρατική πολιτική, το μάθημα των Θρησκευτικών επιτρέπεται, αν δεν επιτάσσεται κιόλας, να έχη ομολογιακό χαρακτήρα.
Θα συνεχίσω.
Αναρωτιέμαι κατά πόσο είναι θεμιτό να προβάλλεται ως επιχείρημα υπέρ του ότι το Σύνταγμα επιτάσσει να είναι κατηχητικού χαρακτήρα το μάθημα των θρησκευτικών ο περιορισμός των δυνατοτήτων ερμηνείας του κειμένου από την πρόθεση του νομοθέτη όταν η σημασία που της αποδίδεται δεν παραμένει σταθερή σε όλες τις περιπτώσεις. Σκέφτομαι δηλαδή ότι είναι μάλλον απίθανο να συμφωνούσε ο συνταγματικός νομοθέτης του 1975 ότι εκπαίδευση που καλλιεργεί φιλελεύθερη εθνική συνείδηση δεν πλήττει τη συνταγματική επιταγή, αλλά αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα για την εκάστοτε κυβέρνηση να ερμηνεύσει την “ανάπτυξη εθνικής συνείδησης” διαφορετικά απ’ότι την εννοούσαν τότε.
Μπορεί, αρκεί να παραμένη όμως “εθνική”. Ένα μάθημα όμως θρησκειολογικού χαρακτήρα εξ ορισμού δεν αναπτύσσει την “θρησκευτική” συνείδηση.
Να το πω αλλιώς: το αν η εθνική συνείδηση θα είναι η υπερτρισχιλιετής του Καργάκου ή η διακοσιαετής της Ρεπούση (σχηματικά) δεν ρυθμίζεται στο Σύνταγμα, αλλά επαφίεται στην κοινή νομοθετική και εκτελεστική λειτουργία. Εκείνο που αποκλείεται είναι η αντεθνική ή ανεθνική συνείδηση. Καλώς ή κακώς.
Αντιστοίχως και για την θρησκευτική. Καλώς ή κακώς. Αλλά δεν μπορούμε να βαφτίζουμε ερμηνευτικά το κρέας ψάρι. Η γραμματική και η ιστορικοβουλητική ερμηνεία είναι εν προκειμένω συντριπτικές.
“δεν μπορούμε να βαφτίζουμε ερμηνευτικά το κρέας ψάρι”
Φαντάζομαι ότι το ίδιο θα έλεγε ένας βουλευτής της πλειοψηφίας του 1975 εάν ενας ταξιδιώτης από το μέλλον τον πληροφορούσε ότι η διατύπωση του Συντάγματος είναι συμβατή με και επιτρέπει διδασκαλίες τύπου Ρεπούση, ότι “αφελληνίζει τους νέους αυτή η εθνομηδενιστική θεώρηση της ιστορίας, άρα δεν επιτρέπειται από το Σύνταγμα”. Με άλλα λόγια, όπως ακριβώς μεταλλάχθηκε ουσιαστικά η έννοια της “εθνικής συνείδησης” ώστε να συμπεριλαμβάνει διδασκαλίες και θεωρίες που τον καιρό της σύνταξης του κειμένου δε θεωρούνταν ως τέτοιες, έτσι δε θα ήταν εύλογο να επανερμηνευτεί και η έννοια της ανάπτυξης της θρησκευτικής συνείδησης ως καλλιέργεια του σχετικού ενδιαφέροντος;
Αν μου επιτρέπετε και ένα σχετικό, αλλά κάπως γενικότερο σχόλιο: δεν έχω γνώσεις συνταγματικής θεωρίας, οπότε όσα γράφω πρέπει να αντιμετωπιστούν με ανάλογο τρόπο, αλλά μου φαίνεται ότι η ιστορικοβουλητική ερμηνεία πάσχει, με την έννοια ότι είναι αδύνατο να έχει εκφράσει τη βούλησή του ο νομοθέτης για όλα τα ζητήματα που θα προκύψουν κατά το χρόνο ισχύος του Συντάγματος, για ζητήματα τα οποία δεν είχαν καν τεθεί όταν ενομοθέτει, οπότε δε βλέπω πώς μπορεί να αποφευχθεί η ανάγκη να επανερμηνεύονται σε ένα βαθμό το συνταγματικά κείμενα.
Το άρθρο 16 είναι για τα μπάζα, όπως φαίνεται χρειάζεται συνολικά ξαναγράψιμο όχι μόνο για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια.
Σε κάθε περίπτωση η επιχειρηματολογία του Σωτηρέλη μου μοιάζει πιο πειστική, ίσως γιατί δεν καταλαβαίνω την “ιστορικοβουλητική” ερμηνεία που προσπαθεί να φανταστεί “τι είχε στο μυαλό του ο νομοθέτης”. Ο νομοθέτης δεν είχε τίποτα στο μυαλό του, γιατί νομοθέτης δεν υπήρξε: ένας νόμος ή ένα άρθρο συντάγματος εν προκειμένω ψηφίστηκε από ένα σύνολο νομοθετών, οι οποίοι είχαν διάφορα πράγματα στο μυαλό τους. Αυτό στο οποίο σίγουρα συμφώνησαν ήταν μία συγκεκριμένη διατύπωση, και δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να απομακρύνεται κανείς από αυτή ή να μην αρκείται σε αυτήν.
Τέλος ακόμα και αν δεχτούμε ότι αναφέρεται στο Χ.Ο. δόγμα, δεν καταλαβαίνω γιατί η “θρησκευτική συνείδηση” συγκεκριμενοποιείται στο μάθημα των θρησκευτικών. Δεν θα μπορούσε να καλύπτεται από τον εκκλησιασμό των σχολείων; Από τη μετάδοση θρησκευτικών γεγονότων στην ΕΡΤ; Από τη θεσμοθέτηση θρησκευτικών αργιών; Από την ύπαρξη ευαγγελίων στα δικαστήρια; κλπ. Κατά τη γνώμη μου μία τόσο ασαφής διατύπωση (“ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης”) ουσιαστικά επιτρέπει την εκάστοτε νομοθεσία να κινείται από το ελάχιστο έως το μέγιστο.
Θανάση, αν θεωρήσουμε σωστή την ιστορικοβουλητική ερμηνεία που δίνεις μήπως μπορούμε να κάνουμε μια υπόθεση για το λόγο της ασάφειας της διατύπωσης του αρ. 16 παρ. 2; Η εθνική συνείδηση δε χρειάζεται ερμηνείες είναι όπως λες κι εσύ σαφέστατη. Η θρησκευτική όμως προφανώς χρειάζεται, ειδικά σε καθεστώς θρησκευτικής ελευθερίας. Μήπως θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε πως ο νομοθέτης προέβλεψε την εξέλιξη της θρησκευτικής συνείδησης σε συνάρτηση μάλιστα με τη θρησκευτική ελευθερία που επίσης κατοχύρωσε και γιαυτό απέφυγε να την περιορίσει σε χριστιανορθόδοξη ομολογιακή συνείδηση;
Ασμοδαίε,
σαφώς και η τοτινή πλειοψηφία είχε ωρισμένες περί έθνους αντιλήψεις και αυτές ήθελε να συνταγματοποιήση και όχι άλλες. Η διατύπωση που επέλεξε (“ανάπτυξη εθνικής συνείδησης” και όχι ας πούμε “ανάπτυξη της υπερτρισχιλιετούς εθνικής συνείδησης”) επιτρέπει όμως την διδασκαλία και παρεμφερών, πλην όμως όχι ταυτόσημων αντιλήψεων περί έθνους.
Αντιθέτως, η θρησκειολογική διδασκαλία δεν αναπτύσσει την θρησκευτική συνείδηση, όπως η ποδοσφαιρική διδασκαλία δεν αναπτύσσει την παοκτζίδικη συνείδηση. Αυτό νομίζω ότι απαντά σε αυτό:
Κστάμε,
Μέχρι τότε όμως ισχύει και αυτό δεν μπορούμε να το παραβλέπουμε.
Υπάρχουν προπαρασκευαστικές εργασίες, υπάρχουν αγορεύσεις στην Βουλή, υπάρχουν οι γενικώτερες θέσεις των εισηγητών, που είναι γνωστές από αλλού, δεν είναι και τόσο δύσκολο δα.
Υπάρχει κανείς που να θεωρή ότι ο ιστορικός συντακτικός νομοθέτης λέγοντας “θρησκευτική” εννοούσε “θρησκειολογική”;
Εκείνος που απομακρύνεται είναι μάλλον εκείνος που θέλει να μας πείση ότι “θρησκευτικός” σημαίνει “θρησκειολογικός”.
Γιατί το άρθρο αναφέρεται στην εκπαίδευση των Ελληνοπαίδων.
Κυριάκο,
Αλήθεια, είναι; Πόθεν συνάγεται ότι αναφέρεται στην ελληνική εθνική συνείδηση και όχι π.χ. στην υπό γένεση ευρωπαϊκή; Ή ακόμη στην νεοζηλανδική; Στο κάτω κάτω, αν αλλάξη κάποτε εθνική συνείδηση η πλειοψηφία των κατοίκων, δεν θα απαιτήται να αντανακλά αυτό στην εκπαιδευτική διαδικασία; Θα έλεγα ασφαλώς ναι.
Ρε παιδιά, την ίδια γλώσσα μιλάμε όλοι. Όπως “ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης” δεν είναι το αντίθετό της, η ανάπτυξη της αντεθνικής συνείδησης, ή η απουσία της, η ανάπτυξη ανεθνικης συνείδησης, αλλά ούτε και απλώς η ανάπτυξη κάποιας οιασδήποτε εθνικής συνείδησης, αλλά εντελώς συγκεκριμένα η ανάπτυξη εθνικής συνείδησης ελληνικής, ομοίως και η ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης. Και όπως η ανάπτυξη εθνικής συνείδησης στην εκπαίδευση δεν (φαίνεται να ισχυρίζεται κανείς ότι) παραβιάζει το δικαίωμα του εθνικού αυτοπροσδιορισμού του μαθητή ή του κηδεμόνα, ώστε να ζητήται η ουδέτερη και αποχρωματισμένη περιγραφή του Μαραθώνα ή της Άλωσης ή της Εξόδου του Μεσολογγίου, παρομοίως και επί της θρησκευτικής.
Και εν πάση περιπτώσει, οι συνταγματικές διατάξεις πρέπει να εναρμονίζωνται μεταξύ τους: η συνταγματική υποχρέωση του κράτους σε ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης αναγιγνώσκεται όχι μόνο υπό το φως του άρ. 13 περί ελευθερίας του θρησκεύεσθαι (το άρ. 13 έχει αρνητική σημασία εν προκειμένω, για την οροθέτηση της εξαίρεσης, δηλ. της απαλλαγής από το μάθημα), αλλά και ενόψει του άρ. 3 περί επικρατούσας θρησκείας (το οποίο κατά τινας δεν έχει κανονιστικό περιεχόμενο. Μια διάταξη του Συντάγματος!).
Για την ακρίβεια, για μένα υπάρχει πολύ μεγαλύτερο θέμα με την “ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης”, διότι από την διδασκαλία της εθνοκεντρικής ιστορίας κανείς δεν απαλλάσσεται, από τα Θρησκευτικά όμως ναι (και η διαφωνία είναι στις λεπτομέρειες, όπως θα φανή στο επόμενο άρθρο της σειράς).
Συμφωνώ απόλυτα, γι’αυτό και εστιάζω στο να καταλάβουμε τι είναι αυτό που ισχύει.
Πού αρχίζει και πού τελειώνει η συλλογή περιφεριακού ιστορικού υλικού; Μετράμε π.χ. και τις συνεντεύξεις που έδιναν στις εφημερίδες; Τις μαρτυρίες των συζύγων τους από τις προσωπικές συζητήσεις στο σπίτι; Είναι σίγουρο ότι όλοι οι εισηγητές είχαν την ίδια άποψη; Δεν ισχυρίζομαι ότι είναι πάντοτε δύσκολο να συλλέξουμε ιστορικό υλικό γύρω π.χ. από την ψήφιση ενός άρθρου του συντάγματος, αλλά ισχυρίζομαι ότι η ιστορικοβουλητική ερμηνεία ανοίγει τους ασκούς του αιόλου: εισάγει σε κάτι σχετικά απλό (την γραμματική κατανόηση μιας φράσης στα ελληνικά) ένα πλήθος αμφισβητούμενων εικασιών (“τι είχε στο μυαλό του ο νομοθέτης”) και ουσιαστικά επιτρέπει να πλαστεί η φράση αυτή όπως βολεύει τον καθένα.
Λοιπόν ας κάνω μια ιστορικοβουλητική εικασία: ο νομοθέτης ήθελε να βάλει μία φράση για να ικανοποιήσει τους θρησκο-γκαγκά ψηφοφόρους του (του στυλ “η παιδεία έχει σκοπό τον προσηλυτισμό στο Χ.Ο. δόγμα και συγκεκριμένα τις απόψεις του εκάστοτε προκαθήμενου της ελλαδικής εκκλησίας”), δεν ήθελε όμως να την κάνει πολύ χαρντκορ για να μην απομακρύνει και τους πιο μετριοπαθείς. Οπότε κατέληξε σε κάτι ψιλο-ασαφές που κλείνει το μάτι στους μεν αλλά έχει και μια γραμμή άμυνας απέναντι στις επικρίσεις των δε. Οι αγορεύσεις των εισηγητών ήταν επίσης γενικόλογες εκθέσεις ιδεών. Από τους νομοθέτες που υπερψήφισαν κάποιοι θεώρησαν τη φράση μαλακία αλλά απέφυγαν να σχολιάσουν για να μην ταρακουνήσουν μια τέτοια σφηκοφωλιά, ενώ άλλοι δεν έδωσαν καν σημασία.
Υπάρχει κανείς που να μη θεωρή λογικοφανή την παραπάνω εκδοχή; Ποια θα λέγαμε συμπερασματικά ότι ήταν η βούληση του “νομοθέτη”;
Ναι αλλά η εκπαίδευση δεν δίνεται από το κράτος μόνο στο σχολείο, γίνεται και στις εκπαιδευτικές εκδρομές ή μέσω της εκπαιδευτικής τηλεόρασης. Οκ ξέχνα το ευαγγέλιο στα δικαστήριο, άκυρο για το θέμα μας. Οι εικόνες στις αίθουσες των σχολείων; Δεν “εκπαιδεύουν” τα ελληνόπουλα;
Μη μου θυμώνεις βρε Θανάση και μη μου κάνεις σοφιστείες: το σύνταγμα της Ελλάδας αναφέρεται στο έθνος των Ελλήνων και δεν μπορεί να αναφέρεται στην εθνική συνείδηση των Νεοζηλανδών. Είναι αυτονόητο πως μιλά για την ελληνική εθνική συνείδηση, ότι κι αν σημαίνει αυτή. Αν αλλάξει εθνότητα η πλειοψηφία των κατοίκων βλέπουμε τι θα κάνουμε. Είναι το ίδιο αυτονόητο πως μιλά για την χριστιανική ορθόδοξη θρησκεία; Μάλλον ναι σκέφτηκα κι εγώ, ενόψει και του άρθρου περί επικρατούσας θρησκείας όπως λες, αλλά εδώ θέλει ερμηνεία και δε νομίζω πως είναι ακριβώς το ίδιο. Κατά τα άλλα δεν μίλησα καθόλου για το περιεχόμενο των εννοιών θρησκευτική συνείδηση και εθνική συνείδηση ούτε για το περιεχόμενο της διδασκαλίας και περιμένω αγωνιωδώς τις επόμενες αναρτήσεις επί του θέματος.
Δεν θυμώνω ποτέ τα Σάββατα και σοφιστείες κάνω μόνο τις εργάσιμες. :-)
Για να ανακαλύψουμε σε ποιο έθνος αναφέρεται το άρ. 16 Σ πρέπει ήδη να κάνουμε ερμηνεία, λίγη ίσως και απλή, αλλά ερμηνεία. Πάντως χωρίς την βοήθεια του άρ. 3 παρ. 1 Σ, που υπάρχει για την ερμηνεία του ίδιου άρθρου ως προς την έννοια της θρησκευτικής συνείδησης (εντάξει, υπάρχει το άρ. 108 Σ για τον απόδημο Ελληνισμό). Αν είναι λοιπόν λίγη και απλή η πρώτη, σκέψου πόσο λιγώτερη και απλούστερη η δεύτερη.