Συνεχίζω την πραγμάτευση των ερωτημάτων από το σημείο όπου τα εγκατέλειψα μόνα και απαρηγόρητα την προηγούμενη φορά.
γ. Είναι υποχρεωτική η παρακολούθηση του μαθήματος των Θρησκευτικών από όλους τους μαθητές;
Ακριβώς επειδή ο χαρακτήρας του μαθήματος των Θρησκευτικών είναι, επιτρέπεται να είναι και οφείλει να είναι ομολογιακός, και μάλιστα χριστιανικός ορθόδοξος, η παρακολούθησή του, η εξέταση σε αυτό και η βαθμολόγηση δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση να επιβάλλεται σε μαθητές ετερόδοξους, ετερόθρησκους ή άθρησκους. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε ευθεία και βάναυση προσβολή της θρησκευτικής τους συνείδησης και θα ισοδυναμούσε με κρατικό προσηλυτισμό εις βάρος των αδύναμων μειονοτικών (α)θρησκευτικών ομάδων. Από την άλλη μεριά πάλι, δεν αποκλείεται από το μάθημα των Θρησκευτικών μαθητής ή κηδεμόνας που δηλώνει ότι δεν ανήκει στην ορθόδοξη χριστιανική Εκκλησία μόνο εξ αυτού του λόγου, αλλά ασφαλώς του επιτρέπεται ελεύθερα να συμμετάσχη στο μάθημα, εφόσον το επιθυμεί. Και φυσικά, “οι [εξυπακούεται χριστιανοί] μαθητές είναι υποχρεωμένοι […] να παρακολουθούν το μάθημα των θρησκευτικών” (ΣτΕ 3356/1995, παρομοίως και η ΣτΕ 2176/1998).
Εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι όπου και όποτε το μάθημα των Θρησκευτικών απολλύει τον ομολογιακό του χαρακτήρα και διδάσκεται πλέον ως Ιστορία, Κοινωνιολογία, Ανθρωπολογία ή Φαινομενολογία του θρησκευτικού φαινομένου, δεν μπορεί να γίνεται λόγος περί απαλλαγής, διότι πλέον το μάθημα απευθύνεται στον μαθητή όχι ως μέλος μιας θρησκευτικής κοινότητας, αλλά ως γνωσιακό υποκείμενο. Απαραίτητη προϋπόθεση όμως είναι η συγγραφή των σχετικών εγχειριδίων από μία κατά το δυνατόν ουδέτερη επιστημονική οπτική γωνία και όχι εκκινώντας από την επικρατούσα θρησκεία.
Παρενθετικώς αξίζει να σημειωθή ότι κατά την άποψή μου ο ομολογούμενος και διακεκηρυγμένος ομολογιακός χαρακτήρας του μαθήματος των Θρησκευτικών είναι ο βέλτιστος τρόπος προστασίας των μαθητών και κηδεμόνων που δεν ασπάζονται την συγκεκριμένη θρησκευτική οπτική, διότι τους παρέχει το δικαίωμα να εξαιρεθούν καθ’ ολοκληρίαν από το μάθημα. Αντιθέτως, όταν το μάθημα εμφανίζεται ως θρησκειολογικό, στην πραγματικότητα όμως επηρεάζεται υπερβολικά από την επικρατούσα θρησκεία, εκουσίως ή ακουσίως, δημιουργούνται πολλά προβλήματα, όπως ανάγλυφα καταφαίνεται στην απόφαση Folgerø και λοιποί κατά Νορβηγίας του ΕΔΔΑ, η οποία εκτίθεται αναλυτικώτερα κατωτέρω.
Ασφαλώς αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση του δικαιώματος απαλλαγής η ακριβής, έγκαιρη, πλήρης και υπεύθυνη ενημέρωση των γονέων και μαθητών σχετικώς (παρομοίως Folgerø και λοιποί κατά Νορβηγίας, παρ. 97). Η σχετική υποχρέωση βαρύνει την σχολική μονάδα, η οποία οφείλει επιπλέον να παρέχη υποδείγματα δηλώσεων σε όσους το επιθυμούν και γενικώς να τους διευκολύνη κατά την άσκηση του σχετικού δικαιώματός τους. Η απαλλαγή βεβαίως δεν χωρεί αυτεπαγγέλτως, αλλά απαιτείται όμως η υπόμνηση εκ μέρους των κρατικών οργάνων των δυνατοτήτων της σχετικής νομοθεσίας.
Ένα ειδικώτερο ζήτημα αποτελεί ο χρόνος υποβολής της σχετικής δήλωσης απαλλαγής. Ασφαλώς την βέλτιστη διοίκηση της σχολικής μονάδας εξυπηρετεί η υποβολή της προ της ενάρξεως των σχολικών μαθημάτων, π.χ. περί τις αρχές Σεπτεμβρίου. Αυτό είναι όμως απλώς μια σκέψη σκοπιμότητας, που δεν επιτρέπεται να παραγνωρίζη παράγοντες όπως η ανά πάσα στιγμή συνειδησιακή μεταστροφή του μαθητή ή του κηδεμόνα του και, ιδίως, η καθυστερημένη πληροφόρησή του σχετικά με τα δικαιώματά του. Επομένως, ορθότερο είναι να γίνεται δεκτό η καθ’ οιανδήποτε στιγμή του σχολικού έτους υποβολή της υπεύθυνης δήλωσης περί απαλλαγής, με μια μικρή επιφύλαξη ως προς την τυχόν καταχρηστικότητα (π.χ. δήλωση που υποβάλλεται από μαθητή την ημέρα εξέτασης σε απροειδοποίητο διαγώνισμα, επειδή δεν είχε μελετήσει το μάθημα της ημέρας).
Κατά συνέπεια, η παρακολούθηση του μαθήματος των Θρησκευτικών δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι υποχρεωτική για όσους εκ των μαθητών ή κηδεμόνων δεν συμμερίζονται το ομολογιακό του περιεχόμενο, είτε επειδή ασπάζονται κάποια άλλη μορφή του θρησκεύεσθαι είτε επειδή απορρίπτουν συνολικά το θρησκευτικό φαινόμενο.
δ. Απαιτείται η θετική δήλωση του θρησκεύματος των μαθητών στο αρμόδιο όργανο της Διοίκησης, προκειμένου να απαλλαγούν;
Το πιο λεπτό και πρακτικά σπουδαιότερο σημείο της όλης προβληματικής εντοπίζεται ίσως στον τρόπο με τον οποίο κατοχυρώνεται η προστασία των μειονοτικών θρησκευτικών και αθεϊστικών ομάδων από την υποχρεωτικότητα του μαθήματος των Θρησκευτικών. Καταρχάς, το πρακτικό τεκμήριο ομιλεί υπέρ της κανονικής διδασκαλίας του μαθήματος στον μαθητή, για λόγους κυρίως δημογραφικούς, καθόσον η μεγάλη πλειοψηφία των μαθητών και των κηδεμόνων τους ανήκει κατά δήλωσίν τους στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία και επιπλέον επιθυμεί την παρακολούθηση του μαθήματος. Όπως ακριβώς δηλαδή στο μάθημα της Γυμναστικής το στατιστικό τεκμήριο ομιλεί υπέρ της υποχρεωτικότητας του μαθήματος και μόνο κατ’ εξαίρεσιν χορηγείται απαλλαγή από αυτό και πάλι μόνο μετά από επίκληση από τον μαθητή κάποιου νομίμου λόγου απαλλαγής, παρομοίως και στο μάθημα των Θρησκευτικών εκείνος που βαρύνεται με την επίκληση λόγων θρησκευτικής ή αθεϊστικής διαφωνίας είναι ο μαθητής και ο κηδεμόνας του.
Επί του παρόντος το ζήτημα ρυθμίζεται από τις υπ’ αριθμ. 91109/Γ2/10.7.2008, 104071/Γ2/04.08.2008 και Φ12/977/109744/Γ1/26.08.2008 εγκυκλίους του Υπουργείου Παιδείας. Υπενθυμίζω συναφώς ότι οι εγκύκλιοι δεσμεύουν μεν τα διοικητικά όργανα στα οποία απευθύνονται, μόνο όμως στον βαθμό που συμφωνούν με την υπερκείμενή τους νομοθεσία, καθόσον δεν θέτουν νέο δίκαιο, αλλά απλώς ερμηνεύουν το υπάρχον προς διευκόλυνσιν της Διοικήσεως. Η εξ αυτών τρίτη και νεώτερη εγκύκλιος ρυθμίζει ορθώς το θέμα της απασχόλησης των απαλλασσομένων μαθητών που δεν είναι Ορθόδοξοι, δημιουργεί όμως με την διατύπωσή της («οι μη Ορθόδοξοι μαθητές, δηλαδή οι αλλόθρησκοι ή ετερόδοξοι») την εσφαλμένη εντύπωση ότι όλοι οι απαλλασσόμενοι μαθητές πρέπει να είναι τάχα αλλόθρησκοι ή ετερόδοξοι. Αληθές είναι αντιθέτως ότι η εγκύκλιος αναφέρθηκε στο συνήθως συμβαίνον, που είναι η δήλωση να προέρχεται από μαθητές ή κηδεμόνες ετερόθρησκους ή ετερόδοξους, χωρίς να επεδίωκε ούτε να ηδύνατο να αποκλείση από την απαλλαγή τους αγνωστικιστές, άθεους κ.τ.τ. Αντιθέτως, καταρχάς ορθώς ρυθμίζεται το ζήτημα στις δύο πρώτες ως άνω εγκυκλίους, στις οποίες προβλέπεται ότι για την απαλλαγή απαιτείται η προσκόμιση σχετικής υπεύθυνης δήλωσης, «χωρίς να δηλώνεται ο λόγος της συγκεκριμένης επιλογής» και χωρίς να «είναι αναγκαία η αιτιολόγηση της άρνησης στην υπεύθυνση δήλωση που απαιτείται».
Πράγματι λοιπόν, απαιτείται η απλή υπεύθυνη δήλωση απαλλαγής του μαθητή ή του κηδεμόνα με περιεχόμενο ότι δεν επιθυμεί την παρακολούθηση του μαθήματος των Θρησκευτικών. Κατά την άποψή μου όμως και ενόψει της υποχρεωτικότητας του μαθήματος, περιεχόμενο της υπεύθυνης δήλωσης πρέπει να αποτελή και το γεγονός ότι ο δηλών δεν ακολουθεί το χριστιανικό ορθόδοξο δόγμα. Προς την ίδια κατεύθυνση και η ΣτΕ 3356/1995:
Είναι όμως πρόδηλον ότι εάν ένας ή περισσότεροι μαθητές, άλλως οι γονείς τους, ασκώντας το κατοχυρωμένο με το άρ. 13 του Συντάγματος και τις ως άνω διατάξεις της Συμβάσεως της Ρώμης δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, δηλώσουν καθ’ οιονδήποτε τρόπον, προς τον Διευθυντή του Σχολείου, ότι για λόγους θρησκευτικής συνείδησης, ήτοι διότι είναι ετερόδοξοι, ετερόθρησκοι ή άθεοι, δεν επιθυμούν να παρακολουθήσουν (οι ως άνω μαθητές) την διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών ή να μετάσχουν στις άλλες θρησκευτικές εκδηλώσεις που προβλέπονται από το σχολικό πρόγραμμα, ο Διευθυντής έχει υπηρεσιακό καθήκον, που απορρέει από τις πιο πάνω διατάξεις, να προβεί αμέσως σε όλες τις αναγκαίες, κατά το νόμο ενέργειες, ούτως ώστε οι μαθητές αυτοί να μη μετέχουν στις πιο πάνω θρησκευτικές εκδηλώσεις και να μην παρακολουθούν την διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών.
Η ως άνω απόφανση δεν συνιστά αιτιολόγηση, αλλά απλή επίκληση των πραγματικών περιστατικών που δικαιολογούν την επιδιωκόμενη έννομη συνέπεια: αφής στιγμής η έννομη συνέπεια επιφυλάσσεται μόνο σε όσους δεν είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι, ο αιτών απαιτείται να επικαλεστή ακριβώς αυτό το πραγματικό περιστατικό, προκειμένου να δικαιολογήση την υπαγωγή του στον συγκεκριμένο κανόνα.
Παράλληλο παράδειγμα: το άρ. 17 Ν. 1264/1982 προβλέπει περί συνδικαλιστικών αδειών, έτσι, δυνατά και σοσιαλιστικά. Αλλά η συνδικαλιστική ιδιότητα, μας διδάσκει το άρ. 2 περ. β΄ Ν. 2472/1997, συνιστά ευαίσθητο προσωπικό δεδομένο, η δε συνδικαλιστική ελευθερία προστατεύεται από το άρ. 23 παρ. 1 Συντ. Τι δει γενέσθαι λοιπόν; Αν το ευνοϊκό νομοθετικό καθεστώς (άδειες!) επιφυλάσσεται μόνο σε όσους κατηγορείται ένα ευαίσθητο προσωπικό δεδομένο, πώς αλλιώς θα χορηγηθή, παρά διά της σχετικής αιτήσεως του δικαιουμένου; Όπου θα δηλώνεται φαρδέως πλατέως το ευαίσθητο προσωπικό δεδομένο και θα αποτελή αντικείμενο επικλήσεως;
Μην σπρώχνετε, έχει κι άλλο επεισόδιο ακόμα, όλοι θα πάρετε!
Εδώ σε έχασα τελείως. Αν κατάλαβα καλά στο μέρος Ι εξετάζεται αν το μάθημα είναι συνταγματική επιταγή, όχι αν αυτό το κρίνουμε θετικά ή αρνητικά. Αν υποθέσουμε ότι αυτό όντως εννοεί το άρθρο 16, τότε από πού προκύπτουν όλες οι παραπάνω εξαιρέσεις; Δεν είναι αντίθετες στο σύνταγμα; Και πού κολλάει η προσωπική μας άποψη για το τι είναι καλύτερο;
Το μάθημα είναι υποχρεωτικό για όσους ανήκουν στην ομολογία που διδάσκεται, όχι για τους υπόλοιπους. Η εξαίρεση δικαιολογείται από το άρ. 13 περί θρησκευτικής ελευθερίας: απαγόρευση του προσηλυτισμού. Αλλά αυτό ήθελε και ο συντακτικός νομοθέτης, να αναπτύσσεται δηλ. η θρησκευτική συνείδηση όσων ανήκουν ήδη στην Ορθόδοξη Εκκλησία, όχι να προσηλυτίζη τους υπόλοιπους!
Γιαυτό δεν έπρεπε να βιαστής και να απαντήσης θυμικά στο πρώτο μέρος. :-)
Αυτό που δεν προκύπτει με επαρκή σαφήνεια και εκεί όπου χωρά η προσωπική άποψη είναι στο ζήτημα των προαπαιτουμένων για την απαλλαγή. Εκεί σηκώνει κάποια κουβέντα.
Αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι τα άρθρα 13 και 16 έρχονται σε μία σχετική σύγκρουση. Για να επιλυθεί αυτή η σύγκρουση πρέπει να γίνει μια κάπως ελεύθερη ερμηνεία του 16, και έχουμε 2 επιλογές για το πού θα γίνει η ελεύθερη ερμηνεία:
1. Είτε να θεωρήσουμε ότι αφορά κατήχηση στο ΧΟ δόγμα και (για να είναι συμβατό με το 13) δεν αναφέρεται σε όλους τους έλληνες αλλά μόνο στους ΧΟ
2. Είτε να θεωρήσουμε ότι αναφέρεται σε όλους τους έλληνες οπότε (για να είναι συμβατό με το 13) αφορά θρησκειολογικό μάθημα και όχι κατήχηση.
Αν καταλαβαίνω καλά προκρίνεις την 1η λύση με κάποια “ιστορικοβουλητικά” κριτήρια (τα οποία γενικά όπως έγραψα στο 1ο μέρος τα θεωρώ επιεικώς συζητήσιμα και άρα όχι κατάλληλα για ερμηνεία ενός τόσο θεμελιώδους κειμένου όπως το σύνταγμα)
Τη 2η λύση περίπου προκρίνει ο Σωτηρέλης. Έχει δε το πλεονέκτημα ότι είναι κοντύτερα στην κυριολεκτική κατανόηση του κειμένου, και άρα νομίζω σαφώς προτιμότερη: το “θρησκευτικής συνείδησης” όπως είδαμε μπορεί να ερμηνευτεί ποικιλοτρόπως, ενώ το “των Έλλήνων” βγάζει μάτι.
Η τρίτη λύση βέβαια είναι να γίνει ελεύθερη ερμηνεία στο 13 και να θεωρήσουμε ότι το σύνταγμα επιτρέπει κατ’εξαίρεση την κατήχηση όλων των Ελλήνων στο ΧΟ δόγμα. “Ιστορικοβουλητικά” θα έλεγα μάλιστα ότι είναι η πλέον πιθανή από τις 3 μας επιλογές. Όμως και αυτή καταστρατηγεί τη γλώσσα του αρθ.13 (όπως η 1η λύση που προκρίνεις καταστρατηγεί τη γλώσσα του αρθ. 16).
Οπότε μέχρι να αλλάξει αυτό το μαλακισμένο το αρθ.16 πρέπει να ζήσουμε με τη 2η λύση :)
Ωραία το συνοψίζεις.
Και γραμματικά και τελεολογικά ακόμα υπερισχύει η πρώτη λύση. Η δεύτερη λύση απλώς παπατζολογεί, παρακάμπτει το ξεκαθαρο “ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης” με εκθέσεις ιδεών περί κοσμικού κράτους και διαφωτισμού και γενικά προβάλλει τις επιθυμίες της στην νομική πραγματικότητα. Λίγο πολύ όλοι αυτό κάνουμε βέβαια, αλλά υπάρχουν και όρια.
Γραμματικά τουλάχιστον είναι προφανές ότι δεν έχεις δίκιο. Έχεις αντίρρηση ότι το “των Ελλήνων” είναι πολύ πιο ξεκάθαρο από το “ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης”;
Εγώ δυστυχώς είδα από την αρχή πού θα κατέληγε ο συλλογισμός και προσπάθησα – ανεπιτυχώς – να ψελλίσω μερικές αντιρρήσεις. Δηλαδή θέλεις να μας πεις Θανάση πως ο Στυλιανίδης (από τους πιο σιχαμερούς υπουργούς ανεξαρτήτως κόμματος) έκανε σωστή δουλειά στη ρύθμιση του ζητήματος της διδασκαλίας των θρησκευτικών; Αααααααργκ…
Κυριάκο,
είναι αλήθεια πως δεν το σκέφτηκα έτσι κομματικά. Αδιαφορώ πλήρως για τον Στυλιανίδη, επί υπουργίας του οποίου πάντως εξεδόθησαν και οι πρώτες δύο υπερουδετερόθρησκες εγκύκλιοι. Συνεπώς, ίσως είσαι και θαυμαστής του στα κρυφά. ;-)
Αν υπάρχη κάτι να πης επί της ουσίας, με χαρά θα το ακούσω.
Τίποτα επί της ουσίας Θανάση. Με τον συγκεκριμένο πολιτικό έχω αισθητικό πρόβλημα (δεν μπορώ τη φάτσα του) και είχα την εντύπωση πως η συγκεκριμένη ρύθμιση ήταν στα μέτρα της δεξιάς του κυρίου (πράγμα που ταίριαζε και με την προκατάληψη εναντίον του) αλλά τα επιχειρήματά σου είναι πειστικά και καταλαβαίνω πως μάλλον έκανα λάθος.
Όχι, καθόλου. Απέχει μάλιστα τόσο πολύ, όσο το “θρησκευτική” από το “θρησκειολογική”. :-)
Αλλά δεν κατάλαβα γιατί κόλλησες με τους Έλληνες. Η διάταξη μιλά για “ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης”, προφανώς των Ελλήνων βέβαια. Το θέμα είναι αν το “εθνική” μπορεί να νοηθή κάπως αλλιώς, όπως πρέπει να παραδεχθούν όσοι ισχυρίζονται ότι θρησκευτικός ίσον θρησκειολογικός.
Πάντως, το ξαναλέω, ακόμη και αν τα Θρησκευτικά δεν ήταν υποχρεωτικά βάσει Συντάγματος, και πάλι πρόκειται για μια επιτρεπτή συνταγματικά επιλογή, για τους λόγους που εξέθεσα, στο επίπεδο του κοινού νομοθέτη. Οπότε το ζήτημα της απαλλαγής παραμένει, όσο ισχύει το παρόν καθεστώς.
Λοιπόν όσο το σκέφτομαι, τόσο νομίζω ότι σύμφωνα με το Σύνταγμα όχι μόνο πρέπει να είναι υποχρεωτικά τα θρησκευτικά, όχι μόνο πρέπει να είναι ομολογιακό το μάθημα, αλλά πρέπει να είναι υποχρεωτικά και για ΟΛΟΥΣ τους πολίτες, ΜΗΔΕΝΟΣ εξαιρουμένου.
Τι λέει το Σύνταγμα; Ότι η παιδεία έχει σκοπό την ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης (άρθρο 16). Λέει τίποτα για την ενδεχόμενη ανάπτυξη αθεϊστικής συνείδησης; όχι! Είναι η αθεϊστική συνείδηση ένα είδος θρησκευτικής συνείδησης; Όχι! Είναι συμβατή η ανάπτυξη αθεϊστικής συνείδησης με την ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης; Όχι! Επομένως, δεν νοείται η παιδεία να επιτρέψει να αναπτυχθεί αθεϊστική συνείδηση, ούτε νοείται να παραλείψει την ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης σε ορισμένους μαθητές επειδή έτσι γουστάρουν οι γονείς τους (όπως ακριβώς δεν νοείται να παραλείψει την ανάπτυξη εθνικής συνείδησης, αν τυχόν οι γονείς τους είναι υπέρ της κατάργησης των συνόρων και της παγκοσμιοποίησης).
Το άρθρο 13 δεν αναιρεί τα παραπάνω. Τι λέει το άρθρο 13; Ότι η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Λέει τίποτα για την ελευθερία της αθεϊστικής συνείδησης; Όχι! Μπορεί να νοηθεί η αθεϊστική συνείδηση ως είδος θρησκευτικής συνείδησης; Όχι! Οπότε το σύνταγμα δεν κατωχυρώνει την ελευθερία του να ΜΗΝ έχεις θρησκευτική συνείδηση (να είσαι δηλαδή άθεος ή άθρησκος), κατωχυρώνει μόνο την ελευθερία του να έχεις όποια θρησκευτική συνείδηση διαλέξεις.
Επομένως, βάσει του Συντάγματος, δικαιούσαι να είσαι χριστιανός, εβραίος, μωαμεθανός, βουδιστής, ιεχωβάς κλπ (βάλτε κι άλλα θρησκεύματα), αλλά δεν δικαιούσαι να είσαι άθεος ή άθρησκος (έστω κι αν δεν δηλώνεται ρητά, πάντως δεν κατωχυρώνεται κιόλας το δικαίωμά σου αυτό).
Επίσης βάσει του Συντάγματος, δικαιούσαι ν’ απαιτήσεις από το κράτος να αναπτύξει την θρησκευτική συνείδηση των παιδιών σου, είτε είσαι χριστιανός, είτε μωαμεθανός, είτε είτε είτε, αλλά δεν δικαιούσαι να ζητήσεις από το κράτος να αναπτύξει άθρησκη ή αθεϊστική συνείδηση στα παιδιά σου, ούτε καν δικαιούσαι να του ζητήσεις να ΜΗΝ τους αναπτύξει θρησκευτική συνείδηση (το λέει καθαρά το Σύνταγμα, η ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης είναι από τις βασικές επιταγές της παιδείας, τι να λέμε τώρα).
Οπότε ούτε απαλλαγή επιτρέπεται ούτε τίποτα! Αυτά που ξέρατε να τα ξεχάσετε!
Έχω δίκιο κύριοι νομομαθείς?
Όχι.
Αυτό λέμε, ότι η έννοια της θρησκευτικής συνείδησης είναι διαφορετική, δηλαδή ευρύτερη στο άρ. 13, όπου σαφώς και περιλαμβάνει και την αρνητική της μορφή (αθεΐα-αγνωστικισμό κ.λπ.), σε σχέση με το άρ. 16, όπου μάλιστα γίνεται λόγος για “ανάπτυξη”, άρα πρόκειται για μέγεθος με θετική υπόσταση.
Αν και δεν βλέπω γιατί όποιος είναι υπέρ της κατάργησης των συνόρων και της παγκοσμιοποίησης δεν έχει σώνει και καλά εθνική συνείδηση, η ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης αφορά, ακριβώς όπως και στο παράλληλο παράδειγμα της θρησκευτικής συνείδησης, όσους δηλώνουν Έλληνες. Απλώς εδώ το πράγμα δεν είναι τόσο σαφές, η Ιστορία δεν διδάσκεται ως κατήχηση σε κάτι. Αλλά μπορούμε να καταλάβουμε ότι ένα παιδάκι του οποίου οι γονείς δεν είναι Έλληνες και δεν θέλουν να έχουν σχέση γενικώς, έχει δικαίωμα να αρνηθή να παίξη τον κλεφταρματολό στο θεατρικό της 25ης Μαρτίου.
Καλά μην κολλάμε στα περί παγκοσμιοποίησης, ας πούμε απλά ότι κάποιοι δεν θα θέλουν να έχει εθνική συνείδηση το παιδί τους, και παρ’ όλα αυτά δεν προβλέπεται η δυνατότητα απαλλαγής από τα μαθήματα και τις δραστηριότητες που έχουν σκοπό την ανάπτυξη αυτής της συνείδησης. Μονάχα άτυπα μπορεί κανείς να μη συμμετέχει (δεν στέλνεις το παιδάκι σου στο σχολειό τη μέρα της εθνικής γιορτής), αλλά δεν μπορεί να το αποφύγει ολοκληρωτικά (το παιδάκι θα είναι παρόν στο μάθημα της ιστορίας και θα πάρει και βαθμό, επίσης θα είναι παρόν όταν θα κάνουν πρόβες για την εθνική γιορτή, διότι δεν στο ανακοινώνουν για να απέχει αν θέλει).
Κατάλαβες πώς το ρωτάω, νομίζω.
Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω από πού προκύπτει αυτό. Από το κείμενο του ίδιου του Συντάγματος πάντως δεν προκύπτει, και αφήνει σαφώς περιθώριο για τη δική μου ερμηνεία. Νομίζω.
Είναι μεν η ίδια έννοια γλωσσικά, αλλά περιέχεται σε διατάξεις με διαφορετική στόχευση: το άρ. 13 κατοχυρώνει ατομικό δικαίωμα, άρα το ερμηνεύουμε επεκτατικά και σε εναρμόνιση με άλλα δικαιώματα (π.χ. το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση περιλαμβάνει ομοίως το αντίθετό του, το δικαίωμα να μην εκφράζωμαι, άλλα δικαιώματα ομοίως). Το άρ. 16 στο σημείο που μας ενδιαφέρει προβλέπει κρατική υποχρέωση κυρίως, η οποία δεν μπορεί να αποβή εις βάρος των ατομικών δικαιωμάτων. Επίσης, αναφέρεται, όπως ήδη έχω αναφέρει, σε “ανάπτυξη”, άρα σε κάτι θετικό, ενώ, τέλος, η ερμηνεία του στοιχείται με την έννοια της εθνικής συνείδησης, που υπάρχει στην ίδια διάταξη.
Ναι, το καταλαβαίνω, σε ευχαριστώ.
Αυτό που λες, ότι το ατομικό δικαίωμα το ερμηνεύουμε επεκτατικά και σε εναρμόνιση με άλλα δικαιώματα, καθώς και το ότι η κρατική υποχρέωση δεν μπορέι να αποβή εις βάρος των ατομικών δικαιωμάτων, από πού προκύπτει? Νομικά βεβαίως εννοώ. Υπάρχει κάποια διάταξη* που λέει τα παραπάνω και την οποία το ελληνικό κράτος 1. έχει δεσμευτεί να τηρεί, 2. υπερισχύει του συντάγματος και επιβάλει συγκεκριμένη ερμηνεία του? Ή επαφίεται στην κρίση του εκάστοτε ερμηνευτή αυτό?
*Φερ’ ειπείν η ευρωπαϊκή διακήρυξη ανθρώπινων δικαιωμάτων, ξέρω κι εγώ, κάτι τέτοιο υποθέτω.
Όχι, ερμηνεία κάνουμε και ακολουθούμε κατά το δυνατόν τις συνήθεις μεθόδους.