Λέγαμε λοιπόν για το ποιο πρέπει να είναι το νόμιμο περιεχόμενο της δήλωσης απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών και είχα εκφραστή υπέρ της λύσης της αρνητικής δήλωσης.
Στο σημείο αυτό αποκλίνω από τις σκέψεις της υπ’ αριθμ. 77Α/2002 αποφάσεως της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, οι οποίες αξίζει να παρατεθούν στο σημείο αυτό:
Το αυτό συμβαίνει και με την υποχρεωτική δήλωση του θρησκεύματος που προβλέπεται ως αναγκαία προϋπόθεση για την απαλλαγή μαθητή από τα θρησκευτικά. Διότι τούτο, αφενός μεν θα αντέβαινε προς την αρνητική θρησκευτική ελευθερία τόσο των ενδιαφερόμενων μαθητών όσο και των γονέων και κηδεμόνων τους, αφετέρου θα προσέκρουε προς το ειδικότερο δικαίωμα των γονέων «όπως εξασφαλίζωσι την μόρφωσιν και εκπαίδευσιν [των παιδιών τους], συμφώνως προς τα ιδίας αυτών θρησκευτικάς και φιλοσοφικάς πεποιθήσεις» (άρ. 2 Πρώτου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ). Πράγματι, όπως παγίως ερμηνεύεται από τα δικαιοδοτικά όργανα του Στρασβούργου, το δικαίωμα αυτό αναφέρεται και στις γενικότερες κοσμοθεωρητικές αντιλήψεις τις οποίες, πέραν των αμιγώς θρησκευτικών, οι γονείς ενδεχομένως ακολουθούν και, βάσει των οποίων, επιθυμούν να διαπαιδαγωγήσουν τα παιδιά τους. Δεν είναι συνεπώς απαραίτητο να είναι άθεοι, ετερόδοξοι ή ετερόθρησκοι, για να ζητήσουν την απαλλαγή των παιδιών τους από τα μάθημα των θρησκευτικών.
Επ’ αυτών παρατηρητέα τυγχάνουν τα εξής:
i) η απλή αρνητική δήλωση («δεν ανήκω στην Ορθόδοξη Εκκλησία») καταρχάς προσβάλλει μεν την αρνητική θρησκευτική ελευθερία, αλλά μόνο εν μέρει, δεδομένου ότι ο αιτών δεν αποκαλύπτει θετικά το θρήσκευμα ή την γενικώτερη κοσμοθεωρητική του στάση, αλλ’ απλώς δηλώνει τι δεν είναι. Πρόκειται δηλαδή για σαφώς ηπιώτερη προβολή,
ii) στην δήλωση αυτή δεν υποχρεούται ο αιτών, αλλά προβαίνει σε αυτήν εξ ιδίας ελευθέρας βουλήσεως για να καρπωθή ένα ωφέλημα από το κράτος. Κατ’ αυτήν την αναφορά, η περίπτωση διαφέρει ουσιωδώς από το περιώνυμο ζήτημα της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες, διότι εκεί ο πολίτης ετίθετο υποχρεωτικά προ της επιλογής να δηλώση το θρήσκευμά του ή όχι. Αντιθέτως εν προκειμένω, η αρνητική δήλωση αναλαμβάνεται ελεύθερα από τον πολίτη και μάλιστα προκειμένου ο ίδιος να βρεθή σε σαφώς ευνοϊκώτερη νομική κατάσταση από τους λοιπούς. Υπό αυτό το πρίσμα, η περίπτωση είναι απολύτως παράλληλη προς άλλες περιπτώσεις που απαντούν στην νομοθεσία μας, όπου απαιτείται μάλιστα θετική δήλωση των θρησκευτικών πεποιθήσεων, χωρίς η ΑΠΔΠΧ να ευαισθητοποιηθή ποτέ, να τις θεωρήση παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας των αιτούντων και να εκδώση σχετικώς οργίλες αποφάσεις.
Αναφέρομαι ιδίως στην ποσόστωση για την εισαγωγή Μουσουλμανοπαίδων στα ΑΕΙ της χώρας και στην ποσόστωση για την πρόσληψη μελών της Μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης στο Δημόσιο μέσω ΑΣΕΠ, όπου αυτονόητο είναι ότι η απόλαυση της σχετικής νομοθετικής εύνοιας προϋποθέτει και επιβάλλει την αποκάλυψη των θρησκευτικών φρονημάτων του αιτούντος. Ειδικότερα και καθόσον αφορά την δεύτερη περίπτωση, σύμφωνα με το άρ. 14 παρ. 7 Ν. 2190/1994, όπως αυτό προσετέθη με το άρ. 23 Ν. 3647/2008,
Ποσοστό πέντε τοις χιλίοις (5‰) των θέσεων του τακτικού προσωπικού και προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου κατά κατηγορία ΠΕ, ΤΕ, ΔΕ και ΥΕ, που προκηρύσσονται με πανελλήνιους διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ, καλύπτονται από Έλληνες υπηκόους, που προέρχονται από τη Μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης και είναι οι ίδιοι εγγεγραμμένοι στα δημοτολόγια δήμου της Θράκης ή άλλου δήμου της χώρας, στον οποίο έχουν μετεγγραφεί από δήμο της Θράκης. Το ΑΣΕΠ κατανέμει με την προκήρυξή του τις θέσεις που αναλογούν στο ανωτέρω ποσοστό κατά νομαρχία, φορέα και κατηγορία.
Προκύπτει συνεπώς ότι η ελληνική νομοθεσία γνωρίζει ήδη, και μάλιστα πολύ καλά, όχι απλώς την αρνητική, αλλά την θετική δήλωση θρησκεύματος προς απόλαυση προνομίου, πράγμα που παρείδε η ως άνω απόφαση της ΑΠΔΠΧ. Εκ του μείζονος προς το έλασσον συνάγεται λοιπόν ότι η αρνητική δήλωση δεν παραβιάζει την κείμενη νομοθεσία.
iii) δεν είναι αληθές ότι ακόμη και μαθητές ή κηδεμόνες Ορθόδοξοι Χριστιανοί δικαιούνται την απαλλαγή, αν ο ομολογιακός χαρακτήρας του μαθήματος αντιβαίνει στην συνείδησή τους για κάποιο λόγο. Όπως δείχθηκε ανωτέρω από (α), το μάθημα των Θρησκευτικών είναι εκ του Συντάγματος υποχρεωτικό επί τω τέλει αναπτύξεως της θρησκευτικής συνειδήσεως, είτε διαφωνεί κανείς με αυτό είτε συμφωνεί. Και είναι απολύτως εύλογο να απαιτούνται λόγοι για την απαλλαγή από μια συνταγματική υποχρέωση. Ούτε μπορεί να παραβλεφθή ότι ακόμη και ένα μάθημα ομολογιακού χαρακτήρα αναπόφευκτα περιέχει δαψιλές πληροφοριακό περιεχόμενο, από το οποίο μπορεί να επωφεληθή ο μαθητής είτε θρησκεύεται είτε όχι. Για να χρησιμοποιήσω ξανά την παραβολή με το μάθημα της Γυμναστικής, αν κάποιος μαθητής ή κηδεμόνας αντιτίθεται στην διδασκαλία του μαθήματος για κάποιο συνειδησιακό λόγο, καίτοι ο μαθητής είναι απολύτως ικανός σωματικά και πνευματικά να το παρακολουθήση, η απαλλαγή δεν χορηγείται, και πολύ ορθώς,
iv) το δικαίωμα των γονέων να εξασφαλίζουν την μόρφωση και εκπαίδευση των παιδιών τους σύμφωνα με τις δικές τους θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις, όπως έχει διατυπωθή και στο άρ. 18 παρ. 4 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (κυρωτικός Ν. 2462/1997: «Τα Συμβαλλόμενα Κράτη στο παρόν Σύμφωνο αναλαμβάνουν την υποχρέωση να σέβονται την ελευθερία των γονέων ή των νόμιμων κηδεμόνων, να φροντίζουν για τη θρησκευτική και ηθική αγωγή των παιδιών τους σύμφωνα με τις πεποιθήσεις τους»), βρίσκει το όριό του στο άρ. 13 παρ. 4 Συντ. (: «Κανένας δεν μπορεί, εξαιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων προς το Κράτος ή να αρνηθεί να συμμορφωθεί προς τους νόμους»). Για να αναφερθώ πάλι σε ένα λιγότερο φορτισμένο παράδειγμα, κανείς μαθητής δεν απαλλάσσεται από την διδασκαλία του μαθήματος της Φιλοσοφίας, επειδή κατ’ αυτόν ή τον κηδεμόνα του στο διδασκόμενο βιβλίο περιέχεται αναφορά σε θεωρίες με τις οποίες δεν συμφωνεί ο ίδιος (π.χ. συνεπειοκρατία ή εμπειρισμός).
Αλλά και η αναφορά στο άρ. 2 παρ. 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ παραπλανά, διότι, προκειμένου οι γονείς να εξασφαλίζουν την μόρφωση και την εκπαίδευση των τέκνων τους «συμφώνως προς τας ιδίας αυτών θρησκευτικάς και φιλοσοφικάς πεποιθήσεις», απαιτείται κατ’ ελάχιστον, αν όχι να εκθέσουν ποιες είναι αυτές, να εκθέσουν πάντως ποιες δεν είναι αυτές, ώστε να διαπιστωθή η διαφωνία με το περιεχόμενο των μαθημάτων στην δημόσια υποχρεωτική εκπαίδευση.
Άλλωστε, το ίδιο το ΕΔΔΑ νομολογεί ότι «ο όρος “πεποίθηση” δεν είναι καθαυτόν συνώνυμος με τις λέξεις “γνώμες” και “ιδέες”, αλλά σηματοδοτεί απόψεις που επιτυγχάνουν ένα συγκεκριμένο επίπεδο πειστικότητας, σοβαρότητας, συνοχής και σημασίας» (βλ. Campbell και Cosans κατά Ηνωμένου Βασιλείου, παρ. 36, απόφ. της 25 Φεβρουαρίου 1982, αριθμ. αιτ. 7511/1976 και 7743/1976, και Βαλσάμη κατά Ελλάδος, παρ. 25, απόφ. της 18 Δεκεμβρίου 1996, αριθμ. αιτ. 21787/1993), όθεν εύλογα συνάγεται ότι η ισχύς της πεποίθησης σε σύγκριση με τις απλές και παροδικές γνώμες ή απόψεις πρέπει να προκύπτει και να αποδεικνύεται.
Περαιτέρω, δεν θεωρώ διαφέρουσα την άποψη της πλειοψηφίας στην προαναφερθείσα απόφαση Folgerø και λοιποί κατά Νορβηγίας της Διηυρυμένης Σύνθεσης του ΕΔΔΑ (απόφαση της 29 Ιουνίου 2007 επί της υπ’ αριθμ. 15472/2002 αιτήσεως). Η απόφαση αυτή ελήφθη με την οριακή πλειοψηφία 9 προς 8 δικαστών, οι οποίοι έκριναν ότι παραβίασε το δικαίωμα των γονέων σε εκπαίδευση σύμφωνη με τις πεποιθήσεις τους η πρακτική των νορβηγικών εκπαιδευτικών αρχών, σύμφωνα με την οποία στο μάθημα του «Χριστιανισμού, Θρησκείας και Φιλοσοφίας» χορηγείτο μερική μόνο απαλλαγή μετά από δικαιολογημένη αίτηση των γονέων. Εδώ, παρά τις επιφανειακές ομοιότητες (μεταξύ άλλων και το γεγονός ότι η Νορβηγία έχει βάσει Συντάγματος επίσημη κρατική θρησκεία, ούτε καν επικρατούσα!), υπόκειται η εξής ουσιώδης διαφορά: το νορβηγικό μάθημα ήταν κατ’ όνομα ουδέτερο, αντικειμενικό, μη ομολογιακό, οι αιτούντες όμως αμφισβήτησαν ακριβώς αυτό, επικαλούμενοι πραγματικά περιστατικά όπως ότι το ήμισυ της διδακτέας ύλης αφορούσε τον Χριστιανισμό, ότι οι μαθητές καλούνταν να αποστηθίσουν τις Δέκα Εντολές, να ψάλουν ψαλμούς κ.λπ. Το κυρίως πρόβλημα που ανέκυπτε ήταν ότι οι κηδεμόνες έπρεπε να ενημερωθούν οι ίδιοι και να ζητήσουν την μερική απαλλαγή για τις πράξεις ακριβώς εκείνες ανάμεσα στο σύνολο της διδακτέας ύλης που προσέβαλλαν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις (π.χ. εκκλησιασμός), οπότε ανέκυπτε εύλογη αμφιβολία σχετικώς και υπερβολικός φόρτος των κηδεμόνων. Στο σκεπτικό του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου γίνεται μνεία και του ζητήματος της αποκάλυψης των πεποιθήσεων των κηδεμόνων (παρ. 98), ζήτημα που ενδιαφέρει έντονα την παρούσα ανάρτηση, δεν ήταν όμως τόσο κεντρικό στην σχολιαζόμενη απόφαση. Η πλειοψηφία έκρινε ότι «στην προϋπόθεση της παροχής εύλογων λόγων [για την μερική απαλλαγή] ήταν έμφυτος ο κίνδυνος να αισθανθούν οι γονείς υποχρεωμένοι να αποκαλύψουν στις σχολικές αρχές ιδιωτικές όψεις των δικών τους θρησκευτικών και φιλοσοφικών πεποιθήσεων». Υπό το ελληνικό νομοθετικό καθεστώς όμως, ορθώς ερμηνευόμενο, δεν τίθεται κανένα ζήτημα θετικής αποκαλύψεως των πεποιθήσεων του αιτούντος, παρά μόνο αρνητικής δήλωσης.
Ένα ειδικότερο ζήτημα αποτελεί η σχέση των δηλώσεων μαθητή και κηδεμόνα, όταν αυτές συγκρούονται (όταν η σχετική διαφωνία αναφύεται μεταξύ των κηδεμόνων, επιλύεται από το δικαστήριο, ως θέμα που ανάγεται στην επιμέλεια του προσώπου του τέκνου, κατ’ άρ. 1512 ΑΚ). Σύμφωνα με το άρ. 1511 ΑΚ in fine
Ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται η γνώμη του πριν από κάθε απόφαση σχετική με τη γονική μέριμνα, εφόσον η απόφαση αφορά τα συμφέροντά του.
Η γενική αρχή που εισάγει η διάταξη αυτή, να λαμβάνεται δηλαδή υπόψιν η γνώμη του τέκνου ανάλογα με την ωριμότητά του, επιβάλλει διακρίσεις, που επιτρέπουν κατά την άποψή μου και προς αποφυγήν αξιολογικών αντινομιών να υπερισχύη η γνώμη του τέκνου στο Λύκειο, οπότε δύναται νομίμως επίσης να εργάζεται (άρ. 136 ΑΚ), να προσέρχεται σε γενετήσια συνάφεια (άρ. 339 ΠΚ) ή να οδηγή δίκυκλο, όχι όμως και στο Δημοτικό ή στο Γυμνάσιο.
Τέλος, αξίζει να αναφερθή για την πληρότητα της ενημέρωσης ότι το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι συνιστά παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας στην αρνητική της μορφή το γεγονός ότι υπήρχε μια παύλα στην ένδειξη δίπλα στο μάθημα των Θρησκευτικών στον έλεγχο της βαθμολογίας ενός μαθητή που είχε νομίμως απαλλαγή από την διδασκαλία του εν λόγω μαθήματος. Πρόκειται για την πρόσφατη απόφαση Grzelak κατά Πολωνίας της 15ης Ιουνίου 2010 (αριθμ. αίτησης 7710/2002), όπου όμως δεν εξηγείται από την πλειοψηφία των έξι δικαστών πώς θα έπρεπε να διαμορφωθή ο έλεγχος του μαθητή, δεδομένου ότι ένα χωριστό έντυπο ελέγχου, χωρίς καθόλου αναφορά στο μάθημα των Θρησκευτικών, θα σηματοδοτούσε πολύ σαφέστερη διάκριση, ενώ ακόμη και αν η ένδειξη έμενε απολύτως κενή (πράγμα που, μεταξύ άλλων, ενέχει και κίνδυνο νόθευσης του εγγράφου), ομοίως θα συναγόταν ευχερώς ότι ο μαθητής δεν επέλεξε το μάθημα. Εκπλήσσομαι που το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο διέγνωσε παραβίαση της ΕΣΔΑ στην περίπτωση αυτή και αναπόφευκτα διερωτώμαι τι θα απαιτούσε να συμβή στην περίπτωση που ο μαθητής δεν είχε παρακολουθήσει το μάθημα της Γυμναστικής. Θα διαπιστωνόταν τάχα παραβίαση των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων του μαθητή που έχουν σχέση με την υγεία του, αν στην σχετική ένδειξη του ελέγχου έμπαινε παύλα; Κύριος οίδε (το πιάσατε το αστείο!)…
Κατά συνέπεια, για την απαλλαγή από την παρακολούθηση και εξέταση του μαθήματος των Θρησκευτικών δεν απαιτείται η θετική δήλωση θρησκεύματος, διότι κάτι τέτοιο θα υπερακόντιζε τον σκοπό για τον οποίο ζητείται η δήλωση, καθιστάμενο μη αναγκαίο, αλλά αρκεί η απλή αρνητική δήλωση ότι ο μαθητής δεν συντάσσεται συνειδησιακά με τον ορθόδοξο χριστιανικό χαρακτήρα του μαθήματος.
Συνεχίζω με ένα τελευταίο μέρος και γλυτώνετε από την αφεντιά μου.