Το άρ. 185 ΠΚ προβλέπει τα εξής:
Όποιος εγκωμιάζει δημόσια και με οποιονδήποτε τρόπο έγκλημα που διαπράχθηκε και έτσι εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών.
Την διάταξη αυτή θεωρεί αναγκαία ο Λίβος, Ο αξιόποινος εγκωμιασμός κακουργήματος, ΠοινΧρ ΜΖ/723-733. Εγώ πάλι την θεωρώ εξοβελιστέα.
Το άρ. 185 ΠΚ προστατεύει γενικά την δημόσια τάξη, ενώ ειδικώτερα και σύμφωνα με μια παλαιά ήδη άποψη προστατεύει την κοινή πεποίθηση περί της υποχρεωτικότητας των νόμων (ΑιτΕκθΣχΠΚ 1933, σελ. 304).
Ωστόσο, η διατήρηση του άρ. 185 ΠΚ στην ελληνική έννομη τάξη δεν υπαγορεύεται πλέον από κάποια αξιόλογη σκοπιμότητα, αλλ’ αντιθέτως, η ύπαρξή του δημιουργεί αξιολογικές αντινομίες με μεταγενέστερες αντιλήψεις του ποινικού νομοθέτη, όπως είναι το ανέγκλητο της απλής συνέργειας σε εγκληματική οργάνωση υπό την μορφή της ψυχικής συνδρομής, εφόσον δεν επιδιώκεται οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος (άρ. 187 παρ. 4 in fine ΠΚ). Ερωτάται συνεπώς: πώς είναι δυνατόν ο ίδιος ποινικός νομοθέτης που σέβεται τόσο την ελευθερία της έκφρασης και μάλιστα της ενεργού και δραστήριας πολιτικής και ιδεολογικής δέσμευσης, ώστε να θεωρή ανέγκλητη την πράξη όσων παρέχουν απλή ψυχική συνδρομή σε συγκρότηση ή συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, να εγκαλή τους ίδιους ανθρώπους για εγκωμιασμό των κακουργημάτων που τυχόν διαπράττει η εγκληματική οργάνωση; Πέραν τούτου, την “κοινή πεποίθηση περί της υποχρεωτικότητας των νόμων” προσβάλλει και στον “ψυχολογικό αναπροσανατολισμό των προσδοκιών των πολιτών” (Λίβος, ΠοινΧρ ΜΖ/726) συντελεί πολύ περισσότερο από την εξύμνηση, τον εγκωμιασμό κ.λπ. του κακουργήματος η ίδια η τέλεση της κακουργηματικής πράξης, θα ήταν όμως παράδοξη η εισαγωγή ενός ειδικού εγκλήματος που θα συντροφεύη την τέλεση κάθε κακουργήματος και θα επιβουλεύεται δήθεν την δημόσια τάξη. Συμπερασματικώς και παρά την σοβαρή ερμηνευτική προσπάθεια του Λίβου, η διατήρηση του άρ. 185 ΠΚ απηχεί παρωχημένες αντιλήψεις σχετικά με την σχέση του πολίτη με τους νόμους και ως εκ τούτου πρέπει να καταργηθή.