Δημοσιεύθηκε στην Ελευθερία του Τύπου της 25ης Ιουνίου 2017.
Στους συρμούς των ημερών, όπως είναι το ορεινό τρέξιμο, η καλλωπισμένη γενειάδα και η από τηλοψίας μαγειρική, φαίνεται να προστίθεται σε κάποιο βαθμό και η χορτοφαγία, όχι μόνο ως διατροφική επιλογή, αλλά και ως ηθική στάση ζωής. Οι (σχετικά λίγοι, πλην όμως αυξανόμενοι και κάπως δυσανάλογα θορυβώδεις) χορτοφάγοι προβάλλουν στην πραγματικότητα όμως ζητήματα πολύ πιο βαθιά και δύσβατα από φιλοσοφική πλευρά από ό,τι οι συνήθεις μόδες. Αξίζει να τους ακούσουμε;
Το βασικό επιχείρημα κατά της βρώσης των ζώων (και των ψαριών!) ανάγεται στην ηθική υπόσταση που οφείλουμε να αναγνωρίζουμε στα ενσυναίσθητα πλάσματα με τα οποία μοιραζόμαστε την υφήλιο. Για τον ίδιο λόγο για τον οποίο δεν θα βάζαμε, οι περισσότεροι εξ ημών ελπίζω, φωτιά σε μια γάτα ή δεν θα διασκεδάζαμε συνθλίβοντας τα κεφάλια κουταβιών, δεν πρέπει να σκοτώνουμε τα ζώα για να τα φάμε. Τα ζώα είναι μικρές αυτόνομες ηθικές οντότητες, που αισθάνονται, πονούν, θυμούνται, έχουν προσδοκίες, σχετίζονται, φοβούνται, θυμώνουν, επικοινωνούν και έχουν συνείδηση ενός εαυτού διακριτού από το περιβάλλον και από τα άλλα άτομα του είδους τους. Όπως και για εμάς, η ζωή τους τους είναι πολύτιμη και μοναδική. Η θανάτωσή τους, όταν δεν είναι απολύτως αναγκαία για κάποιον υπέρτερο λόγο, καταστρέφει κάτι υπαρκτό ηθικά, μέσα σε ένα κόσμο όπου ο πόνος και ο θάνατος κάθε άλλο παρά σπανίζουν. Στην πραγματικότητα, όσο περισσότερο ερευνά η ζωοηθολογία την ψυχολογία και τις κοινωνικές σχέσεις των ζώων, τόσο περισσότερο εντυπωσιαζόμαστε από τα ευρήματα. Και ασφαλώς αυτό δεν εκπλήσσει από την άποψη της βιολογίας, δεδομένου ότι μοιραζόμαστε με τα ζώα το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό του γονιδιώματός μας.