Νύχτα Σαββάτου της τρίτης Ιουνίου στο Λονδίνο εκδηλώθηκε άλλη μία τρομοκρατική επίθεση. Ακόμη οι αρχές δεν έχουν ανακοινώσει τα κίνητρα των δραστών, όμως δεδομένου του modus operandi είναι σχετικά ασφαλές να πιθανολογήσουμε ότι πρόκειται περί εξτρεμιστών στρατευμένων στον ιερό πόλεμο που έχει κηρύξει το Ισλαμικό κράτος. Όταν μαθεύτηκε το νέο της επίθεσης πολλοί εξέφρασαν την αγανάκτηση τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Βαρεθήκαμε να δηλώνουμε “Je suis Charlie” και να γράφουμε “Pray for London”. Δεν είναι ούτε η πρώτη, ούτε η δεύτερη φορά. Κάτι πρέπει να κάνουμε.
Θ. Αλυσανδράτος
Το καθήκον μας
Το 2015 εισήλθαν στην χώρα 856.723 πρόσφυγες. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΗΕ φέτος έχουν ήδη εισέλθει περισσότεροι από 120.000. Η ροή προσφύγων δεν αναμένεται ν’ανακοπεί άμεσα. Το έργο της υποδοχής, περίθαλψης, καταγραφής και ξεπροβοδίσματος όλων αυτών των ανθρώπων είναι τιτάνιο. Θα ήταν τέτοιο ακόμη κι αν η χώρα δεν βρισκόταν σε άσχημη οικονομική κατάσταση. Οι προκλήσεις οργάνωσης και συντονισμού του κρατικού μηχανισμού θα δοκίμαζαν ακόμη και την ικανότερη κυβέρνηση, πόσω δε μάλλον την παρούσα.
Οι εθελοντές τοπικών οργανώσεων, οι επαγγελματίες των μεγάλων ΜΚΟ, τα στελέχη της τοπικής αυτοδιοίκησης, όλοι όσοι έχουν προσφέρει στην ανακούφιση της δυστυχίας των προσφύγων έστω και λίγο, αξίζουν συγχαρητηρίων1. Με τις ακάματες προσπάθειες τους καλύπτουν το κενό που αφήνει αφενός η αδυναμία των ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να συμφωνήσουν σε ένα σχέδιο διαμοιρασμού των προσφύγων και αφετέρου η πάγια ανικανότητα της ελληνικής κυβέρνησης να διαχειριστεί οποιοδήποτε πρόβλημα. Είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι πρόσφυγες δεν θέλουν να μείνουν στην χώρα. Είμαστε ο ενδιάμεσος σταθμός για τουλάχιστον 97.3% των εισερχομένων2. Οι πρόσφυγες συνωστίζονται στην Ελλάδα όχι γιατί θέλουν να την καταλάβουν, αλλ’επειδή δεν έχουν πώς αλλιώς να πάνε στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη, που αποτελεί τον τελικό προορισμό τους.
Κατά φυγοστρατίας ανακεφαλαιωτικός
Πέρασαν πέντε χρόνια από αυτήν την επική κλωτσοπατινάδα. Δυστυχώς σε ιδιωτικές συζητήσεις διαπιστώνω, ακόμη και τώρα, αδυναμία κατανόησης των βασικών λόγων και αρχών που καθιστούν ηθικά υποχρεωτική την υπηρέτηση της θητείας1. Δεν είναι μόνο το ύφος του Αθανασίου, που ομολογουμένως ήταν υπέρ το δέον οπαδικό. Ακόμα και ο πιο νηφάλιος ειρηνικός απέτυχε να καταστήσει σαφές το μήνυμα. Επιτρέψτε μου λοιπόν να επιστρέψω στο ζήτημα αυτό. Αν μη τι άλλο, ίσως αυτός είναι ο μόνος τρόπος για έναν φίλο, στον οποίο αφιερώνεται το κείμενο, να διαβάσει τα επιχειρήματα και να τα επεξεργαστεί με την λογική αντί του θυμικού του.
Exit Music (for a Polity)
Την είδα τη δημοκρατία,
την είδα `ψες αργά
που εμπήκε στη βαρκούλα
να πάει στην ξενιτιά.
Από τις πρώτες βραδινές ώρες της 6ης Μαΐου 2012, όταν έκλεισαν οι κάλπες και η Χρυσή Αυγή ανέμενε την τυπική επικύρωση της εισόδου της στο κοινοβούλιο θα μπορούσε να εκδοθεί το εξής πολεμικό ανακοινωθέν:
“Αι νεοναζιστικαί δυνάμεις προσβάλλουσιν από της 19.01 ώρας της σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της Δημοκρατικής Μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του Πατρίου πολιτεύματος.”
Η Δημοκρατία βρισκόταν υπό πίεση, απ’όλες τις πλευρές, καιρό πριν την επίσημη έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων. Το λαϊκό αίσθημα, όπως απέδειξαν οι εκλογές, δεν είχε αποδεκτή έκφραση στη Βουλή. Λαμβάνονταν αποφάσεις από σώμα αμφισβητούμενης ουσιαστικής δημοκρατικής νομιμοποίησης.
Νόμπελ Οικονομικών 2010: Η θεωρία αναζήτησης
Το βραβείο της Κεντρικής Σουηδικής Τράπεζας στα Οικονομικά προς τιμήν του Άλφρεντ Νομπέλ για το 2010 απονεμήθηκε στους Diamond, Mortensen και Πισσαρίδη. Το εν λόγω βραβείο, γνωστότερο ως Νόμπελ Οικονομικών, αποτελεί την μεγαλύτερη τιμητική διάκριση για έναν οικονομολόγο και είναι η πρώτη φορά που ένα Νόμπελ στις επιστήμες απονέμεται σε ελληνόφωνο. Με αφορμή αυτό το γεγονός στο ακόλουθο κείμενο θα εξηγήσουμε τα μοντέλα αναζήτησης( search and matching models) για την διαμόρφωση των οποίων δόθηκε το φετινό βραβείο.
Στα κλασσικά οικονομικά έχουμε την προσφορά και τη ζήτηση. Στην αγορά εργασίας για παράδειγμα, υπάρχουν άνεργοι από τη μία και κενές θέσεις εργασίας από την άλλη. Ο μισθός που προσφέρεται στην αγορά καθορίζει πόσες θέσεις θα καλυφθούν και πόσοι θα βρουν δουλειά. Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, που ήταν ο βασικός τρόπος ανάλυσης των αγορών για δεκαετίες1 , αν υπήρχε ένας άνεργος και μια θέση εργασίας με μισθό που τον ικανοποιούσε, ο άνεργος θα έβρισκε τη θέση χωρίς κανένα κόστος και θα προσλαμβανόταν αμέσως. Οι τρεις βραβευθέντες, πατώντας στη δουλειά ενός άλλου νομπελίστα, του Stigler, δημιούργησαν ένα νέο πλαίσιο ανάλυσης της αγοράς εργασίας. Δεν αποδέχτηκαν τις προσλήψεις και τις απολύσεις ως γεγονότα που απλώς συμβαίνουν, αλλά προσπάθησαν να εξηγήσουν γιατί λαμβάνουν χώρα.
Μια πρόταση για έξοδο από την δημοσιονομική κρίση
Η δημοσιονομική κατάσταση στην Ελλάδα έχει, σχεδόν, φτάσει στο απροχώρητο. Οι αγορές έχουν πάψει να μας εμπιστεύονται και η εξεύρεση δανεικών για να συνεχίσουμε να χρηματοδοτούμε τον παρόντα τρόπο ζωής μας γίνεται όλο και πιο δύσκολη υπόθεση. Υπό αυτές τις συνθήκες η μόνη λύση, πλην της πτώχευσης, είναι η υιοθέτηση δραστικών μέτρων που θα επιφέρουν θεμελιώδεις αλλαγές. Σε αυτό το πλαίσιο ο Φελντστάιν σε ένα άρθρο του στους FT προτείνει η Ελλάδα να εξέλθει προσωρινά από την Ευρωζώνη, να επανεισάγει τη δραχμή και μετά να εισέλθει ξανά σε αυτή, με νέα, υποτιμημένη, ισοτιμία. Τα προβλήματα που έχει αυτή η πρόταση του Φελντστάιν τα αναλύουν οι Μπάλντουιν και Βιπλός στο vox. Συνοπτικά η πρόταση του δεν είναι ούτε πολιτικά, ούτε οικονομικά βιώσιμη. Αν όμως η λύση δεν είναι ούτε η πτώχευση, ούτε η προσωρινή έξοδος, τότε τι μπορούμε να κάνουμε;
Στο ερώτημα αυτό απαντάνε οι Καβάγιο και Κοτάνι σε ένα άρθρο, πάλι στο vox, στο οποίο απορρίπτουν την πρόταση του Φελντστάιν και προτείνουν τη δική τους εναλλακτική. Κατ’αρχάς αναγνωρίζουν ότι σωστά ο Φελντστάιν εντοπίζει την ρίζα των δεινών της Ελληνικής οικονομίας στην μείωση της ανταγωνιστικότητας της και συμφωνούν ότι αν αυτή δεν βελτιωθεί το πρόβλημα δεν πρόκειται να λυθεί. Αντί για έξοδο από το κοινό νόμισμα και έκδοση μιας νέας, υποτιμημένης δραχμής, προτείνουν την αναδιάρθρωση του φορολογικού συστήματος με τέτοιον τρόπο ώστε τα έσοδα δε θα μειωθούν, αλλά οι επιδράσεις στην πραγματική οικονομία θα αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα μας.
Στηρίζουν το επιχείρημα τους στο ότι οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης αποδίδουν περισσότερα έσοδα από τον ΦΠΑ, παρότι η εισφοροδιαφυγή είναι μεγάλη.