[Το σημερινό άρθρο είναι ένα από αυτά που θα προτιμούσα να μην διαβάση ποτέ η πεθερά μου :-)]
Το όριο της γενετήσιας ενηλικότητας είναι τα 15 έτη (τουλάχιστον για τους ευτυχείς ετεροφυλόφιλους…). Πάνω από το όριο αυτό είναι νόμιμο ό,τι και αν γίνεται (σχεδόν…). Κάτω από αυτό, εφαρμόζεται το άρ. 339 ΠΚ περί αποπλανήσεως.
Αλλά πώς θα έπρεπε να αντιμετωπίζωνται οι περιπτώσεις που βρίσκονται κοντά στην διακεκαυμένη ζώνη των 14 έως 15; Θα έπρεπε η δίωξη να εξαρτάται από την σχετική βούληση του παθόντος; Θα έπρεπε να διακρίνουμε μήπως ανάμεσα σε παθόντες και παθούσες;
Για κάποιο λόγο όταν προσεγγίζουμε το θέμα αυτό έχουμε στο κεφάλι μας ένα στερεότυπο: από την μια μεριά ο δράστης είναι πάντοτε άνδρας, και μάλιστα τουλάχιστον μεσήλικας, ένας έμπειρος γενετήσιος θηρευτής. Από την άλλη μεριά, το θύμα είναι συνήθως κορίτσι, ενώ αν είναι αγόρι, έχουμε σίγουρα ομοφυλοφιλική επαφή. Οι απόλυτοι φόβοι του Έλληνα νοικοκύρη: “μας βιάζουνε τις κόρες μας” και “ο γυιος μου θα γίνη πούστης“.
Έμφυλη διάκριση ως προς το θύμα δεν είναι δυνατόν βέβαια να εισαχθή. Κιόμως, αμφιβάλλω αν στην κοινωνική πραγματικότητα οι δύο πιθανές περιπτώσεις κρίνονται ισοβαρείς.
Δοκιμάστε το και εσείς: τι σας φαίνεται τρομακτικώτερο; Ένας 25χρονος που, εμ, πηδάει μια (σχεδόν) 15χρονη ή μια 25χρονη που, εμ, πηδιέται από ένα (σχεδόν) 15χρονο; Είναι το ίδιο; Ναι ή όχι; Γιατί; Αν άλλαζα την σύνταξη, γράφοντας “ένας 25χρονος που κάνει έρωτα με μια (σχεδόν) 15χρονη ή μια 25χρονη που κάνει έρωτα με ένα (σχεδόν) 15χρονο;”; Αν η επαφή δεν ήταν ετεροφυλοφιλική, αλλά ομοφυλοφιλική;
Κιόμως, νομικά είναι το ίδιο ακριβώς. Δεν έχω υπάρξει κορίτσι για να ξέρω πώς νιώθουν, σας διαβεβαιώ όμως ότι όταν ήμουνα εγώ 14-15 θα ένιωθα απέραντη ευγνωμοσύνη για όποια 25χρονη θα μου έκανε το καλό. [τι κρίμα που δεν βρέθηκε καμία!]