Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν ένας Γίγαντας. Ο Γίγαντας αυτός κατοικούσε σε ένα νησί που ήταν ολόδικό του. Και όλη μέρα τριγυρνούσε στο νησί και έπαιζε.
Ώσπου μια μέρα, ο Γίγαντας κουράστηκε να περιδιαβαίνη το νησί του και ξάπλωσε για να ξεκουραστή. Σταύρωσε τα χέρια και έκλεισε τα μάτια του. Και κοιμήθηκε.
Από τότε, ο Γίγαντας έγινε Άγαλμα. Όλην την ημέρα κοιμάται, γιατί το βράδυ έχει κλάμπινγκ. Έχει να πάη στον Χορό των Σκαντζόχοιρων.
Οι σκαντζόχοιροι κάνουνε κάθε βράδυ τον χορό τους και μαζεύονται όλοι από όλο το νησί. Μαζεύονται πάρα πολλοί σκαντζόχοιροι. Το Άγαλμα ξυπνάει μόλις νυχτώση και πηγαίνει να τους βρη.
Στον χορό παίζει σαϊκεντέλικ τρανς.
Το Άγαλμα χορεύει, αλλά, επειδή είναι γίγαντας, τσαλαπατάει και μερικούς σκαντζόχοιρους. Αλλά οι σκαντζόχοιροι δεν του θυμώνουν ούτε πονάνε, επειδή έχουν τα δυνατά τους τα αγκάθια.
Και το κακόμοιρο το άγαλμα αγκυλώνεται από τα αγκάθια. Γιαυτό, μόλις ξημερώση, επιστρέφει γρήγορα γρήγορα στο μέρος όπου ξαπλώνει και στρώνεται χάμω. Τότε, οι σκαντζόχοιροι μαζεύονται γύρω του και του βγάζουνε τα αγκάθια από τα πόδια του.
Μέχρι το άλλο βράδυ, που αρχίζει πάλι ο Χορός των Σκαντζόχοιρων.
Και ζήσαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα!