[-Μπαμπά, ο κακός ο λύκος έφαγε το φεγγάλι;
-Ε, περίπου. Κάτσε να σου πω.]
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας ποντικός, ένας πολύ πεινασμένος ποντικός! Ο Ποντικός αυτός είχε πάντα άδειο χώρο στην κοιλίτσα του για τυράκι, γιατί του άρεσε πολύ.
Ένα βράδυ, ο φίλος μας ο Ποντικός πεινούσε. Ήθελε πάλι να φάη τυρί τυράκι. Κοιτάζει δεξιά, τίποτα. Κοιτάζει αριστερά, τίποτα. Κοιτάζει κάτω, τίποτα. Κοιτάζει και επάνω, ωωωωωωω! Και βλέπει ένα εξαίσιο, ολόλαμπρο, λαχταριστό, τεράστιο κεφάλι τυρί! Που το έλεγαν Πανσέληνο.
Μόνο που η Πανσέληνος ήταν πολύ ψηλά και ο Ποντικός μας δεν μπορούσε να την φτάση. Πηδάει και τεντώνεται, τίποτα. Πηδάει ξανά πιο ψηλά και τεντώνεται πιο πολύ, πάλι τίποτα. Τρέχει τρέχει τότε προς τον ορίζοντα, γιατί η Πανσέληνος μόλις είχε ανατείλει, και ανεβαίνει σε ένα λόφο. Πλησιάζει σιγά σιγά, σιγά σιγά, σιγά σιγά, πηδάει και χραπ!, καταφέρνει μια γερή δαγκωματιά στην Πανσέληνο.
-Αααααααααχ!, φωνάζει από τον πόνο η Πανσέληνος.
-Ποιος έκοψε ένα κομμάτι από τον ποπό μου;
Γιατί ο Ποντικός σταλήθεια είχε κόψει ένα κομμάτι από τον ποπό της! Με το κομμάτι στα δόντια έτρεξε να κρυφτή στην φωλιά του, σε μία τρύπα, πριν τον δη η Πανσέληνος από εκεί ψηλά, που όλα τα βλέπει. Μέσα στην τρύπα τον περίμενε η Ποντικίνα του και τα πεινασμένα μικρά τους ποντικάκια.
[-Και μπαμπά, όλοι αυτοί φολούσαν καπέλα;
-Όχι, κοιμήσου τώρα.]
Αχ, πώς το περίμεναν όλοι το τυράκι φεγγαράκι, για να γεμίσουν την κοιλίτσα τους! Αλλά και τι απογοήτευση ένιωσαν, όταν κατάλαβαν ότι δεν ήταν τυρί, αλλά ποπός φεγγαριού! Ακόμη και ένας κύριος ποντικός δεν μπορεί να φάη ποπό φεγγαριού!
Στενοχωρημένοι λοιπόν πέταξαν τον ποπό φεγγαριού έξω από την φωλιά τους. Εκεί τον είδε η Πανσέληνος, που όλα τα βλέπει από εκεί ψηλά και μας φωτίζει με τα μακριά, ασημένια χέρια της.
[-Μπαμπά, και πώς ανέβηκε πάλι ο ποπός στο φεγγάλι;
-Περίμενε, φτάνουμε και σε αυτό.]
Οι άνθρωποι στο μεταξύ είχαν τρομάξει, γιατί, όταν σήκωσαν το βλέμμα τους και είδαν την Πανσέληνο, πρόσεξαν ότι έλειπε ο ποπός της. Και είχαν ανησυχήσει πολύ, γιατί νόμιζαν ότι την είχε δαγκώσει ο κακός ο λύκος και ότι μετά θα την έτρωγε ολόκληρη!
Η Πανσέληνος όμως έστειλε τα μακριά, φωτεινά, ασημένια της χέρια προς εμάς. Τα χέρια κατέβηκαν κάτω, έψαξαν και βρήκαν τον δαγκωμένο ποπό του φεγγαριού. Τον ανέβασαν ψηλά ψηλά και έτσι το φεγγαράκι μας έγινε πάλι Πανσέληνος.
Νάτην, την βλέπεις;
Και ζήσαν αυτοί καλά, εκτός από τον κύριο Ποντικό, που κοιμήθηκε με άδεια κοιλίτσα, και εμείς καλύτερα!
Η φωτογραφία ανήκει στον φωτογράφο Γιάννη Μαρμαρά.