Προσαγωγή, ΜΜΕ και τεκμήριο αθωότητας

Με αφορμή άρθρα όπως αυτό εδώ του Σταύρου Τσακυράκη και αυτό εδώ του Bernard-Henri Lévy, κάποιες σκέψεις:

Έγκλημα;

Σύμφωνα με το άρ. 8 παρ. 2 και 3 Ν. 3090/2002:

2. Η μετάδοση από την τηλεόραση ή η κινηματογράφηση ή μαγνητοσκόπηση ή φωτογράφηση των προσώπων που οδηγούνται ενώπιον των δικαστικών ή εισαγγελικών ή αστυνομικών και λοιπών αρχών απαγορεύεται.
3. Όποιος παραβαίνει τις διατάξεις των παρ. 1 εδ. α΄ και 2 τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών και χρηματική ποινή είκοσι χιλιάδων (20.000) έως διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ.

Στο πλαίσιο της γνωστής αποτελεσματικώτατης νομοθετικής του πολιτικής, το ελληνικό κράτος έχει θεσπίσει και την ως άνω διάταξη. Διάταξη που δεν εφαρμόζεται ποτέ βέβαια, αλλά, είπαμε, ο νόμος έχει και εξωνομικές επικοινωνιακές λειτουργίες, μην γινώμαστε γκρινιάρηδες τώρα.

Η διάταξη αυτή δεσμεύει τους πάντες, ιδίως δε τους δημοσιογράφους. Για τους ραδιοτηλεοπτικούς δημοσιογράφους όμως υπάρχει επιπλέον και το άρ. 11 παρ. 5 π.δ. 77/2003 (“Δεοντολογία δημοσιογράφων”):

Με την επιφύλαξη των οριζομένων στην εκάστοτε ισχύουσα οικεία νομοθεσία, δεν επιτρέπεται η αναφορά ονομάτων ή άλλων στοιχείων δηλωτικών της ταυτότητας καθώς και η χρησιμοποίηση εικόνων προσώπων που θεωρούνται ύποπτοι τέλεσης εγκλημάτων.

Διαπόμπευση. Πίσσα και πούπουλα. Τηλεδίκες. Ανθρωποφάγα ΜΜΕ. Σκύλευση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Περπ γουόκ. Και δεν συμμαζεύεται. Το πιάσατε το νόημα.

Η αλήθεια είναι ότι διατάξεις παρόμοιες με τις σχολιαζόμενες δεν είναι άγνωστες και σε άλλες νομοθεσίες. Η φρενίτιδα των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων δεν είναι ασφαλώς άσχετη με την τάση αυτή. Προσωπικά όμως, δεν βρίσκω κάτι εγκληματικό στις πράξεις αυτές. Και με το συμπάθιο, δεν βρίσκουν και όλοι οι εισαγγελείς της Ευελπίδων, εκτός από μένα.

Βρισκόμαστε όμως πράγματι ενώπιον μιας ακόμη περιπτώσεως νεοελληνικής ανομίας, για να χρησιμοποιήσω μια λέξη που είναι τόσο πολύ της μοδός;

Λέγεται συνήθως ότι διατάξεις σαν κι αυτήν προστατεύουν το τεκμήριο αθωότητας του συλληφθέντος.

Είναι όμως έτσι;

Σύμφωνα με το άρ. 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ:

Παv πρόσωπov κατηγoρoύµεvov επί αδικήµατι τεκµαίρεται ότι είvαι αθώov µέχρι της voµίµoυ απoδείξεως της εvoχής τoυ.

Τα ίδια λέει και το άρ. 14 παρ. 2 ΔΣΑΠΔ (Ν. 2462/1997):

Κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο.

Τεκμαίρεται, λοιπόν, αλλά ποιος τεκμαίρει; Το ερώτημα συνέχεται και με την φύση του τεκμηρίου αθωότητας. Αν πρόκειται για ατομικό δικαίωμα, τμήμα των γενικώτερων συνταγματικών δικαιωμάτων δικονομικού χαρακτήρα (: δικαίωμα δικαστικής ακροάσεως, δικαίωμα ευδικίας πιο αφηρημένα), όπως φαίνεται να είναι η ορθότερη προσέγγιση, ασφαλώς δεσμεύεται από το τεκμήριο η κρατική εξουσία. Αυτό βέβαια από κανένα δεν αμφισβητείται. Το ζήτημα είναι αν τριτενεργεί το τεκμήριο και στις οριζόντιες σχέσεις μεταξύ πολιτών.

Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι όντως τριτενεργεί και ότι αυτό είναι το αντικείμενο προστασίας των αυστηρών διατάξεων. Βρίσκω την υπόθεση αυτή βεβιασμένη και προβληματική (απαγορεύεται δηλαδή στον πολίτη να έχη άλλη γνώμη από εκείνη της δικαστικής λειτουργίας; Σοβαρευθώμεν!), αλλά χάριν της συζητήσεως την αποδέχομαι ασμένως.

Καταρχάς, η απαγόρευση αφορά κάθε είδος δημοσιότητας, όχι μόνο αρνητικής, αλλά και θετικής. Η θετική όμως ασφαλώς ευνοεί τον κατηγορούμενο και δεν παραβλάπτει το τεκμήριο της αθωότητάς του, αλλά το ενισχύει. Άρα, η υπόθεση που έκανα προηγουμένως δεν μπορεί να δικαιολογήση πλήρως την διάταξη.

Συνεχίζω όμως: αν πρόκειται για ατομικό δικαίωμα που προσβάλλεται, τότε προφανώς, για εμάς τους αναμορφωσιακούς φιλελεύθερους τουλάχιστον, η συναίνεση του δήθεν παθόντος αποκλείει την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. Απλό: αν κάποιος δεν αντιδρά στην καταγραφή της εικόνας του, συναινεί και, αν συναινεί, δεν βλάπτεται.

Ας πούμε:

Έγκλημα;

Ίσως όμως η απαγόρευση προστατεύει εμμέσως τον συλληφθέντα, υπό την έννοια ότι η στοχοποίησή του διακινδυνεύει την ορθή απονομή της δικαιοσύνης στην συγκεκριμένη περίπτωση, δημιουργεί αρνητικό κλίμα και επηρεάζει ας πούμε τους δικαστές.

Έγκλημα;

Ναι, και;

Καταρχάς, οι δικαστικοί λειτουργοί είναι εκπαιδευμένοι ακριβώς για να μην επηρεάζωνται. Αν επηρεάζονται παρά ταύτα, είναι δικό τους πρόβλημα, επιλυτέο με κριτήρια υπηρεσιακής επάρκειας και όχι εις βάρος των ελευθεριών των άλλων πολιτών. Επίσης, αν αυτό ήταν το πρόβλημα, πολλώ δε μάλλον θα έπρεπε να απαγορεύεται και κάθε σχολιασμός, αρθρογραφία, διατύπωση σκέψεων επί εκκρεμούς υποθέσεως και μέχρι να γίνη αμετάκλητη. [ναι, είμαι βέβαιος ότι κάποιοι δεν θα είχαν πρόβλημα με ένα τέτοιου είδος καθεστώς]

[ή ακόμα και μετ’ αυτήν! Το άρ. 11 παρ. 3 της Δεοντολογίας προβλέπει: “3. Δεν αναφέρεται η καταδίκη προσώπου για ορισμένο έγκλημα μετά την έκτιση της ποινής του, παρά μόνο για λόγους δημοσίου συμφέροντος”. Και μη χειρότερα, λέω εγώ. Δήτε και αυτήν την απόφαση να γελάσετε.]

Υπάρχει όμως και ένα πράγμα που λέγεται ελευθερία της έκφρασης. Υπάρχει η δημοσιογραφική ελευθερία. Υπάρχει ακόμη και το παθητικό δικαίωμα ενημέρωσης των πολιτών, δικαίωμα που αποτελεί προϋπόθεση της δικής τους ελεύθερης έκφρασης. Τα συγκρουόμενα δικαιώματα είναι πολλά και διάφορα και η μεταξύ τους στάθμιση όντως δυσχερής. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η καθολική, ανεξαίρετη, απόλυτη και μάλιστα ποινικά προστατευόμενη απαγόρευση που ισχύει, εκτός από πρακτικά ανεφάρμσοτη, δεν επιτυγχάνει να τάμη ορθά το ισοζύγιο.

Από την άλλη μεριά, ένα άλλο σημείο που πρέπει να λάβουμε ασφαλώς υπόψιν μας όμως είναι το δικαίωμα κάθε ατόμου επί της ιδίας αυτού εικόνας, ως έκφραση της προσωπικότητάς του. Αν το δικαίωμά του αυτό παραγνωριστή μάλιστα, υπάρχει κίνδυνος να φτάσουμε στο σημείο να θεωρήσουμε ότι υφίσταται υποχρέωσή του να αποκαλυφθή και ότι π.χ. οι αστυνομικοί οφείλουν να τον εμποδίσουν, αν επιχειρήση να κρύψη το πρόσωπό του.

Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι κάθε εικονοληψία παρά την θέληση του καθ’ ου είναι εγκληματική άδικη, αλλά μπορεί να συνιστά απλώς αστική αδικοπραξία.

Και πάλι υπάρχει ένα θέμα ως προς το κατά πόσον τα λεγόμενα πρόσωπα της επικαιρότητας έχουν την απόλυτη εξουσία διαχειρίσεως της εικόνας τους, αλλά αυτό θα είναι η εξαίρεση. Εδώ πρέπει να συνυπολογιστούν ακόμη παράγοντες όπως η διαφάνεια της αστυνομικής δράσης και η δημόσια λογοδοσία της. Και σε κάθε περίπτωση είναι κάτι προς συζήτηση, συζήτηση όμως που απαγορεύει ακριβώς η ανεξαίρετη απαγόρευση που ισχύει.

17 thoughts on “Προσαγωγή, ΜΜΕ και τεκμήριο αθωότητας”

  1. θαναη μια ευκολη ερωτηση για αρχη: ο νομος δεν εφαρμοζεται ποτε γιατι δεν δοκιμασε κανεις κατηγορουμενος να κυνηγησει οσους δημοσιευσαν φωτογραφια του?

    Reply
  2. α) Για τους συμμετέχοντες σ’ ένα blog κοινωνικού μ.ά. σχολιασμού είναι όχι μόνο εύλογο αλλά και ιδιαίτερα ενθαρρυντικό να σχολιάζονται και να τίθενται υπό κριτική διατάξεις νόμων, όπως η υπό κρίση.

    β) Για τους υφιστάμενους την βιντεοσκόπηση ημεδαπούς και αλλοδαπούς, τίθεται αρχικώς ζήτημα προσωπικής επιλογής: Ορισμένοι θα επιθυμούν να μην βιντεσκοπηθούν. Ορισμένοι, το αντίθετο. Και ορισμένοι -εικάζω οι περισσότεροι- είτε δεν ξέρουν το νόμιμο δικαίωμά τους, είτε δεν είναι σε θέση -ευρισκόμενοι υπό το δυσμενέστατο γι’ αυτούς καθεστώς της αναγκαστικής άμεσης εξουσίασης από τις αστυνομικές αρχές- να κάνουν οποιαδήποτε σκέψη γι’ αυτό το θέμα.

    Υπό το προϊχύσαν νομικό καθεστώς (ά. 35§4 εδ. α΄,γ΄ Ν. 2172/1993) οριζόταν ότι: «α) Απαγορεύεται η μετάδοση από την τηλεόραση ή η κινηματογράφηση ή βιντεοσκόπηση ή φωτογράφηση των προσώπων που προσάγονται ενώπιον των δικαστικών ή εισαγγελικών ή αστυνομικών και λοιπών αρχών, εφόσον αυτά δεν συναινούν ρητά», «γ) Όποιος παραβαίνει ή διευκολύνει την παραβίαση της απαγόρευσης της πραγράφου 4 εδάφιο α΄ τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και με χρηματική ποινή από εκατό χιλιάδες (100.000) δρχ. έως πέντε εκατομμύρια (5.000.000) δρχ.».
    Υπό την ισχύ εκείνου του νόμου, εκδόθηκε η 2/2001 Εγκύκλιος του ΕισΑπ (Π.Δημόπουλου), την οποία παραθέτω:
    “Αθήνα, 5 Απριλίου 2001
    Αριθ. Πρωτ. 1110/εγκ. 2
    Προς Τους κ.κ. Διευθύνοντες τις Εισαγγελίες Εφετών και Πρωτοδικών
    Είναι γνωστό ότι η ελληνική έννομη τάξη. εκφράζουσα την κρατούσα κοινωνικο-πολιτική αντίληψη και ανταποκρινόμενη στις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας, με τα άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 2 και 7 παρ. 2 του Συντάγματος, έχει αναγάγει σε πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας την προστασία της αξίας του ανθρώπου και ειδικώς απαγορεύει την προσβολή της τιμής και της αξιοπρέπειας του. Μορφή βαρείας προσβολής της αξιοπρέπειας του ανθρώπου είναι και η παρά τη θέληση του φωτογράφηση ή βιντεοσκόπηση ή κινηματογράφηση ή μετάδοση από την τηλεόραση της εικόνας του και των συνθηκών συλλήψεως και προσαγωγής του ενώπιον των διωκτικών αρχών. Η μορφή αυτή προσβολής αποτελεί πρόσθετη ποινή, την ποινή της διαπόμπευσης, η οποία τραυματίζει ψυχικά και κοινωνικά τον κατηγορούμενο και δυσχεραίνει την αποκατάσταση του και όταν ακόμη αθωωθεί καίτοι, κατά τον Κ.Ποιν.Δ. και το άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρ.Σ.Δ.Α., “κάθε πρόσωπο κατηγορούμενο για αδίκημα τεκμαίρεται αθώο μέχρι την νόμιμη απόδειξη της ενοχής του”. Πέραν τούτου, η από τον τύπο, έντυπο και ηλεκτρονικό, παρουσίαση του κατηγορουμένου και των συνθηκών συλλήψεως και προσαγωγής του ενώπιον των διωκτικών αρχών, η οποία (:παρουσίαση). πολλές φορές, συνοδεύεται με δυσμενείς κρίσεις εκτιμήσεις και συμπεράσματα, δημιουργεί εσφαλμένες εντυπώσεις και αρνητικό κλίμα εις βάρος του κατηγορουμένου, στοιχεία τα οποία είναι δυνατόν ανεπιννώτως να επηρεάσουν την κρίση του αρμόδιου δικαστικού οργάνου ή δικαστηρίου. Για τους λόγους αυτούς, ο κοινός νομοθέτης, με το άρθρο 35 παρ. 4 περισ. α’ και β’ του ν. 2172/1993, απαγορεύει τη μετάδοση από την τηλεόραση, την κινηματογράφηση, τη βιντεοσκόπηση και φωτογράφηση των προσώπων που προσάγονται ενώπιον των δικαστικών ή εισαγγελικών ή αστυνομικών και λοιπών αρχών, εφόσον αυτά δεν συναινούν ρητώς Ο νομός δεν αρκείται στη μη εναντίωση των προσώπων αυτών στην μετάδοση από την τηλεόραση κ.λ.π. Απαιτεί ρητή, έγγραφη ή προφορική, συναίνεση.
    Κατά την έννοια του νόμου η μη εναντίωσή τους στη μετάδοση από την τηλεόραση κ.λ.π. δεν επιτρέπεται να ερμηνευθεί ως συναίνεση, αφού απαιτείται η συναίνεση τους να είναι ρητή. Κατά την ίδια, ως άνω, διάταξη, η παρά την έλλειψη ρητής συναίνεσης μετάδοση ή διευκόλυνση της μετάδοσης από την τηλεόραση, κ.λ.π. είναι αξιόποινη και τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και με χρηματική ποινή από εκατό χιλιάδες (100.000) έως πέντε εκατομμύρια (5.000.000) δραχμές. Η αξιόποινη αυτή πράξη, κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 36 του Κ.Ποιν.Δ., διώκεται αυτεπάγγελτα. Πολλές φορές, το τηλεοπτικό κοινό με αγανάκτηση, παρακολουθεί την από τις τηλεοράσεις προκλητική παραβίαση της ως άνω διάταξης, με την προβολή των προσώπων και των συνθηκών συλλήψεως και προσαγωγής τους ενώπιον αρχών, καίτοι, σε πολλές περιπτώσεις, όχι μόνο δεν υπάρχει “ρητή” συναίνεση τους, αλλά αντίθετα προβάλλεται ή ρητή εναντίωσή τους, αφού προσπαθούν να αποκρύψουν το πρόσωπο τους από τον φακό ή να αποφύγουν την κινηματογράφηση, βιντεοσκόπηση και φωτογράφηση τους. Η αξιόποινη αυτή τακτική δεν επιτρέπεται να συνεχισθεί.
    Παρακαλώ, προς τούτο, να μεριμνήσετε ώστε να διαπιστώνεται η παράβαση της ως άνω διάταξης και να ασκείτε την προσήκουσα ποινική δίωξη κατά του παραβαίνοντος ή διευκολύνοντος την παράβαση αυτής, εφαρμόζοντες και την από τα άρθρα 418 επόμ. Κ.Ποιν.Δ. προβλεπόμενη συνοπτική διαδικασία.
    Παναγιώτης Δ. Δημόπουλος”

    Αντικαθιστάμενη η σχετική ποινική διάταξη το 2002, ως την παρέθεσε ο ΑΑ, όχι μόνο κατέστη αυστηρότερη η ποινή, αλλά και αποσυνδέθηκε η δυνατότητα βιντεοσκόπησης από την εκφραζόμενη βούληση του προσαγομένου.
    Ως προς την τροποποίηση της ποινής, μου φαίνεται εύλογο να υποθέσει κανείς πως δεν έγινε διότι η προηγούμενη ήταν πολύ επιεικής για να επιτελέσει τον αποτρεπτικό ρόλο της, αλλά -ως συνήθως γίνεται- διότι απλώς ήταν πολλές οι περιπτώσεις παραβίασης της σχετικής διάταξης, και -αντανακλαστικα (;)- ο νομοθέτης προχώρησε σε αυστηροποίηση.
    Η τροποποίηση της αντικειμενικής υπόστασης, όμως, μου φαίνεται ορθή, έστω και μόνο για τον λόγο ότι ο προσαγόμενος είτε δεν ξέρει ότι μπορεί να αντιλέξει (ποιος τον ρωτάει άλλωστε) είτε δεν είναι σε κατάσταση που να του επιτρέπει την ήρεμη σκέψη, ώστε να λάβει τις καταλληλότερες για το συμφέρον του αποφάσεις.

    γ) Για τις εισαγγελικές αρχές, το ερώτημα δεν είναι σκοπιμότητας, αλλά νομιμότητας. Εφόσον διαπιστώσουν ότι τελείται το σχολιαζόμενο αδίκημα, οφείλουν να παραγγείλουν τη σύλληψη των δραστών και την παραπομπή τους στην αυτόφωρη διαδικασία (και είναι άλλο το θέμα εάν αυτή τελικά θα ακολουθηθεί ή αν θα προτιμηθεί από τον Εισ. Ποιν. Δίωξης η τακτική διαδικασία).

    δ) Τέλος, το δικαστήριο που τελικά θα κληθεί να δικάσει την άνω παράβαση έχει όλη την ευχέρεια που του παρέχει ο νόμος να ανακαλύψει λόγους άρσης του αδίκου ή του καταλογισμού ή και να κρίνει την διάταξη αντισυνταγματική, εφόσον αυτή είναι η πεποίθησή του.

    Και θα σκεφτεί κανείς: Ωραία όλα αυτά, αλλά πώς συνεισφέρουν στη συζήτηση;
    Ο λόγος που τα ανέφερα είναι τούτος: Η έκταση εφαρμογής και η ισχύς των νόμων κρίνεται από τα δικαστήρια και δεν είναι, κατά την ταπεινή μου άποψη, ορθή η επιλογή της μη άσκησης δίωξης κατά την κρίση των εκάστοτε φορέων της σχετικής εξουσίας, έτσι ώστε να αποστερούνται τα δικαστήρια από την δυνατότητα απόφανσης επί των υποθέσεων αυτών. Ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι η σχετική διάταξη είναι κατά την κρίση του αρμοδίου Εισαγγελέα αντισυνταγματική, θα όφειλε να σχηματίσει δικογραφία και εν συνεχεία να απορρίψει την μήνυση με σχετική διάταξή του.
    Εφόσον οι δικαστικές αρχές (δικαστές και εισαγγελείς) αποφεύγουν να ασχολούνται με τις υποχρεωτικές αρμοδιότητές τους, τότε όχι μόνον δημιουργείται κενό, το οποίο κατά φυσική αναγκαιότητα θα πληρωθεί από αλλού, αλλά και η κοινωνία δικαιολογημένα θα πιστέψει πως η μη δικαστική διερεύνηση σημαίνει έλλειψη νομικού πλαισίου, εν προκειμένω δηλ. ότι η βιντεοσκόπηση επιτρέπεται. Και αυτό απο μεν την παιδαγωγική άποψη είναι καταστροφικό, από δε την άποψη της γενικής πρόληψης είναι καταστρατηγικό.

    Όσον αφορά την δική μου άποψη για την ουσία του νόμου: Πράγματι, δεν πιστεύω πως είναι νομικά δυνατόν να επηρεαστεί η κρίση των δικαστών από την προβολή αυτών των εικόνων, ενώ και στην πραγματικότητα δεν είναι η εικόνα που ενδέχεται να επηρεάσει, αλλά περισσότερο τα τυχόν δημοσιευόμενα σχόλια και οι συναφείς δημοσιογραφικές (και όχι μόνο) κρίσεις για την εκάστοτε υπόθεση. Και τα τελευταία φυσικά και δεν μπορούν να λείψουν σε μια δημοκρατία, ούτε και θα έπρεπε άλλωστε. Οι κριτές οφείλουν μόνον να μην κρίνουν με βάση αυτά (και είναι, όπως και ο ΑΑ ανέφερε, θέμα προσωπικό [και ίσως πειθαρχικό] του καθενός τους αν θα τα καταφέρει).

    Όμως, η προστασία της προσωπικότητας των προσαγομένων ανθρώπων δεν τίθεται σε καμιά ζυγαριά ενημέρωσης, διότι η ενημέρωση δεν διευκολύνεται με την αποτύπωση της εικόνας των ανθρώπων αυτών. Η βιντεοσκόπηση δεν παρέχει τίποτε περισσότερο παρά τροφή στα -πάντοτε υπαρκτά- ηδονοβλεπτικά ένστικτα της κοινωνίας. Βοηθάει, μόνο, λίγο περισσότερο τα δελτία ειδήσεων να φτάνουν τα ποσοστά θέασης των μεσημεριανών εκπομπών και τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων να τραβούν τα βλέματα στα περίπτερα.
    Η αποτύπωση της εικόνας δεσμευμένων ανθρώπων δεν είναι παρά βορά στα μάτια πεινασμένων θηρίων-τηλεθεατών/αναγνωστών και αλήθεια αναρωτιέμαι πώς γίνεται να μην προκαλεί σε κάθε μέσης νοημοσύνης και ευαισθησίας άνθρωπο αποτροπιασμό. Η δέσμευση του προσαγομένου, πράξη κρατική εξαιρετικής βαρύτητας, προβλέπεται ώστε να εξυπηρετεί αποκλειστικά τον σκοπό της μη διαφυγής του. Η εκμετάλλευση της αναγκαστικής αυτής κατάστασης για την εξυπηρέτηση άλλων σκοπών, μάλιστα ανήθικων κατά την άποψή μου, ορθώς τυποποιείται σε αδίκημα αυτεπαγγέλτως διωκόμενο. Και η παράλειψη άσκησης διώξεων ως τώρα πιθανότατα συνέβαλε στην δημιουργία της εντύπωσης ότι ίσως και να υπάρχει δικαίωμα του κοινού στην εικόνα αυτή.

    Υ.Γ.1: Στην παραπάνω άποψη ηθελημένα δεν αναφέρθηκα στο τεκμήριο αθωότητας. Διότι δεν είναι αυτό που προσβάλλεται. Άλλως, θα είχαμε ήδη εκπομπές τύπου Big Prisoner…
    Υ.Γ.2: Τα ακόλουθα μόνον χαλαρή σύνδεση έχουν με το σχολιαζόμενο θέμα, αναφερόμενα σε προβολή εικόνων ήδη κατηγορουμένων εντός δικαστηρίου.
    Σε δημοσιογραφικά και άλλα sites αναφέρεται ότι στη δίκη των φερόμενων ως μελών των Πυρήνων της Φωτιάς αποφασίστηκε να προβληθούν προσωπικές φωτογραφίες από τους κατασχεμένους υπολογιστές των κατηγορουμένων, για να καταδειχθούν οι μεταξύ τους σχέσεις. Υπό την προϋπόθεση ότι τα δημοσιεύματα είναι ακριβή, και εφόσον οι φωτογραφίες δεν είναι απόλυτα πρόσφορες για να καταρρίψουν τυχόν αντίθετους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων αλλά το δικαστήριο επεκταθεί στη δημοσιοποίηση προσωπικών στιγμών που δεν συνεισφέρουν οτιδήποτε στη δημόσια διαδικασία, φοβάμαι ότι το δικαστήριο και οι δικαστές θα καταργήσουν τον εαυτό τους, διότι η προσωπικότητα των ανθρώπων ποτέ δεν αφέθηκε στην αδικαιολόγητη ευχέρεια κανενός να την τιμά ή να την διασύρει.
    Γι’ αυτό ελπίζω, εφόσον πραγματοποιηθεί η προβολή, να είναι δικαιολογημένη, κάτι το οποίο θα καταδειχθεί από την αποδεικτική αξιοποίηση ή μη όλων των εικόνων που θα προβληθούν.

    Reply
    • Σκυθρωπόσημε,

      Ο νομός δεν αρκείται στη μη εναντίωση των προσώπων αυτών στην μετάδοση από την τηλεόραση κ.λ.π. Απαιτεί ρητή, έγγραφη ή προφορική, συναίνεση.

      Η συναίνεση, όπως όλοι γνωρίζουμε, μπορεί να συνάγεται και συμπερασματικά. Εκείνος που βάζει τα χέρια στο πρόσωπο και σκύβει το κεφάλι, δεν συναινεί. Εκείνος που περπατά με το κεφάλι ψηλά ενώ ξέρει ότι τον φωτογραφίζουνε, προφανώς συναινεί.

      Η αξιόποινη αυτή τακτική δεν επιτρέπεται να συνεχισθεί.

      …έλεγε ο Δημόπουλος, αλλά όχι μόνο συνεχίστηκε, αλλά και θα συνεχιστή, για τον πολύ απλό και ανθρώπινο λόγο ότι κανείς δεν το θεωρεί έγκλημα.

      Ούτε οι ίδιοι οι Εισαγγελείς!

      αποσυνδέθηκε η δυνατότητα βιντεοσκόπησης από την εκφραζόμενη βούληση του προσαγομένου.

      Αυτό ωθεί την ερμηνεία της διάταξης προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, ότι δηλαδή προστατεύεται κάποιο υπερατομικό έννομο αγαθό. Πολλοί όμως υποστηρίζουν το αντίθετο, οπότε η συζήτηση περί συναίνεσης έχει νόημα.

      Ως προς την τροποποίηση της ποινής, μου φαίνεται εύλογο να υποθέσει κανείς πως δεν έγινε διότι η προηγούμενη ήταν πολύ επιεικής για να επιτελέσει τον αποτρεπτικό ρόλο της, αλλά -ως συνήθως γίνεται- διότι απλώς ήταν πολλές οι περιπτώσεις παραβίασης της σχετικής διάταξης, και -αντανακλαστικα (;)- ο νομοθέτης προχώρησε σε αυστηροποίηση.

      Κλασσική περίπτωση νεοελληνικής νομοθέτησης: Δεν εφαρμόζεται ένας νόμος, ψάχνουμε να βρούμε τι φταίει, βρε τι να φταίη, μήπως φταίει ο νομοθέτης, μπα, αποκλείεται, αυτό θα σήμαινε ότι φταίμε εμείς, όπερ άτοπον, βρε τι να φταίη, α, το βρήκαμε, οι ποινές ήταν απλώς δρακόντειες και δεν εκφόβιζαν τους πολίτες, γιαυτό και μεις θα τις κάνουμε υπερδρακόντειες για να έχουμε σίγουρα αποτελέσματα.

      Τα οποία βλέπουμε καθημερινά γύρω μας.

      Η τροποποίηση της αντικειμενικής υπόστασης, όμως, μου φαίνεται ορθή, έστω και μόνο για τον λόγο ότι ο προσαγόμενος είτε δεν ξέρει ότι μπορεί να αντιλέξει (ποιος τον ρωτάει άλλωστε) είτε δεν είναι σε κατάσταση που να του επιτρέπει την ήρεμη σκέψη, ώστε να λάβει τις καταλληλότερες για το συμφέρον του αποφάσεις.

      Αυτό όμως σημαίνει ότι υπάρχει έγκλημα ακόμη και αν το επιθυμεί ο ίδιος ο προσαγόμενος, και μάλιστα, αφού δεν προστατεύεται ο ίδιος από την διάταξη, μπορεί κάλλιστα να τιμωρηθή για συμμετοχή στην κυρία πράξη των φωτογράφων, π.χ. αν τους φωνάξη “ἑδώ είμαι, αποθεώστε με!”.

      Αλλά αυτά είναι κάπως δύσπεπτα, δεν νομίζεις;

      Εφόσον διαπιστώσουν ότι τελείται το σχολιαζόμενο αδίκημα, οφείλουν να παραγγείλουν τη σύλληψη των δραστών και την παραπομπή τους στην αυτόφωρη διαδικασία

      Έλα που όμως δεν το κάνουν. Τόσο επιλήσμονες του καθήκοντος είναι αυτοί οι Εισαγγελείς; Διαπράττουν παράβαση καθήκοντος (τουλάχιστον) έτσι ελαφρά τη καρδία;

      Ή μήπως το πρόβλημα το έχει ο νόμος;

      δεν είναι, κατά την ταπεινή μου άποψη, ορθή η επιλογή της μη άσκησης δίωξης κατά την κρίση των εκάστοτε φορέων της σχετικής εξουσίας

      Δεν είπε κανείς το αντίθετο.

      Όμως, η προστασία της προσωπικότητας των προσαγομένων ανθρώπων δεν τίθεται σε καμιά ζυγαριά ενημέρωσης, διότι η ενημέρωση δεν διευκολύνεται με την αποτύπωση της εικόνας των ανθρώπων αυτών.

      Φυσικά και διευκολύνεται σε κάποιες περιπτώσεις. Γενικώτερα, η εικόνα πάντα υποβοηθεί, ζωντανεύει και νοηματοδοτεί ένα κείμενο. Αλλά και από μόνη της έχει δική της ζωή. Και γράφει και την δική της ιστορία μερικές φορές.

      Reply
    • Τα υπόλοιπα που γράφεις είναι πιο λογοτεχνικά από όσο θα ήθελα.

      Η εκμετάλλευση της αναγκαστικής αυτής κατάστασης για την εξυπηρέτηση άλλων σκοπών, μάλιστα ανήθικων κατά την άποψή μου, ορθώς τυποποιείται σε αδίκημα αυτεπαγγέλτως διωκόμενο.

      Εδώ υπάρχει μια σύγκρουση δικαιωμάτων. Ο νόμος δεν την λαμβάνει υπόψιν του, αλλά επιβάλλει καθολική απαγόρευση, ακόμη και αν ο καθού επιδιώκει την δημοσιότητα. Αυτές είναι λύσεις ακραίες και ελάχιστα πειστικές. Υπάρχουν αρκετές ενδιάμεσες, που θα μπορούσαν να λάβουν υπόψιν τους τα εύλογα συμφέροντα της δημοσιότητας, π.χ. να εκδίδεται εισαγγελική διάταξη που να επιτρέπη την φωτογράφιση, ακόμη και παρά την θέληση του καθού, σε κάποιες περιπτώσεις, ένεκα της σημασίας τους.

      Ούτε μπορείς να παραβλέψης το δογματικό πρόβλημα με την συναίνεση. Αν δεν προσβάλλεται υπερατομικό έννομο αγαθό, η συναίνεση δεν μπορεί παρά να λαμβάνεται υπόψιν.

      Σχετικά με την ΣΠΦ, αν δεν κάνω λάθος, θα γινόταν επισκόπηση και επίδειξη των σχετικών φωτογραφιών ή άλλων καταγραφών στο ακροατήριο, όχι εκτός δικαστηρίου. Οπότε, ούτε έμμεση σχέση δεν έχει με το θέμα μας.

      Reply
      • Αν αυτό το ονομάζεις απάντηση.
        Ελλείψει χρόνου, παραλείπω μιαν απάντηση, άσκοπη απέναντι σε άσκοπη γραφή.

        Reply
        • Ναι, το ονομάζω απάντηση, Σκυθρωπόσημε όνομα και πράγμα. Από κάτω έχει και κάτι άσκοπα γερμανικά από μια άσκοπη απόφαση ενός άσκοπου Μπεγκεχά.

          Reply
  3. Να και φρέσκο πράμα από Καρσλρούη μεριά, χτεσινή απόφαση και εδώ σχολιασμός.

    Ολόκληρο το ανακοινωθέν:

    Die Beklagte ist Herausgeberin der “Bild”-Zeitung. Der Kläger wurde durch ein inzwischen rechtskräftiges Urteil des Oberlandesgerichts Stuttgart vom 15. Juli 2008 zusammen mit zwei Mitangeklagten wegen Mitgliedschaft in einer ausländischen terroristischen Vereinigung in Tateinheit mit versuchter Beteiligung an einem Mord zu einer Freiheitsstrafe von sieben Jahren und sechs Monaten verurteilt (Pressemitteilung des Oberlandesgerichts Stuttgart vom 15. Juli 2008; BGH, Beschluss vom 22. September 2009 – 3 StR 203/09, Pressemitteilung Nr. 203/2009). Er nimmt die Beklagte auf Unterlassung in Anspruch, weil in der Ausgabe der Bild-Zeitung vom 16. Juli 2008 im Rahmen einer Berichterstattung über die Urteilsverkündung unter der Überschrift “Irak-Terroristen müssen für Attentatsplan ins Gefängnis!” ein Foto des Klägers veröffentlicht wurde, auf dem sein Gesicht zu erkennen ist.

    Das Strafverfahren hatte einen geplanten Anschlag der Terrorgruppe “Ansar al-Islam” auf den damaligen irakischen Ministerpräsidenten Allawi zum Gegenstand. Während der Hauptverhandlung vor dem Oberlandesgericht Stuttgart waren Fernseh- und Bildaufnahmen nach der sitzungspolizeilichen Anordnung der Vorsitzenden nach § 176 Gerichtsverfassungsgesetz (GVG)* am Tag der Urteilsverkündung nur mit der Maßgabe zulässig, dass bei Abbildungen der Angeklagten deren Gesichter durch geeignete Maßnahmen (pixeln) unkenntlich gemacht werden.

    Das Landgericht hat die Beklagte verurteilt, es zu unterlassen, das Foto ungepixelt oder sein Antlitz in anderer Weise unkenntlich gemacht zu verbreiten. Die Berufung der Beklagten hatte keinen Erfolg. Auf die Revision der Beklagten hat der u. a. für das Persönlichkeitsrecht zuständige VI. Zivilsenat des Bundesgerichtshofs entschieden, dass dem Kläger kein Anspruch auf Unterlassung der ihn identifizierenden Bildberichterstattung zusteht.

    Die Zulässigkeit einer Bildveröffentlichung ist grundsätzlich nach dem abgestuften Schutzkonzept der §§ 22, 23 KUG** zu beurteilen. Danach dürfen Bildnisse einer Person grundsätzlich nur mit deren – hier nicht vorliegenden – Einwilligung verbreitet werden (§ 22 Satz 1 KUG). Hiervon besteht allerdings gemäß § 23 Abs. 1 KUG eine Ausnahme, wenn es sich um Bildnisse aus dem Bereich der Zeitgeschichte handelt. Diese Ausnahme gilt aber nicht für eine Verbreitung, durch die berechtigte Interessen des Abgebildeten verletzt werden (§ 23 Abs. 2 KUG).

    Im Streitfall handelte es sich bei der aktuellen Berichterstattung über die Urteilsverkündung um ein zeitgeschichtliches Ereignis im Sinne des § 23 Abs. 1 KUG, an dem ein erhebliches Informationsinteresse der Öffentlichkeit bestand. Demgegenüber musste der Persönlichkeitsschutz des Klägers zurücktreten. Dem Umstand, dass der Kläger nur im Vertrauen auf die sitzungspolizeiliche Anordnung die Fotoaufnahmen ermöglicht haben will, kommt nicht das vom Berufungsgericht angenommene Gewicht zu. Es ist nämlich zu berücksichtigen, dass nach dem Schutzkonzept der §§ 22, 23 KUG ungepixelte Bildaufnahmen auch ohne Einwilligung des Klägers zulässig gewesen wären und er letztlich durch sein Verhalten allenfalls Bildaufnahmen hätte vereiteln können, die wegen des erheblichen Informationsinteresses der Öffentlichkeit grundsätzlich zulässig waren. Das Persönlichkeitsrecht ist auch im Rahmen der Sitzungspolizei nicht in weiterem Umfang zu schützen als dies nach §§ 22, 23 KUG der Fall ist.

    Urteil vom 7. Juni 2011 – VI ZR 108/10

    Landgericht Berlin – Urteil vom 26. Februar 2009 – 27 O 982/08

    Kammergericht – Urteil vom 6. April 2010 – 9 U 45/09

    (veröffentlicht in AfP 2010, 385 und in NJW-RR 2010, 1417)

    Karlsruhe, den 7. Juni 2011

    * § 176 GVG

    Die Aufrechterhaltung der Ordnung in der Sitzung obliegt dem Vorsitzenden.

    **Gesetz betreffend das Urheberrecht an Werken der bildenden Künste und der Photographie

    § 22

    Bildnisse dürfen nur mit Einwilligung des Abgebildeten verbreitet oder öffentlich zur Schau gestellt werden. Die Einwilligung gilt im Zweifel als erteilt, wenn der Abgebildete dafür, daß er sich abbilden ließ, eine Entlohnung erhielt. ………..

    § 23

    (1) Ohne die nach § 22 erforderliche Einwilligung dürfen verbreitet und zur Schau gestellt werden:

    1.Bildnisse aus dem Bereiche der Zeitgeschichte;

    …………………

    (2) Die Befugnis erstreckt sich jedoch nicht auf eine Verbreitung und Schaustellung, durch die ein berechtigtes Interesse des Abgebildeten oder, falls dieser verstorben ist, seiner Angehörigen verletzt wird.

    Reply
  4. Καταρχάς, οι δικαστικοί λειτουργοί είναι εκπαιδευμένοι ακριβώς για να μην επηρεάζωνται. Αν επηρεάζονται παρά ταύτα, είναι δικό τους πρόβλημα, επιλυτέο με κριτήρια υπηρεσιακής επάρκειας και όχι εις βάρος των ελευθεριών των άλλων πολιτών.

    Τι γίνεται σε περίπτωση ενόρκων που δεν είναι εκπαιδευμένοι, ή που μάλλον είναι εκπαιδευμένοι να επηρεάζονται από την εικόνα? (δεν είμαι σίγουρος αν και σε ποιες περιπτώσεις χρησιμοποιείται και σώμα ενόρκων)
    Θεωρώ ότι θα ήταν πολύ σωστότερο να δίνεται η ευκαιρία φωτογράφισης του υπόπτου σε ένα συγκεκριμένο δωμάτιο, με τυποποιημένο τρόπο (στάση, φωτισμός κλπ) από τους εκπροσώπους του τύπου. Έτσι θα αποφεύγονται οι υπερβολές ενώ δεν θίγεται ούτε το δικαίωμα του κοινού στην ενημέρωση (που είναι και εικόνα), αλλά ούτε και το δικαίωμα του κατηγορουμένου σε μια δίκαιη δίκη.
    Επιπλέον περνάει στο ευρύ κοινό η αίσθηση του ότι όλοι αντιμετωπίζονται ομοίως από τις αρχές.

    Ακόμα κι αν οι δικαστές είναι άτεγκτοι και ανεπηρέαστοι, τι γινεται με το ευρύ κοινό? Τι αποτέλεσμα θα έχει στο κοινό περί δικαίου αίσθημα μια αθωοτική απόφαση σε ένα κατηγορούμενο που το ευρύ κοινό έχει ήδη καταδικάσει στη συνείδησή του?

    Reply
    • Τι γίνεται σε περίπτωση ενόρκων που δεν είναι εκπαιδευμένοι, ή που μάλλον είναι εκπαιδευμένοι να επηρεάζονται από την εικόνα?

      Ένορκοι χρησιμοποιούνται σε σχετικά πολύ λίγες υποθέσεις. Σημαντικές υποθέσεις βέβαια, αλλά εξαιρετικά λίγες.

      Αλλά και εκεί είναι δικαστές. Κρίνουν με βάση ό,τι γίνεται στο ακροατήριο, όχι έξω από αυτό (και μεταξύ μας, οι περισσότερες υποθέσεις που κρίνουν είναι αποδεικτικά απλές. Όχι πάντα βέβαια, αλλά συνήθως).

      Θεωρώ ότι θα ήταν πολύ σωστότερο να δίνεται η ευκαιρία φωτογράφισης του υπόπτου σε ένα συγκεκριμένο δωμάτιο, με τυποποιημένο τρόπο (στάση, φωτισμός κλπ) από τους εκπροσώπους του τύπου

      Κάτι τέτοιο, αν και αυτό θα μπορούσε να εξελιχθή σε επίδειξη τροπαίων της αστυνομίας.

      Ένα συναφές ζήτημα: δεν ξέρω σε ποια νομική διάταξη ερείδεται η δημοσιοποίηση φωτογραφιών συλληφθέντων από την ΕΛΑΣ, ιδίως όταν ζητεί πληροφορίες για συνεργούς κ.λπ. Κάτι πρέπει να υπάρχη σχετικά (ελπίζω!), αλλά δεν το έχω ψάξει. Προφανώς, υφίσταται και εδώ σοβαρός κίνδυνος ατασθαλιών.

      Ακόμα κι αν οι δικαστές είναι άτεγκτοι και ανεπηρέαστοι, τι γινεται με το ευρύ κοινό? Τι αποτέλεσμα θα έχει στο κοινό περί δικαίου αίσθημα μια αθωοτική απόφαση σε ένα κατηγορούμενο που το ευρύ κοινό έχει ήδη καταδικάσει στη συνείδησή του?

      Εδώ αναφέρονται αυτά τα σχετικά με την τριτενέργεια του τεκμηρίου αθωότητας. Η απόφαση είναι εκροή ενός συστήματος που ενδιαφέρεται μεν για την ουσιαστική αλήθεια, αλλά αρκείται στην τυπική αλήθεια δύο βαθμών δικαιοδοσίας και ενός ακυρωτικού ελέγχου: δεν μπορούμε να δικάζουμε για πάντα! Και ο Ο.Τζ. Σίμπσον αθωώθηκε, αλλά κανείς δεν πιστεύει ότι ήταν αθώος και, ακόμη περισσότερο, κανείς δεν μπορεί να υποχρεωθή να πιστέψη ότι ήταν αθώος.

      Ένας κατηγορούμενος μπορεί να απαλλαγή λόγω παραγραφής, σαν κάτι υπουργούς που ξέρω, ή λόγω ελαχίστων αμφιβολιών. Αν είναι δυνατόν να δεσμεύεται ο απλός πολίτης από μια τέτοια κρίση.

      Reply
  5. Και ο Ο.Τζ. Σίμπσον αθωώθηκε, αλλά κανείς δεν πιστεύει ότι ήταν αθώος και, ακόμη περισσότερο, κανείς δεν μπορεί να υποχρεωθή να πιστέψη ότι ήταν αθώος.
    Ένας κατηγορούμενος μπορεί να απαλλαγή λόγω παραγραφής, σαν κάτι υπουργούς που ξέρω, ή λόγω ελαχίστων αμφιβολιών. Αν είναι δυνατόν να δεσμεύεται ο απλός πολίτης από μια τέτοια κρίση.

    Έ καλά, αυτό ούτε και ο ίδιος ο O.J. δεν το πιστεύει …

    Αυτό που θέλω να πω είναι ότι χωρίς περιττές απαγορεύσεις μπορεί εξ αρχής να δοθεί μια εντύπωση επαγγελματισμού και ίσης μεταχείρισης. Θα είναι χρησιμο για να μπει το κοινό στη λογική της αποφορτισμένης συναισθηματικά απονομής δικαιοσύνης.

    Η μετέπειτα απόφαση του δικαστηρίου δεν είναι δεσμευτική για τον πολίτη αλλά είναι σημαντικό να συμφωνεί – τι θα γινόταν σε μια κοινωνία που οι πολίτες συστηματικά διαφωνούν με τις αποφάσεις των δικαστηρίων? Αυτό λοιπόν θεωρώ ότι κάνει την προστασία του τεκμηρίου αθωότητας ακόμη πιο σημαντική αφού συνήθως ξεκινάμε με μια διάσταση: το ευρύ κοινό τείνει να δεχτεί την ενοχή του κατηγορουμένου εξ αρχής (αφού το θύμα πρέπει να βρει δικαίωση) ενώ το βάρος της απόδειξης πέφτει στην εισαγγελεία. Επιβάλλεται λοιπόν και γι αυτό το λόγο να είμαστε πολύ προσεκτικοί στις καταστάσεις που θέτουν σε κινδυνο αυτό το δικαίωμα.

    Reply
    • το ευρύ κοινό τείνει να δεχτεί την ενοχή του κατηγορουμένου εξ αρχής (αφού το θύμα πρέπει να βρει δικαίωση)

      Απαραίτητη διευκρίνιση: μόνο στις περιπτώσεις που ξεκινάνε από την Αστυνομία, όχι όταν στην αρχή της διαδικασίας βρίσκεται μήνυση ή έγκληση ιδιώτη. Και υπάρχει ένας καλός λόγος για αυτό: συνήθως είναι ένοχοι! Ενώ αντιθέτως κανείς δεν εμπιστεύεται την μήνυση ενός ιδιώτη, ότι ο Α τού έκανε χ ή ψ.

      Να το δούμε και έτσι: όταν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για άσκηση ποινικής δίωξης, σοβαρές ενδείξεις για την προσωρινή κράτηση κ.λπ., σιγά μην στάξη του γαϊδάρου η ουρά με την δημοσίευση μιας φωτογραφίας ή με κάτι ανάλογο.

      Reply
  6. Να το δούμε και έτσι: όταν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για άσκηση ποινικής δίωξης, σοβαρές ενδείξεις για την προσωρινή κράτηση κ.λπ., σιγά μην στάξη του γαϊδάρου η ουρά με την δημοσίευση μιας φωτογραφίας ή με κάτι ανάλογο.

    Ας πάρουμε την υπόθεση από την οποία προέρχεται η πρώτη φωτογραφία του παρόντος άρθρου – και η οποία ξεκίνησε από έγκληση ιδιώτη. Κάτι η δημοσίευση του ισχυρού κατηγορούμενου σιδηροδέσμιου και καταπονημένου (λίγο και εν είδει τροπαίου), κάτι οι δηλώσεις του πολιτικού προϊστάμενου της αστυνομίας (“It think it’s humiliating, but if you don’t want to do the perp walk, don’t do the crime.”), η ουρά του γαϊδάρου αρχίζει και στάζει σιγά σιγά (και για ένα έγκλημα που είναι γενικά δύσκολο να αποδειχτεί στα δικαστήρια)

    Reply
    • Όχι, με το κριτήριό μου αστυνομική είναι και αυτή η υπόθεση, η αστυνομία έκανε την προανάκριση και την πήγε στον Εισαγγελέα. Από κει και πέρα, κάθε λαός έχει και τα έθιμά του. Στους ιθαγενείς της ΝΥ αυτό συνηθίζεται, δεν υπήρξε κάποια διακριτική μεταχείριση. Το περπ γουόκ θα μπορούσε βέβαια να αντικατασταθή στην πρόταση με το τάιμ, δεν νομίζω ότι τότε θα θεωρούσε κανείς την πρόταση προκλητική.

      Reply
  7. Στους ιθαγενείς της ΝΥ αυτό συνηθίζεται, δεν υπήρξε κάποια διακριτική μεταχείριση

    Δεν υποστήριξα ότι υπήρξε διακριτική μεταχείριση, αλλά ότι το “έθιμο” του περπ γουόκ με το καλημέρα ξεκινάει να διαβρώνει το άλλο “έθιμο” του “αθώος μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου”

    Το περπ γουόκ θα μπορούσε βέβαια να αντικατασταθή στην πρόταση με το τάιμ, δεν νομίζω ότι τότε θα θεωρούσε κανείς την πρόταση προκλητική.

    Θα ήταν εξίσου προκλητική. Ο Bloomberg δεν είναι δικαστής να εκφέρει ετυμηγορία για έναν αθώο άνθρωπο, ώστε να κερδίσει πόντους στην πολιτική του καριέρα.

    Reply
  8. Δεν υποστήριξα ότι υπήρξε διακριτική μεταχείριση, αλλά ότι το “έθιμο” του περπ γουόκ με το καλημέρα ξεκινάει να διαβρώνει το άλλο “έθιμο” του “αθώος μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου”

    Στο δικό του νομικό σύμπαν είναι και τα δύο διαφορετικές όψεις του ίδιου δικαϊκού συστήματος. Οπότε;

    Ο Bloomberg δεν είναι δικαστής να εκφέρει ετυμηγορία για έναν αθώο άνθρωπο, ώστε να κερδίσει πόντους στην πολιτική του καριέρα.

    Εδώ έχεις δίκιο (αν και όχι αθώος ο ΔΣΚ, ύποπτος είναι), αλλά αυτή η προσβολή του τεκμηρίου αθωότητας προήλθε από την δήλωση και όχι από την φωτογράφιση.

    Reply

Leave a Comment