Παίρνω την σκυτάλη από την κατακλείδα της προηγούμενης ανάρτησης και συνεχίζω την παράθεση της αρνητικής νομολογίας του ΕΔΔΑ σχετικά με την ελευθερία της έκφρασης. Σήμερα ασχολούμαι με τους περιορισμούς που σχετίζονται με ευαίσθητους ψυχικούς κόσμους: το ΕΔΔΑ ως Αισθηματοδικείο…
Με ενόχληση συγκεκριμένα που προκαλείται είτε λόγω ασέμνων είτε λόγω προσβολής του θρησκευτικού συναισθήματος είτε σχετίζεται με την μνήμη των νεκρών. Κατά την ταπεινή μου ποινικολογική γνώμη, κάθε περιορισμός της ελευθερίας που εδράζεται σε παρόμοια ενόχληση (και όχι βλάβη) είναι αδικαιολόγητος και, αν συνιστά και έγκλημα, πρόκειται για εξοβιλεστέο ψευδέγκλημα.
Η υπόθεση Handyside κατά ΗΒ (Δεκ 1976) προκαλεί πλέον μόνο θυμηδία [Σημειωτέον μάλιστα ότι πρόκειται για την κατεξοχήν θεμελιώδη απόφαση του ΕΔΔΑ ως προς την ερμηνεία του άρ. 10 ΕΣΔΑ, η μείζων πρόταση της οποίας έκτοτε επαναλαμβάνεται στερεοτύπως. Αλλα κανείς δεν θυμάται το αποτέλεσμα της υπαγωγής…]. Το ΕΔΔΑ θεώρησε ορθή την απαγόρευση κυκλοφορίας βιβλίου με τίτλο «Το κόκκινο βιβλιαράκι των μαθητών» και εν συνεχεία την καταστροφή όσων αντιτύπων του μπόρεσε να κατάσχη η Αστυνομία, επειδή, λέει, ήταν άσεμνο και διέφθειρε τους μαθητές και δεν εξυμνούσε αρκετά τον γάμο και εμφάνιζε ως δυνατή, άκουσον άκουσον, μια σταθερή ομοφυλοφιλική σχέση και έτεινε να υποσκάψη την επιρροή των γονέων και της Εκκλησίας και υποστήριζε ότι μπορεί κανείς να μάθη πράγματα από την πορνογραφία και γενικώς εισήγε καινά διαμόνια. Δεν παρέλειψε μάλιστα να παραθέση τα υπόλοιπα βιβλία του ίδιου (αριστερού) εκδοτικού οίκου, απομνημονεύματα του Τσε και τέτοια άσεμνα. Πραγματικά διασκεδαστικό. Πιο πολύ με ενδιαφέρει να σημειώσω ότι την ίδια εποχή ακριβώς το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την απόφαση 1513/1976, ΠοινΧρ ΚΣΤ/417, έκρινε ότι «δεν ετέλεσαν το αδίκημα της διέγερσης κατ’ άρ. 184 ΠΚ οι κατηγορούμενοι, μεταφραστής και εκδότης του ως άνω αλλοδαπού βιβλίου με περιεχόμενο ενημερωτικού απλώς χαρακτήρα, στο οποίο δίδονται με παιδαγωγικώς κατάλληλο και προσιτό τρόπο εύληπτες απαντήσεις σε μαθητές κάτω των 18 ετών σε ζητήματα εγκυμοσύνης και σεξουαλικής αγωγής». Έτσι, για να γουστάρουμε: Ελλάδα – Στρασβούργο 1-0.
Η υπόθεση Müller και λοιποί κατά Ελβετίας (Μαι 1988) είναι μια κλασσική συντηρητική απόφαση που αφορά τα άσεμνα. Ο εν λόγω αιτών, ζωγράφος το επάγγελμα και κατά δήλωση καλλιτέχνης, εξέθεσε τρεις πίνακες στο (ελβετικό) Φρειβούργο με θέμα την γενετήσια δραστηριότητα. Κρατώντας τις ευαίσθητες μύτες τους, οι εθνικοί δικαστές και το ΕΔΔΑ διαπίστωσαν ότι άντρες και ζώα σοδομίζονταν και πεοθήλαζαν. Ε ποτέ. Η έκθεση δεν είχε εισιτήριο και είχε διαφημιστή στην πόλη (αν σας θυμίζει κάτι παρόμοιο στην Ελλάδα, καλώς σας το θυμίζει). Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι καλώς καταδικάστηκε ο Μύλλερ για παραβίαση του νόμου περί ασέμνων και καλώς κατασχέθηκαν τα έργα του, καλώς δηλαδή αποφάσισαν κατ’ ουσίαν τα εθνικά δικαστήρια τι του επιτρεπόταν να εκθέτη και τι όχι, διότι, μεταξύ άλλων, η δημοσία αιδώς αποτελεί κατ’ άρ. 10 παρ. 2 ΕΣΔΑ λόγο περιορισμού της ελευθερίας της έκφρασης (μπλιαχ!), μεταξύ δε των κρατών του Συμβουλίου της Ευρώπης δεν υπήρχε ομοιόμορφη αντίληψη περί ασέμνου. Το τελευταίο επιχείρημα είναι εντελώς για τα μπάζα: με την ίδια λογική αν τυχόν σε κάποιο ευρωπαϊκό κράτος θεωρείτο άσεμνο το μπικίνι, το ΕΔΔΑ θα ώφειλε να κρίνη ότι καλώς θα καταδικαζόταν κάποια μπικινοφορούσα, αφού το ζήτημα αυτό θα ανήκε στο εθνικό περιθώριο εκτίμησης. Κοινώς, αντί να προστατεύση τα συνταγματικά μας δικαιώματα, το ΕΔΔΑ με αυτό το επιχείρημα τα υποβιβάζει στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή. Με αυτήν την υπόθεση λοιπόν το Στρασβούργο μάς έσωσε από τον σοδομισμό, γκοττ ζάι ντανκ.
Η υπόθεση Otto-Preminger-Institut κατά Αυστρίας (Σεπτ 1994), που ελήφθη με ψήφους 6-3, αφορούσε πάλι το ευαίσθητο θρησκευτικό συναίσθημα των καλών Τιρολέζων Καθολικών. Εδώ αιτούν ήταν ένα κινηματογραφικό σωματείο, που είχε προγραμματίσει την προβολή της ταινίας Ο Τελευταίος Πειρασμός Das Liebeskonzil του 1981. Η εν λόγω ταινία αποτελούσε κινηματογραφική μεταφορά ενός σατιρικού δράματος του Όσκαρ Πανίτσα, η οποία καυτηρίαζε πρακτικές και έθιμα της Καθολικής Εκκλησίας και για την οποία στον καιρό της ο συγγραφέας είχε καταδικασθή επί βλασφημία. Σε αυτήν ο Πατήρ απεικονιζόταν ως άνους ηλικιωμένος, ο Υιός ως μαμόθρεφτος και η Παναγία ως αδίστακτη. Η υπόθεση έχει περίπου ως εξής: Πατήρ, Υιός και Μαρία διαπιστώνουν τα όργια στην παπική αυλή των Βοργιών και αμέσως, αναζητώντας μια κατάλληλη τιμωρία για την ανθρωπότητα ένεκα της ανηθικότητάς της, συμβουλεύονται τον Διάβολο. Εκείνος τους προτείνει να δημιουργήση ένα γενετήσιο νόσημα, την σύφιλη, απαιτώντας ως αντάλλαγμα την ελευθερία της διάδοσης των σκέψεων. Η Παναγία, που κάνει κουμάντο στην Βασιλεία των Ουρανών, λέει ότι θα το σκεφτή, ενώ φανερή είναι η ερωτική ένταση ανάμεσα σε εκείνη και στον Διάβολο. Ο Διάβολος αμέσως μετά στέλνει την σύφιλη στην ανθρωπότητα, πρώτα στην αυλή των Βοργιών, στα μοναστήρια και στις επισκοπές, και τέλος και στους κοινούς θνητούς. Ακολουθώντας την τιμημένη παράδοση του έργου, στην ανακοίνωση της προβολής αντέδρασε η τοπική Επισκοπή και εις βάρος του υπευθύνου του αιτούντος σωματείου ασκήθηκε ποινική δίωξη για καθύβριση θρησκευμάτων. Ο υπεύθυνος τελικά απηλλάγη, αλλά παρά ταύτα η επίμαχη ταινία κατασχέθηκε και εν συνεχεία δημεύθηκε, ενώ οι προβολές της προφανώς δεν πραγματοποιήθηκαν. Είναι μεγάλο ευτύχημα τελικά που ο Διάβολος ζήτησε (και έλαβε) το αντάλλαγμά του από τον Θεό. Διότι, αν το είχε ζητήσει από το ΕΔΔΑ, θα είχε αποτύχει: το ΕΔΔΑ επιδοκίμασε την κατάσχεση και την δήμευση, με το επιχείρημα ότι οι καλοί Καθολικοί του Τιρόλου έπρεπε να προστατευτούν ως προς το θρησκευτικό τους συναίσθημα, ότι η προβολή της ταινίας δεν εισέφερε κάτι ιδιαίτερο στον δημόσιο διάλογο και κάτι τέτοια της ντροπής. Εδώ διαφωνώ πρώτα και κύρια με τον ίδιο τον σκοπό του κρατικού περιορισμού στην ελευθερία της έκφρασης, δηλαδή το θρησκευτικό συναίσθημα των άλλων. Οι άλλοι έχουν δικαίωμα να θρησκεύωνται, να εκφράζουν την θρησκευτική τους πεποίθηση, να μην την εκφράζουν και λοιπά. Δεν έχουν δικαίωμα να μην χλευάζεται ή να μην εξυβρίζεται ή να μην λοιδωρήται το αντικείμενο της θρησκευτικής τους πεποίθησης (ειδικά αν δεν υπάρχει κιόλας, λέμε τώρα…). Ο εσωτερικός τους κόσμος είναι πολύτιμος μόνο για αυτούς και δεν μπορεί να αποτελέση αντικείμενο κρατικής προστασίας για τον ίδιο λόγο για τον οποίο δεν (πρέπει να) προστατεύεται και το πολιτικό ή το αθλητικό ή το όποιο άλλο συναίσθημα. Αντιθέτως με όσα υποστηρίζουν οι στρασβουργοκράτορες (“in extreme cases the effect of particular methods of opposing or denying religious beliefs can be such as to inhibit those who hold such beliefs from exercising their freedom to hold and express them”), η απόλαυση της θρησκευτικής ελευθερίας εκ μέρους των θρησκευομένων δεν αποτρέπεται, δεν αναστέλλεται, δεν διακινδυνεύει και δεν ενοχλείται από όσους απλώς σπάνε πλάκα μαζί τους. Πολύ περισσότερο που κανείς δεν κάνει τον κόπο να μας εξηγήση πώς και γιατί το καταρχάς αμυντικό δικαίωμα του θρησκεύεσθαι μετασχηματίζεται σε θετική υποχρέωση του κράτους να περιορίζη το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης των άλλων πολιτών, πώς δηλαδή η κάθετη σχέση κράτους και πολίτη μεταμορφώνεται σε οριζόντια σχέση άμεσης τριτενέργειας. Ακόμη όμως και να υπήρχε τέτοιου είδους σχέση, και πάλι δεν προκύπτει γιατί η άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης πρέπει να υποχωρήση ενώπιον όχι της άσκησης της θρησκευτικής ελευθερίας, αλλά της απλής έκφρασης μιας ενόχλησης. Δηλαδή, είναι νοητό δύο συγκεκριμενοποιήσεις ατομικών δικαιωμάτων, δύο in concreto ασκήσεις τους, να βρίσκωνται σε σχέση αντίθεσης ή αντίφασης, οπότε είναι εύλογο να υπάρξη κάποιου είδους στάθμιση μεταξύ των δύο. Εν προκειμένω όμως, η άσκηση ενός συνταγματικού δικαιώματος αναχαιτίστηκε από το κανονιστικό τίποτε, μια καταγγελλόμενη ενόχληση των συναισθημάτων (“the respect for the religious feelings of believers”), ένα ιδεατό μημουάπτου, ένα μικρό δυσανεκτικό ολοκληρωτισμό: “malicious violation of the spirit of tolerance” επιδεικνύουν όσοι εννοούν να υπαγορεύουν στους άλλους τι ταινίες θα βλέπουν. Και τα δικαστήρια που γίνονται όργανά τους ασφαλώς.
Η υπόθεση Wingrove κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Νοε 1996) κρίθηκε επίσης με ψήφους 7-2 κατά της ελευθερίας της έκφρασης. Αιτών εδώ ήταν ένας πορνογράφος σκηνοθέτης, που είχε γυρίσει ένα βίντεο δεκαοκτώ λεπτών με τον λυρικό τίτλο «Οράματα έκστασης». Το βίντεο υποτίθεται ότι αντλούσε έμπνευση από την ιστορία της Αγίας Τερέζας, μιας καθολικής μοναχής που αγίασε και βίωνε εκστατικά οράματα του Χριστού. Στην πραγματικότητα όμως επρόκειτο απλώς για μια ελαφρών βαρών τσόντα με καλόγριες. Σε κάποιες σκηνές η Αγία έδινε κάτι λεσβιακά φιλάκια σε μια άλλη γκόμενα, που κατά τον αιτούντα ήτανε λέει η ψυχή της, σε κάποιες άλλες, εμ, πώς να το πω, απαύτωνε τέλος πάντων τον Εσταυρωμένο και τον έγλειφε. Ο αιτών υπέβαλε το πόνημά του στην Βρετανική Επιτροπή Κατάταξης Ταινιών [ναι, υπάρχει τέτοιο πράγμα], η οποία όμως αρνήθηκε να επιτρέψη την νόμιμη κυκλοφορία της, επικαλούμενη τον νόμο περί βλασφημίας [ο οποίος παρεμπιπτόντως στην Αγγλία προστάτευε αποκλειστικά και μόνο την Αγγλικανική Εκκλησία. Κράτος δικαίου σου λέει μετά]. Επί λέξει, η Επιτροπή αιτιολόγησε την απόφασή της λέγοντας ότι «η δημόσια διανομή μιας τέτοιας ταινίας θα εξώργιζε και θα προσέβαλλε τα αισθήματα των θρησκευόμενων Χριστιανών». Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι, ενόψει της προστασίας των δικαιωμάτων των άλλων, η άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης περιλαμβάνει και το καθήκον αποφυγής, στο μέτρο του δυνατού, κάθε έκφρασης που είναι, καθόσον αφορά αντικείμενα λατρείας, αδικαιολόγητα προσβλητική στους άλλους και βέβηλη. Μάλιστα, το ΕΔΔΑ επιχείρησε να δικαιολογήση την αυτοαναγόρευσή του σε φρουρό του εσωτερικού θρησκευτικού κόσμου με το γνωστό άσφαιρο επιχείρημα ότι στα μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης δεν έχει ακόμη αναπτυχθή η πεποίθηση ότι η επιβολή περιορισμών στην έκφραση λόγω του βλάσφημου περιεχόμενου της είναι ασύμβατη με την ΕΣΔΑ. Το επιχείρημα αυτό όμως, το οποίο επαναλαμβάνεται από καιρού εις καιρόν, όταν το ΕΔΔΑ θέλει να αναγνωρίση στα εθνικά κράτη κάποιο περιθώριο εκτίμησης, δεν πείθει, διότι ώφειλε να οδηγήση στο ακριβώς αντίθετο συμπέρασμα: όταν ο περιορισμός του συνταγματικού δικαιώματος δεν χαίρει γενικής αποδοχής, άρα δεν ερείδεται στερεά στις συνταγματικές αρχές και την πρακτική των ευρωπαϊκών χωρών, τότε η απόφαση πρέπει να είναι εις βάρος του (in dubio pro libertate!).
Η υπόθεση Murphy κατά Ιρλανδίας (Ιουλ 2003) ήταν μία ακόμη απόφαση δύσπιστη ως προς την θρησκευτική ελευθερία της έκφρασης και γενναιόδωρη ως προς τον κρατικό ραδιοτηλεοπτικό παρεμβατισμό. Μια ενορία ήθελε να μεταδώση ραδιοφωνικώς μια διαφήμιση ταινίας σχετικά με την Ανάσταση ως ιστορικό γεγονός και τα στοιχεία που υπήρχαν σχετικά. Ο ραδιοφωνικός σταθμός συμφώνησε, αλλά δεν είχαν πάρει την άδεια του ραδιοτηλεοπτικού χωροφύλακα: στη Ιρλανδία απαγορεύεται η ραδιοτηλεοπτική μετάδοση μηνυμάτων θρησκευτικού χαρακτήρα. Το ΕΔΔΑ για μία ακόμη φορά εκφράστηκε συντηρητικά, δεχόμενο ότι είναι δυνατός ο περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης ακόμη και εν όψει των ευαισθησιών των άλλων και ειδικώτερα της προσβολής των εσώτερων προσωπικών πεποιθήσεών τους, ενώ εξάλλου υποβάθμισε συνειδητά το γεγονός ότι επρόκειτο για θρησκευτική έκφραση. Παράλληλα, επιβεβαίωσε ρητώς την πιο περιοριστική νομολογία του, όπως τις αποφάσεις Wingrove και Otto-Preminger-Institut. Η απόφαση μοιάζει ακόμη πιο αδικαιολόγητη αν συγκριθή με την απόφαση της υπόθεσης Verein gegen Tierfabriken Schweiz (VgT) κατά Ελβετίας (Ιουν 2009), που κρίθηκε στo Τμήμα Διηυρυμένης Σύνθεσης: η απαγόρευση τηλεοπτικής μετάδοσης μιας φιλοζωικής διαφήμισης με το επιχείρημα ότι έχει καθαρά πολιτικό χαρακτήρα παραβιάζει την ελευθερία της έκφρασης.
«Ο προφήτης Μωάμεθ δεν απαγόρευε τις γενετήσιες σχέσεις με νεκρούς ή ζώα». Αλλά μην το πήτε κανενός, γιατί αν τυχόν καταδικαστώ για καθύβριση θρησκευμάτων, το ΕΔΔΑ θα επικροτήση, όπως έκανε και στην υπόθεση İ.A. κατά Τουρκίας (Σεπτ 2005). Ένας συγγραφέας τόλμησε να πη κακά πράγματα για το πρόσωπο του Προφήτη υπό μορφήν μυθιστορήματος (κάτι μου θυμίζει αυτό), όπως ας πούμε ότι έκανε σεξ σε περίοδο νηστείας, και το ΕΔΔΑ επιβεβαίωσε, έστω και με πλειοψηφία 4-3, την ντροπιαστική νομολογία των Otto-Preminger-Institut και Wingrove. Το ημερολόγιο όμως έδειχνε πια αρχές του 21ου αιώνα.
Τέλος, η υπόθεση Hachette Filipacchi Associés κατά Γαλλίας (Ιουν 2007), που κρίθηκε με ψήφους 5-2 (υπέρ ο Ροζάκης, κατά ο Λουκαΐδης), αφορούσε τα όρια της δημοσιογραφικής ελευθερίας σε σχέση με επίκαιρα γεγονότα. Στις 06Φεβ1998 δολοφονήθηκε ο Νομάρχης Κορσικής Κλωντ Ερινιάκ στο Αιάκειο. Λίγες ημέρες μετά, το περιοδικό Παρί Ματς κυκλοφόρησε με εξώφυλλο το άψυχο πτώμα του και τίτλο «η Δημοκρατία δολοφονημένη». Η οικογένεια του εκλιπόντος ζήτησε και πέτυχε με δικαστική απόφαση την δημοσίευση στο περιοδικό μιας επανορθωτικής δήλωσης: «Η φωτογραφία δημοσιεύθηκε χωρίς την συναίνεση της οικογένειας του Κλωντ Ερινιάκ, η οποία θεωρεί την δημοσίευση ως εισβολή στην εσώτερη σφαίρα της ιδιωτικής τους ζωής». Το περιοδικό, αφού εξήντλησε τα εσωτερικά ένδικα μέσα, προσέφυγε στο ΕΔΔΑ, το οποίο θεώρησε ότι καλώς επιβλήθηκε το ως άνω μέτρο στο περιοδικό, διότι το δικαιολογούσε η οδύνη των οικείων του δολοφονηθέντος, μόλις 13 ημέρες μετά τον θάνατό του (τι θα ίσχυε 13 εβδομάδες μετά; 13 χρόνια;). Εδώ η απόφαση κινείται στο όριο, μάλλον από την αρνητική μεριά. Καλώς το ΕΔΔΑ συνυπολόγισε την σχετικά ήπια μορφή του μέτρου, σε σύγκριση ας πούμε με την κατάσχεση, αλλά δεν έλαβε επαρκώς υπόψιν του τον πολιτικό χαρακτήρα της δολοφονίας, άρα το δημόσιο ενδιαφέρον που υπήρχε ως προς την είδηση και το συναφές δικαίωμα πληροφόρησης του κοινού, αλλά και το γεγονός ότι η φωτογραφία δεν προήλθε από κάποια περαιτέρω παράβαση, π.χ. δεν υφηρπάχθη από το νεκροτομείο, αλλά ελήφθη στον δημόσιο χώρο όπου τελέσθηκε η δολοφονία. Και η σκέψη ότι η φωτογραφία δεν προσέφερε τίποτε στην εξιστόρηση του γεγονότος μόνο επιφανειακά πείθει: στην πραγματικότητα ούτε οι περισσότερες από τις φωτογραφίες που επενδύουν τις ειδήσεις προσφέρουν κάτι απολύτως ουσιαστικό, υπό την έννοια ότι η είδηση στέκεται και χωρίς αυτές, αλλά αυτός δεν είναι επαρκής λόγος για να τις απαγορεύσουμε ελαφρά τη καρδία: η εικόνα είναι το άρτυμα του λόγου. Άλλωστε, στην πραγματικότητα η οικτρή εικόνα ενός δολοφονημένου ανθρώπου προσφέρει πολύ περισσότερα στην καταπολέμηση της πολιτικής βίας από πολλές σελίδες ξηρών αναλύσεων. Επιπλέον, όλη αυτή η αναφορά στα αισθήματα των οικείων με προβληματίζει, γιατί για τα αισθήματά μας (πρέπει να) καταφεύγουμε στα μεσημεριανάδικα, όχι στα δικαστήρια. Τέλος, ένα άλλο ζήτημα είναι σε ποιον ανήκει το δικαίωμα στην εικόνα ενός νεκρού προσώπου: ασφαλώς όχι στον νεκρό, που δεν έχει πια δικαιώματα, αλλά ούτε και στους κληρονόμους του, διότι το σχετικό δικαίωμα είναι προσωποπαγές και δεν κληρονομείται. Άραγε θα έκρινε ομοίως το ΕΔΔΑ ως προς τον απαγχονισμό του Σαντάμ Χουσεΐν;
Γράφεις Αθανάσιε:
«Εδώ διαφωνώ πρώτα και κύρια με τον ίδιο τον σκοπό του κρατικού περιορισμού στην ελευθερία της έκφρασης, δηλαδή το θρησκευτικό συναίσθημα των άλλων. Οι άλλοι έχουν δικαίωμα να θρησκεύωνται, να εκφράζουν την θρησκευτική τους πεποίθηση, να μην την εκφράζουν και λοιπά. Δεν έχουν δικαίωμα να μην χλευάζεται ή να μην εξυβρίζεται ή να μην λοιδωρήται το αντικείμενο της θρησκευτικής τους πεποίθησης (ειδικά αν δεν υπάρχει κιόλας, λέμε τώρα…). Ο εσωτερικός τους κόσμος είναι πολύτιμος μόνο για αυτούς και δεν μπορεί να αποτελέση αντικείμενο κρατικής προστασίας για τον ίδιο λόγο για τον οποίο δεν (πρέπει να) προστατεύεται και το πολιτικό ή το αθλητικό ή το όποιο άλλο συναίσθημα. Αντιθέτως με όσα υποστηρίζουν οι στρασβουργοκράτορες (“in extreme cases the effect of particular methods of opposing or denying religious beliefs can be such as to inhibit those who hold such beliefs from exercising their freedom to hold and express them”), η απόλαυση της θρησκευτικής ελευθερίας εκ μέρους των θρησκευομένων δεν αποτρέπεται, δεν αναστέλλεται, δεν διακινδυνεύει και δεν ενοχλείται από όσους απλώς σπάνε πλάκα μαζί τους. Πολύ περισσότερο που κανείς δεν κάνει τον κόπο να μας εξηγήση πώς και γιατί το καταρχάς αμυντικό δικαίωμα του θρησκεύεσθαι μετασχηματίζεται σε θετική υποχρέωση του κράτους να περιορίζη το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης των άλλων πολιτών, πώς δηλαδή η κάθετη σχέση κράτους και πολίτη μεταμορφώνεται σε οριζόντια σχέση άμεσης τριτενέργειας. Ακόμη όμως και να υπήρχε τέτοιου είδους σχέση, και πάλι δεν προκύπτει γιατί η άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης πρέπει να υποχωρήση ενώπιον όχι της άσκησης της θρησκευτικής ελευθερίας, αλλά της απλής έκφρασης μιας ενόχλησης. Δηλαδή, είναι νοητό δύο συγκεκριμενοποιήσεις ατομικών δικαιωμάτων, δύο in concreto ασκήσεις τους, να βρίσκωνται σε σχέση αντίθεσης ή αντίφασης, οπότε είναι εύλογο να υπάρξη κάποιου είδους στάθμιση μεταξύ των δύο. Εν προκειμένω όμως, η άσκηση ενός συνταγματικού δικαιώματος αναχαιτίστηκε από το κανονιστικό τίποτε, μια καταγγελλόμενη ενόχληση των συναισθημάτων (“the respect for the religious feelings of believers”), ένα ιδεατό μημουάπτου, ένα μικρό δυσανεκτικό ολοκληρωτισμό: “malicious violation of the spirit of tolerance” επιδεικνύουν όσοι εννοούν να υπαγορεύουν στους άλλους τι ταινίες θα βλέπουν. Και τα δικαστήρια που γίνονται όργανά τους ασφαλώς.»
Κάποιες παρατηρήσεις:
1. Ως προς την πρώτη μαυροσκιασμένη πρότασή σου:
Το δικαίωμα του x σε κάτι ενδέχεται να συνεπάγεται νομικολογικώς υποχρέωση κάποιου άλλου (y) σε κάτι άλλο. Το δικαίωμά μου λ.χ. σε ελεύθερη έκφραση συνεπάγεται υποχρέωση κάποιου (Κράτος) να μην εμποδίζει την ελεύθερη έκφρασή μου. Το δικαίωμά μου στην (όποια) θρησκευτική πίστη συνεπάγεται υποχρέωση κάποιου να μην με παρεμποδίζει από αυτή. Αν τώρα, το δικαίωμά μου αναλύεται σε διατήρηση του θρησκευτικού μου συναισθήματος ακμαίου, η υποχρέωση του Κράτους να μην αποκλείει/παρεμποδίζει την άσκηση της θρησκευτικής μου ελευθερίας και την έκφραση του θρησκευτικού μου συναισθήματος δύναται να αναλυθεί και σε καθήκον του να εξασφαλίζει αποτελεσματικώς τον μη-χλευασμό ή λοιδωρία του συναισθήματός μου από μειονότητες ή πλειονότητες (αυτό είναι ζήτημα νομικής ερμηνείας). Η νομική αυτή ερμηνεία είναι δυνατή και δεν πρέπει να σε παραξενεύει και τόσο. Στο κάτω κάτω, δεν είναι και τόσο κακό να εμποδίζουμε κάποιον να «κάνει πλάκα» με τα συναισθήματα του συμπολίτη του στον ευαίσθητο τομέα της θρησκευτικής πίστης. Προωθούμε, ίσως, έτσι την ιδέα μιας αλληλεγγύης και φέρνουμε τους ανθρώπους πιο κοντά, καλλιεργώντας αίσθημα σεβασμού μεταξύ τους. Έχω κι εγώ εδώ βέβαια τις επιφυλάξεις μου, αλλά είμαι και βέβαιος για τούτο: Νομικώς και ηθικώς, τα πράγματα εδώ δεν είναι μονοσήμαντα, όπως επιχειρείς να τα θέσεις.
2. Ως προς την δεύτερη μαυροσκιασμένη περίοδο (πρώτη πρότασή της):
Ουδείς θα σου εξηγήσει αυτό που ζητάς. Καλείσαι εδώ να μελετήσεις ο ίδιος περισσότερο, προκειμένου να είσαι σε θέση να λύσεις την απορία σου ως προς έναν τέτοιο μετασχηματισμό, καταφεύγοντας ιδίως σε ξενόγλωσσους νομικούς συγγραφείς που έχουν εκλεπτύνει την δογματική των δικαιωμάτων. Και σίγουρα μην περιοριστείς στην γνωστή (και ακόμη κρατούσα, αν δεν απατώμαι) συνταγματικοδικαιική θεώρηση περί «πυρήνα δικαιώματος» και «περιορισμών του», η οποία δεν δίνει, πάντοτε, ασφαλείς απαντήσεις σε σχετικά ερωτήματα. Το γενικό σχήμα πάντως είναι γνωστό: Δεν σταθμίζονται απλώς αρχές σε αφηρημένο επίπεδο, αλλά δικαιώματα ενόψει συγκεκριμένων πραγματικών και νομικών συνθηκών. Δεν έχουμε μια γενική και αφηρημένη λ.χ. διαμάχη «ελευθερίας της έκφρασης» και «θρησκευτικής ελευθερίας», που λαμβάνει χώρα «εν κενώ» σε κάποιον «νομικό αντιδραστήρα» αλλά μια σύγκρουση των δικαιωμάτων που οι εν λόγω αρχές εκφράζουν, στην καθημερινή πραγματικότητα, υπό τις πολύ συγκεκριμένες νομικές και πραγματικές συνθήκες της (όποιας) υπόθεσης φτάνει σε ένα δικαστήριο. Έτσι, κατ’ ακριβολογίαν δεν έχουμε «νίκη μιας αρχής» έναντι μιας «άλλης», αλλά μεγιστοποίηση της πρακτικής υλοποίησης του ρυθμιστικού περιεχομένου καθεμιάς εκ των συγκεκριμένων συγκρουομένων αρχών αυστηρά in concreto (και ίσως και ad hoc).
3. Ως προς την δεύτερη μαυροσκιασμένη περίοδο (δεύτερη πρότασή της).
Εδώ, από την φράση σου «ακόμη και αν…», φοβούμαι ότι μεταχειρίζεσαι ίσως ασυνείδητα, ένα γνωστό παλαιόθεν, ρητορικό, τρικ: Έχεις ονομάσει «απλή έκφραση μιας ενόχλησης» την «ασκηση της θρησκευτικής ελευθερίας». Τα είπαμε όμως αυτά, πιο πάνω: Το θέμα του αν η διατήρηση ακμαίου του θρησκευτικού μου συναισθήματος συναπαρτίζει την έννοια της άσκησης της θρησκευτικής μου ελευθερίας είναι ερμηνευτικό ζήτημα και χρειάζονται εδώ και άλλα επιχειρήματα (μάλλον φιλοσοφικού-ηθικού χαρακτήρα) για να επιλυθεί αποτελεσματικά.
3. Ως προς την τρίτη μαυροσκιασμένη περίοδο:
Συνεχίζεις κατ’ ουσίαν και σε αυτή έναν «στημένο» συλλογισμό, οπότε ισχύουν, mutatis mutandis, όσα πιο πάνω έγραψα. Το «κανονιστικό τίποτε» είναι μια δική σου ερμηνεία. Κατά τη γνώμη μου, δεν είναι ορθή. Να και μερικές σκέψεις μου επ’ αυτού: Έχει και το θρησκευτικό «συναίσθημα» μια κάποια ανάγκη προστασίας Αθανάσιε, απέναντι στους «πλακατζήδες» που δυναμιτίζουν τις ανθρώπινες σχέσεις, την αλληλεγγύη και την διανθρώπινη επικοινωνία για «ψύλλου πήδημα», χωρίς να κάνουν Τέχνη, χωρίς να αρθρώνουν επιχειρήματα, χωρίς να μετέχουν σε έναν διάλογο, μόνο και μόνο επειδή «θέλουν να εκφραστούν»… Δηλαδή επειδή γουστάρουν μια ασυδοσία, και αδυνατούν να σκεφθούν συνεργατικά και ανεκτικά με αναφορά –ναι, μην σοκάρεται ο ορθολογισμός σου!- στα «συναισθήματα» των άλλων. Οι οποίοι “άλλοι” μπορεί να είναι, πράγματι, απλοϊκοί έως ανόητοι, και να πιστεύουν σε έναν ασπρομάλλη “Θεούλη, πατέρα Παντοκράτορα”, για τον οποίον εσύ, και εγώ και κάποιοι λοιποί “έξυπνοι”, ξέρουμε πράγματι ότι δεν υπάρχει… Αλλά, δεν χρειάζεται και να τους το φωνάζουμε στα μούτρα, δεν συμφωνείς; Σε τί ωφελεί δηλαδή αυτό άραγε, αν δεν είναι υπό κάποια εύλογη και στηριγμένη εδραία σε συνταγματικές αρχές «αναγκαίο»; Και γιατί δεν σε προβληματίζει άραγε εδώ η περίφημη «αρχή της αναλογικότητας», το γνωστό σε όλους μας αξίωμα που δίνει λύσεις για όλους τους περιορισμούς – και επομένως, και για κάποιους «αυτοπεριορισμούς» που πρέπει να μας επιβάλλονται, και μάλιστα “έσωθεν”;
Δυστυχώς επειδή η ελευθερία της έκφρασης είναι κάτι που εύκολα μπορεί να εκτραπεί σε ανεξέλεγκτη ασυδοσία, ακόμη και στην σύγχρονη, πολιτισμένη κοινωνία μας, είναι απαραίτητο αυτή να «ελέγχεται» σε περιπτώσεις καταγγελιών από δικαιοδοτικά όργανα όπως το ΕΔΔΑ. Στο κάτω-κάτω, υπήρξε καταφυγή θιγομένου στο Δικαστήριο, μην το ξεχνάμε αυτό, γιατί κάτι δείχνει: Δείχνει δηλαδή ότι υπήρξε μια κάποια κοινωνική “σύγκρουση» που έπρεπε να επιλυθεί με στάθμιση για να επανέλθουμε στην επιθυμητή για όλους κατάσταση της κοινωνικής ειρήνης…
Υγ. Καλά κάνεις πάντως και ελέγχεις αυστηρά το ΕΔΔΑ, κατά το «Οι κρίνοντες κρίνονται». Συνιστώ απλώς μεγαλύτερη charity απέναντι σε ορισμένες επιχειρηματολογίες του. Και, ασφαλώς, λιγότερον «φιλελευθερισμό για τον φιλελευθερισμό», ο οποίος δεν οδηγεί τελικά πουθενά, τα έχουμε ξαναπεί αυτά και αλλού, πολλάκις…
ΚΤ,
Και πώς παρεμποδίζεται η πίστη; Με κανένα τρόπο βέβαια. Αυτό ακριβώς εννοώ λέγοντας ότι δεν υπάρχει περίπτωση πραγματικής σύγκρουσης.
Δεν αναλύεται, αυτό αφορά τον θρησκευόμενο, όχι τους άλλους. Αν αναλυόταν, θα απαγορεύαμε και την αθεϊστική προπαγάνδα ας πούμε.
Κάπως έτσι απαγορεύτηκε ο Τελευταίος Πειρασμός.
“Υποχρεώνουμε διά του χωροφύλακος” ταιριάζει περισσότερο.
Το ‘χασες. Το θέμα είναι η άμεση τριτενέργεια και για αυτήν το ΕΔΔΑ δεν πολυσκοτίζεται, απλώς την απαγγέλλει δίκην μαντείου.
Το ΕΔΔΑ μιλάει σαφώς για προστασία των συναισθημάτων και για ενόχληση, όχι εγώ. Ούτε υπήρξε καμία άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας στις υποθέσεις αυτές.
Λέξεις που βγαίνουν από την γραφίδα μου αποτελούν εξ ορισμού δική μου ερμηνεία, το αυτό ελπίζω και δι’ υμάς.
Και ποια άλλα συναισθήματα; Το ερωτικό; Το οικογενειακό; Το πολιτικό; Ω, ο κατάλογος είναι μεγάλος.
Αυτά τα συνεπειοκρατικά να μην έγραφες… Έστω ότι δεν ωφελεί σε τίποτε (πράγμα ανακριβές). Κιέπειτα;
Γιατί αφορά την κρατική δράση, όχι την άσκηση των συνταγματικών δικαιωμάτων των πολιτών.
Η ολομέτωπη επίθεση στις μύχιες πεποιθήσεις των άλλων μπορεί να συνιστά αγένεια, μπορεί να είναι πράξη άφρων, αποδοκιμαστέα ή κάτι τέτοιο, αλλά δεν (επιτρέπεται να) υπάγονται όλα στην δικαϊκή ρύθμιση.
Όπως ας πούμε λένε εσχάτως κάποιοι ειδικού τύπου ποινικολογούντες ότι η δήλωση Τσόκλη περί βιασμού συνιστά ποινικό αδίκημα. Η ασυδοσία θα παταχθή ασφαλώς!
Φοβού τους πατάσσοντας, θα έλεγα εγώ.
Γενικώς είπες πολλά, επί των προκειμένων όμως δεν πήρες θέση: καλώς απαγορεύθηκε η ταινία; καλώς κατασχέθηκε το βιβλίο; καλώς λογοκρίθηκε η τσόντα; καλώς καταδικάστηκε ο ζωγράφος;
Απλά πράγματα.
Απορία:
Πώς ακριβώς ορίζεται νομικά το “θρησκευτικό συναίσθημα” ;
Εννοώ, το να πιστεύεις ότι η Παναγία είναι παρθένα και να την απεικονίζεις έτσι είναι “θρησκευτικό συναίσθημα” και πρέπει να προστατεύεται, ενώ το να πιστεύεις ότι η Παναγία δεν είναι παρθένα και να την απεικονίζεις έτσι δεν είναι θρησκευτικό συναίσθημα άξιο προστασίας;
ΥΓ.
αλληλεγγύη και σεβασμός υπό την απειλή βίας (κρατικής σε αυτήν την περίπτωση) δεν νοούνται
Αθανάσιε,
Καθόλου απλά δεν είναι τα πράγματα.
Καταρχάς, αποφεύγω να παίρνω “θέση επί των προκειμένων”, όταν δεν έχω υπόψη μου το σύνολο των αναγκαίων στοιχείων και δεν έχω διαβάσει αρκετά (δεν είμαι επαΐων). “Το αυτό ελπίζω και δι ‘υμάς” που έγραψες πιο πάνω… Γιατί, βέβαια, είναι εύκολο να κριτικάρουμε συνοπτικώς αποφάσεις που θίγουν την ελευθερία της έκφρασης, είναι όμως αναγκαίο (και πιο ενδιαφέρον!) να το κάνουμε, εξετάζοντας προσεκτικά μήπως τις αδικούμε και μήπως η αρχή αυτή όφειλε ενδεχομένως να υποχωρήσει έναντι κάποιας άλλης αρχής ή κάποιου άλλου συμφέροντος στο πλαίσιο προσεκτικής στάθμισης και ορθολογικού συνυπολογισμού νομιμοτήτων και σκοπιμοτήτων. Ε, που και που, κάπου “το χάνεις” αυτό από τον ορίζοντά σου, εσύ που μιλάς “επί των προκειμένων”. Και μεταφέρεις και στον αναγνώστη (ιδίως τον μη-νομικό) την εσφαλμένη εντύπωση-εικόνα νομικών “σφαλμάτων”, εκεί που θα έπρεπε να μεταφέρεις την ενδεδειγμένη εικόνα νομικών εκτιμήσεων που διαφέρουν από τις δικές σου, κάποιες από τις οποίες θα μπορούσαν όντως να είναι καλύτερες. Η διαφορά όμως μεταξύ “σφάλματος” και “εκτίμησης-που-δεν-αρέσει-στον-φιλελεύθερο-οίστρο-σου” είναι καίρια.
Κατα τα λοιπά:
1. Ασφαλώς και μπορεί να παρεμποδιστεί η “πίστη” κάποιου (πλάκα θα κάνεις, υποθέτω, αρνούμενος κάτι τέτοιο). Οι κλισέ αποφάνσεις περί εσωτερικότητας της πίστης είναι για θεολόγους, όχι για νομικούς. Η πίστη είναι τελικώς (είτε πρέπει είτε όχι!) και κοινωνικό πράγμα. Με πολλούς τρόπους μπορεί να θιγεί η πίστη κάποιου λοιπόν, στο πλαίσιο της διανθρώπινης επικοινωνίας, αλλά πάρε έναν έμμεσο, ας πούμε, που σκέφτομαι: Με το να μην αναγνωρίζεται και να μην εκτιμάται στην κοινωνία όπου ζω ως τέτοια, αλλά να υποβιβάζεται από άλλους που θέλουν να “μου κάνουν καζούρα”, στος επίπεδο μιας κατακριτέας ή κοινωνικά απομονωμένης ψυχαναγκαστικής επιλογής ενός συνόλου ιδιόρρυθμων και αστήρικτων μεταφυσικών αντιλήψεων.
2. Δεν νομίζω ότι «έχασα» τα περί τριτενεργείας. Διάβασε το Σύνταγμα στο άρ. 25 παρ. 1 εδαφ. γ .
3. Η όποια υποστήριξη του δόγματος “έκφραση για την έκφραση” με βρίσκει σύμφωνο όταν δεν θίγω κανέναν. Δεν με βρίσκει όμως σύμφωνο όταν προσβάλλω άλλους. Τότε, με συγχωρείς, αλλά θα πρέπει να σκεφθώ και τις συνέπειες (περί συνεπειοκρατίας ο λόγος).
4. Άλλο η από την φύση της γενική αθειστική «προπαγάνδα» (που ισοδυναμεί με μια πανηγυρική διακήρυξη περί της αχρηστίας κάθε πίστεως) και άλλο το να θίγεις συγκεκριμένα και δολίως την όποια επιλεγείσα πίστη και το θρησκευτικό συναίσθημα του άλλου.
5. Καταληκτικώς, περί του ζωγράφου Τσόκλη: Η περίπτωση είναι δύσκολη. Ενόψει του αρ. 184 ΠΚ, η υπερασπιστική μου γραμμή για τον Τσόκλη περιλαμβάνει τα ακόλουθα επιχειρήματα (εκ του προχείρου):
Α) Δεν μου φαίνεται ότι ο Τσόκλης «προκαλεί» ή «διεγείρει» σε διάπραξη κακουργήματος. Κατα βάση, ο Τσόκλης δεν «πράττει» (και άρα δεν εγκληματεί). Είναι προφανές στο σχετικό Video, ότι περισσότερο αναστοχάζεται φωναχτά, δηλ. εκδηλώνει με φιλοσοφική-καλλιτεχνική διάθεση, προφορικώς το φρόνημά του, μέσω αποριών και διερωτήσεων (περί του ρόλου του θύματος, περί της δύναμης του ενστίκτου κ.λπ.) χωρίς καμία πρόθεση να επικοινωνήσει πληροφορίες σε υποψήφιους δράστες (αλλά «δυσφορώντας» φιλοσοφικώς και ο ίδιος, ελλείψει εύρεσης εύκολης απάντησης στα απανωτά ερωτήματα που θέτει). Αλλά και –μάλλον!- δεν «προσβάλλει» άλλους, γιατί ο ίδιος ο τρόπος έκφρασής του δείχνει ότι προβληματίζεται για τους έχοντες αντίθετη άποψη (Λέει κάπου: «Έχω άλλες απόψεις για τα πράγματα,….δεν ξέρω. Θα ΄θέλα κάθε φορά που γίνεται ένας βιασμός να δω ποιός έφταιξε»). Νομίζω λοιπόν ότι ο Τσόκλης δεν είναι απολογητής ενός εγκλήματος αλλά σκέπτεται απλώς -και σκέπτεται φωναχτά- περί θεμάτων που αφορούν μιαν εγκληματική συμπεριφορά και την ψυχολογία των δραστών και των θυμάτων.. Το ότι καταλήγει, δε, λέγοντας «Είναι αναρχικές αυτές οι σκέψεις, το ξέρω, αλλά δεν είναι φυσικές;» μας υποχρεώνει να αναγνωρίσουμε καλόπιστα εδώ ότι ο Τσόκλης δεν πράττει ούτε και αμφισβητεί την έννομη τάξη αλλά αναστοχάζεται. Cogitationis poenam nemo patitur λοιπόν (Το φρόνημα δεν τιμωρείται).
Υγ. Ένα πρόβλημα με τον Τσόκλη, βεβαίως, είναι ότι όλα αυτά τα λέει δημόσια, στην ελληνική τηλεόραση (στη θέση του θα πρόσεχα, πράγματι, λίγο περισσότερο). Μήπως λοιπόν το φιλοσοφικό περιεχόμενο των απόψεων παίρνει χαρακτήρα πρόκλησης εξαιτίας του τρόπου και του τόπου έκφρασής τους; Κατά την (πρόχειρη) γνώμη μου, μάλλον, όχι. Η ουσία μιας συμπεριφοράς (προσωπικός αναστοχασμός και όχι πρόκληση σε έγκλημα) δεν επηρεάζεται από τις τροπικότητες έκφρασής της (πού και πως).
1. κατακριτέας από ποιον, με ποια δικαιδοσία και με ποια κριτήρια;
2. όλες οι μεταφυσικές αντιλήψεις είναι αστήρικτες – αν μπορούσαν να στηριχθούν αντικειμενικά, θα ήταν σκέτα φυσικές. Όσο για την ιδιορρυθμία τους….
3. απαγόρευση της καζούρας επειδή θίγει τα συναισθήματα κάποιου ισοδυναμεί με καθολική απαγόρευση της καζούρας.
Σναποράζ.
Ας εκθέσω κάποιες βασικές προκείμενες που στηρίζουν τις εκτεθείσες απόψεις μου εν γένει. Ίσως έτσι απαντήσω σε απορίες σου και ολοκληρώσω και την κριτική μου στο Post.
Η προστασία “συναισθημάτων” και “ευαίσθητων ψυχικών κόσμων” (την οποία λοιδωρεί εκ του προχείρου ο Αθανάσιος) μπορεί, υπό συνθήκες, να καταλαμβάνεται από το δίκαιο. Όταν λ.χ. τα συναισθήματα αυτά σχετίζονται με (ατομικά) δικαιώματά μου και μπορούν να αποτελέσουν τμήμα του ανεπτυγμένου περιεχομένου αυτών των δικαιωμάτων μου δεν είναι δυνατόν να μην μπουν και αυτά στο “παιχνίδι”. Το ζήτημα της “ανάπτυξης” του περιεχομένου των δικαιωμάτων τώρα, είναι νομικό-ερμηνευτικό. ΄Δεν θα υπεισέλθω σε αυτό περισσότερο, γιατί δεν σκοπεύω να γράψω εδώ πραγματεία περί του δικαιώματος στην θρησκευτική ελευθερία, εν συναρτήσει με το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς μου (αλήθεια, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν συναπαρτίζουν τα “συναισθήματα” και ο “ψυχικός μου κόσμος” την προσωπικότητά μου; Τί θα έλεγε επ’ αυτού ο αγαπητός Αθανάσιος άραγε;).
Έτσι, συγγνώμη, αλλά δεν θεωρώ σοβαρούς, τους αφορισμούς του τύπου: “Ουδέν συναίσθημα προστατεύεται από το δίκαιο”. Αυτά είναι καλά για πρωτοετείς νομικάριους που ψάχνονται, αλλά επικίνδυνα για την γραφίδα νέων επιστημόνων. Η μπηχτή πάει στον Αθανάσιο εδώ, και ελπίζω να μην του τραυματίζει τον ευαίσθητο επιστημονικό-συναισθηματικό του κόσμο.
Κατα τα λοιπά: Θεωρώ ότι το δίκαιο (πρέπει να) αποσκοπεί στην προώθηση της ιδέας και της πραγματικότητας της κοινωνικής ειρήνης και της ελαχιστοποίησης των συγκρούσεων μεταξύ των μελών μιας κοινωνίας. Όταν βλέπω ότι η ιδέα αυτή δεν προωθείται αλλά δυναμιτίζεται και τίθεται στο περιθώριο, μέσα από παραλογισμούς και μονομανείς κραυγές που υποστηρίζουν άχρονα και ανιστορικώς ένα δόγμα του τύπου “Οι ελευθερίες για τις ελευθερίες!”, τότε απλώς διαφωνώ και εκφράζω την διαφωνία μου.
Εν κατακλέίδι, για να μην θεωρηθεί ότι αποφεύγω την απάντηση σε ερωτήματα που θέτεις: Η θρησκευτική πίστη καθενός παραμένει στην κοινωνία που ζούμε ένα εξαιρετικά ευαίσθητο θέμα. Μακάρι να ξεπεράσουν τις “ευαισθησίες” τους όσοι τις έχουν, μακάρι να φτάσουμε κάποτε στο σημείο να κάνουμε πλάκα με τέτοια θέματα και να μην παρεξηγούμαστε (γιατί συχνά περί παρεξηγήσεων πρόκειται): Αυτό είναι και δική μου επιθυμία. Όσο όμως θα υπάρχουν άνθρωποι που θίγονται βαθιά και άλλοι που θίγουν ελαφρά τη καρδία και χωρίς να είναι αναγκαίο, θα αναζητώ την ορθή επίλυση της διαφοράς τους σε μια επίπονη και δύσκολη στάθμιση αξιών, αρχών, συμφερόντων κ.λπ. ενόψει συγκεκριμένης περίπτωσης και όχι σε γενικές, προγραμματικές διακηρύξεις περί προτεραιότητας αρχών έναντι άλλων, που ούτε νομικώς στέκουν ούτε ηθικώς πείθουν. Αλλά απλώς όζουν πολιτικού δογματισμού.
Καλά όλα αυτά βρε αδερφέ, αλλά λάβε τον κόπο και κάνε “μια επίπονη και δύσκολη στάθμιση αξιών, αρχών, συμφερόντων κ.λπ. ενόψει συγκεκριμένης περίπτωσης”:
καλώς απαγορεύθηκε η ταινία; καλώς κατασχέθηκε το βιβλίο; καλώς λογοκρίθηκε η τσόντα; καλώς καταδικάστηκε ο ζωγράφος;
Μην υπεκφεύγης.
Αθανάσιε, φίλε μου, δεν έχω τόσο πολύ χρόνο: Γι’ αυτό σου ζητώ να αρκεστείς στην υπεράσπιση του Κ. Τσόκλη, γιατί το άλλο projekt που μου προτείνεις υπερβαίνει τις δυνάμεις μου. Ειλικρινά χαίρομαι που το ανέλαβες (το εννοώ, παρά την κριτική που σου κάνω).
Διαβάζω πάντως και ξαναδιάβάζω με προσοχή το ακόλουθο χωρίο από όσα γράφεις λ.χ. στα περί τσόντας. Και προσπαθώ να βρώ πού ακριβώς έγκειται το σφάλμα που επισημαίνεις:
” Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι, ενόψει της προστασίας των δικαιωμάτων των άλλων, η άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης περιλαμβάνει και το καθήκον αποφυγής, στο μέτρο του δυνατού, κάθε έκφρασης που είναι, καθόσον αφορά αντικείμενα λατρείας, αδικαιολόγητα προσβλητική στους άλλους και βέβηλη. Μάλιστα, το ΕΔΔΑ επιχείρησε να δικαιολογήση την αυτοαναγόρευσή του σε φρουρό του εσωτερικού θρησκευτικού κόσμου με το γνωστό άσφαιρο επιχείρημα ότι στα μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης δεν έχει ακόμη αναπτυχθή η πεποίθηση ότι η επιβολή περιορισμών στην έκφραση λόγω του βλάσφημου περιεχόμενου της είναι ασύμβατη με την ΕΣΔΑ. Το επιχείρημα αυτό όμως, το οποίο επαναλαμβάνεται από καιρού εις καιρόν, όταν το ΕΔΔΑ θέλει να αναγνωρίση στα εθνικά κράτη κάποιο περιθώριο εκτίμησης, δεν πείθει, διότι ώφειλε να οδηγήση στο ακριβώς αντίθετο συμπέρασμα: όταν ο περιορισμός του συνταγματικού δικαιώματος δεν χαίρει γενικής αποδοχής, άρα δεν ερείδεται στερεά στις συνταγματικές αρχές και την πρακτική των ευρωπαϊκών χωρών, τότε η απόφαση πρέπει να είναι εις βάρος του (in dubio pro libertate!).”
Θα το ξαναδώ το χωρίο όταν βρω χρόνο – δες κι εσύ τα χωρία που μαυροσκιάζω. Αναρωτιέμαι προς το παρόν: Πώς ακριβώς όφειλε “να οδηγήσει σε αντίθετο συμπέρασμα” η επιχειρηματολογία του ΕΔΔΑ; Δεν το πιάνω καθόλου…
Ερώτημα: Πρέπει το ΕΔΔΑ να στηρίζεται ουσιαστικά στις υφιστάμενες αξιολογικές αντιλήψεις, που ενδέχεται να μην είναι “κοινές”, κάνοντας μια προσεκτική αναγωγή σε αυτές ώστε να επιτύχει με τις αποφάσεις του την μέγιστη δυνατή ισορροπία και κοινωνική ειρήνευση, ή πρέπει να τραπεί σε δικαστικό όργανο προώθησης κοινής φιλελεύθερης πολιτικής; Από που κι ως που θέλεις ένα δικαστήριο, αντί να επιλύει συγκρούσεις με προσεκτικό τρόπο, να τρέπεται σε όργανο προώθησης (οποιωνδήποτε) ιδεολογιών; Μήπως είναι κάπως εκτός αρμοδιοτήτων του αυτό;
Βλέπω πάντως, ότι η κατακλείδα του χωρίου σου είναι (για άλλη μια φορά) η in dubio pro libertate. Νομίζω ότι πρέπει να γράψω κάτι γι’ αυτή την αρχή στο μέλλον, γιατί κινδυνεύει να σε παρασύρει σε μανιερισμό στις νομικές επιχειρηματολογίες σου. Η αρχή αυτή δεν δίνει πάντοτε λύσεις Αθανάσιε…
Δεν είναι ανάγκη να διαβάσης τις αποφάσεις, σου εκθέτω τα πραγματικά περιστατικά, μπορείς να σχηματίσης αν μη τι άλλο μια διαισθητική άποψη.
Το ΕΔΔΑ έχει μια συγκεκριμένη αποστολή: να προασπίζεται τα ατομικά δικαιώματα που καλύπτει η ΕΣΔΑ. Όταν ανάγεται στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή, κάνει ακριβώς το αντίθετο, γιατί ορίζει την προστασία με βάση το χειρότερο κράτος.
Στις περιπτώσεις που μερικά κράτη είναι έτσι και μερικά αλλιώς, το ΕΔΔΑ κάνει του κεφαλιού του. Όταν θέλει να απορρίψη την προσφυγή, αναπτύσσει την φιλολογία περί εθνικού κριτηρίου εκτίμησης, όπως στις αποφάσεις που παραθέτω. Λέει δηλαδή ότι το ζήτημα κυμαίνεται και λοιπά, το αφήνω στον εθνικό νομοθέτη. Όταν θέλει να επιβληθή, τα λησμονεί αυτά και επιβάλλει ουσιαστικά την θέληση μερικών κρατών στα υπόλοιπα (υπόθεση Lautsi ας πούμε ή υπόθεση Δημητρά).
Η δική μου άποψη είναι ότι, αν η πρακτική των κρατών πρέπει να ληφθή υπόψιν, τότε μόνο όταν συγκλίνει στην ύπαρξη ενός περιορισμού, όχι όταν αποκλίνει. Διαφορετικά, το ΕΔΔΑ αρνείται ουσιαστικά να ασκήση την εξουσία του, κάτι σαν αρνητική υπέρβαση εξουσίας.
Για την αξία του in dubio pro libertate: δεν το εννοώ ως κριτήριο με το οποίο τέμνουμε μια κατάσταση non liquet, αν και αυτή θα ήταν μια καθ’όλα εύλογη εκδοχή. Ήδη νωρίτερα όμως, μας βοηθεί να φυλάμε τα επιχειρηματολογικά μας ρούχα: όταν αρχίζουν διάφορες περικοκλάδες με αόριστες και αφηρημένες έννοιες που επιχειρούν να περιορίσουν τα ατομικά μας δικαιώματα, ο σώφρων νομικός διαλέγει ήδη στρατόπεδο.
ΑΑ,
αναρωτιέμαι τί θα έκανε το ΕΔΔΑ με τον Μπερνίνι που παρουσιάζει την Τερέζα σε κατάσταση σεξουαλικής έκστασης, ήτοι οργασμού. [Πρόσεξε που στοχεύει το βέλος του περιχαρούς γανυμηδικού αγγέλου]
Ως προς την Hachette δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα (αγαπημένη φράση του kt!). Οι φίλοι μας οι γερμανοί νομομαθείς εδώ και αιώνες ερίζουν ως προς την προσβολή μνήμης τεθνεώτος (ΑΚ 57 παρ. 1 εδάφ. β΄): πρόκειται για ίδιο δικαίωμα των κληρονόμων ή απλώς για δικαίωμα μεταχθέν από τον τεθνεώτα; Είναι βαθύτατα φιλοσοφικό το ζήτημα και ούτε καν αποτολμώ να εισέλθω στα σκοτεινά αυτά ύδατα. Ας παραπέμψω εδώ μόνον σε έναν περίφημο Totenstreit της γερμανικής νομολογίας: Mephisto-Urteil του BVerfG.
Αφού θες να το γυρίσουμε στην τσόντα, έχουμε και μεις καλά κομμάτια:
“Κατά τούτο τιτρώσκομαι τη αγάπη εκείνου,
καθ’ όσον δ’ ουχ οράταί μοι εκτήκομαι τας φρένας,
τόν νούν, και την καρδίαν μου φλεγόμενος, και στένων
περιπατώ και καίομαι, ζητώ ώδε, κακείσε
καί ουδαμού τον εραστήν ευρίσκω της ψυχής μου,
καί περιβλέπομαι συχνώς ιδείν τον ποθητόν μου,
κακείνος ως αόρατος ουχ οράταί μοι όλως.
Ότε δε άρξομαι θρηνείν, ως απελπίσας, τότε
οράταί μοι, και βλέπει με ο καθορών τα πάντα.
Θαυμάζων καταπλήττομαι κάλλους την ευμορφίαν,
καί πώς ανοίξας ουρανούς διέκυψεν ο κτίστης,
καί δόξαν μοι παρέδειξε την άφραστον και ξένην;.
Πάντοθεν περιλάμπων με τη αθανάτω αίγλη,
άπαντα δε τα μέλη μου ακτίσι καταυγάζων,
όλος περιπλεκόμενος, όλον καταφιλεί με,
όλον τε δίδωσιν αυτόν εμοί τω αναξίω.
Και εμφορούμαι της αυτού αγάπης, και του κάλλους,
καί ηδονής, και γλυκασμού εμπίπλαμαι του θείου.
μεταλαμβάνω του φωτός, μετέχω και της δόξης,
καί λάμπει μου το πρόσωπον, ως και του ποθητού μου,
καί άπαντα τα μέλη μου γίνονται φωτοφόρα”.
Απλά δεν είναι όντως τα ζητήματα, αλλά καμιά φορά τους δεσμούς πρέπει να τους κόβουμε, αντί να τους λύνουμε.
Θυμήσου και αυτό το ταινιάκι. Τι θα έλεγε το ΕΔΔΑ;
…Καθυστέρησα να απαντήσω γιατί βρισκόμουν σε έκσταση:-)
Ως προς το δεύτερο ζήτημα: μετά τον Μπόνο, μας προκύπτει νέος Alexander the Great εντός ολίγων μόλις ημερών!:-)
Είναι προφανές ότι δεν περιμένεις να καταλάβω τον αφορισμό σου (λογικά ανάρμοστη πρόταση!): αν πάντως, παρ’ ελπίδα, εννοείς να καταργήσουμε πλήρως την διάταξη περί προσβολής μνήμης τεθνεώτος, τότε νομίζω ότι, χάριν πάλι μιας “φιλελεύθερης τέχνης για την φιλελεύθερη τέχνη”, επιδιώκουμε να καταργήσουμε αιώνες νομικής ιστορίας (…πάνε πίσω στο ρωμαϊκό δίκαιο) με πολύ αξιόλογο προβληματισμό, έτσι απλά για να πρωτοτυπήσουμε. Η ιστορία των ιδεών δεν ξεκινάει από εμάς ούτε τελειώνει με εμάς. Τεσπα, ίσως και να σε παρεξηγώ. Γι’ αυτό και επιφυλάσσομαι.
Δεν είναι ανάγκη να καταργήσουμε την μεταθανάτια προστασία της προσωπικότητας καθ’ ολοκληρίαν, αν και θα ήθελα να ακούσω επιχειρήματα επ’ αυτού. Μου αρκεί όμως για την κριτική στην συγκεκριμένη απόφαση η θέση και η λειτουργία του μακαρίτη του Ερινιάκ. Άλλο ο Κέννεντυ, άλλο ο Τσαουσέσκου, άλλο ο Μόρο και ο Σαντάμ και άλλο ένα τυχαίο θύμα τροχαίου ή καρδιακής προσβολής.
Όσο για την ιστορία των νομικών ιδεών, ασφαλώς δεν τελειώνει διά και υφ’ ημών. Αρκεί ίσως να προχωρήση λιγάκι!
Έτσι συμφωνούμε! Αν και αυτή η “μετριοπαθής” στάση που εκφράζεις έρχεται σε αντίθεση με τα περί “γόρδιου δεσμού”.
Έτσι είναι με τον Κέννεντυ και τον Τσαουσέσκου, ούτως ή άλλως δε η “καλή” ή “κακή” φήμη του μακαρίτη λαμβάνεται υπόψιν για την τελεσφόρηση της αξιωσης. Όσο για το θύμα τροχαίου, εκεί πλέον μιλάμε κατ’ αρχήν μόνον για ψυχική οδύνη των συγγενών.