Στο πρώτο μέρος αυτού του άρθρου εξετάσαμε τις αρχαιολογικές και μουσειολογικές παραμέτρους, στις οποίες το νέο μουσείο της Ακρόπολης παρουσιάζει μια σειρά από σοβαρά σημεία ανεπάρκειας. Ασχοληθήκαμε με την σχέση κτηρίου και εκθεμάτων, καθώς και με το γενικότερο σύστημα παρουσίασης των αρχαίων ευρημάτων. Στο τέλος του κειμένου υπονοήσαμε ότι εκεί που η περιήγηση στο μουσείο τελειώνει, στον αποθαυμασμό δηλαδή του Παρθενώνα στον ανώτερο όροφο, εκεί ακριβώς αρχίζει να αναφαίνεται το πιο θεμελιώδες ίσως πρόβλημα στην φιλοσοφία του νέου μουσείου. Ποιο μπορεί να είναι αυτό;
Ο Παρθενώνας κατά τον 17ο αιώνα.
Όταν επισκεπτόμαστε μια σημαντική αρχαιολογική θέση, πιστεύουμε συνήθως πως αυτό που αντικρίζουμε είναι ότι άφησε πίσω του ο χρόνος. Συχνά όμως στην πραγματικότητα η κατάσταση διατήρησης κάποιων αρχαίων καταλοίπων έχει να κάνει λιγότερο με το μακραίωνο του παρελθόντος και περισσότερο με συγκεκριμένες ερευνητικές ή ιδεολογικές κατευθύνσεις του παρόντος. Όταν π.χ. επισκεπτόμαστε την ακρόπολη των Μυκηνών, δεν αντικρίζουμε το σύνολον των αρχαίων καταλοίπων αυτής της θέσης, αλλά μόνο αυτά που αποτέλεσαν κάποτε το ερευνητικό ενδιαφέρον ενός συγκεκριμένου ανθρώπου, του Ερρίκου Σλήμαν. Απομακρύνοντας τα μεταμυκηναϊκά ίχνη χρήσης του χώρου (αρχαϊκά, ελληνιστικά, βυζαντινά), ο Γερμανός ερευνητής ταύτισε την θέση με μία ορισμένη περίοδο της ιστορίας της (την κατ΄ αυτόν ομηρική) και ανέδειξε αποκλειστικά αυτήν.
Το ίδιο ακριβώς σύμπτωμα απαντά και στην Ακρόπολη των Αθηνών. Αυτό που αντικρίζει ο σημερινός επισκέπτης είναι μια προσπάθεια ανάκλησης της μορφής του χώρου στο δεύτερο ήμισυ του 5ου αι. π.Χ., όταν δηλαδή αυτός απέκτησε την μνημειακότερη μορφή του κατά την αρχαιότητα. Στους επόμενους αιώνες ο χώρος του κλασικού ιερού γνώρισε καταστροφές, επισκευές, μετασκευές, εμπλουτίστηκε με αναθήματα, επιγραφές, προσκτίσματα, πύργους, μιναρέδες και τζαμιά. Το κυριότερο: για πάνω από 2500 χρόνια, από το πρώτο μισό της 1ης χιλιετίας π.Χ. ως τον 19ο αιώνα μ.Χ., η αθηναϊκή Ακρόπολη αποτελούσε τόπο θρησκευτικής λατρείας. Στο πλαίσιο μιας αδιάσπαστης γραμμής συνέχειας στην χρήση του χώρου, η Ακρόπολη – παράλληλα προς τις κατά καιρούς παράπλευρες λειτουργίες της (κάστρο, κατοικία αρχόντων, κ.α.) – έγινε προσκύνημα διαδοχικά της αρχαίας ελληνικής, της χριστιανικής και της μουσουλμανικής θρησκείας. Η γραμμή αυτή διακόπτεται τον 19ο αιώνα, όταν η τότε κυρίαρχη γερμανική κλασικιστική αντίληψη για την αποκατάσταση των αρχαίων μνημείων και η εγχώρια ετερόφωτη αντίληψη της ελληνικής ιστορίας ως γέφυρας που συνδέει το παρόν απευθείας με το κλασικό παρελθόν συνεργούν σε μια παράδοξη προσπάθεια: να αναδείξουν την ιστορική συνέχεια του ελληνισμού διακόπτοντάς την. Το μικρό τέμενος που υπήρχε στο εσωτερικό του Παρθενώνα (εικ. 2) δεν μετατρέπεται, όπως θα συνέβαινε σε παλαιότερες εποχές, σε χριστιανικό ναό, αλλά απομακρύνεται από την Ακρόπολη μαζί με όλα τα υπόλοιπα κατάλοιπα που δεν είχαν σχέση με την κλασική εποχή. Πολλά από αυτά, κατασκευασμένα από πιο φθαρτά υλικά εν σχέσει προς τα ολομάρμαρα κλασικά μνημεία, είχαν καταρρεύσει ή πέσει θύματα ανθρώπινων παρεμβάσεων ήδη σε περασμένες εποχές. Στις περιπτώσεις εκείνες δεν επρόκειτο ωστόσο για συνειδητές επεμβάσεις φορέων της σύγχρονης επιστήμης και αρχαιολογίας. Οι ιστορικές αντιλήψεις που οι τελευταίοι θέλησαν τον 19ο αι. να προβάλλουν επάνω στην αθηναϊκή Ακρόπολη (ύπαρξη «ανώτερων» και «κατώτερων» ιστορικών περιόδων, αξιολογική διάκριση των κοινωνιών του παρελθόντος σε «φωτεινές» και «σκοτεινές», ιδεολογικοποιημένη ψυχολογική ταύτιση με κάποιες περιόδους και…απάρνηση άλλων) καταδικάζονται σήμερα ακόμη και από τον εν ισχύ στη χώρα μας αρχαιολογικό νόμο που απαγορεύει πλέον την κατεδάφιση αρχιτεκτονικών λειψάνων στις ανασκαφές.
Και αν τον 19ο αι. έγιναν στην Ακρόπολη οι αναφερθείσες επεμβάσεις, κι αν ακόμη δεχθούμε πως τα λείψανα των βυζαντινών και νεότερων φάσεων δεν ήταν όντως τότε ούτε καν αναστηλωτέα, πως εκπροσωπούνται τουλάχιστον εν έτει 2009 στο νεόκτιστο μουσείο της Ακρόπολης τα «χαμένα» περ. 1200 χρόνια (6ος –19ος αι. μ.Χ.-) της ιστορίας της; Δυστυχώς (πλην της κακώς λογοκριθείσας βιντεοταινίας με καλλιτεχνικό όμως [ή καλλιτεχνίζοντα ιδεοληπτικό] και όχι ενημερωτικό χαρακτήρα) μόνον από μια μακέτα της μεσαιωνικής Ακρόπολης, η οποία βρίσκεται σε μια γωνία του πρώτου ορόφου και προξενεί την περιέργεια των τουριστών, κυρίως επειδή δεν συνοδεύεται από κανένα ενημερωτικό κείμενο. Είναι η μακέτα για την οποία κάναμε λόγο στο τέλος του πρώτου μέρους του άρθρου και η οποία αναδεικνύει μάλλον το κενό που προορίζεται να καλύψει. Αναπόφευκτο αποτέλεσμα αυτής της ιδιότυπης ημι-ιστορίας είναι φυσικά η ημιμάθεια. Ο επισκέπτης του νέου μουσείου της Ακρόπολης δεν πρόκειται π.χ. να προβληματιστεί ποτέ για το ότι η εξέχουσα θέση που κατέχει σήμερα στην συνείδησή μας ο Παρθενώνας εν σχέσει προς τα Προπύλαια ή το Ερέχθειο είναι καθώς φαίνεται κληρονομιά περισσότερο των βυζαντινών χρόνων και λιγότερο της αρχαιότητας. Ως χριστιανική εκκλησία, ο Παρθενώνας υπήρξε στα χρόνια του Βυζαντίου πολύ πιο σημαντικός υπερτοπικά από ότι υπήρξε ποτέ ως αρχαίος ναός. Η αρχαία Ακρόπολη χρωστούσε την φήμη της όχι τόσο στον χαρακτήρα της ως ιερού όσο στην ανάδειξή της σε ιδεολογικοπολιτικό σημείο αναφοράς για την πόλη των Αθηνών και σε διάσημο καλλιτεχνικό αξιοθέατο. Αντιθέτως, η Παναγία η Αθηνιώτισσα υπήρξε για αιώνες ένα από 3-4 σημαντικότερα προσκυνήματα του ανατολικού χριστιανισμού οδηγώντας σταδιακά στην ταύτιση σχεδόν ενός άλλοτε ευρύτερου αρχιτεκτονικού συγκροτήματος με ένα μόνον από τα αρχικά του μέρη. Τίποτα επίσης δεν πρόκειται να μάθει ο επισκέπτης για την άσβεστη λαμπάδα του Βασιλείου του Β΄ (διάσημο ανάθημα των αρχών του 11ου αι., στο οποίο πιθανώς έχει τις ρίζες της η μεταγενέστερη φιλολογία περί της ειδικής «σχέσης» Παρθενώνα και αττικού φωτός) ή το μωσαϊκό της αψίδας που κατά την παράδοση δεν μπόρεσαν να καλύψουν οι Τούρκοι. Τίποτα και για το «λίθινο χρονικό» (το πλήθος των μεσαιωνικών επιγραφών στην Ακρόπολη). Εκτός αυτών, στο σκοτάδι μένει ο επισκέπτης και ως προς κάποια στοιχεία της σημερινής μορφής του Παρθενώνα που ανάγονται σε μεταγενέστερες της κλασικής εποχές. Ατενίζοντας δηλ. την Ακρόπολη από τον δεύτερο όροφο του νέου μουσείο (αίθουσα Παρθενώνα) βλέπει κανείς μια πλευρά του κτηρίου, στην οποία κάποιοι κίονες είναι περισσότερο «φαγωμένοι», σώζονται δηλ. σε χαμηλότερο ύψος από τους υπόλοιπους. Είναι το σημείο στο οποίο προσέκρουσε το μοιραίο βλήμα του βενετικού πυροβολικού το έτος 1687. Θα ήταν σίγουρα χρήσιμο στον επισκέπτη ένα ενημερωτικό κείμενο στο σημείο παρατήρησης, στο οποίο θα μπορούσε να γίνεται μνεία και των 300 περίπου ανθρώπων (πολλοί γυναίκες και παιδιά) που κατά την έκρηξη βρήκαν τον θάνατο στο εσωτερικό του ναού.
Επειδή φυσικά η φιλοσοφία της έκθεσης δεν πρόκειται να αλλάξει (την κάλυψη των σχετικών κενών αναλαμβάνουν ήδη ατομικές πρωτοβουλίες), θα ήταν πιο πρακτικό να τροποποιηθεί η ονομασία του νέου μουσείο επί το ακριβέστερον: μουσείο της αρχαίας Ακρόπολης. Σε αυτή την περίπτωση θα υπάρχει βέβαια ένα μικρό πρόβλημα με τα αρχαιολογικά ευρήματα στην είσοδο του μουσείου, τα οποία κατά ειρωνικό τρόπο ανήκουν ως επί το πλείστον στην βυζαντινή περίοδο και θα προκαλούν εύλογες απορίες στον απροκατάληπτο επισκέπτη…
Συνοψίζοντας το άρθρο ως όλον μπορεί να υποστηριχθεί ότι το νέο μουσείο της Ακρόπολης θυμίζει την χαρακτηριστική εκείνη συνύπαρξη υπερσύγχρονου και υπανάπτυκτου που συναντά κανείς σε κάποιες αναπτυσσόμενες χώρες. Η υψηλού επιπέδου μοντέρνα αρχιτεκτονική του κτηρίου και η προσπάθεια μιας διαλεκτικής ανάμεσα σε δύο απομακρυσμένες αρχιτεκτονικές εποχές (κλασική και σύγχρονη) συνυπάρχουν με την απουσία μουσειολογικής μέριμνας για την αρμονική σχέση κτηρίου και ευρημάτων, με κραυγαλέα ελλείμματα συστήματος και μεθόδου στην γνώση (άρα και παρουσίαση) των εκθεμάτων, καθώς και με ιδεολογικοποιημένα σχήματα-αντιλήψεις περί ιστορίας που ανήκουν στην νηπιακή ηλικία της εξέλιξης των σύγχρονων επιστημών. Ιδίως η ετερόφωτη κλασικιστική εμμονή περασμένων αιώνων με την ανάδειξη μόνον της αρχαίας και κυρίως της κλασικής εποχής δεν συντηρεί απλώς μια νοσηρή συμπλεγματική στάση έναντι του δυτικού κόσμου, αλλά οδηγεί σαφώς και στην ημιμάθεια εκείνη που ούτως ή άλλως κρύβεται στην ρίζα τέτοιων ψυχολογικών αντιδράσεων. Υπό το πρίσμα αυτό, το μάλλον αδιαμφισβήτητο αποτέλεσμα είναι ότι το νέο μουσείο της (αρχαίας) Ακρόπολης ανήκει στα έργα εκείνα που επενδύουν όχι στην συστηματική γνώση, αλλά στον επιφανειακό εντυπωσιασμό. Κι αν κρίνει κανείς από τις πρώτες αντιδράσεις των περισσοτέρων επισκεπτών, η επένδυση ήταν μάλλον σωστή…
2. Ο Παρθενώνας από ΒΔ, 1839. Δαγγεροτυπία.
Εικόνες από: Π. Τουρνικιώτης (επιμ.), Ο Παρθενώνας και η ακτινοβολία του στα νεώτερα χρόνια, Μέλισσα 1994, σελ. 154, εικ. 20 και σελ. 193, εικ. 52.
Θα μπορούσαμε να κλείσουμε την Ακρόπολη, το Μουσείο και ό,τι υπάρχει ανάμεσα σε μια μεγάλη γυάλα, και αυτό να ήταν το Μουσείο Νεοελληνικού Εθνικισμού.
Η γυάλα ίσως επιστρατευτεί κάποια στιγμή για την Ακρόπολη, αλλά λόγω της ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Εθνικισμοί υπάρχουν πολλών ειδών και βαθμών. Εδώ πρόκειται περισσότερο για μια πολύ ιδιόμορφη αντίληψη περί ιστορικής (α)συνέχειας, η οποία υπηρέτησε κάποτε την ψυχολογική ανάγκη ένταξης σε έναν συγκεκριμένο κόσμο (δυτικό) και απομάκρυνσης από έναν άλλο (οθωμανικό). Ο δυτικός κόσμος συνέβη να είναι ταυτόχρονα και ο κατεξοχήν μελετητής του παρελθόντος μας, οπότε ειδικά τον 19ο αιώνα δεν υπήρχαν σοβαρές προϋποθέσεις να υπάρξει εκ μέρους των Ελλήνων κριτική διάθεση στα αρχαιογνωστικά ρεύματα που εισάγονταν από τη Δύση. Από τότε έχουν περάσει όμως σχεδόν 200 χρόνια. Στη Δύση τα ρεύματα άλλαξαν και ξανάλλαξαν. Εδώ μένουμε στα ίδια…
Θεόδωρε,
το δεύτερο άρθρο σου είναι ακόμη πιο ενδιαφέρον από το πρώτο και αισθάνομαι άσχημα που το παραμέλησα τόσες μέρες.
Έχω τα εξής ερωτήματα:
α) Δεν υπάρχουν ανώτερες και κατώτερες περίοδοι σημαίνει τάχα ότι ο 4ος αιώνας πΧ είναι εξίσου σημαντικός για την ιστορία του πολιτισμού με τον 14 πΧ; [θυμάσαι το ανέκδοτο περί nachmykenische Stoerung. Αναρωτήθηκες όμως γιατί ακριβώς μας φαίνεται αστείο;] Ή κάτι άλλο; Γιατί η παραδοχή ανώτερων και κατώτερων περιόδων θα συνεπαγόταν αναγκαστικά σλημαννικού τύπου επεμβάσεις;
β) Καλώς, έστω ότι δεν υπάρχουν. Τι θα έπρεπε να γίνη; Να αφήσουμε το τζαμί; Και γιατί όχι τάχα και την εκκλησία, που υπήρξε εκεί για μεγαλύτερο διάστημα; Γιατί να υποδουλωνώμαστε στην ιστορική τυχαιότητα, υπό την έννοια να συντηρούμε ό,τι έτυχε να σωθή ως τις μέρες μας; Γιατί αναστηλώνουμε τότε;
γ)
Καλώς, και εγώ θα προτιμούσα να την πλήρη αφήγηση και όχι την επικεντρωμένη στην κλασσική Ακρόπολη (σημειώνω ότι εξαιτίας ακριβώς της απουσίας αυτής απουσιάζουν κλασσικοί εθνικιστικοί τόποι για την Ακρόπολη, όπως η καταστροφή του Μοροζίνη, η αρπαγή των ελγινείων, το κατέβασμα της γερμανικής σημαίας. Ίσως λοιπόν να μην είναι η παλαιοπατριωτική αντίληψη που υπαγόρευσε την συγκεκριμένη έκθεση). Αν όμως έπρεπε να επιλέξουμε μία περίοδο, ποια θα ήταν αυτή;
Θανάση,
Απαντώ με την σειρά που τα έθεσες.
α) Δεν υπάρχουν «ανώτερες» και «κατώτερες» περίοδοι υπό το πρίσμα της άποψης ότι η επιστημονική μελέτη του παρελθόντος δεν πρέπει να εξαντλείται σε συγκεκριμένες εποχές, κοινωνίες ή επιμέρους επιτεύγματα. Προφανώς είναι φυσικό να συγκινεί περισσότερο ένας αθηναϊκός ερυθρόμορφος κρατήρας από ένα νεολιθικό αγγείο της κεντρικής Γερμανίας. Και τα δύο όμως έχουν την θέση τους στην διήγηση του ανθρώπινου παρελθόντος. Επίσης ένα ταπεινό λίθινο εργαλείο με ίχνη επεξεργασίας από μεταλλικό εργαλείο (εύρημα συνήθως της πρώιμης εποχής του χαλκού, λίγο πριν δηλ. οι τεχνολογικοί όροι αντιστραφούν…) δεν προσφέρει λιγότερο σημαντικές πληροφορίες για την ιστορία της τεχνολογίας από ότι η μελέτη ενός αρχαιοελληνικού κτίσματος. Επίσης είναι βασικό να τονιστεί ότι το τι είναι σημαντικότερο για την ιστορία του πολιτισμού το καθορίζουν πολλές φορές και οι σχετικές αντιλήψεις τις εκάστοτε κοινωνίας και εποχής. Η λογική παραδοχή ότι υπάρχουν κάποια χρονικά επεισόδια ιδιαίτερης ακμής για συγκεκριμένες κοινωνίες, π.χ. η Αθήνα του Περικλή, όντως μπορεί να μην οδηγεί αναγκαστικά σε καταστρεπτικές επεμβάσεις εις βάρος των καταλοίπων άλλων εποχών. Στην Ελλάδα όμως έχουμε μια πολύ οξύτερη μορφή του φαινομένου, αυτή που παίρνει σβάρνα ολόκληρες χιλιετίες…
Ως προς το αστείο με την «μεταμυκηναϊκή διαταραχή» (nachmykenische Störung) στην Ακρόπολη, είναι όντως αστείο όχι λόγω της χρονολόγησης, αλλά κυρίως της αξίας (επιμέρους πολιτιστικά επιτεύγματα προφανώς μπορούν να αξιολογούνται, συγχρονικά και διαχρονικά) των συγκεκριμένων…μεταμυκηναϊκών μνημείων. Αν πάνω στην Ακρόπολη υπήρχε ένα μυκηναϊκό μέγαρο και από πάνω του ένας απλός αγωγός κλασικής εποχής δεν θα ήταν τόσο αστείο.
β) Θα έπρεπε να διαμορφώσουμε τον χώρο έτσι ώστε να αναδεικνύεται όσο το δυνατόν πληρέστερα και σωστότερα η ιστορία του. Σε αυτό το πλαίσιο κάποια πράγματα μπορεί να αναδειχθούν περισσότερο και κάποια άλλα λιγότερο, δεν υποδουλωνόμαστε δηλ. στην ιστορική τυχαιότητα. Σε αυτή την προβληματική εντάσσεται και το πολυσυζητημένο θέμα των αναστηλώσεων. Θυμήσου την πρόσφατη επίσκεψή σου στην Κνωσσό. Εκεί υποτίθεται ότι η αναστήλωση κάνει τον χώρο ελκυστικότερο για τον επισκέπτη, αντί όμως για μινωικό ανάκτορο βλέπει κανείς αυτό που ο…Έβανς νόμιζε πως ήταν τα μινωικά ανάκτορα. Για μια πιο αντιπροσωπευτική εικόνα του κτηριακού αυτού τύπου πρέπει να πάει κανείς στην Φαιστό, όπου η μη αναστήλωση συνιστά καλύτερη ανάδειξη.
Τέλος, ως προς το τζαμί, κατά την γνώμη μου θα έπρεπε να διατηρηθεί στη θέση του, να συντηρηθεί και να υπηρετήσει διπλό ρόλο. Αυτόν της υπόμνησης της μουσουλμανικής παρουσίας στην Ακρόπολη, αλλά και της λατρευτικής συνέχειας, μετατρεπόμενο σε χριστιανική εκκλησία. Μουσείο δηλ. και εκκλησία μαζί.
γ) Το ερώτημα θα ταίριαζε πιο πολύ στο παράδειγμα μιας ανασκαφής. Αν π.χ. ένας ρωμαϊκός μαντρότοιχος βρίσκεται πάνω από ένα αρχείο πινακίδων γραμμικής Β, τότε τι κάνουμε; Σίγουρα αυτό που φαντάζεσαι…Τις περισσότερες φορές όμως τα πράγματα είναι λιγότερο ακραία και υπάρχουν οι προϋποθέσεις ανάδειξης περισσοτέρων της μιας περιόδων.