Ήδη από τα πρώτα στάδια της διαδικασίας ανέγερσής του (δεκαετία 1970), το νέο μουσείο της Ακρόπολης συνδέθηκε με καταστάσεις και συζητήσεις ως επί το πλείστον άσχετες με την ουσία ενός μουσείου. Ατέρμονες διαφωνίες για το σημείο ανέγερσης, αναρίθμητες μηνύσεις και προσφυγές, μικροπολιτικές σκοπιμότητες και προσωπικοί εγωισμοί, η σύνδεση (ταύτιση μάλλον) του εγχειρήματος με το αίτημα επιστροφής των Ελγινείων και τέλος η πολυσυζητημένη μορφή του κτηρίου των Β. Tschumi-Μ. Φωτιάδη απέκλεισαν ουσιαστικά οποιονδήποτε άλλον προβληματισμό για το σημαντικό αυτό έργο. Οι μουσειολογικές και αρχαιολογικές πτυχές του πράγματος, δηλ. ο τρόπος έκθεσης των ευρημάτων (μέρος Ι αυτού του άρθρου), η αντίληψη του παρελθόντος που εκτίθεται (ή, όπως θα δούμε στο μέρος ΙΙ, δεν εκτίθεται…), το πόσο και πως συμβάλλει εν γένει το (νέο) μουσείο στην ιστορική και αρχαιολογική γνώση δεν απασχόλησαν δηλαδή και ούτε φαίνεται ότι πρόκειται να απασχολήσουν ιδιαίτερα την δημόσια συζήτηση. Με αυτά ως δεδομένα δεν είναι περίεργο ότι το τελικό αποτέλεσμα προσφέρεται, δυστυχώς, για μια εξαντλητική κριτική, αν όχι γενική αποδόμηση.
Ας αρχίσουμε από το κτήριο. Και μόνο το γεγονός ότι η αρχιτεκτονική μορφή του συζητήθηκε τόσο πολύ αποκτώντας ένθερμους υποστηρικτές και ορκισμένους εχθρούς προοιώνιζε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Το έργο των Tschumi-Φωτιάδη, εντυπωσιακό εσωτερικά και αμφιλεγόμενο εξωτερικά, βρίσκεται σε άριστη οπτική επαφή με την Ακρόπολη και εντυπωσιάζει με τον όγκο, την επιλογή των υλικών (του γυαλιού κυρίως) και τον φωτισμό του. Η πρόθεση αντιπαραβολής του αρχαίου βράχου με την υπερσύγχρονη αρχιτεκτονική του μουσείου, καθώς και η απόπειρα «προσομοίωσης» της Ακρόπολης στο σχέδιό του (ισόγειο ως ράμπα «ανόδου» στην Ακρόπολη, πρώτος όροφος με όλα τα ευρήματα και μνημεία επί του ιερού βράχου πλην Παρθενώνα, αξιολογική αναβίβαση του τελευταίου στον δεύτερο όροφο), αποτελούν ενδιαφέρουσες ιδέες. Ιδέες όμως ερήμην των εκθεμάτων. Με τον όγκο και την αρχιτεκτονική του το κτήριο συνθλίβει ουσιαστικά τα ευρήματα που προορίζεται να αναδείξει. Λίγες ώρες μετά την επίσκεψη έχει κανείς στο μυαλό του πιο πολύ την εικόνα του εσωτερικού του κτηρίου (το μέγεθός του, το παιχνίδισμα γυάλινων επιφανειών και φωτός) και λιγότερο οποιοδήποτε εύρημα ή κείμενο υπομνηματισμού. Το κτήριο δεν λειτουργεί σαν «αόρατο κέλυφος» ανάδειξης των εκθεμάτων, αλλά σαν έκθεμα καθεαυτό. Αυτό γίνεται έκδηλο ήδη στο ισόγειο, όπου δεν φαίνεται να ενδιαφέρει ότι τα ευρήματα στις ανώτερες προθήκες βρίσκονται υπερβολικά ψηλά για τον επισκέπτη. Είναι σαφής η προτεραιότητα στο κτήριο και όχι στα εκθέματα. Παράλληλα με τον αρνητικό αυτό ρόλο, το κτήριο του νέου μουσείο επιτελεί όμως και έναν «θετικό». Εντυπωσιάζει δηλαδή αρκετά τον επισκέπτη, ώστε να αποσπάσει την προσοχή του από τα πολλά σημεία βαριάς αρχαιολογικής ανεπάρκειας της έκθεσης.
Θυμίζοντας λιγότερο μουσείο του 21ου αιώνα και περισσότερο την…πρώτη Referat (προφορική παρουσίαση) μεταπτυχιακού Έλληνα φοιτητή αρχαιολογίας σε γερμανικό πανεπιστήμιο, το νέο μουσείο της Ακρόπολης παραλείπει να παρουσιάσει τα εξής βασικά σημεία: 1) Χρονολογικός πίνακας της αρχαιότητας (απαραίτητος σκελετός για οποιαδήποτε σοβαρή αρχαιολογική παρουσίαση) και χρονολόγιο της ιστορίας της Ακρόπολης. Ειδικά η περιοδολόγηση είναι καλό να συνοδεύει τον επισκέπτη σε κάθε χώρο του μουσείου, με χρωματικό τονισμό της περιόδου που πραγματεύεται κάθε χώρος. Για την απουσία χρονολογίου, επισκόπησης δηλαδή των βασικών ιστορικών σταθμών της Ακρόπολης, δεν χρειάζονται σχόλια. 2) Ιστορία της έρευνας. Ποιοι είναι οι σπουδαιότεροι ξένοι και Έλληνες επιστήμονες, στη δουλειά των οποίων χρωστάμε τις γνώσεις μας για την Ακρόπολη; Δεν χρήζουν μνείας ερευνητές όπως π.χ. ο Penrose (πρωτοπόρος μελετητής των περίφημων εκλεπτύνσεων του Παρθενώνα) ή οι δικοί μας Ορλάνδος και Κορρές; 3) Κατόψεις και σχέδια. Ανήκουν στα βασικά της αρχαιολογίας και όντως κάνουν την εμφάνισή τους στο ισόγειο, στην ενότητα των ιερών. Από κει και πέρα όμως το χάος…Δεν είναι δυνατόν να στέκεται κανείς μπροστά σε μια ωραία μακέτα του Ερεχθείου και να διαβάζει το πληροφοριακό κείμενο χωρίς να μπορεί να δει…που επί της Ακρόπολης βρίσκεται το συγκεκριμένο κτήριο. Είναι αδιανόητο να συμβαίνει το ίδιο και λίγα μέτρα πιο πέρα με τα Προπύλαια και τον ναό της Αθηνάς Νίκης. Πως θα αισθάνεται επίσης ένας Ιάπωνας τουρίστας ακούγοντας ακατάληπτες για αυτόν λέξεις όπως «αέτωμα», «μετόπη», «ζωφόρος» δίχως ένα σχέδιο (ανωδομή δωρικού και ιωνικού ρυθμού) που να του δείχνει σε ποιο σημείο του αρχαίου ναού βρίσκονται αυτά τα μέλη; Εάν για ορισμένες από τις πληροφορίες αυτές από μηχανής θεός είναι κάποιες βιντεοπροβολές, τότε αντί για ένα ακριβό μουσείο θα μπορούσε να υπάρχει απλώς ένα περίπτερο διανομής DVD.
Ταυτόχρονα, βαθιά έλλειψη συστήματος και μουσειολογικής μέριμνας φανερώνει η έκθεση των ευρημάτων ειδικά στον αχανή και ενιαίο πρώτο όροφο. Τα προβλήματα είναι κι εδώ πολλά: α) ετερογενείς θεματικές ενότητες, με άλλη να είναι χρονολογική (π.χ. μυκηναϊκή περίοδος), άλλη να αφορά ένα συγκεκριμένο κτήριο (π.χ. Πεισιστράτειος Εκατόμπεδος) και άλλη τη λειτουργία των ευρημάτων (αναθήματα), β) οι ενότητες αυτές δεν υποστηρίζονται κτηριακά, δεν καταλαμβάνουν δηλ. ξεχωριστές αίθουσες, ώστε διαμορφωθεί ακολούθως σχέδιο περιήγησης του επισκέπτη. Σαν αποτέλεσμα, ο επισκέπτης περιηγείται αρχαϊκά και κλασικά μνημεία, για να ανακαλύψει κάποια στιγμή κρυμμένη σε μια γωνία και την μυκηναϊκή περίοδο της Ακρόπολης (που θα έπρεπε να είχε περιηγηθεί πρώτα) γ) κακή σχέση υπομνηματισμού και ευρημάτων. Πολλές φορές το κεντρικό ενημερωτικό κείμενο δεν προηγείται, αλλά…έπεται μια ομάδας εκθεμάτων. Εντάσσεται μεν κι αυτό στο πρόβλημα της πορείας του επισκέπτη μέσα στο μουσείο, μάλλον όμως θα υπήρχε και ως αυτοτελές πρόβλημα ακόμη κι αν υπήρχε σχέδιο πορείας από αίθουσα σε αίθουσα. Εκτός αυτών, την εμφάνισή της κάνει στον πρώτο όροφο και η αδυναμία αφαιρετικής αξιολόγησης των επιστημονικών γνώσεων. Στα ψηλά του σχετικού υπομνηματισμού περνά π.χ. η εμφάνιση του χιασμού των κινήσεων (κοντραπόστο) στην γλυπτική κατά τον πρώιμο 5ο αι. π.Χ., η μετάβαση δηλ. από την αιγυπτιάζουσα άκαμπτη στάση των αρχαϊκών αγαλμάτων στο δυναμικό άνοιγμα στο χώρο που σηματοδοτεί η νέα σχέση στηρίζοντος και άνετου ποδιού. Ο επισκέπτης μπορεί συνεπώς να περάσει δίπλα από το Παιδί του Κριτίου χωρίς να υποψιαστεί το παραμικρό για την τεράστια σημασία του στην ιστορία της τέχνης.
Μια κάπως αρμονικότερη συνύπαρξη κτηρίου και εκθεμάτων αντιπροσωπεύουν ο ανθρώπινων διαστάσεων χώρος των Καρυατίδων στον πρώτο όροφο και η αίθουσα του Παρθενώνα στον δεύτερο. Κι εδώ όμως το κτήριο του μουσείου και ο εντυπωσιακός τρόπος έκθεσης των ευρημάτων – ιδίως των αρχιτεκτονικών γλυπτών του Παρθενώνα – καλούνται να εξισορροπήσουν την απουσία ενός πλήθους πληροφοριών για τα μνημεία του 5ου αι. π.Χ. Σε αυτές ανήκουν το ιστορικό πλαίσιο της ανέγερσής τους, οι μυθολογικοί κύκλοι από τους οποίους αντλούνται τα θέματα των γλυπτών συνθέσεων, η συμβολική (ιδεολογική-πολιτική) λειτουργία των μύθων, κ.α. Στην αίθουσα του Παρθενώνα η παρουσίαση των αρχιτεκτονικών γλυπτών, αποσπασμένων από την κτηριακή τους συνάφεια, μοιάζει δυστυχώς να υπηρετεί αποκλειστικά το αίτημα επιστροφής των Ελγινείων. Ένα από τα ερωτήματα που μένουν αναπάντητα στον επισκέπτη είναι γιατί εν τέλει αυτό το κτήριο, επιμέρους στοιχείο ενός ευρύτερου αρχιτεκτονικού συγκροτήματος, κατέληξε να επισκιάσει ως προς την σημασία του τα υπόλοιπα αρχιτεκτονήματα της Ακρόπολης. Δεν υποδεικνύεται στον επισκέπτη ότι η απάντηση στο θεμελιώδες αυτό ερώτημα βρίσκεται όχι στον δεύτερο, αλλά σε μια γωνιά του πρώτου ορόφου. Στο σημείο εκείνο οι επισκέπτες μαζεύονται γύρω από μια «περίεργη» μακέτα της Ακρόπολης, η οποία δεν φέρει κανέναν απολύτως υπομνηματισμό. Τι ακριβώς απεικονίζει η μακέτα αυτή και σε ποιο μεγάλο έλλειμμα – στο μεγαλύτερο ίσως – του νέου μουσείου εμπλέκεται, θα εξετάσουμε στο δεύτερο μέρος αυτού του άρθρου.
Δεν το έχω επισκεφτεί, διάβασα μόνο κάποιες συζητήσεις που έγιναν επ’ αφορμή των εγκαινίων. Σχημάτισα την εντύπωση ότι το συγκεκριμένο μουσείο κατασκευάστηκε (σχεδόν) αποκλειστικά για την επιστροφή των Ελγινείων. Ίσως γι’ αυτό έγινε τόσο visitor unfriendly, γι’ αυτό και αναδεικνύει περισσότερο τον εαυτό του παρά τα εκθέματά του.
Πληρώνουμε τις ιδεοληψίες της Μελίνας με προχειρότητες και έργα χαμηλού επιπέδου.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η Μ. Μερκούρη καθόρισε σε αποφασιστικό βαθμό το ύφος της διεκδίκησης των Ελγινείων, καθώς και την αξιολόγηση του συγκεκριμένου ζητήματος ως – καθώς φαίνεται – σημαντικότερου από οποιαδήποτε άλλη πτυχή της έκθεσης των ευρημάτων και μνημείων της Ακρόπολης. Σε αυτό δυστυχώς φαίνεται πως προστέθηκαν και οι γνωστές ελληνικές παθογένειες στα θέματα του συστήματος και της μεθόδου, κι έτσι έχουμε αυτό το αποτέλεσμα.
Πάντως, όσο κι αν αναπόφευκτα προκαταλαμβάνω αρνητικά κάποιον που δεν έχει ακόμα επισκεφθεί το μουσείο, σίγουρα δεν θα ήθελα να τον αποθαρρύνω από το να το κάνει. Ο καθένας μπορεί να σχηματίσει την δική του άποψη, η οποία ίσως τελικά να είναι θετικότερη από την δική μου.
Ας πω και εγώ την μη ειδική γνώμη μου (και επειδή ακριβώς είναι μη ειδικού έχει αξία, το ΝΜΑ δεν φτειάχτηκε για τους ακαδημαϊκούς :-) ):
Το ΝΜΑ δεν είναι εχθρικό προς τον επισκέπτη, Ηλία, κάθε άλλο θα έλεγα. Έχει μάλιστα δύο χαρακτηριστικά μοναδικά για ελληνικό δημόσιο κτήριο: ευρυχωρία και γαμάτη καφετέρια! Θα μπορούσε κάποιος να πη βέβαια ότι αυτά παραπέμπουν σε εμπορικό κέντρο περισσότερο, ότι καλείται ο επισκέπτης – πελάτης – καταναλωτής να περιδιαβή τις “βιτρίνες” των εκθεμάτων προτού καταλήξη για φραπεδιά με θέα. Ε και; Προσωπικά χάρηκα πολύ την αποενοχοποίηση της χαράς, της ξεκούρασης και της χαλαρότητας. Ντουζ πουά για την καφετέρια λοιπόν.
Για τα μουσειολογικά έχεις δίκιο, Θεόδωρε. Αλλά πόσο δίκιο έχεις; Θέλω να πω, ναι, δεν είναι ένα μουσείο ως αμφιθέατρο, αλλά δεν είμαι βέβαιος ότι θα έπρεπε να είναι (προσωπικά θα γούσταρα τρελλά λεπτομερείς πινακιδούλες με εξηγήσεις, αλλά δεν είναι όλοι σαν κι εμένα). Από την άλλη, όντως το πράγμα σηκώνει πολλή βελτίωση.
Κάτι ακόμα: την πρώτη φορά που επισκέφθηκα το ΝΜΑ, επιτρεποταν η φωτογράφιση, προς μεγάλη μου χαρά και επιβεβαίωση της αποενοχοποίησης, της χαλαρότητας κ.λπ. Την δεύτερη φορά είχαν προλάβει να το απαγορεύσουν κιόλας και οι συμπαθείς και νόστιμες κοπελίτσες είχαν ήδη μεταβληθή σε χωροφύλακες “νόου πίκτσερς, νόου πίκτσερς”. Γιατί;
Ως προς το κτήριο: υπάρχει μια συγκλίνουσα άποψη ότι είναι καλύτερο μέσα, παρά έξω και συντάσσομαι και εγώ. Εκείνο όμως που με προβληματίζει είναι γιατί τάχα θα έπρεπε να είναι αόρατο κέλυφος, Θεόδωρε; Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο δεν ήταν τάχα ένα λαμπρό δημόσιο κτήριο της εποχής του; Δεν χρειαζόμασταν ένα τοπόσημο ως στέγαστρο των αρχαιολογικών θησαυρών;
Για το ιδεολογικό κομμάτι δες, Θόδωρε, και την ενδιαφέρουσα άποψη του Αθήναιου. Περιμένω με αγωνία.
Θανάση,
Η λειτουργία ενός κτηρίου μουσείου ως «αόρατου κελύφους», έκφραση την οποία δανείστηκα από το άρθρο του καθ. Χ. Ντούμα, δεν αποκλείει απαραίτητα και την λειτουργία του ως «τοποσήμου» (υποθέτω εννοείς ένα κτήριο εμβληματικής – και «ευρύτερης αποδοχής» – αρχιτεκτονικής). Ένα μουσείο μπορεί να είναι τοπόσημο εξωτερικά και αόρατο κέλυφος εσωτερικά, εκεί δηλ. που βρίσκονται τα εκθέματα. Σε αρκετό βαθμό αυτό επιτυγχάνεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (αναμφίβολα εμβληματικό εξωτερικά, αρκετά «αόρατο» εσωτερικά), στο οποίο τα όποια ελλείμματα της εκεί έκθεσης είναι σχεδόν αποκλειστικά αρχαιολογικής φύσεως.
Στο νέο μουσείο της Ακρόπολης τα πράγματα είναι διαφορετικά. Αν μεν το κτήριο αποτελεί εξωτερικά ένα (αμφιλεγόμενο) τοπόσημο τότε κακώς, διότι λειτουργεί ανταγωνιστικά ως προς την Ακρόπολη και τα μνημεία της που αποσκοπεί να αναδείξει, ενώ στο εσωτερικό του χαρακτηριστικά «αόρατες» είναι μόνον οι τσιμέντινες κολώνες του πρώτου ορόφου. Κατά τα άλλα, όπως νομίζω με τον τρόπο του επισημαίνει και ο Αθήναιος, το κτήριο με τις διαστάσεις και τα μέσα της σύγχρονης αρχιτεκτονικής προσπαθεί απλώς να διεγείρει τον κενό και στιγμιαίο εντυπωσιασμό ήδη προκατειλημμένων αρχαιολατρικώς επισκεπτών.
Τέλος, στην ερώτηση του Αθήναιου, με τον οποίο συμφωνούμε στα πιο πολλά, «εγώ που είμαι τόσο αντίθετη στη φαντασιακή κοινότητα του έθνους, γιατί δεν αισθάνομαι ικανοποίηση βλέποντας την έκθεση του Νέου Μουσείου;» νομίζω θα δοθεί ικανοποιητική απάντηση στο δεύτερο μέρος του άρθρου.
Θεόδωρε,
Ενδιαφέρουσα και πολύ διαφωτιστική η ανάρτησή σου.
Το μόνο σημείο που διαφωνώ αφορά στην εξωτερική όψη του κτηρίου. Δεν θέλω να πω ότι είναι κατ’ ανάγκην όμορφη (περί ορέξεως…). Αλλά είμαι εν γένει λίγο επιφυλακτικός απέναντι σε εκείνους – δεν αναφέρομαι φυσικά σε σένα! – που θέλουν να γεμίζουν τον τόπο με επιβλητικά, κλασσικά ή νεοκλασσικά, αρχαιοπρεπή ή μεγαλοπρεπή κτήρια. Ο κόσμος πάει μπροστά και αυτό εκφράζει, μεταξύ άλλων, και ο αρχιτεκτονικός μοντερνισμός – που τόσο λείπει απ’ αυτήν πόλη. Και ειλικρινά δεν ξέρω αν ικανοποιεί τελικά το συνολικό αρχιτεκτονικό αποτέλεσμα του κέντρου της Washington, που είναι γεμάτο …από Παρθενώνες. Είναι επιβλητικό, αλλ’ έχει κάτι και από μαυσωλείο. Σε κάθε περίπτωση, χρειάζονται πολλά χρήματα για τέτοιου είδους κτίσματα (βλ. μάρμαρα, γλυπτά κ.λπ.), τα οποία η ψωροκώσταινα μάλλον δεν διαθέτει.
Παρεμπιπτόντως: σφοδρές υπήρξαν οι αντιδράσεις για την εξωτερική όψη του κτηρίου και από τους …επιστολογράφους της “Εστίας” – για να μην αναφέρω τον Χρ. Γιαναρά. Σεβαστή η άποψη των ανθρώπων, αλλά θα πρέπει να μας προβληματίσει λιγάκι το γεγονός ότι ο μέσος όρος ηλικίας τους είναι άνω των 75…
Εν κατακλείδι: ένα μουσείο εντάσσεται στη ζωή μιας πόλης και εκφράζει κάτι παραπάνω από αυτό που παρουσιάζει. Γι’ αυτό και η άποψη μου για το εξωτερικό του κτηρίου είναι μάλλον θετική (επειδή ακριβώς τολμά), αν και είναι μάλλον “πνιγμένο”, ευρισκόμενο σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με την Διον. Αρεοπαγίτου.
Λεκτοράτιε,
Δεν διαφωνούμε καθόλου ως προς την διάθεσή μας για την σύγχρονη αρχιτεκτονική. Παρόλο που είμαι λίγο αναποφάσιστος για το αν μου αρέσει η εξωτερική όψη του νέου μουσείου (το εσωτερικό του μου αρέσει πολύ, απλώς το βρίσκω μουσειολογικά ακατάλληλο), θεωρώ πολύ θετικό το γεγονός ότι επελέγη ένα έργο σύγχρονης αρχιτεκτονικής και θα το προτιμούσα από οτιδήποτε κλασσικιστικό ή κλασσικίζον. Βρίσκω επίσης πολύ προοδευτική την πρόθεση αντιπαραβολής των αρχαίων μνημείων με ένα υπερσύγχρονο κτήριο. Με λίγο συστηματικότερη αρχαιολογική και μουσειολογική μέριμνα νομίζω ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί ένα πολύ αξιόλογο αποτέλεσμα. Εν τέλει, οι περισσότερες ενστάσεις μου μάλλον ξεκινούν και καταλήγουν στο αρχαιολογικό κομμάτι, παρά στο αρχιτεκτονικό. Τυχόν ελλείμματα στο δεύτερο θα μπορούσαν ίσως να «μαζευτούν» από το πρώτο, το αντίστροφο όμως είναι σχεδόν αδύνατο…
Χωρίς να είμαι ειδικός – …ενώ ο Αθανάσιος είναι, καθότι Μουσειολογία-Αρχαιολογία διδάχτηκε στην γ΄ τάξη του δημοτικού Καλαβρύτων:) -, έχω την εντύπωση ότι πολλά απ’ όσα λες είναι σημαντικά. Γι’ αυτό μήπως θα έπρεπε να προωθηθεί το κείμενό σου στην ηλεκτρονική δ/ση του μουσείου; Μήπως θα έπρεπε να γίνουμε λίγο πιο ενεργοί πολίτες και να καταθέτουμε τις βελτιωτικές μας προτάσεις και στους “αρμόδιους φορείς”; …Δεν ξέρω, απλά μία σκέψη κάνω.
με αυτο διαφωνω πληρως και επι της αρχης. αν στην σημερινη συντηρητικοτατη Ελλαδα ενα νεο κτιριο δεν φαινεται περιεργο σε αρκετο κοσμο τοτε πιθανοτατα ειναι αναμασημα επαρχιωτικων ημικακογουστων τετριμενοτητων με τις οποιες εχουμε γεμισει την Αθηνα (απο μεγαρο μουσικης μεχρι μπαμπης μπομπος).
οκ, δεν το εχω δει απο κοντα. Αλλα πραγματικα δεν μου φαινεται καθολου να εχει μεγαλο ογκο, ισα ισα μου φαινεται για κτιριο τετοιας κλασης να ειναι μικρο. Αλλα εδω παλι εχω προβλημα με τις αθηναικες νοοτροπιες που θελουν ενα κυβακι 6-7 οροφων με λιγο γυαλι να αποκαλειται ουρνοξυστης.
Αναρωτιεμαι λιγο θεοδωρε ποια ειναι η γνωμη σου για την γυαλινη πυραμιδα στο Λουβρο οσο και για τα κτιρια του Γκουγκενχαϊμ σε Μπιλμπαο και ΝΥ που ξεκαθαρα αποσκοπουν στο να ειναι εξισου ή περισσοτερο ενδιαφεροντα απο το περιεχομενο τους.
ΥΓ προσωπικο κολλημα: νομιζω οτι η λεξη “υπερσυγχρονο” ειναι καταχρηστικη και ανεξηγητα διαδεδομενη στα ελληνικα ΜΜΕ. “Συγχρονο” δεν φτανει, δηλαδη κατι συμφωνα με τα ρευμτα του καιρου μας? (οποτε υπερσυγχρονο, αν υπηρχε καλα καθορισμενη τετοια φραση θα ηταν συμφωνο με μελλοντικα ρευματα) Οχι τιποτα αλλο αλλα ο Τσουμι γενικα δεν νομιζω οτι θεωρειται σε καμμια περιπτωση ιδιαιτερα πρωτοποριακος σημερα (οσο ξερω γω οι Νουβελ, Κόουλχας, Χαντιντ και αλλοι προσφατοι παραληπτες βραβειου πριτσκερ)
Το μουσείο με απογοήτευσε.
Σαν κτήριο είναι πολύ ωραίο (μου αρέσει και η εξωτερική εμφάνιση).
Το πρόβλημα είναι το πώς παρουσιάζει τα εκθέματα.
Δεν έμαθα απολύτως τίποτα στις 3 ώρες που έμεινα εκεί – και αυτό είναι νομίζω το χειρότερο που μπορεί να πει κάποιος για ένα μουσείο.
Δεν έμαθα τίποτα για την Αθήνα εκείνης της περιόδου, δεν έμαθα γιατί αποφάσισαν να χτίσουν αυτό το κτήριο, δεν έμαθα κάτι για την τεχνοτροπία του (ποια στοιχεία του έρχονται από την παράδοση και πού καινοτομεί), ούτε καν για την χρήση του δεν έμαθα κάτι.
Τι είναι αυτό το κτήριο; ποιος το έφτιαξε; πώς ήταν τότε; ποια η σημασία του; Τι κάναν οι άνθρωποι μέσα σε αυτό και πώς το έκαναν; Κανένας δεν μας τα εξηγεί αυτά.
Πιστεύω ότι αν ρωτήσεις έναν επισκέπτη γιατί τελικά είναι τόσο σημαντική η ακρόπολη, θα σου απαντήσει “γιατί όλοι το λένε και γιατί αν δεν ήταν, θα έφτιαχναν ένα τέτοιο μουσείο για χάρη της;”
Δεν νομίζω ότι μετά από την επίσκεψη θα μπορεί να εξηγήσει κάτι παραπάνω.
Το μουσείο είναι για τον επισκέπτη που θα κοιτάξει πεταχτά τα εκθέματα,θα πει 5-6 wow και μετά 1 χρόνο θα τα έχει ξεχάσει – δεν είναι γι’αυτόν που θέλει να κατανοήσει.
Εξαιρετικά εύστοχος λοιπόν ο χαρακτηρισμός “νεόπλουτος” του τίτλου!
Λεκτοράτιε,
«Γι’ αυτό μήπως θα έπρεπε να προωθηθεί το κείμενό σου στην ηλεκτρονική δ/ση του μουσείου;»
Πιστεύω ότι το πιθανότερο είναι να καταλήξει στον κάδο ανακύκλωσης του υπολογιστή του υπευθύνου της αλληλογραφίας ή του διευθυντή του μουσείου, αν προωθηθεί σε αυτόν. Θα το σκεφτώ πάντως.
Επιστρέφω σύντομα για να απαντήσω σε SG που έθεσε αρκετά ενδιαφέροντα θέματα και Snaporaz.
SG,
«Και μόνο το γεγονός ότι η αρχιτεκτονική μορφή του συζητήθηκε τόσο πολύ αποκτώντας ένθερμους υποστηρικτές και ορκισμένους εχθρούς προοιώνιζε πως κάτι δεν πήγαινε καλά.»
Θα συμφωνούσα απολύτως με την διαφωνία σου σε αυτή την άποψη, εάν δεν μιλούσαμε για ένα κτήριο μουσείο. Για οποιοδήποτε άλλο σημαντικό κτήριο η έντονη συζήτηση για την μορφή του όχι μόνο δε θα ήταν κάτι κακό, αλλά θα ήταν κι ένα είδος καταξίωσης για το συγκεκριμένο κτήριο και τον δημιουργό του. Όχι μόνο θα απέφευγαν την απόλυτη καταδίκη που λέγεται αδιαφορία, αλλά θα προξενούσαν και γόνιμο προβληματισμό στην κοινωνία (ιδίως αν εκπροσωπούν κάτι καινούριο για μια πόλη). Στην προκειμένη όμως περίπτωση, αυτή ενός νέου μουσείου, η έντονη συζήτηση αφορούσε από την αρχή μόνο την μορφή του κτηρίου και όχι την μουσειακή του αλληλεπίδραση με τα ευρήματα που επρόκειτο να στεγάσει. Για αυτό διατύπωσα την άποψη πως η κατάσταση «μύριζε» άσχημα από την αρχή, αφού όλοι μιλούσαν (και ακόμη μιλούν) μόνο για την μορφή και καθόλου για την λειτουργία του (που έπρεπε κανονικά να καθορίσει την μορφή).
«Αλλα πραγματικα δεν μου φαινεται καθολου να εχει μεγαλο ογκο, ισα ισα μου φαινεται για κτιριο τετοιας κλασης να ειναι μικρο.»
Κι εδώ η κριτική μου έχει ως γνώμονα την λειτουργία του κτηρίου. Ίσως όντως να μην είναι πολύ μεγάλο με απόλυτα κριτήρια, αλλά είναι μεγάλο εν σχέσει με τα περισσότερα ευρήματα που στεγάζει. Στην εποχή από την οποία προέρχονται τα τελευταία, στο πλαίσιο δηλ. του αρχαίου ελληνικού κόσμου, η συντριπτική πλειοψηφία των κτηρίων χαρακτηριζόταν από την λεγόμενη ανθρώπινη κλίμακα μεγέθους. Με λίγες δηλ. εξαιρέσεις τα κτήρια δεν αποσκοπούσαν να επιβληθούν στον άνθρωπο με το μέγεθός τους. Ίσως αυτό θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη από τους αρχιτέκτονες.
«Αναρωτιεμαι λιγο θεοδωρε ποια ειναι η γνωμη σου για την γυαλινη πυραμιδα στο Λουβρο οσο και για τα κτιρια του Γκουγκενχαϊμ σε Μπιλμπαο και ΝΥ που ξεκαθαρα αποσκοπουν στο να ειναι εξισου ή περισσοτερο ενδιαφεροντα απο το περιεχομενο τους.»
Τα γνωρίζω, αλλά δεν τα έχω ακόμα επισκεφθεί δια ζώσης. Η πυραμίδα στο Λούβρο νομίζω πως δεν βρίσκεται σε άμεση συνάφεια με τα εκθέματα. Για οποιοδήποτε πάντως κτήριο «καπελώνει» ότι προορίζεται να αναδείξει η άποψή μου είναι γενικά αρνητική, αφού ακόμα κι αν η μορφή τους είναι αξιοθαύμαστη, έχουν αποτύχει ως προς την λειτουργία τους.
«νομιζω οτι η λεξη “υπερσυγχρονο” ειναι καταχρηστικη και ανεξηγητα διαδεδομενη στα ελληνικα ΜΜΕ.»
Συνήθως ότι είναι απλώς σύγχρονο στο εξωτερικό, είναι δυστυχώς…υπερσύγχρονο για την Ελλάδα. Εδώ η χρήση ίσως δικαιολογείται ως εκφραστικός τονισμός της (δημιουργικής) αντίθεσης του κτηρίου του νέου μουσείου με τα αρχαία μνημεία της Ακρόπολης.
Snaporaz,
Νομίζω συμφωνούμε σε όλα. Ο χαρακτηρισμός “νεόπλουτος” αποσκοπεί ακριβώς στο να τονίσει την έμφαση στον εντυπωσιασμό έναντι της ουσίας.
Θεόδωρε, η ανάρτησή σου με βοήθησε να συνειδητοποιήσω κάποιες ελλείψεις που κατά κάποιον τρόπο διαισθανόμουν ότι έχει το μουσείο αλλά δεν τις είχα συστηματοποιήσει μέσα μου. Κυρίως όσα αναφέρεις για τη διάταξη των εκθεμάτων και τον υπομνηματισμό τους.
Με τον λεκτοράτιο θα διαφωνήσω λίγο: Νομίζω ότι πέραν του νεοκλασσικισμού και του μοντερνισμού μπορούν να υπάρξουν και ενδιάμεσες λύσεις τις οποίες οι αρχιτέκτονες με την πλούσια φαντασία τους σίγουρα μπορούν να βρουν. Εξαιρώντας τα αρχαία μνημεία, η αρχιτεκτονική ταυτότητα της Αθήνας διαμορφώνεται μέσα από την απεχθή αρχιτεκτονική των πολυκατοικιών κυρίως και την, οπωσδήποτε χαριέστερη, αρχιτεκτονική των νεοκλασσικών κτηρίων δευτερευόντως. Αυτές οι συνθήκες πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τέτοιον τρόπο, ώστε όταν αποφασίζεται η ανέγερση ενός κτίσματος μοντέρνων προδιαγραφών να δίνεται η εντύπωση ότι δρομολογείται ένα, όσο το δυνατόν, ομαλό και φυσικό πέρασμα σε μια νέα αρχιτεκτονική ταυτότητα για την πόλη. Δεν θεωρώ σωστό να αντιμετωπίζουμε το μοντέρνο γενικά ως ένα είδος μοσχεύματος που θα πρέπει σώνει και καλά να φυτέψουμε στην όντως στερούμενη σύγχρονων αρχιτεκτονημάτων πόλη μας χωρίς προσαρμογή στα υπάρχοντα δεδομένα. Το νέο μουσείο -αναφέρομαι στην εξωτερική όψη του- αν το έβλεπα σε μακέτα θα μου άρεσε πολύ. Όπως το βλέπω όμως ενταγμένο στον ιστό της πόλης αισθάνομαι ότι έχει κατασκευαστεί σε συνθήκες εργαστηρίου με την πρόθεση να δημιουργηθεί απλώς και μόνο κάτι εντυπωσιακά μοντέρνο χωρίς να υπάρξει πρόνοια για το αν πράγματι ένα τέτοιο κτήριο συνδέεται οργανικά με τον περιβάλλοντα χώρο και αν μπορεί να αφομοιωθεί από αυτόν διατηρώντας συγχρόνως την ιδιαιτερότητά του. (Σίγουρα πάντως κάποια μεμονωμένα στοιχεία του μου αρέσουν πολύ, όπως η είσοδος…). Τελικά ίσως και να είναι απλώς θέμα σωστής χωροθέτησης, όπως λες κι εσύ. Αν ανέπνεε περισσότερο θα είχε άλλον αέρα! (Κάπως αντίστοιχη νομίζω είναι και η περίπτωση του Δρομέα. Όταν ήταν στην Ομόνοια φάνταζε τερατούργημα, ίσως γιατί οι γραμμές του δεν εναρμονίζονταν με την κυκλικότητα του χώρου. Τώρα, απέναντι απ’ το Χίλτον στη συμβολή των δυο λεωφόρων η αεροδυναμική του όψη συντονίζεται άριστα με τις ευθείες των δρόμων και των οικοδομικών τετραγώνων!)Ίσως πάλι και να είναι θέμα συνήθειας! Ο χρόνος θα δείξει!
Χριστίνα,
Κατ’ ουσίαν δεν διαφωνούμε, μεταξύ άλλων δε επειδή πιστεύω ότι όντως το μουσείο ανήκει αρχιτεκτονικά σε αυτήν την ενδιάμεση κατηγορία “μεταξύ νεοκλασσικισμού και μοντερνισμού”. Έχει καθαρές, λιτές γραμμές και αποφεύγει τη στυλιστική υπερβολή. Σε κάθε περίπτωση, πολύ απέχει από τον μοντερνισμό ενός μουσείου τύπου Guggenheim (που αισθητικά μου αρέσει).
Προφανώς δε η τοποθεσία παίζει καθοριστικό ρόλο. Και νομίζω ότι στόχος των δημιουργών των μουσείου θα έπρεπε να είναι και η ανάδειξη της αρχιτεκτονικής αξίας του ίδιου του μουσείου, χωρίς φυσικά κάτι τέτοιο να προσβάλει, όπως λένε…, την “ιερότητα” του όλου χώρου της Ακρόπολης.
Γενικά πιστεύω ότι οι έλληνες πρέπει σιγά-σιγά να αποκολληθούν από αυτήν την αταβιστική προγονοπληξία τους, που αποτελεί ανασχετικό παράγοντα κάθε πρωτότυπης δημιουργικής προσπάθειας (άνευ ετέρου παραπέμπω εδώ στον Toynbee και στις αναφορές του στο ελληνικό “κάρμα”…). Τελεία και παύλα: εμείς δεν μπορούμε να φτιάξουμε “Παρθενώνες”, γιατί δεν έχουμε καμία σχέση με τον τότε πολιτισμό. Ίσως όμως μπορούμε να φτιάξουμε άλλα όμορφα κτήρια, εκμεταλλευόμενοι κυρίως το γεγονός ότι οι νέοι επιστήμονες, αρχιτέκτονες και καλλιτέχνες είναι κοσμογυρισμένοι και έχουν δει πέντε πράγματα παραπάνω από την παλαιότερη γενιά…
Περιμένω, λοιπόν, με αγωνία τα αρχιτεκτονικά δημιουργήματα του Φαληρικού Δέλτα!
Χριστίνα,
«με βοήθησε να συνειδητοποιήσω κάποιες ελλείψεις που κατά κάποιον τρόπο διαισθανόμουν ότι έχει το μουσείο αλλά δεν τις είχα συστηματοποιήσει μέσα μου».
Όντως, πόσες φορές όλοι μας έχουμε βρεθεί σε μουσεία και εκθέσεις όπου διαισθανόμαστε ότι κάτι λείπει ή δεν έχει γίνει σωστά…Πολλές φορές απλώς αποδιώχνουμε αυτήν την διαίσθηση με την σκέψη ότι «μάλλον έτσι είναι το σωστό, δεν μπορεί, κάτι παραπάνω θα ξέρουν αυτοί που το έφτιαξαν»! Κι όμως, η διαίσθηση μάλλον είναι σωστή τις περισσότερες φορές…
Συμφωνώ επίσης απολύτως με όσα γράφεις για το αρχιτεκτονικό πρόσωπο της Αθήνας. Από όσα επεσήμανε και ο Λεκτοράτιος αναδεικνύεται το πόσο δύσκολη είναι συχνά η δουλειά του αρχιτέκτονα, ο οποίος – ως επιστήμονας και καλλιτέχνης ταυτόχρονα – καλείται να τοποθετήσει το έργο του στην εκάστοτε τοπογραφική, αρχιτεκτονική, αλλά και ιδεολογική συνάφεια. Γενικά πιστεύω πως αν η μορφή ενός σημαντικού κτηρίου λαμβάνει συστηματικά υπόψη της τις έννοιες της συνάφειας και της λειτουργίας του, τότε μπορεί να προκύψει ένα αξιόλογο αποτέλεσμα.
Με αφορμή την προβληματική της συνύπαρξης παλαιού και μοντέρνου, η οποία συζητείται πολύ στην περίπτωση του νέου μουσείου, Θα ήθελα να παραπέμψω σε ένα παράδειγμα αρμονικής τους συνύπαρξης, στην λεγόμενη «εκκλησία της μνήμης» (Gedächtniskirche) στο Βερολίνο. Εδώ ο αρχιτέκτονας E. Eiermann πάντρεψε δύο εντελώς διαφορετικού στυλ κτίσματα με τρόπο που ούτε να επισκιάζεται το παλαιό, αλλά ούτε να «χάνεται» και το νέο. Μια παρόμοια πρόκληση αντιμετώπισαν και οι αρχιτέκτονες του νέου μουσείου. Ακόμα κι αν τα κατάφεραν καλά εξωτερικώς, στην αντιπαραβολή δηλ. με την Ακρόπολη, δεν νομίζω πως έκαναν το ίδιο και εσωτερικώς, στην συνύπαρξη δηλ. με τα εκθέματα.
και η οποια νεα εκκλησια ειναι σχεδον ιδιου μεγεθους με την παλια, παρομοιως στο Λουβρο η πυραμιδα σχεδον επισκιαζει το παλιο κτιριο.
Αυτα σχετικα με τον ογκο του μουσειου, που για μενα οπως ειπα ειναι ισως και μικρο, αφου δεν ξεχωριζει απο τις διπλανες πολυκατοικιες ευκολα.
Επιστρεφω σχετικα με τα αλλα σημεια.
ΥΓ λεκτορατιε και απο το φαληρικο δελτα, οπως σχεδιαζεται, εχω απαγοητευτει, αλλα τεσπα.
Καλά, αυτή η πυραμίδα βρε παιδί μου είναι η απόλυτη μπούρδα…
SG, θα το κοιτάξω κι εγώ αναλυτικότερα και θα σου πω…
[quote comment=”18836″]Καλά, αυτή η πυραμίδα βρε παιδί μου είναι η απόλυτη μπούρδα…[/quote]
επειδη…?
… όχι μόνο δεν ταιριάζει, αλλά α) το γνωρίζει, β) κατασκευάστηκε έτσι και εκεί ακριβώς με τον σκοπό να μην ταιριάζη. Θράσος.
Έχοντας επισκεφτή για τρίτη φορά το ΝΜΑ, έχω να καταθέσω μια γκρίνια ακόμη, που ταιριάζει όμως με την κατηγορία του νεοπλουτισμού. Συγκεκριμένα, έχουν φυτευτή ελιές στον περιβάλλοντα χώρο του μουσείου. Τέλεια, ελληνικός πολιτισμός, ελαιόλαδο, μεσογειακή διατροφή, το πιάσαμε. Ανάμεσα στις τρισχαριτωμένες και στοιχημένες ωσάν πομερανοί γρεναδιέροι όμως ελίτσες έχει σπαρή ωραιότατο χόρτον δίκην ποδοσφαιρικού τάπητος. Κάπου εδώ η γελαστή Μεσόγειος συναντά το Μπάκιγχαμ και το αποτέλεσμα είναι πραγματικά μοναδικό. Αλλά και ακαλαίσθητο.
ΥΓ: Η απαγόρευση των φωτογραφιών εξακολουθεί να θάλλη.
καλα θαναση δεν εχεις ακουσει ποτε οτι σκοπος της τεχνης ειναι να προκαλει συναισθηματα?
Να προσθεσω δικες μου παρατηρησεις στα γρηγορα τωρα που ειδα το μουσειο:
το κτιριο μια χαρα, καλυτερο απο της φωτογραφιες.
η συλλογη πολυ ενδιαφερουσα και η εκθεση της επισης. Με ενοχλησε λιγο ομως που δεν υπαρχουν περισσοτερες απεικονισεις (σε βιντεο, φωτογραφιες, σκιτσα) του πως ηταν τα γλυπτα οταν πρωτοεγιναν. Τα μουσεια δεν πρεπει να ειναι νεκροταφεια ερειπιων αλλα χωροι που ενημερωνομαστε για καποια εργα τεχνης και η αρχικη μορφη τουε ργου ειναι εξισου σημαντικη αν οχι περισσοτερο απο την σημερινη.
η θεα καταπληκτικη, η απορια ομως εδω προφανης: γιατι δεν επτιρεπουν φωτογραφιες προς Ακροπολη μεσα απο το κτιριο??
Αυτός δεν είναι ο σκοπός του σεξ; :-)
Η πυραμίδα μόνη της είναι μια χαρά, εκεί που την βάλανε συναισθήματα θα προκαλούσε και ένα άγαλμα του Ζαχόπουλου.
Για το ίδιο θέμα: http://eforeiaarxaiotiton.blogspot.com/2009/08/blog-post.html