Πάει κάμποσος καιρός που σας φιλοδώρησα με τις ακριβές μου αναμνήσεις από τον στρατό, οπότε καιρός είναι να πούμε άλλη μία ηθικοπλαστική ιστορία με διδακτικό επιμύθιο.
Στον στρατό λοιπόν λόγω ειδικότητας δεν με πιάνανε πολλές ασκήσεις [δυστυχώς, γιατί οι ασκήσεις είχανε πλάκα]. Έτσι, πήγα σκηνάκια μια φορά όλη κι όλη. Αλλά ήταν ωραία.
Ήμαστε λοιπόν στην εξοχή, στήσαμε τις σκηνές μας, κάναμε ό,τι ήταν να κάνουμε (ζέστη, πολλή ζέστη!), καμιά φορά βγήκαν και οι υπηρεσίες, εκεί κατά το μεσημέρι.
Επιλοχία είχαμε στην άσκηση ένα καλό παιδί, λίγο απόμακρο. Ήμαστε συνομήλικοι, πράγμα που σήμαινε ότι ήμαστε κάμποσα χρόνια πιο μεγάλοι από τους περισσότερους συμφαντάρους μας και ότι ανήκαμε στην μειοψηφία που είχε πτυχίο. Α, επίσης δεν ήμαστε Κρητικοί. Θεωρητικά λοιπόν είχαμε πολλά κοινά και θα μπορούσαμε να είμαστε πιο κολλητοί. Αλλά δεν ήμαστε, όπως είπα ήταν και λίγο κουμπωμένος αυτός, τα έπαιρνε πολύ στα σοβαρά, τον έλεγαν “ο κύριος προβλεπόμενος”. Γενικά τον εκτιμούσα πάντως.
Βγαίνουν λοιπόν οι υπηρεσίες και με έχει βάλει δεύτερο νούμερο, ήτοι 0000-0200. Όχι και πολύ ευγενικό εκ μέρους του, θα μπορούσε να χώση κάποιον άλλο, κανένα νοσοκόμο κατά προτίμηση, από αυτούς που φιδιάζανε όλη την θητεία τους. Τέλος πάντων.
Ήταν μια εξαίρετη σκοπιά. Μας φώτιζε ένα ολόλαμπρο μαγιάτικο φεγγάρι, είχε μόλις λίγη δροσούλα, παντού άκρα ησυχία, ο άλλος σκοπός κοιμόταν του καλού καιρού έξω από την σκηνή του. Ευτυχία.
Την άλλη μέρα, κάναμε πάλι τα προβλεπόμενα (ανέφερα ότι είχε ζέστη;), φάγαμε, ήρθε η υδροφόρα, βγήκαν πάλι οι υπηρεσίες.
Τον πούστη, με είχε βάλει τώρα τέταρτο νούμερο, 0400-0600. Ενώ ήμασταν τόσα άτομα στην άσκηση και ενώ οι σκοπιές ήταν δύο όλες κι όλες και ενώ εγώ είχα κάνει μια ωραία νυχτερινή σκοπιά, εκείνος, αντί να βάλη κάποιον από όλους αυτούς που δεν φύλαξαν καθόλου την πρώτη μέρα και τους άκουγα το βράδυ να ροχαλίζουν, έβαλε πάλι εμένα.
[Εντάξει, ακούγεται γελοίο ίσως τώρα, αλλά στον στρατό όλο τέτοια συμβαίνουν. Η αδικία μού ανέβασε το αίμα στο κεφάλι.]
Πήγα και τον βρήκα. Ρε συ, πώς την είδες; Πάλι σκοπιά με έβαλες; Και οι άλλοι κοπροσκυλιάζουν; Τα πουστόνεα;
Μου λέει, για ξανακοίτα τις υπηρεσίες, χτες και σήμερα.
Και κοίταξα.
Δεν ήμουνα ο μόνος που θα φύλαγε νύχτα και τις δύο μέρες της άσκησης. Υπήρχε κι άλλος ένας. Ο οποίος είχε πάρει επ’ ώμου το γερμανικό 0200-0400 και τις δύο νύχτες. Δεν τον χάλασε.
Και ήταν φυσικά ο ίδιος ο επιλοχίας της άσκησης.
Και το διδακτικό επιμύθιο;
Φαντάζομαι ότι είναι το εξής:
Αν δεν φυλάξουμε εμείς σκοπιά, ποιοι θα φυλάξουν; Οι γιωτάδες;
1 thought on “Στρατιωτικά ενθυμήματα ΙΙ: ποιον βάζουμε γερμανικό”