Ο αποπάνω μου στην Μονάδα ήταν ένας πιτσιρικάς (εγώ είχα πάει σχετικά μεγάλος, οπότε για μένα σχεδόν όλοι πιτσιρικάδες ήταν. Τους βαριόμουνα). Δεν ήταν κακό παιδί, είχε την στοιχειώδη ευφυΐα να καταλαβαίνη πότε τον παίρνει για χαβαλέ και πότε να κάνη ότι δουλεύει στο ΚΕΠΙΚ, τόσο όσο χρειάζεται, ώστε να μην δίνη στόχο. Όταν μπήκα στον θάλαμο με τη καινούργια σειρά, προσπάθησε μισοαστεία μισοσοβαρά να μου το παίξη παλιός. Αλλά, είπαμε, βαριόμουνα. Γελαστό παιδί, Μίλτο τον λέγανε. Στον στρατό βέβαια όλοι τον ήξεραν με το επώνυμο.
Λίγο μετά την απόλυση, τελείωσε η πλάκα. Έπρεπε να αρχίσω να δουλεύω. Και αυτό έκανα. Ξυπνούσα το πρωί, έβαζα την στολή εργασίας, έπαιρνα τον χαρτοφύλακα και πήγαινα στα δικαστήρια, στο γραφείο, στις υπηρεσίες, όπου βγάζει κανείς το ψωμί του τέλος πάντων σαν δικηγόρος.
Ένα απόγευμα γυρνούσα σπίτι με τον ηλεκτρικό, ήμουν κουρασμένος, ίδρωνα μέσα στην στολή εργασίας, τα γνωστά.
Βγαίνοντας από το τραίνο, πέφτω πάνω στο παιδί αυτό. Προφανώς σχόλαγε και εκείνος εκείνη την ώρα, γιατί κι αυτός ήταν κουρασμένος στην όψη. Και φόραγε άλλωστε και την στολή εργασίας. Την δική του στολή εργασίας.
Η δική του στολή όμως ήταν διαφορετική από την δική μου πλέον. Είχαμε μάθει να βλέπουμε ο ένας τον άλλος μέσα από τα εξισωτικά γυαλιά της στολής παραλλαγής: όλοι ίδιοι, όλοι ομοιόμορφοι, όλοι σχεδόν αξεχώριστοι. Και ξαφνικά, απροστάτευτοι από την μάντρα του στρατοπέδου, αντικρίζαμε ο ένας τον άλλο όπως πραγματικά είμαστε, και όπως θα είμαστε μέσα στην κοινωνία: διαφορετικοί.
Λοιπόν, δεν θα ξεχάσω το βλέμμα του. Στην πραγματική ζωή, ο Μίλτος ήταν μηχανικός αυτοκινήτων. Φορούσε μια μπλε ολόσωμη φόρμα, με αυτές τις μεγάλες τσέπες, και θυμάμαι και πολλούς μαύρους λεκέδες επάνω της από τα λάδια. Το βλέμμα του σκόνταψε πάνω μου, σκάλωσε λίγο σαν χαμένος και προσπάθησε να καταλάβη. Προσπάθησε να συνδυάση τον αποκάτω του στον θάλαμο με τον κουρασμένο δικηγόρο που έβλεπε. Με κοίταζε.
Θα ήταν ένα παράξενο στιγμιότυπο. Αποτύπωνε (;) την κοινωνική αλήθεια της οικονομικής, επαγγελματικής, μορφωτικής και ταξικής διαφοράς μας. Το γραβατωμένο κοστούμι και η λερωμένη φόρμα, στολές εργασίας δύο ανθρώπων που γυρνάνε σπίτι μετά την δουλειά. Πόσο μεγάλη αντίθεση σε σχέση με τον μικρόκοσμο της μονάδας μας.
Πού ήμαστε πιο αληθινοί άραγε; Ώρα του καλή.