Διοικητικές ποινές κατά πολιτικών κομμάτων; Ι: Η αναστολή της χρηματοδότησης

Έγραψα τις προάλλες μερικά λόγια για ένα τμήμα της επίδοξης αντιρατσιστικής νομοθεσίας, όπως διαγράφεται μέσα από τις κατατεθείσες προτάσεις νόμου ΝΔ και ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ. Περνάω τώρα σε έτερο κεφάλαιο φρικαλεοτήτων, το σχετικό με την επιβολή διοικητικών ποινών σε νομικά πρόσωπα, ειδικώτερα όμως σε πολιτικά κόμματα, ειδικώτατα μάλιστα στην ΧΑ, μιας και αυτή είναι η ανομολόγητη στόχευση των προτάσεων νόμου.

Καταρχάς, ας θυμηθούμε τι είναι τα πολιτικά κόμματα και τι τα θέλουμε. Σύμφωνα με το άρ. 29 παρ. 1 και 2 Σ

1. Έλληνες πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, που η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Πολίτες που δεν απέκτησαν ακόμη το δικαίωμα να εκλέγουν μπορούν να συμμετέχουν στα τμήματα νέων των κομμάτων.
2. Τα κόμματα έχουν δικαίωμα στην οικονομική τους ενίσχυση από το Κράτος για τις εκλογικές και λειτουργικές τους δαπάνες, όπως νόμος ορίζει. […]

Τα κόμματα συνεπώς αποτελούν θεσμούς του πολιτεύματος, προβλεπόμενα ακόμη εκτενώς στα άρ. 37, 38, 54, 73, 113 Σ. Η ύπαρξη και η λειτουργία στο πλαίσιο μιας αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας είναι απαραίτητη για την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος, δεδομένου ότι είναι εκείνα που επιτρέπουν την “ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης, ως έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας“. Πράγμα που επιβεβαιώνεται και ιστορικά, καθώς άλλοι θεσμικοί ή εξωθεσμικοί πόλοι ισχύος αντιμετώπισαν εχθρικά τα πολιτικά κόμματα κατά την ιστορική διαδρομή τους, μέχρι να αποκτήσουν την συνταγματική τους κατοχύρωση. Δεν είναι καθόλου τυχαίο δηλαδή που τα ολοκληρωτικά καθεστώτα είναι μονοκομματικά.

Τα πολιτικά κόμματα επίσης, προσοχή προσοχή, δεν είναι κράτος ούτε ΝΠΔΔ (και άρα έχουν δικαιώματα έναντι του Κράτους!). Σύμφωνα λοιπόν με το άρ. 29 παρ. 6 Ν. 3023/2002

Το πολιτικό κόμμα αποκτά με την ίδρυσή του νομική προσωπικότητα για την εκπλήρωση της συνταγματικής αποστολής του.

Αυτό σημαίνει ότι το πολιτικό κόμμα είναι αυτοτελώς φορέας όλων των ατομικών δικαιωμάτων, εν οις πρωτεύουσα σημασία έχει φυσικά η ελευθερία της έκφρασης, αλλά και το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, και μάλιστα υπό το φως της συνταγματικής αποστολής του και πάντα υπό τους γνωστούς περιορισμούς της αρχής της αναλογικότητας. Θα ήταν δηλαδή αντισυνταγματικό ένα νομοθετικό καθεστώς που αναγνωρίζει λόγω μεν τα πολιτικά κόμματα, αλλά τους επιβάλλει ασφυκτικούς περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασής τους ή τους επιβάλλει βαρύτατες χρηματικές ποινές για Ρουπακιώτη πήδημα. Η συνταγματική αποστολή των κομμάτων, το γεγονός δηλαδή ότι ων άνευ ου λειτουργεί το κοινοβουλευτικό μας πολίτευμα, επιβάλλει πρώτα και κύρια στον νομοθέτη σύνεση, μετριοπάθεια, ψυχραιμία και ηπιότητα. Ό,τι ακριβώς δηλαδή δεν χαρακτηρίζει τις κατατεθείσες προτάσεις νόμου.

Επίσης, το πολιτικό κόμμα λοιπόν, ιδίως το κοινοβουλευτικό, καλώς ή κακώς, χρηματοδοτείται από το κρατικό ταμείο στην γενναιόδωρη πατρίδα μας. Τα αποτελέσματα τα γνωρίζουμε και τα έχουμε δει, αλλά μυαλό δεν βάζουμε. Τέλος πάντων.

Η κρατική χρηματοδότηση τελεί υπό επιφύλαξη νόμου, η οποία όμως αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στους ειδικώτερους και τεχνικούς όρους αυτής, π.χ. στο ύψος της επιδότησης ανά ψήφο, στον πήχυ της χρηματοδότησης κ.λπ. Η παρατήρηση αυτή αποκτά ιδιαίτερη αξία: το κράτος, λέγε με κυβέρνηση, δεν επιλέγει μεταξύ των κομμάτων να χρηματοδοτήση όσα του αρέσκουν, αλλά διανέμει το κρατικό αργύριο εν ισότητι και ανεξαρτήτως πολιτικών υπολογισμών. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τις ρυθμίσεις του παρ’ ημίν ισχύοντος σχετικώς Ν. 3023/2002, ο οποίος περιέχει πάμπολλες γραφειοκρατικές ρυθμίσεις για το πού, το πόσο, και το πώς του πολιτικού κομματικού λόγου, απολύτως καμία όμως για το τι. Άρα: το περιεχόμενο δεν ελέγχεται, ήτοι είναι ελεύθερο.

Μετά αυτά τα εκτενή προκαταρκτικά, ας μπούμε και στο ζουμί.

Πρώτον.

Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις είτε ενέχουν ασυνέπεια είτε παραβιάζουν την αρχή της ισότητας μεταξύ των πολιτικών κομμάτων.

Ειδικώτερα, εξακολουθεί χορηγούμενη κανονικά η κρατική χρηματοδότηση στο ΚΚΕ, κόμμα που αντιτίθεται καταστατικά στην ίδια την κοινοβουλευτική δημοκρατία και θέτει ως σκοπό την ανατροπή της για να εγκαθιδρυθή αντ’ αυτής μια δικτατορία, έστω του προλεταριάτου:

Ο στρατηγικός στόχος του ΚΚΕ είναι η κατάκτηση της επαναστατικής εργατικής εξουσίας, της δικτατορίας του προλεταριάτου, για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση ως ανώριμη βαθμίδα της κομμουνιστικής κοινωνίας.

Παρόμοια ισχύουν φυσικά και για την ΧΑ:

το Λαϊκό κράτος του Εθνικισμού είναι η μόνη άμεση δημοκρατία. Η Πολιτεία όπου ο Λαός είναι η μόνη πραγματικότητα που δεν χρειάζεται εξουσία αλλά ηγεσία. Ο Λαός είναι ο πραγματικός άρχοντας, ηγεμονεύει τον εαυτό του μέσα απ’ τον Ηγέτη του. […] Σε αντίθεση με την παροδική και εξαγοράσιμη πλειοψηφία της κοινοβουλευτικής διαχείρισης, η γενική θέληση του λαού είναι ο ύπατος νόμος, η υποταγή στον οποίο επιφέρει την άμεσο δικαιοσύνη από το σύνολο προς κάθε μονάδα.

Αν όμως δεν θεωρούμε επαρκή την καταστατική αντίθεση ενός πολιτικού κόμματος στο συνταγματικό μας πολίτευμα, και κατά την γνώμη μου καλά κάνουμε, γιατί τότε αρκεί αίφνης η πράξη κάποιου μέλους του κόμματος; Είναι τάχα αυτό σοβαρώτερο;

Και αν τα συζητούμενα εγκλήματα διαπραχθούν από μέλος ενός κόμματος που, έστω στα λόγια, ασπάζεται πλήρως το πολίτευμα, θα βρεθούμε ενώπιον του παράδοξου φαινομένου η Δημοκρατία να χρηματοδοτή κανονικά τους ανοικτούς εχθρούς τους, όχι όμως και εκείνους που (λένε ότι) συνοδοιπορούν με εκείνη. Αυτό όμως δεν θα συνιστούσε ισότιμη μεταχείριση.

Δεύτερον.

Ένα περαιτέρω σημείο, και μάλλον το κυριώτερο για μένα, είναι η περιφρόνηση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας, θεμελίου του πολιτεύματος. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό και υπάρχουν υπέρ αυτού, ισχυρίζεται το άρ. 1 παρ. 3 Σ, αλλά οι προτείνοντες βουλευτές έχουν άλλη γνώμη, καθώς εξαιρούν από τις εξουσίες που υπάρχουν υπέρ του λαού την εξουσία του κρατικώς χρηματοδοτείν τα πολιτικά κόμματα. Η εξουσία αυτή περιορίζεται στην ύπαρξή της, καθώς δεν υπάρχει πλέον υπέρ του συνόλου λαού, του ενός και αδιαίρετου φορέως της κυριαρχίας, αλλά υπέρ ενός μέρους αυτού (ίσως υπέρ του “συνταγματικού τόξου” σήμερα, ίσως υπέρ φίλων και κολλητών αύριο).

Και στα δύο σημεία οι νεομισαλλόδοξοι θα βρουν βέβαια αρωγό τους, ποιον άλλο, το Ιδεοδικείο του Στρασβούργου. Με την απόφαση του Μεταρρυθμισμένου Κόμματος κατά Ολλανδίας, το Ιδεοδικείο έκρινε ότι καλώς οι Κάτω Χώρες διέκοψαν την κρατική χρηματοδότηση ενός συντηρητικού κοινοβουλευτικού κόμματος, για τον λόγο ότι δεν θεωρούσε τις γυναίκες ίσες, π.χ. δεν τους επέτρεπε να γίνουν μέλη του. Η απόφαση αυτή ορίζει ουσιαστικά ότι τα ατομικά δικαιωματα τριτενεργούν άμεσα και πλήρως στο εσωτερικό των κομμάτων [και οπωσδήποτε πρέπει να την σχολιάσω κάποια στιγμή, γιατί είναι λάθος]. Ακόμη όμως και εκεί η διακριτική συμπεριφορά του κράτους, που με την κουτάλα και τα ζουμιά του επιδοτεί κάποιες πολιτικές ιδεολογίες εις βάρος άλλων, ήτοι κάποια σύνολα ψηφοφόρων εις βάρος άλλων, αφετηριαζόταν από την καταστατική πρόβλεψη του συγκεκριμένου κόμματος (και, προφανώς, από την απορρέουσα πρακτική). Όχι από την πράξη ενός ή περισσότερων μελών που δεν έβρισκε έρεισμα στο καταστατικό.

Αλλά και για αυτά θα διαβάσετε την συγκλονιστική συνέχεια και το τέλος στο επόμενο επεισόδιο: γιατί το κράτος δεν εγκληματεί τάχα; Πότε η πράξη του μέλους ενός κόμματος καταλογίζεται στο κόμμα; Ποια η διαφορά ποινής με διοικητική κύρωση;

Leave a Comment