Σήμερα, τούτη την δίσεκτη μέρα, λήγει άλλη μία δικηγορική αποχή. Ευκαιρία λοιπόν να γράψω κατά της αποχής, όπως έκαναν και άλλοι καλύτεροί μου. Ούτε περί της δικηγορικής αποχής ούτε φυσικά υπέρ αυτής. Μόνο κατά.
Εξηγούμαι ευθύς αμέσως:
Το θέμα της αποχής των δικηγόρων κρίνεται νομικά σε δύο επίπεδα: α) είναι νόμιμη η περί αποχής απόφαση;, β) αν είναι νόμιμη, μπορούν να επιβληθούν σχετικώς πειθαρχικές ποινές στους παραβάτες;
Υποστηρίζω την αρνητική απάντηση και στα δύο ερωτήματα.
Α. Ο κάθε Δικηγορικός Σύλλογος νομικά είναι μεν ΝΠΔΔ, παραμένει όμως κατά βάσιν ένα σωματείο. Δεν έχει μαγικές δυνάμεις, δεν υπέρκειται του Συντάγματος, δεν βγάζει φωτιές από το στόμα του. Αυτά είναι αυτονόητα πράγματα.
Στο θέμα που με ενδιαφέρει, επιχειρηματολογώ ότι η Γενική Συνέλευση ενος ΔΣ δεν αποφασίζει πέραν και υπεράνω των γενικών νόμων, αυτό είναι προφανές: δεν μπορεί νομίμως να αποφασίση ας πούμε διενέργεια λαθρεμπορίου ή εισβολή στο Κοινοβούλιο.
Οι γενικές συνελεύσεις όμως, αλλά και τα διοικητικά συμβούλια των ΔΣ, αποφασίζουν συχνά πυκνά “δικηγορική αποχή”.
Είναι τάχα νόμιμες αυτές οι αποφάσεις; Μπορούν τα ως άνω συλλογικά όργανα νομίμως να αποφασίζουν κάτι τέτοιο;
Η ΟλΣτΕ 2512/1997, σε μια πολύ σημαντική απόφαση, τάχθηκε υπέρ της καταφατικής άποψης. Εγώ όμως διαφωνώ και αντιγράφω εδώ την κρείσσονα θέση της ισχυρής μειοψηφίας 8 Συμβούλων:
Οι αποφάσεις των δικηγορικών συλλόγων περί αποχής των μελών τους από τα έργα τους είναι από τη φύση τους υποχρεωτικές για τα μέλη των δικηγορικών συλλόγωv, (και γιαυτό εκτελεστές) και υπό την εκδοχή δε ακόμη ότι δεν δημιουργούν για τους δικηγόρους πειθαρχικές ευθύνες, σε περίπτωση παραβιάσεώς τους, η επίδραση τους στα μέλη των δικηγορικών συλλόγωv, μέσω τωv ψυχολογικώv και άλλων μηχανισμών της επαγγελματικής αλληλεγγύης είναι τέτοια, ώστε, πρακτικώς, να οδηγούν σε εξαναγκασμό τωv μελών προς συμμόρφωση και επομένως στην άρση της δυνατότητας απονομής δικαιοσύνης. Για τους λόγους αυτούς, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, οι αποφάσεις των δικηγορικών συλλόγων περί αποχής των μελών τους από τα έργα τους είναι μη νόμιμες και ειδικότερα αντίκεινται στις μνημονευμένες διατάξεις [: άρ. 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 20 παρ. 1 Σ, άρ. 6 ΕΣΔΑ], γιατί οι δικηγορικοί σύλλογοι δεν έχουν νόμιμη εξουσία να κηρύσσουν αποχή των μελών τους από την άσκηση των καθηκόντωv τους.
Δεν συμφωνώ όμως απολύτως με την αιτιολογία αυτή, οπότε αναπτύσσω την δική μου οπτική:
Αν οι ΔΣ δεν μπορούν να επιβάλουν πειθαρχικές ποινές επί παραβάσει των περί αποχής αποφάσεων, δεν έπεται ακόμη ότι αυτή αύτη η περί αποχής απόφαση είναι παράνομη. Απλώς είναι κενή νομικού περιεχομένου lex imperfecta, αναπτύσσοντας μόνο ψυχολογική πειθώ, όπως αναγράφει και η μειοψηφία. Σημασία όμως εδώ έχει ο λόγος για τον οποίο δεν επιτρέπεται να επιβληθούν πειθαρχικές ποινές, που είναι η προσβολή του συνταγματικού δικαιώματος εργασίας. Το συλλογικό όργανο ενός ΝΠ Δημοσίου Δικαίου όμως δεν είναι δυνατόν να επιστρατεύη ψυχολογικό καταναγασμό προς εκπλήρωση αντισυνταγματικού σκοπού. Κάθε τέτοια απόφαση ενέχει υπέρβαση εξουσίας, που την καθιστά παράνομη. Ως παράνομη μπορεί να προσβληθή ενώπιον του ΣτΕ και φυσικά δεν αναπτύσσει καμία δεσμευτικότητα.
Κάπως έτσι δίνω την απάντηση και σε όσους φίλους με ρωτάνε γιατί δεν πηγαίνω στην συνέλευση να τα πω αυτά. Ο πρώτος και κύριος λόγος είναι βέβαια ότι μεριμνώ για την σωματική ακεραιότητα και την ψυχική γαλήνη του πατέρα των παιδιών μου. Ο δεύτερος ότι έχω καλύτερα πράγματα να κάνω. Ο τρίτος και νομικώτερος όμως είναι ότι, απλούστατα, η ΓΣ συγκαλείται να συζητήση την λήψη παράνομης απόφασης. Πού να πάω και τι να νομιμοποιήσω λοιπόν. Γνωρίζω ότι αυτό δεν είναι και πολύ αγωνιστικό, είναι και νομικίστικο, αλλά τι να κάνουμε τώρα, έτσι έχουν τα πράγματα.
Β. Ακόμη όμως και αν η περί αποχής απόφαση είναι καταρχάς νόμιμη, μπορεί ο κάθε δικηγόρος να υποχρεωθή σε τήρησή της;
Ο δικηγόρος, που υποχρεωτικά είναι μέλος ενός συλλόγου, υπέχει υποχρέωση πειθαρχίας στις αποφάσεις του, σύμφωνα με το άρ. 64 παρ. 1 του Κώδικα περί Δικηγόρων:
Η παράβασις των καθηκόντων και των υποχρεώσεων των επιβαλλομένων τω Δικηγόρω έκ τε των διατάξεων του Κώδικος, του εσωτερικού κανονισμού του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, ως και εξ αποφάσεώς τινος του Διοικητικού Συμβουλίου αυτού, αποτελεί πειθαρχικόν παράπτωμα κρινόμενον και κολαζόμενον υπό του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Συλλόγου κατά τας σχετικάς διατάξεις διά πειθαρχικής ποινής, ανεξαρτήτως πάσης ποινικής ευθύνης ή άλλης συνεπείας, κατά τους κειμένους Νόμους.
Στο ερώτημα αν ο ΔΣ μπορεί να ασκήση πειθαρχική εξουσία επί των δικηγόρων που παραβιάζουν την περί αποχής απόφαση απήντησε ορθώς αρνητικά η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την υπ’ αριθμ. 13/1991 απόφαση:
οι δικηγορικοί σύλλογοι έχουν, κατ’ αρχήν, εξουσία, μέσα στον κύκλο των έργων που τους έχουν ανατεθεί, να επιβάλλουν στα μέλη τους κανονισμούς και να εκδίδουν δεσμευτικές για αυτά αποφάσεις, από την παράβαση των οποίων προκύπτουν πειθαρχικές ευθύνες, η εξουσία όμως αυτή δεν ασκείται νόμιμα, αν αντιβαίνει σε άλλες κείμενες διατάξεις του δικηγορικού Κώδικα, που καθιερώνουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των δικηγόρων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το δικαίωμα και η υποχρέωσή τους να ασκούν ελεύθερα και ανεμπόδιστα το δημόσιο λειτούργημά τους και να παρίστανται στα δικαστήρια, καθώς και η υποχρέωσή τους να αποδέχονται κάθε δίκαιη και δεκτική υπερασπίσεως υπόθεση των εντολέων τους και να μην παραμελούν την εκτέλεση της εντολής που τους εχει ανατεθεί, ούτε να παρελκύουν τις δίκες. Επομένως οι αποφάσεις των δικηγορικών συλλόγων για ομαδική αποχή των μελών τους από τα επαγγελματικά έργα και καθήκοντά τους ενέχουν υπέρβαση εξουσίας, και συνεπώς, ως στερούμενες της αναγκαίας προϋποθέσεως της νομιμότητος, ούτε δεσμευτικές είναι για τους δικηγόρους-μέλη τους, ούτε, συνακολούθως, συνεπάγονται πειθαρχική ευθύνη των μελών εκείνων που δεν συμμορφώνονται με αυτές.
Η απόφαση αυτή βέβαια δεν εξεδόθη επί κάποιας διαφοράς, αλλά από Ολομέλεια που συνεκλήθη από την Εισαγγελία για να γνωμοδοτήση, ενώ επίσης προηγήθηκε και των μεγάλων αποχών του 1992-1993. Την θέση της όμως επιβεβαίωσε και η ως άνω ΟλΣτΕ 2512/1997 λίγα χρόνια μετά, σχολιάζοντας τους περιορισμούς που αρμόζουν στην περί αποχής απόφαση:
Οι περιορισμοί αυτοί ανάγονται στο χρόνο που μπορεί να διαρκέσει η αποχή και που πρέπει, ενόψει των διακυβευομένωv συμφερόντων, να είναι βραχύς και στη φύση της απόφασης περί αποχής, που δεν μπορεί να γεννά πειθαρχική ευθύνη για τα μέλη του συλλόγου που δεν συμμορφώνονται.
Η άποψη αυτή είναι ορθή. Το δικαίωμα εργασίας του δικηγόρου κατοχυρώνεται συνταγματικά, όπως και όλων των πολιτών, στο άρ. 22 Συντάγματος:
Η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου αγροτικού και αστικού πληθυσμού.
Από την άλλη μεριά, η υποχρέωση υπακοής και πίστης στα κελεύσματα ενός σωματειακού οργάνου, στο οποίο μάλιστα είναι υποχρεωτική η συμμετοχή για την άσκηση του επαγγέλματος, δεν είναι γραμμένη πουθενά στο Σύνταγμα. Το άρ. 64 του Κώδικα περί Δικηγόρων είναι ερμηνευτέο σύμφωνα προς το Σύνταγμα, κατά τρόπον δηλαδή εξασφαλίζοντα την εναρμόνισή του με το περιέχομενο των συνταγματικών επιταγών, και όχι αντιστρόφως. Συνεπώς, δεν υπάρχει καμία υποχρέωση πειθαρχίας σε αποφάσεις που προσβάλλουν συνταγματικά δικαιώματα των δικηγόρων.
Κλείνοντας, δεν θα ήθελα να υπεκφύγω φυσικά ούτε το πολιτικό ερώτημα υπέρ ή κατά της αποχής. Η δική μου απάντηση έχει προοικονομηθή τέσσερα χρόνια πριν με αυτήν εδώ την ανάρτηση: από την στιγμή που η αποχή χρησιμοποιεί τους εντολείς μας σαν ομήρους έναντι του Κράτους, δεν μπορώ παρά να είμαι κατά αυτού του μέσου πάλης ως μέσου. Επί της ουσίας των αιτημάτων, έχω καταγράψει την γνώμη μου εδώ και εδώ και δεν σκοπεύω να την αλλάξω σύντομα.
Από κει και πέρα, εξακολουθεί να ισχύη αυτό που είχα γράψει εδώ: στο ακροατήριο δεν πηγαίνω για να εκφράσω την νομικοπολιτική μου κοσμοθέαση, πηγαίνω για να εκπροσωπήσω τα συμφέροντα ενός εντολέως. Και όταν ο ίδιος ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας αναγνωρίζει την αποχή των δικηγόρων ως λόγο αναβολής των δικών στο άρ. 349 παρ. 7, δεν πρόκειται να φανώ εγώ δικονομικώτερος της δικονομίας. Αν από την άλλη συμφέρον του εντολέως μου είναι να εκδικαστή η υπόθεσή του, αυτό ακριβώς θα κάνω, δυνατά και δικηγορικά.
Και ελάτε να με πιάσετε μετά.
Αθανάσιε, sorry for doing this, αλλά χρειάζομαι το κινητό σου και τα προφίλ σας στο Αναμόρφωσις έχουν εξαφανιστεί. Plz, στείλε μου το. Email στο προφίλ μου.
Ποπο, δίκιο έχεις, ούτε που το είχα προσέξει ότι είχατε στερηθή την μουτσουνάρα μου.
Στείλε στο anagnostopoulosathanasios στο gmail.
Επί του θέματος, αρχίσανε και οι τραμπουκισμοί.
Ξέχασα να ευχαριστήσω τον καλό φίλο και συνάδελφο Averell, που με ενημέρωσε για τις αποφάσεις που παραπέμπω στην ανάρτηση.
Ευχαριστώ Αθανάσιε! Να επισημάνω ότι και η πλειοψηφία της Ολομελείας του ΣτΕ θεώρησε την εν λόγω αποχή παράνομη (κρατούσε αρκετούς μήνες). Έκρινε ότι η απόφαση περί αποχής είναι νόμιμη μόνο όταν δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα – δεν επάγεται κυρώσεις στους παραβάτες της – και όταν έχει πολύ σύντομη διάρκεια.
Πολύ σωστή η παρατήρηση, πρέπει να το συμπληρώσω. Να το απόσπασμα:
Από τα συμφραζόμενα φαίνεται ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση το μείζον θέμα δημιουργήθηκε από την παρατεταμένη διάρκεια της τότε αποχής.
Καλημέρα !
Μια παρατήρηση από εμένα: μήπως θα ταίριαζε καλύτερα ο τίτλος “κατά της υποχρεωτικής αποχής”; Δεν νομίζω ότι μπορούμε να επιχειρηματολογισουμε κατά ενός (ας πούμε) συνδικαλιστικού δικαιώματος μόνο και μόνο απο τον τρόπο που αποφασίζεται και εκτελείται.
Περαιτέρω να επισημάνω και κάτι άλλο:
Απο τα παλιά τα χρόνια η δημοκρατία θέλει συμμετοχή. Φοβάμαι ότι θεωρείς ότι έχεις καλύτερα πράγματα να κάνεις από το να πας στη ΓΣ γιατί κατά βάθος νοιώθεις το δικαίωμα σου να πας και να ψηφίσεις δεδομένο και ως εκ τούτου ζεις την απόλυτη ανωτερότητα του να μην το ασκείς. Μήπως όμως η πάγια μη άσκηση ενός δικαίωματος κάνει αύριο μεθαύριο την επιθυμία για άσκηση του καταχρηστική; Λέω εγώ τώρα…
Γεια χαρά Φωτεινή!
Το υποχρεωτικό του πράγματος αφορά το δεύτερο κομμάτι του άρθρου. Θεωρώ όμως ότι η ίδια η απόφαση περί αποχής είναι παράνομη, ακόμη και αν νοηθή μόνο ως λεξ ιμπερφέκτα. Ενέχει υπέρβαση εξουσίας, όπως λέει και ο Άρειος Πάγος. Αν λέγόταν σύσταση περί αποχής και όχι απόφαση περί αποχής, μπορεί να την δεχόμουνα ως νόμιμη. Εδώ όμως μας απειλούνε με πειθαρχικά.
Το ότι έχω καλύτερα πράγματα να κάνω είναι ένας μόνο από τους λόγους. Ο πρώτος που ανέφερα αφορά πολύ περισσότερο την δημοκρατία. Εσύ που πήγες στην τελευταία ΓΣ το καταλαβαίνεις καλύτερα.
Φρέσκα κουλούρια από το ΣτΕ, την επιτροπή αναστολών του έστω:
http://www.capital.gr/epikairotita/3119541/ste-aperripse-aitima-gia-prosorini-anastoli-tis-panelladikis-apoxis-ton-dikigoron