Τρία ζητήματα περί αιμοδοσίας υπάρχουν, θέλω να θίξω σήμερα εκείνο που είναι το πιο σοβαρό και ταυτόχρονα το πιο αποσιωπημένο.
Σύμφωνα με το άρ. 13 Ν. 3402/2005:
Όποιος προβαίνει σε συναλλαγή με οικονομικό όφελος, που αφορά το αίμα, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και με χρηματική ποινή μέχρι τριακόσιες χιλιάδες ευρώ, εκτός εάν προβλέπεται βαρύτερη ποινή από άλλη διάταξη.
[300.000 ευρώ; Καλά, ληγμένα παίρνει ο Έλλην νομοθέτης;]
Το άρ. 1 του ίδιου νόμου προβλέπει:
1. Η οργάνωση της αιμοδοσίας στην Ελλάδα βασίζεται στο θεσμό της εθελοντικής, μη αμειβόμενης προσφοράς αίματος.
2. Το προσφερόμενο αίμα διατίθεται δωρεάν.
3. Κάθε συναλλαγή, με οικονομικό όφελος, που αφορά το αίμα, απαγορεύεται.
Παρόμοια, σχεδόν επί λέξει, ήταν και η προϊσχύσασα διάταξη του άρ. 1 Ν. 1820/1988. Τα πράγματα όμως δεν ήταν πάντοτε έτσι: το άρ. 1 Ν.Δ. 4026/1959 ώριζε μεν ότι “Η οργάνωσις της αιμοδοσίας εν Ελλάδι στηρίζεται επί του θεσμού της εθελοντικής δωρεάν προσφοράς του αίματος”, ωστόσο πολύ σοφά συνέχιζε λέγοντας “Κατ’ εξαίρεσιν και εφ’ όσον το ούτω προσφερόμενον αίμα δεν επαρκεί διά την κάλυψιν των συνήθων ή εκτάκτων αναγκών επιτρέπεται και η επ’ αμοιβή προσφορά αυτού”.
Διαβάζουμε στην Αιτιολογική Έκθεση του νόμου:
Η σύγχρονη πρακτική μετάγγισης αίματος βασίζεται στις αρχές των εθελοντικών υπηρεσιών των δοτών, της ανωνυμίας τόσο του δότη όσο και του αποδέκτη, της γενναιοδωρίας του δότη και της έλλειψης κέρδους για τα κέντρα που εμπλέκονται στις υπηρεσίες μετάγγισης αίματος. Λαμβάνονται όλα τα απαραίτητα μέτρα, προκειμένου να παρέχονται σε όλους τους ενδεχόμενους δότες αίματος ή συστατικών αίματος εχέγγυα σχετικά με τον εμπιστευτικό χαρακτήρα κάθε πληροφορίας που αφορά την υγεία και που παρέχεται στο εγκεκριμένο προσωπικό με τα αποτελέσματα του ελέγχου της αιμοδοσίας τους, καθώς και με οποιαδήποτε στοιχεία μελλοντικής ανιχνευσιμότητας της αιμοδοσίας τους.
Η εθελοντική και μη αμειβόμενη αιμοδοσία θεωρείται παράγων ο οποίος μπορεί να συμβάλει στην επίτευξη υψηλών προτύπων ασφαλείας για το αίμα και τα συστατικά του αίματος και, συνεπώς, στην προστασία της ανθρώπινης υγείας. Πρέπει να υποστηρίζονται οι προσπάθειες που καταβάλλει στον τομέα αυτό το Συμβούλιο της Ευρώπης και να λαμβάνονται όλα τα απαραίτητα μέτρα για την ενθάρρυνση της εθελοντικής και μη αμειβόμενης αιμοδοσίας, θεσπίζοντας κατάλληλα μέτρα και πρωτοβουλίες και εξασφαλίζοντας ότι οι δότες χαίρουν μεγαλύτερης δημόσιας αναγνώρισης, αυξάνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο και την αυτάρκεια.
Καταρχάς, διακρίνουμε την εθελοντική από την μη αμειβόμενη αιμοδοσία. Το αντίθετο της εθελοντικής είναι η καταναγκαστική αιμοδοσία, η οποία προφανώς είναι αδιανόητη.
[Αδιανόητη; Έστω ότι ο Α αιμορραγεί ακατάσχετα. Έστω ότι μόνο ο παρακείμενος Β έχει την σπάνια ομάδα αίματος του Α Και έστω ότι ο Β αρνείται να δώση το αίμα του. Ο Β επιτίθεται διά παραλείψεως στον Α, διότι διαπράττει το έγκλημα της παραλείψεως λυτρώσεως από κινδύνου ζωής του άρ. 307 ΠΚ. Αν ο Γ διενεργήση αιμοληψία επί του Β υπέρ του Α, τριταμύνεται υπέρ του Α. Αχά.]
Εδώ μας απασχολεί το άλλο σκέλος της σύζευξης, το μη αμειβόμενο της αιμοδοσίας. Το σκέλος αυτό παρουσιάζεται ως αυτονόητο από την Αιτιολογική Έκθεση, και πράγματι είναι για πολλούς ανθρώπους, όσους ας πούμε βρίσκονται στην ίδια κατάσταση αναστοχαστικής ισορροπίας από την μέρα που γεννήθηκαν.
Το ζήτημα εμφανώς είναι συγγενές με το ζήτημα της αγοράς νεφρού, οπότε επιβάλλεται να παραπέμψω σε όσα ήδη έχουμε πει. Εδώ υπάρχει μάλιστα το πρόσθετο στοιχείο ότι ο αιμοδότης δεν υφίσταται μόνιμη βλάβη οποιουδήπτε είδους, η βλάβη μάλιστα την οποία υφίσταται είναι ολοφάνερα ελαφρά (και όχι επικίνδυνη ή βαρεία). Το αίμα, ως τμήμα του σώματός του, ανήκει στον ίδιο τον αιμοδότη, μετά τον αποχωρισμό του από τον οργανισμό του, και όχι ασφαλώς στον Υπουργό Υγείας. Ούτε τίθεται εδώ θέμα εκμετάλλευσης του αιμοδότη, όπως θεωρείται ότι τίθεται στην παράλληλη περίπτωση του νεφρού. Και από την άλλη μεριά του ζυγού, το διακύβευμα παραμένει τεράστιο: μια ανθρώπινη ζωή εν κινδύνω.
Read moreΠερί αιμοδοσίας Ι