Μετά το πρώτο και το δεύτερο μέρος της μικρής εμπειρικής μου έρευνας και έχοντας τώρα ένα αρκετά μεγάλο εμπειρικό δείγμα, μιας δεκαπενταετίας περίπου, μπορούμε να αποτολμήσουμε κάποια σχόλια σχετικά με την νομοθετική παραγωγή της Βουλής μας:
Το ποσοστό των διεθνών συμβάσεων είναι συγκλονιστικά μεγάλο.
Οι διεθνείς συμβάσεις είναι βασικά δύο ειδών: διμερείς ή πολυμερείς.
Οι διμερείς, όπως είναι προφανές από το όνομά τους, αναφέρονται σε σύμβαση μεταξύ δύο κρατών, της Ελλάδας αφενός και κάποιας άλλης χώρας, συνήθως ευρωπαϊκής, βορειοαμερικανικής ή μεσογειακής αφετέρου (οι πιο εξωτικές χώρες που συνάντησα ήταν η Ουγκάντα με τον Ν. 2852/2000 και κάτι φορολογικοί παράδεισοι της Καραϊβικής, τύπου Νήσων Καϋμάν). Οι συμβάσεις αυτές καλύπτουν ένα πλήθος θεμάτων, από συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις μέχρι αεροπορικές μεταφορές μέχρι περιβαλλοντικές καταστροφές μέχρι πολιτιστικές ανταλλαγές μέχρι αποφυγή διπλής φορολογίας μέχρι δικαστική συνδρομή και ό,τι άλλο. Με λίγα λόγια, είναι φρικτά και βαρετά γραφειοκρατικά κείμενα της υπαλληλίας του ΥπΕξ, που δεν αφορούν απολύτως κανένα (πλην κάποιων εξαιρέσεων, όπως ο Ν. 3558/2007 για τον μακαρίτη αγωγό Πύργου-Αλεξανδρούπολης). Σπανιώτερα, έχουν ευρύτερη πολιτική σημασία, όταν σηματοδοτούν μια νέα περιφερειακή συμμαχία, όπως ο Ν. 3786/2009 για την οικονομική και τεχνολογική συνεργασία με το Κατάρ.
Ελάχιστα καλύτερα είναι τα πράγματα με τις πολυμερείς συμβάσεις, συνήθως στο πλαίσιο του ΟΗΕ ή κάποιου από τους θυγατρικούς οργανισμούς του, π.χ. Γιούνισεφ (αλλά και άλλων, του Συμβουλίου της Ευρώπης ή του ΝΑΤΟ π.χ.). Ενίοτε παρουσιάζονται εδώ συμβάσεις με κάποιο πραγματικό διακύβευμα και ευρύτερη νομική σημασία, με πολιτικές προεκτάσεις ή ηθικό προβληματισμό, όπως το Καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (Ν. 3003/2002), το Πρωτόκολλο του Κιότου (Ν. 3017/2002), η Σύμβαση κατά της φαρμακοδιέγερσης (Ν. 3516/2006) ή η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για θέματα αστικού δικαίου περί διαφθοράς (Ν. 2957/2001).
Read moreΜικρή εμπειρική έρευνα περί της λεπτής τέχνης του νομοθετείν, μέρος Γ