Βρισκόμαστε στις 09 Οκτ 1912. Ο Στρατός Θεσσαλίας, υπό την διοίκηση του Διαδόχου Κωνσταντίνου, προελαύνει. Ο Βαλκανικός Πόλεμος, αυτός που θα εξεπλήρωνε τα όνειρα του Έθνους, είχε αρχίσει. Ο δρόμος για την δόξα περνούσε όμως από την στενωπό του Σαραντάπορου.
Ο Κωνσταντίνος ήταν στρατιωτικός της εποχής του. Και το πρόσταγμα της εποχής του ήταν “εφ’ όπλου λόγχη!”. Γνώριζε μόνο την κατά μέτωπο επίθεση, την πολεμική ιαχή, την γενναιότητα της προσωπικής μονομαχίας.
Ο Δκτης της ΙV Μεραρχίας πάλι, της Μεραρχίας μας, Υπτγος Κωνσταντίνος Μοσχόπουλος, ήταν μια αλεπού που ήξερε πολλά μονοπάτια.
Οι διαταγές του πριν την μάχη της διάβασης του Σαρανταπόρου ήταν να προωθηθή προς την κατεύθυνση των χωριών Μόκρο πρώτα και Μεταξά στην συνέχεια, ήτοι αριστερά της κύριας προσπάθειας του Στρατού. Εκεί θα επανεκτιμούσε την κατάσταση: αν τα στενά δεν είχαν εκπορθηθή ακόμη, θα ενεργούσε προς τα εκεί. Διαφορετικά, ώφειλε να κινηθή προς Σέρβια, για να αποκόψη τον υποχωρούντα εχθρό.
Ο Μέραρχος όμως είχε άλλη γνώμη. Διέταξε τα Συντάγματά του (8ο, 9ο και 11ο ΣΠ) να κινηθούν με σπουδή προς τα Σέρβια μέσω συντόνων πορειών. Με τον τρόπο αυτό, θα έφτανε ταχέως στα νώτα της εχθρικής διάταξης [Όπως λέει μια παλιά κινέζικη παροιμία, ο πολεμος είναι σαν το σεξ: το καλό γίνεται από πίσω].
Καθ’ όλην την διάρκεια της κρίσιμης 09ης Οκτωβρίου, όσο η IV κινείτο αθέατη και θανατηφόρα προς τα εκτεθειμένα οθωμανικά νώτα, ο ανθός της τότε ελληνικής νεολαίας έπιπτε προ του Σαραντάπορου. Αλλεπάλληλα κύματα επιθέσεων της Ι, ΙΙ και ΙΙΙ Μεραρχίας αποκρούστηκαν με επιτυχία, όχι και πολύ δύσκολα, από τους αμυνόμενους. Το ημέτερο πεδινό πυροβολικό ήταν περίπου απόν, το Ιππικό άχρηστο. Οι καιρικές συνθήκες ήταν αντίξοες, καθώς έβρεχε και τον κάμπο σκέπαζε ομίχλη. Το ηθικό κατέρρεε.
Ώσπου ο Θεός της Ελλάδας ξημέρωσε την 10η Οκτωβρίου 1912, πάνω από ένα αιματοβαφές πεδίο. Οι σαλπιγκτές σάλπισαν, το ρόφημα διανεμήθηκε, οι ξιφολόγχες τοποθετήθηκαν.
Αλλά ο εχθρός δεν ήταν πια εκεί.
Τι είχε συμβή;
Οι διοικητές των Οθωμανών, πληροφορούμενοι την κυκλωτική κίνηση της ΙV Μεραρχίας, μια κίνηση που απειλούσε την πλήρη αποκοπή των μονάδων τους και τον συνακόλουθο βέβαιο αφανισμό τους, δεν παρέμειναν αδρανείς. Εκμεταλλευόμενοι το σκότος και την κόπωση των Ελλήνων, απαγκιστρώθηκαν από την λαβίδα θανάτου που τους προετοίμαζε ο Μοσχόπουλος και υποχώρησαν προς τα Σέρβια όσο προλάβαιναν. Έτσι, ο Διάδοχος έγινε το πρωί κύριος του πεδίου της μάχης. Ενός πεδίου που κατακτήθηκε όχι με το αίμα των 182 ανδρών που έστειλε στον θάνατό τους, αλλά με την τακτική ευφυΐα του Μεράρχου μας.
Την ίδια ημέρα, η IV απελευθέρωσε [στα αντιεθνικιστικά κάπως αλλιώς πρέπει να το λένε αυτό, ίσως “αναπροσάρμοσε την κυριαρχία”] τα Σέρβια στις 16:00, σπαρμένα με τα πτώματα 75 προκρίτων. Αιωνία τους η μνήμη.
Το άστρο του Μοσχόπουλου όμως έλαμψε και στο μέτωπο της Ηπείρου. Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης και την σταθεροποίηση του μακεδονικού μετώπου, η IV διατέθηκε στην Ήπειρο, όπου μεταφέρθηκε τον Δεκ 1912. Διοικητής του Στρατού Ηπείρου ήταν την περίοδο εκείνη ο Αντγος Κωνσταντίνος Σαπουντζάκης.
Στον Σαπουντζάκη, γηραιό στρατηγό, είχε ανατεθεί ο δευτερεύων τομέας της Ηπείρου στην αρχή του πολέμου. Τώρα όμως που η Θεσσαλονίκη είχε εξασφαλιστή, η ελληνική πλευρά περίμενε να πέση σαν ώριμο φρούτο και το έπαθλο των Ιωαννίνων.
Έλα όμως που τα Γιάννενα δεν έπεφταν.
Οι Οθωμανοί είχαν οχυρώσει το περιβόητο Μπιζάνι, το κλειδί της πόλης από τον νότο, κατά τρόπο εξαιρετικό. Δηλαδή ποιοι Τούρκοι, αυτός τα είχε κάνει όλα. Σερσέ λ’αλμάν.
Τα οχυρά σημεία ασκούσαν μια ανεξήγητη επιρροή στους παλαιούς στρατιωτικούς: έπρεπε να εκπορθηθούν! Έτσι, ο Σαπουντζάκης δεν παρέλειψε να διατάξη μια καταδικασμένη κατά μέτωπο επίθεση στις 07 Ιαν 1913, μέρες μόνο προτού παραδώση την διοίκηση στον Κωνσταντίνο. Η επίθεση εκείνη στοίχισε 62 νεκρούς στην IV Μεραρχία σε μία μόνο ημέρα. Αποτέλεσμα μηδενικό. Την άλλη μέρα επέστη δριμύς ο στρατηγός χειμών.
Την λύση του δράματος έδωσε η υιοθέτηση από το Γενικό Στρατηγείο της πρότασης που είχε υποβάλει ο Μοσχόπουλος: η επίθεση ώφειλε να επικεντρωθή όχι στο ισχυρό ανατολικό, αλλά στο ασθενές δυτικό της τοποθεσίας Μπιζανίου. Ο ελιγμός θα καλυπτόταν με ισχυρή προπαρασκευή πυροβολικού και παραπλανητική επίθεση στο ανατολικό. Την διείσδυση στο ορεινότατο ανατολικό σκέλος, όπου δεσπόζει το όρος Τόμαρος (Ολίτσικας), θα ανελάμβαναν κατεξοχήν τα ευκίνητα τάγματα του ορεινού πεζικού: οι εύζωνοι.
Ξημερώνοντας η 20ή Φεβρουαρίου 1913, άρχισε η επίθεση. Τα ημέτερα τμήματα κατέλαβαν την κορυφή Μεγάλη Τσούκα, σε υψόμετρο 1173, και άρχισαν να κατηφορίζουν με ορμή προς τα νώτα του Μπιζανίου.
Εγκαταστάθηκαν στην Πεδινή, λίγα χιλιόμετρα μόλις από το κέντρο των Ιωαννίνων, αποκόπτοντας οριστικά το Μπιζάνι. Μην έχοντας άλλη επιλογή, ο Εσάτ Πασάς πρότεινε την παράδοση της πόλης. Η αντιπροσωπία των Οθωμανών παρουσιάστηκε στο 9ο Τάγμα Ευζώνων, αυτοπροσώπως στον θρυλικό Ιωάννη Βελισσαρίου. Η πόλις εάλω.
Σήμερα, 100 χρόνια μετά, τα κωλόπαιδα εξακολουθούν να χορεύουν σέικ. Η Μοσχοπούλου είναι κάποιος δρόμος πίσω από τον Ερυθρό. Δεν ξέρω καν μήπως πρόκειται απλώς για συνωνυμία.
Ο Μοσχόπουλος, αν κατάλαβα καλά, στη μάχη του Σαρανταπόρου δεν ακολούθησε τις διαταγές που του είχαν δοθεί. Γνωρίζουμε ποια ήταν η (πρώτη) αντίδραση του Κων/νου;
Σέικ χορεύουμε (αν και είναι κάπως παρωχημένος πια ο χορός που αναφέρει ο Χριστιανόπουλος) χάρη και σε αυτόν.
Με τα λόγια της επίτομης ιστορίας της ΔΙΣ/ΓΕΣ “παρά τις οδηγίες του Γενικού Στρατηγείου”. :-)
Όχι. Εντάξει, προφανώς το έμαθε κατόπιν εορτής, όταν πλέον είχε κερδίσει την μάχη εξαιτίας της, εμ, διασταλτικής ερμηνείας των διαταγών εκ μέρους του Μοσχόπουλου.
Πολύ ενδιαφέρον, δεν το ήξερα. Την εμμονή των στρατηγών της εποχής με την εκπόρθηση των οχυρών σημείων αντί για την παράκαμψη ή περικύκλωσή τους γνώρισε πολύ καλά και αυτός.
Διαβάστε και εδώ ένα πολυ ενδιαφέρον άρθρο με ελαφρά διαφορετική οπτική.
Αναδημοσιεύω εδώ το εμβριθές σχόλιο του Βελισάριου, που ξεκαθαριζει με όλες τις λεπτομέρειες τι έγινε ακριβώς στον Σαραντάπορο: