Κατά των απεργών δικαστών

Ή: Προς τον Α.Π. χαριστήριος, τιμής ένεκεν.

Το σκέφτηκα αρκετά πριν γράψω την παρούσα ανάρτηση. Όχι για το περιεχόμενό της, για αυτό δεν αμφέβαλλα από την πρώτη στιγμή. Αλλά για λόγους, πρώτον, πολιτικής τακτικής: τι θα κέρδιζα άραγε για τον σκοπό μου; Τίποτα, μάλλον θα εξώργιζα τις ευερέθιστες κεφαλές ενίων. Δεύτερον, για λόγους επαγγελματικούς: προσπαθώ από την δικηγορία να κερδίζω το γάλα των παιδιών μου. Δεν θα ήθελα να έχω απέναντί μου δικαστικούς με απόψεις σαν κι αυτές να κρίνουν τους εντολείς μου, έχοντας διαβάσει όσα υποστηρίζω. Τρίτον, για λόγους προσωπικούς: γνωρίζω κάποιους νέους δικαστές προσωπικά, είναι φίλοι μου και ασφαλώς μια τέτοια ανάρτηση θα τους στενοχωρούσε. Αν δεν μου κόψουν την καλημέρα δηλαδή. Τέταρτον, για λόγους ανθρώπινης αδυναμίας: είναι πάντα πιο εύκολο να λες σε κάποιον, ειδικά σε ένα δικαστή, μεγάλε, τι ωραίος που είσαι, έμπαινε ασύστολα, εσύ μας οδηγείς, σ’ωραίος. Τα ωφέλιμα είναι πάντα δυσάρεστα.

Αλλά τελικά το αποφάσισα. Αφού δεν τα λένε στα φανερά οι δικηγόροι και οι πανεπιστημιακοί, με τις λίγες λαμπρές εξαιρέσεις, ας τα πη η αφεντιά μου.

Η ανάρτηση αυτή δεν αφορά γενικώς και αορίστως την απεργία των δικαστών, άλλωστε αυτά τα έχουμε πει εδώ και εδώ και δεν μου αρέσει να επαναλαμβάνωμαι. Επιχειρήματα του τύπου “και η Κυβέρνηση παραβιάζει το συνταγματικά κατοχυρωμένο μισθολόγιό μας” είναι παιδαριώδη και το ξέρουν και όσοι τα εκστομίζουν.

Η παρούσα ανάρτηση λοιπόν αφορά προσωπικά τους απεργούς δικαστές, κάθε ένα από αυτούς, ως παραβάτες του νόμου και ως υποκείμενους σε πειθαρχικές και ποινικές κυρώσεις. Σκληρό, αλλά να ακουστή.

Υπερασπίζομαι λοιπόν τις εξής προτάσεις:

Οι απεργοί δικαστές διαπράττουν το αδίκημα της απεργίας δημοσίων υπαλλήλων.

Σύμφωνα με το άρ. 247 ΠΚ (απεργία δημοσίων υπαλλήλων):

1. Δημόσιοι υπάλληλοι οι οποίοι τρεις τουλάχιστον σε κοινή σύσκεψη με κοινή απόφαση και με σκοπό να εμποδίσουν ή να διακόψουν τη λειτουργία κάποιας δημόσιας υπηρεσίας: α) ζήτησαν την παραίτησή τους από την υπηρεσία ή β) εγκατέλειψαν την άσκηση της υπηρεσίας που τους είχε ανατεθεί ή γ) παραμέλησαν την εκτέλεση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων ή δ) έρχονται με οποιονδήποτε τρόπο σε συνεννόηση για να κηρύξουν απεργία ή απειλούν την κήρυξη απεργίας ή με οποιονδήποτε τρόπο συνδέουν άμεσα ή έμμεσα την αποδοχή αιτημάτων με εγκατάλειψη των έργων τους τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους.
2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και κάθε δημόσιος υπάλληλος που προσχωρεί εκ των υστέρων σε κάποια από τις πράξεις της προηγούμενης παραγράφου.
3. Μέλη του διοικητικού συμβουλίου σωματείου ή ένωσης δημόσιων υπαλλήλων, τα οποία αποφάσισαν την κήρυξη απεργίας τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και με χρηματική ποινή. Για την καταβολή της χρηματικής ποινής ευθύνεται το σωματείο ή η ένωση εις ολόκληρον με αυτούς που καταδικάστηκαν.
4. Η καταδίκη σε οποιαδήποτε ποινή για κάποια από τις πράξεις των παρ. 1-3 συνεπάγεται και την πρόσκαιρη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων (άρθρα 61-65).

Οι δικαστικοί λειτουργοί είναι υπάλληλοι υπό την έννοια του άρ. 13 περ. α΄ ΠΚ:

Υπάλληλος είναι εκείνος στον οποίο νόμιμα έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά, η άσκηση υπηρεσίας δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου

Για τον λόγο αυτό μπορούν να τελέσουν εγκλήματα περί την υπηρεσία, όπως είναι το επίμαχο. Επιπλέον, όχι μόνο έκαναν τουλάχιστον τρεις κοινή σύσκεψη, αλλά διοργανώνουν ολόκληρες γενικές συνελεύσεις του σωματείου τους, για να πάρουν τις αντισυνταγματικές αποφάσεις τους. Εξάλλου, παραμέλησαν ασφαλώς την εκτέλεση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων με το να μην δικάζουν πέντε από τις έξι ώρες κάθε δικασίμου, ενώ συνέδεσαν την αποδοχή οικονομικών αιτημάτων, ήτοι την μη μείωση των μισθών τους, με την εγκατάλειψη των έργων τους. Στην πραγματικότητα, οι απεργοί δικαστές διαπράττουν το πρώτο και βαρύτερο αμάρτημα κάθε δικαστή, μετά την δωροδοκία: αρνησιδικούν.

Η διάταξη του άρ. 247 ΠΚ βέβαια προέρχεται από μια παλαιά εποχή, όταν δεν επιτρεπόταν ακόμη η απεργία στους δημοσίους υπαλλήλους. Αυτό φυσικά έχει αλλάξει, αφού πλέον η απεργία προστατεύεται συνταγματικά. Η διάταξη όμως εξακολουθεί ισχύουσα για όλες τις παράνομες απεργίες, είτε όσες κηρύσσονται παράνομες από τα δικαστήρια για πολλούς και διάφορους λόγους είτε για όσες είναι αρχήθεν παράνομες ως αντισυνταγματικές (έτσι και ο Μπιτζιλέκης, Υπηρεσιακά εγκλήματα, β΄ έκδοση, σελ. 305-306). Και αυτή ακριβώς η περίπτωση ενδιαφέρει εδώ: αν απεργήση ένας αστυνομικός, βάσει αυτής της διάταξης θα καταδικαστή. Ένας δικαστικός λειτουργός όμως δεν είναι περισσότερο ίσος ενώπιον του άρ. 247 ΠΚ από τον τελευταίο αστυνομικό.

Καθ’ όσον αφορά τα μέλη του δσ της ΓΕΝΟΠ-ΕΝΔΕ, για αυτούς προνοεί η παρ. 3 του άρ. 247 ΠΚ, προβλέποντας αυξημένες ποινές.

Οι απεργοί δικαστές μπορούν και πρέπει να συλλαμβάνωνται επ’ αυτοφώρω.

Η πρόταση αυτή απορρέει αβίαστα από την πρηγούμενη. Αν οι απεργοί δικαστές τελούν αδίκημα, τότε πρέπει να συλληφθούν, όσο το αδίκημα είναι αυτόφωρο. Λόγω της φύσης του προστατευόμενου έννομου αγαθού δικαίωμα σύλληψης έχουν μόνο οι προανακριτικοί υπάλληλοι και όχι κάθε πολίτης βέβαια.

Οι απεργοί δικαστές υπέχουν και πειθαρχικές κυρώσεις.

Ε, προφανώς. Σύμφωνα με το άρ. 91 παρ. 1 Ν. 1756/1988:

Πειθαρχικό παράπτωμα συνιστά κάθε υπαίτια και καταλογιστή πράξη ή συμπεριφορά εν γένει του δικαστικού λειτουργού εντός ή εκτός υπηρεσίας, εφ’ όσον αντίκειται προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το Σύνταγμα και τις κείμενες διατάξεις ή είναι ασυμβίβαστη προς το αξίωμα του και θίγει το κύρος του ή το κύρος της δικαιοσύνης.

Οι απεργοί δικαστές είναι επίορκοι.

Επίορκο λέμε όποιον καταπατά τον όρκο του. Όπως πλαστογράφο λέμε όποιον πλαστογραφεί και κλέφτη όποιον κλέβει. Δεν χρειάζεται να γίνεται συνέχεια, αρκεί και μία φορά. Οι απεργοί δικαστές όμως ωρκίστηκαν, σύμφωνα με το άρ. 34 παρ. 7 Ν. 1756/1988, να υπακούουν στο Σύνταγμα και όχι στους συνδικαλιστές τους:

Ορκίζομαι να φυλάττω πίστη στην πατρίδα, υπακοή στο Σύνταγμα και τους νόμους και να εκπληρώνω ευσυνείδητα τα καθήκοντά μου.

Το Σύνταγμα στο οποίο οφείλουν υπακοή είναι ολόκληρο και όχι όσο συμφέρει την συνδικαλιστική τους ηγεσία. Αν βρίσκουν τον όρκο τους βαρύ και ασήκωτο, κανείς δεν απαιτεί από αυτούς να κουβαλούν τον σταυρό του μαρτυρίου. Η παραίτηση είναι νόμιμο δικαίωμά τους.

Η ηγεσία της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης βέβαια διατυπώνει πιο, εμ, χαλαρό νομικό λόγο:

Αντί εγκυκλίου παραλογοτέχνημα.

Δεν υπάρχει ολίγον έγκυος. Είτε η απεργία, οι λεγόμενες ευφημιστικά “κινητοποιήσεις”, είναι νόμιμη είτε όχι. Εάν είναι μεν νόμιμη, δεν έχει θέση ουδεμία παραίνεση ή προτροπή προς διακοπή τους, εφόσον δηλαδή συνιστούν ενάσκηση νομίμου δικαιώματος. Αν είναι όμως παράνομη, εκθέτει πρώτα από όλα την ίδια την Πρόεδρο του ΑΠ το παραλογοτεχνικό της κείμενο. Αν η απεργία είναι παράνομη, πρέπει απλούστατα να τηρηθούν τα νόμιμα, όπως με κάθε άλλο πολίτη.

Κάπως καλύτερα τα λέει ο ΕισΑΠ:

Οι δικαστικοί λειτουργοί, υπό το κράτος της δικαιολογημένης πικρίας τους για τις διαφαινόμενες περαιτέρω υπέρμετρες περικοπές των αποδοχών τους, συνεχίζουν να προβαίνουν σε διακοπές συνεδριάσεων, οι οποίες στην πραγματικότητα συνιστούν μερική αποχή από το δικαιοδοτικό έργο τους. Οι αντιδράσεις όμως του είδους αυτού είναι ασυμβίβαστες προς τη συνταγματική θέση των δικαστικών λειτουργών, αναιρούν το ρόλο τους ως φορέων της τρίτης εξουσίας του πολιτεύματος και υπονομεύουν τα ίδια τα επιχειρήματα που προβάλλουν προς στήριξη των δικαίων αιτημάτων τους για ανάλογη με το λειτούργημά τους μισθολογική μεταχείριση. Είναι αυτονόητο ότι αναμένουν από τους φορείς των άλλων συντεταγμένων εξουσιών το σεβασμό της συνταγματικής διατάξεως που επιβάλλει την ιδιαίτερη κατά τα ανωτέρω μεταχείρισή τους. Συμψηφισμός όμως αντισυνταγματικών συμπεριφορών είναι αδιανόητος.

Σχτικά ακριβολόγος η υπαγωγή, με κάποια κομψεύματα (“συνιστούν μερική αποχή”: και η μερική αποχή δεν είναι είδος απεργίας;, “είναι ασυμβίβαστες προς τη συνταγματική θέση των δικαστικών λειτουργών”: δηλαδή είναι αντισυνταγματικές, αυτήν την λέξη έψαχνε ο ΕισΑΠ). Αποφεύγει όμως, δυνατά και συναδελφικά, να μας αποκαλύψη τις έννομες συνέπειες της “μερικής αποχής”. Δεν πειράζει, το κάνω εγώ.

Αν όμως η Πρόεδρος του ΑΠ και ιδίως ο ΕισΑΠ, ως πειθαρχικός προϊστάμενος των εξηρτημένων από αυτόν εισαγγελικών λειτουργών, δεν μπορούν να βάλουν τάξη στα του οίκου τους, υπάρχει πάντα και η έντιμη οδός της παραίτησης. Ουδείς αναντικατάστατος. Ούτως ή άλλως η Θάνου και η συν αυτή κάνουν κουμάντο αυτήν την στιγμή στην πολιτική και ποινική Δικαιοσύνη. [Σημειώνω εδώ ότι τα ίδια κάνουνε και οι διοικητικοί δικαστές. Εξαίρω ότι το καθήκον τους τηρούν κανονικά οι δικαστές του ΣτΕ.]

Βασιλική Θάνου-Χριστοφίλου.

[Για να αποδίδουμε τα Αθανασίου τω Αθανασίου βέβαια, πρώτος διδάξας την επιορκία ήταν ο νυν Υπουργός Αναπληρωτής Εσωτερικών, που εξαργύρωσε τα κόπια του με μια θέση στο Επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας. Δεν ξεχνώ. Τότε η Θάνου ήταν κατά βέβαια των απεργιών και αντιπολιτευόταν τον Αθανασίου, αλλά, δεν βαριέσαι, πεποιθήσεις είναι και αλλάζουν]

Κλείνοντας και καταληκτικά:

Οι απεργοί δικαστές ίσως και να έχουν δίκιο επί της ουσίας, τουλάχιστον για την βαθμίδα του Πρωτοδίκη (σημερινός μισθός: περί τα 2400. Ευρώπουλα). Η απόπειρά τους όμως να ακρωτηριάσουν το κρατικό τρισκέλιο, δηλαδή να καταλύσουν το κράτος ως προς το δικαστικό του σκέλος, δεν αφήνει κανένα περιθώριο συμβιβασμού.

Τρισκέλιον το σικελικόν. Αυτοί τουλάχιστον έχουν.

Η Δημοκρατία πρέπει να αυτοπροστατευθή.

6 thoughts on “Κατά των απεργών δικαστών”

  1. θέλω κι εγώ να πω τον πόνο μου μωρέ Θανάση, πριν ένα χρόνο περίπου πήγα να δικάσω με απόντα τον αντίδικο σε αγωγή, φθάνει η σειρά και η πρόεδρος μου λέει, κατεβαίνω. Της λεω, πως κ. Πρόεδρε; Με κοιτά με ύφος εκατόν πενήντα καρδιναλίων μου λέει, αναβάλλει για το 2014. Της λέω, μα κ. Πρόεδρε η αντίδικος βρίσκεται σε εκκαθάριση κλπ κλπ σας παρακαλώ, με κοιτά παραξενεμένη, και μου λέει: τι να σας κάνω; ασκήστε εκ νέου αγωγή! Αυτη ήταν μια από τις ελάχιστες υποθέσεις που είχα να δικάσω. Και καλα εγώ ήμουν μια παράπλευρη απώλεια. Ποιος είναι ο πόλεμος όμως και ποιον έχει εχθρό; Και για να μην παρεξηγούμαι, στις περισσότερες αποχές του δικού μας συλλόγου εγώ αρνούμαι να συμμορφωθώ, γιατί πάλι δεν βλέπω τον εχθρό. Λες εγώ να έχω το πρόβλημα;

    Reply
    • Κατά την γνώμη μου όχι, αλλά δεν είμαι εγώ η πλειονότητα…

      Σήμερα πάλι, κυρία Πρόεδρε, είμαι 80 χρονών, μένω στην Κρήτη, δεν γίνεται να δικάσουμε την υπόθεση, γιατί να ξανάρχωμαι;

      Τίποτα. “Διακόπτει και αναβάλλει [λόγω ωραρίου της γραμματέως, έτσι γράφουν! Σαν δεν ντρέπονται.]”

      Reply
  2. Νατα και τα προβληματα για τα οποια μιλουσαμε.

    Όσον αφορά την προσφυγή της ΣΤΑΣΥ στη δικαιοσύνη, οι εργαζόμενοι στο μετρό υποστηρίζουν ότι το αίτημά τους να μη περικοπούν οι αποδοχές τους είναι καθ’ όλα νόμιμο, «όπως και κάθε άλλου εργαζομένου». «Η αγωνιστική μας έτσι κινητοποίηση είναι καθ’ όλα νόμιμη, όσο ακριβώς και ο πολύχρονος αγώνας των δικαστών», αναφέρουν χαρακτηριστικά.

    Οταν οι δικαστες δινουν τετοιο παραδειγμα, καταλαβαινεις τι μαθαινουν τους πολιτες να κανουν.

    Reply

Leave a Comment