Η κοινοβουλευτική επικαιρότητα ποτέ δεν μας αφήνει παραπονεμένους. Οι παραστάτες του ελληνικού λαού, αντιπροσωπευτικά ανθρωπολογικά δείγματα των οποίων εκθέτω κατωτέρω, παρέχουν πάντοτε αφορμές εμβάθυνσης στο Κοινοβουλευτικό.
Είναι νόμιμη η συζήτηση και ψήφιση με την διαδικασία του κατεπείγοντος ενός πολύ σημαντικού νομοσχεδίου;
Είναι, αν έτσι κρίνη η Βουλή.
Σύμφωνα με το άρ. 109 παρ. 1 και 2 Κανονισμού της Βουλής:
1. Tα νομοσχέδια και oι πρoτάσεις νόμων πoυ χαρακτηρίζoνται από την Kυβέρνηση ως κατεπείγoντα κατά τo άρθρo 76 παρ. 4 τoυ Συντάγματoς παραπέμπoνται αμέσως μετά την κατάθεσή τoυς στην αρμόδια επιτρoπή. O Πρόεδρoς της Boυλής oρίζει ανάλoγη πρoθεσμία για την υπoβoλή της έκθεσης σύμφωνα με τo άρθρo 89 παρ. 4.
2. Aν η επιτρoπή απoδεχθεί τo χαρακτηρισμό τoυ κατεπείγoντoς, πρoβαίνει στην επεξεργασία και την εξέταση τoυ νομοσχεδίoυ ή της πρότασης νόμoυ σε μία συνεδρίαση.
Η Βουλή λοιπόν κρίνει διά της ψήφου της. Ένας βουλευτής δικαιούται να καταψηφίση ένα νομοσχέδιο όχι μόνο για λόγους ουσιαστικούς (π.χ. συνταγματικότητας, σκοπιμότητας, πολιτικής ιδεολογίας κ.λπ.), αλλά και διαδικαστικούς.
Επί της ουσίας βέβαια, η διαδικασία του κατεπείγοντος πρέπει να επιφυλάσσεται, εμ, στα κατεπείγοντα. Ούτε ευθύνεται η Βουλή που η Κυβέρνηση παρείλκυσε επί μήνες και μήνες τις διαπραγματεύσεις με την τριμερή. Η άκριτη κατεπειγοντοποίηση συνιστά οπωσδήποτε υποβάθμιση της κοινοβουλευτικής διαδικασίας.
Το ζήτημα επίσης της ένταξης όλων των ρυθμίσεων σε ένα και μόνο άρθρο, ωσάν να επρόκειτο για την ψήφιση κώδικα, είναι προβληματικό βέβαια. Καταρχάς απαγορεύει στον βουλευτή να διακρίνη, ψηφίζοντας υπέρ του ενός μέτρου, αλλά κατά ενός άλλου. Κατά τούτο δεν του επιτρέπει να αποτυπώση την άποψή του σε χωριστές ψήφους. Από την άλλη μεριά όμως, αυτό ανακλά απλώς και την πολιτική πραγματικότητα: ψήφιση κάποιων μέτρων, αλλά όχι όλων δεν γίνεται δεκτή από την τριμερή, άρα είναι χωρίς πολιτικό νόημα. Κάθε βουλευτής πρέπει να σταθμίση και να συναγάγη μια απόφαση κατά συνολική θεώρηση. Όπως έπραξε παραδειγματικά η Θεοδώρα Τζάκρη ας πούμε:
Οπωσδήποτε βέβαια αυτό το νομοθετικό τέρας προκαλεί πρόβλημα από νομοτεχνική άποψη. Σε ένα άρθρο όμως ψηφίζονται και οι κώδικες, έτσι κυρώνονται και οι διεθνείς συμβάσεις, δηλαδή ούτε τότε μπορεί ένας βουλευτής να εκφράση χωριστή διαφωνία ως προς κάποια επιμέρους ρύθμιση. Δεν υπάρχει κάποιος κανόνας που να ορίζει τα νομοτεχνικά, εκτός ίσως από αυτόν τον νόμο, που βλέπουμε πόσο γίνεται σεβαστός, όπως είχα προβλέψει άλλωστε. Δεν υπάρχει όμως κάποια αντισυνταγματικότητα.
Για το σφαιρικόν της ενημέρωσης όμως, διαβάστε και την αντίθετη άποψη των αντισυνταγματολόγων Χρυσόγονου και Καϊδατζή (σελ. 29-31).
Έχει εξουσία ο ΠτΔ αναπομπής ενός εψηφισμένου νομοσχεδίου για λόγους διαδικαστικούς;
Δεν είμαι βέβαιος ως προς αυτό, αλλά θεωρώ πως όχι, δεν έχει.
Σύμφωνα με το άρ. 42 παρ. 1 Σ:
O Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκδίδει και δημοσιεύει τους νόμους που έχουν ψηφιστεί από τη Bουλή μέσα σε ένα μήνα από την ψήφισή τους. Mέσα στην προθεσμία που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να αναπέμψει στη Bουλή νομοσχέδιο που έχει ψηφιστεί από αυτή, εκθέτοντας και τους λόγους της αναπομπής.
Εδώ το Σύνταγμα δεν φαίνεται να διακρίνη ανάμεσα στους λόγους της αναπομπής. Νομίζω όμως ότι εδώ χρειάζεται κάποια συστηματική και τελεολογική συστολή.
Να γιατί:
Σύμφωνα με το άρ. 93 παρ. 4 Σ:
Tα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα.
Τα δικαστήρια λοιπόν, κατά τον διάχυτο έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, δεν έχουν εξουσία εξελέγξεως του διαδικαστικού κομματιού της ψηφίσεως. Από και διά της ψηφίσεώς του η Βουλή ως σώμα έχει αποφανθή για κάθε διαδικαστικό θέμα, π.χ. την απαρτία ή την καταμέτρηση των ψήφων. Η διαδικασία ψηφίσεως συνιστά internum corporis, ανέλεγκτο για κάθε εξωτικό, των δικαστηρίων συμπεριλαμβανομένων. Το αντίθετο θα υπονόμευε την αυτοτέλεια της νομοθετικής λειτουργίας.
Το ίδιο επιχείρημα κρίνω ότι ισχύει και επί του ΠτΔ. Ο ΠτΔ ανταποκρίνεται πολύ καλύτερα στη θεσμική του λειτουργία ως ρυθμιστού του πολιτεύματος και ως τμήματος της εκτελεστικής λειτουργίας κρίνοντας επί της συνταγματικής ουσίας κάθε εψηφισμένο νομοσχέδιο και όχι επί της διαδικασίας.
Σημαντική είναι και η διαδικασία, αλλά να μην το παρακάνουμε.
Μπορεί ένα κόμμα που στηρίζει την κυβέρνηση να μην ψηφίζη βασικά νομοσχέδια;
Ναι, μπορεί. Ακόμη και τον προϋπολογισμό, λέω εγώ.
Σύμφωνα με το άρ. 84 παρ. 1 και 2 Σ:
1. H Kυβέρνηση οφείλει να έχει την εμπιστοσύνη της Bουλής. Mέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την ορκωμοσία του Πρωθυπουργού, η Kυβέρνηση υποχρεούται να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης της Bουλής και μπορεί να τη ζητεί και οποτεδήποτε άλλοτε. H Bουλή, αν έχουν διακοπεί οι εργασίες της κατά το σχηματισμό της Kυβέρνησης, καλείται μέσα σε δεκαπέντε ημέρες να αποφανθεί για την πρόταση εμπιστοσύνης.
2. H Bουλή μπορεί με απόφασή της να αποσύρει την εμπιστοσύνη της από την Kυβέρνηση ή από μέλος της. Πρόταση δυσπιστίας μπορεί να υποβληθεί μόνο μετά την πάροδο εξαμήνου αφότου η Bουλή απέρριψε πρόταση δυσπιστίας.
H πρόταση δυσπιστίας πρέπει να είναι υπογραμμένη από το ένα έκτο τουλάχιστον των βουλευτών και να περιλαμβάνει σαφώς τα θέματα για τα οποία θα διεξαχθεί η συζήτηση.
Στο Σύνταγμα οι λόγοι για τους οποίους ένα κόμμα χορηγεί την εμπιστοσύνη του στην Κυβέρνηση δεν διαχωρίζονται σε νόμιμους και παράνομους, θεμιτούς και αθέμιτους, συνταγματικούς και μη. Κάθε κόμμα εμπιστεύεται μια Κυβέρνηση ή και συμμετέχει σε αυτήν για τους δικούς του αυτόνομους λόγους. Οι λόγοι αυτοί κρίνονται πολιτικά από το εκλογικό σώμα, όχι όμως συνταγματικά. Ένα κόμμα που θα καταψήφιζε κάθε νομοσχέδιο της Κυβέρνησης την οποία κατά τα άλλα υποτίθεται ότι εμπιστεύεται θα ενεργούσε σχιζοφρενικά, αλλά όχι παράνομα. Όπως ακριβώς και στην αντίστροφη περίπτωση, ενός αντιπολιτευόμενου κόμματος που θα ψήφιζε κάθε κυβερνητικό νομοσχέδιο.
[Στην προκειμένη περίπτωση μάλιστα παρατηρώ μάλιστα ότι η ΔΗΜΑΡ ώρισε υπουργούς σε μη οικονομικά και παραγωγικά υπουργεία, όπως είναι το Παιδείας και το Δικαιοσύνης, πράγμα που κάνει την στάση της περισσότερο κατανοητή].
Τι ακριβώς συμβαίνει με την ένσταση αντισυνταγματικότητας;
Σύμφωνα με το άρ. 100 του Κανονισμού της Βουλής:
1. O Πρόεδρoς της Boυλής και κάθε Boυλευτής ή μέλoς της Kυβέρνησης μπoρεί να ζητήσει, στo στάδιo της καταρχήν συζήτησης, να απoφανθεί η Boυλή αναφoρικά με συγκεκριμένες αντιρρήσεις πoυ πρoβάλλει για τη συνταγματικότητα νομοσχεδίoυ ή πρότασης νόμoυ.
2. Στη συζήτηση της πρότασης της πρoηγoύμενης παραγράφoυ μετέχoυν ένας απ’ αυτoύς πoυ τη διατύπωσαν, ένας από τoυς αντιλέγoντες, oι Πρόεδρoι των Koινoβoυλευτικών Oμάδων και oι αρμόδιoι Yπoυργoί, καθένας για πέντε (5) λεπτά της ώρας. H σχετική απόφαση λαμβάνεται απoκλειστικά με ανάταση ή έγερση.
Ιδού το σχετικό απόσπασμα της συνεδρίασης:
Δεν χολόσκασα να καταμετρήσω ακριβώς εγερθέντες, εγέρθητους και καθημένους, δέχομαι όμως ότι η εν αντιμνημονίω συμμαχία των δύο πρώτων υπερτερούσε αριθμητικά (και ότι φυσικά ο Μεϊμεράκης είπε ξεδιάντροπα ψέματα ότι τάχα ίσχυε το αντίθετο).
Τι σημαίνει ακριβώς αυτό;
Κατά τον ΣΥΡΙΖΑ και τους συν αυτώ τουλάχιστον, η Βουλή έκρινε στις 12:00 αντισυνταγματικά τα ίδια ακριβώς μέτρα που ψήφισε στις 24:00. Η ίδια Βουλή πάντα.
Αλλά αυτό δεν στέκει. #και_ξέρετε_ποιος_φταίει
Ας σκεφτούμε ως εξής: κάποια Βουλή είναι διχασμένη ως προς την ψήφιση ενός νομοσχεδίου, με προβλεπόμενες ψήφους 151-149. Η αντιπολίτευση, γατόνια της ερμηνείας του Κανονισμού, προβαίνει αμέσως στην ανάθεση καθηκόντων τουαλετοφύλακα σε ένα συνεργάτη τους. Μόλις ο τουαλετοφύλαξ διαπιστώση ότι τρεις συμπολιτευόμενοι βουλευτές πήγαν προς νερού τους, αμέσως πέφτει σύρμα, η αντιπολίτευση υποβάλλει ένσταση αντισυνταγματικότητας, εγείρονται δυνατά και αντιμνημονιακά οι παρόντες και το νομοσχέδιο απορρίπτεται ως αντισυνταγματικό.
Αλλά αυτό δεν μπορεί να υπήρξε η βούληση ενός σώφρονος νομοθέτη. Όλα αυτά μυρίζουν βαριά αμφιθεατρίλα.
Να το δούμε κι έτσι: αναρωτηθήκατε ποτέ για υπάρχει ειδική διαδικασία ονομαστικής ψηφοφορίας; Δηλαδή αλλιώς πώς ψηφίζουν οι βουλευτές;
Λοιπόν, προς μεγάλη έκπληξη μερικών, τα νομοσχέδια δεν ψηφίζονται με κανονική ψηφοφορία. Αυτή είναι η κοινοβουλευτική πρακτική: κάθε κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος έχει δηλώσει την θέση του κόμματός του, την οποία λόγω της αρχής της δεδηλωμένης τεκμαίρεται ότι υιοθετούν απαξάπαντες οι βουλευτές του κόμματος. Ο Πρόεδρος ερωτά και απευθύνεται μόνο στους εκπροσώπους λοιπόν, οι οποίοι, τρόπον τινά, ψηφίζουν για όλους τους βουλευτές του κόμματος. Εξαίρεση στον κανόνα αυτό αποτελεί ακριβώς η διαδικασία της ονομαστικής ψηφοφορίας, όπου η ψηφοφορία τελείται, εμ, κανονικά.
Υπό αυτήν την έννοια και μόνο η αρχή της δεδηλωμένης παράγει τεκμήριο ψηφοφορίας. Δεν σταματά η Κυβέρνηση να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής, επειδή σε μια δεδομένη χρονική στιγμή οι αντιπολιτευόμενοι βουλευτές έτυχε να είναι περισσότεροι από τους συμπολιτευόμενους. Το νόημα της ένστασης αντισυνταγματικότητας δεν είναι ένα φοιτητοειδές γιουρούσι να τους πιάσουμε στον ύπνο, ειδικά σε κάποιο χρονικό σημείο μιας 12ωρης κοινοβουλευτικής διαδικασίας. Ο Πρόεδρος της Βουλής οφείλει κατ’ ορθή ερμηνεία να διακόψη την συνεδρίαση για εύλογο χρονικό διάστημα, προκειμένου να μαζωχτούν οι βουλευτές. Πράγμα που, αν δεν κάνω λάθος, δεν έγινε, με τα γνωστά τραγελαφικά αποτελέσματα.
Μπορεί η αποφασιστική αρμοδιότητα περί τον μισθό των υπαλλήλων της Βουλής να ανατεθή στο ΥπΟικ;
Όχι, δεν μπορεί.
Σύμφωνα με το άρ. 65 παρ. 6 Σ:
O Kανονισμός καθορίζει την οργάνωση των υπηρεσιών της Bουλής υπό την εποπτεία του Προέδρου, καθώς και όλα όσα αφορούν το προσωπικό της. Oι πράξεις του Προέδρου που αφορούν την πρόσληψη και την υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού της Bουλής υπόκεινται σε προσφυγή ή αίτηση ακύρωσης στο Συμβούλιο της Eπικρατείας.
Θεωρώ ότι η τροπολογία που απεσύρθη ήταν όντως αντισυνταγματική. Η Βουλή αποφασίζει κυρίαρχα τα του οίκου της διά του Κανονισμού (ο οποίος, όχι τυχαία, δεν είναι τυπικός νόμος, δηλαδή σε αυτόν δεν συμπράττει ούτε καν ο ΠτΔ). Ο σκοπός του συνταγματικού νομοθέτη είναι προφανώς η αποτροπή αποψίλωσης της Βουλής από τις εξουσίες της μέσω πίεσης της εκτελεστικής λειτουργίας: ας φανταστούμε ας πούμε μια Βουλή που λόγω έλλειψης κονδυλίων δεν μπορεί να διανείμη φωτοτυπίες των νομοσχεδίων ή όπου οι βουλευτές δεν μπορούν να πληρώσουν επιστημονικούς συνεργάτες για να μελετήσουν τα υποβαλλόμενα νομοσχέδια.
Παρόμοια θέματα πρέπει να αντιμετωπίζωνται από τον Κανονισμό της Βουλής λοιπόν. Και επειδή το πράγμα στην Βουλή με τους γλειψοβυσματίες, τις άπορες κορασίδες των δικαστικών και κάθε ανίκανο κομματάνθρωπο έχει προ πολλού ξεφύγει από κάθε όριο, αναμένω και απαιτώ από τον Μεϊμαράκη να φέρη το θέμα ως τροποποίηση του Κανονισμού (στοιχηματίζω ότι δεν θα το κάνη βέβαια, μην τρελαθούμε κιόλας, για τον Μεϊμαράκη μιλάμε).