Είχε έρθει λοιπόν ήδη ο κακός χειμώνας. Το μυρμηγκάκι καθόταν μπροστά στο ζεστό τζάκι του, όπου έκαιγε ένα χοντρό κούτσουρο. Στην φωτιά έβραζε ένα τσουκάλι τραχανάς. Το μυρμηγκάκι έβγαλε τις παντόφλες του, άπλωσε τα ποδαράκια του και άνοιξε την Καθημερινή. Να δούμε και τι γίνεται στον έξω κόσμο.
Ξαφνικά, και ενώ έξω λυσσομανούσε η θύελλα και ο παγωμένος βοριάς φυσούσε, το μυρμηγκάκι άκουσε στην πόρτα ένα κλοπ-κλοπ-κλοπ. Μπα, ποιος να είναι τέτοια ώρα. Λες να είναι κανάς συνδικαλιστής της ΔΕΗ; Λες να είναι κανένας ανεύθυνος λαϊκιστής;
Ξανά κλοπ-κλοπ-κλοπ.
Το μυρμηγκάκι σηκώθηκε, έβαλε την ζεστή του ρόμπα, πλησίασε προσεκτικά την πόρτα και, μετά από κάποιο δισταγμό, ρώτησε:
Ποιος είναι εκεί έξω;
Εκεί έξω ήταν όμως ο τζίτζικας.
Και είπε το τζιτζίκι:
Αχ μυρμηγκάκι, καλέ μου φίλε και σύντροφε των τραγουδιστικών μου καλοκαιριών, ήρθε ξαφνικά αυτός ο κακός ο χειμώνας, δεν κατάλαβα πώς, δεν γνωρίζω γιατί. Και βρέθηκα εγώ, ο πεφιλημένος του Αυγούστου, ο ραψωδός του φραπέ, με δίχως ένα σπειρί στάρι, ελλειμματικός στα χρειαζούμενα, γυμνός και ανυπόδετος. Αλλά ψυχούλα έχω κι εγώ ο αψίχουλος, δέξου με στο αρχοντικό σου, μνήσθητί μου εν τω ευρώ σου, σφάξε μου τον μόσχο τον σιτευτό!
Και τώρα, Γιαννάκη, τι πρέπει να κάνη το μυρμηγκάκι; Να βάλη μέσα στο σπίτι του το τζιτζίκι; Να του δώση από όσα μάζευε όσο το τζιτζίκι τραγουδούσε, να μοιραστή τα ίδια; Ή μήπως να το διώξη με ένα “χειμώνος ορχού“; Ποιο είναι το δίκαιο;
Και το μυρμηγκάκι άνοιξε την πόρτα του. Έδωσε στεγνά ρούχα στον τζίτζικα. Του ζέστανε νερό για να κάνη μπάνιο. Του μείωσε το επιτόκιο. Του έδωσε καυτή σουπίτσα για να ζεσταθή. Καλοδέχθηκε τα τεττιγομόλογα. Του χορήγησε ρευστότητα τσίπουρου.
Και ζήσαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα.
Μέχρι το επόμενο καλοκαίρι.
Υπάρχει και η παρωδία του Ambrose Bierce:
Μια χειμωνιάτικη μέρα, το πεινασμένο Τζιτζίκι χτύπησε την πόρτα των Μυρμηγκιών για λίγο φαγητό.
“Και γιατί”, του λέει ένα Μυρμήγκι, “δεν κάθισες κι εσύ να αποθηκεύσεις λίγο φαγητό, αντί να τραγουδάς όλη μέρα;”
“Μα το ‘κανα, πώς δεν το ‘κανα”, λέει το Τζιτζίκι. “Όμως εσείς, ρε παιδιά, μπήκατε και μου τα σηκώσατε όλα”.
Μάλλον προτιμώ τον σκληρό αλλά να ακουστή Αίσωπο. Λογοτεχνικά εννοώ. Για τα άλλα, αμφιταλαντεύομαι.
Έχουμε και την ανάλγητη νεοφιλελεύθερη λαϊκή θυμοσοφία: “Όπως έστρωσες, θα κοιμηθής”.
Μετά ο τζίτζικας κατηγορούσε κι από πάνω το μυρμήγκι για τοκογλυφία και προτάσσοντας τα στήθη του δήλωσε περήφανα “δεν πουλάμε, δεν χρωστάμε, δεν πληρώνουμε”
Ο αισώπειος μύθος βεβαίως, παρασάγγας απέχει από την πραγματικότητα, όθεν και η διδακτική αξία του είναι αμφισβητήσιμη σήμερα. Ενδεχομένως και η αφήγηση της (σύγχρονης) κατάστασης προς στις οποίες παραβάλλεται ο μύθος να έχει ανάλογη ανταπόκριση με την πραγματική κατάσταση – ενδεχομένως να ανταποκρίνεται καλύτερα η εκδοχή του Ambrose Bierce.
Εγώ αυτό που έχω να πώ είναι ότι τα αγαπημένα σου μυρμήγκια έχουν φωλιάσει κάτω από κουζίνα, καθιστικό, μπαλκόνι, και επειδή οργανώνουν τσιμπούσι για τα Χριστούγεννα έχουν βαλθεί να μας φάνε όλους. Έχεις δει μυρμήγκια να σηκώνουν κορν φλέικς? πατατάκια? Είναι μια σίγουρη μέθοδος για να δεις από που πάνε στη φωλιά τους.
Επίσης θέλω να διαμαρτυρηθώ γιατί σε όλα τα καταστήματα με τα γεωπονικά έχουν εξαφανισθεί τα κουτάκια με το μυρμηγκοφάρμακο.
Προφανώς η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων Τζιτζικιών έχει κάνει υπερπαραγγελίες με σκοπό την εξόντωση του είδους..