Αφορμή για την μικρή παρέμβαση που ακολουθεί αποτέλεσε το άρθρο του Πάσχου Μανδραβέλη στην “Καθημερινή” της 12/1/2008 με τίτλο “Ηθικολογία αντί αποτελεσματικότητας”. Είναι προφανές, λοιπόν, ότι για την καλύτερη κατανόηση όσων ακολουθούν προαπαιτείται η ανάγνωση του εν λόγω άρθρου στο οποίο παραπέμπω αμέσως παραπάνω (έναν κλικ στον τίτλο θα σας οδηγήσει εκεί). Ξεκαθαρίζω εκ των προτέρων το εξής: δεν έχω λόγο να μην εκτιμώ τον κ. Μανδραβέλη όσο δε διεκδικεί παρά το στάτους ενός καλού δημοσιογράφου – έστω σχολιογράφου. Η έντονη διαφωνία μου με τα όσα γράφει στο συγκεκριμένο άρθρο έγκειται πρωτίστως στην ουσία του αυτή καθ’ αυτή και ακολούθως στην αναπάντεχη προχειρότητα της εν λόγω προσέγγισης.
Πριν από οτιδήποτε άλλο, νιώθω υποχρεωμένος να επαναλάβω κάτι που λέω τόσο συχνά ώστε να έχω καταντήσει κουραστικός: όταν χρησιμοποιούμε έννοιες με αφηρημένο και ενδεχομένως κανονιστικό περιεχόμενο είναι απολύτως απαραίτητο να τις ορίζουμε. Συζητώντας, λοιπόν, την “ηθικολογία” στο πλαίσιο του άρθρου πελαγοδρομούμε από την ηθική στην ηθικότητα και από την ηθικότητα στην “ηθικολογία”, όπως ορθά, κατά τη γνώμη μου, παρατήρησε ένας σχολιαστής του κειμένου. Από την πρώτη κιόλας φράση μεταφέρεται η συζήτηση στην ηθική και την απαίτηση να είναι οι κυβερνώντες ηθικοί. Γιατί αυτή η απαίτηση είναι ενοχλητική ή και “οπισθοδρομική”/”συντηρητική” όμως; Η έννοια ηθική συνήθως ορίζεται με δύο τρόπους: 1) τον περιγραφικό, για να δηλώσει έναν κώδικα συμπεριφοράς και 2) τον κανονιστικό, για να περιγράψει έναν κώδικα συμπεριφοράς τον οποίο, υπό ορισμένες (πιθανότατα φυσιολογικές) συνθήκες, όλοι οι λογικοί (rational) άνθρωποι θα ασπάζονταν (εδώ περισσότερες εξηγήσεις με πολύ απλά λόγια). Την πρώτη περίπτωση τη γνωρίζουμε όλοι: λέμε, για παράδειγμα, ότι “η χριστιανική ηθική ορίζει αυτό” ή ότι “η δική μου προσωπική ηθική επαναστατεί με κάτι τέτοια”. Στη δεύτερη περίπτωση περιλαμβάνονται ηθικοί κανόνες όπως το “είναι ανήθικο να φονεύσεις έναν αθώο”: κανείς λογικός άνθρωπος δε θα υποστήριζε ποτέ το αντίθετο. Η ηθική ως απλή περιγραφή κανόνων συμεπριφοράς δεν μας ενδιαφέρει καθώς κανείς δε θα απαιτούσε ποτέ από έναν πολιτικό να συμπεριφέρεται ηθικά αν δεν πίστευε ότι αυτή η ηθική είναι πράγματι μία που δεν μπορεί κανείς να απορρίψει με επιχειρήματα. Αυτό σημαίνει ότι απομακρυνόμαστε αυτόματα από την “ηθικολογία” της Α ή της Β κοινωνικής ομάδας. Άρα, η απαίτηση για ηθική λειτουργία των κυβερνώντων δεν συνεπάγεται απαίτηση για διαιώνιση της “κατεστημένης λειτουργίας” – κάθε άλλο. Σε αυτό θα επανέλθω προς το τέλος του παρόντος.
Το εν λόγω μπέρδεμα -η παλινδρόμηση, δηλαδή, από την μία έννοια στην άλλη χωρίς σαφή αντίληψη της κάθε μίας εξ αυτών- έχει ολέθρια αποτελέσματα στην συνάφεια του άρθρου. Αρχικά, διολισθαίνουμε στον ηθικό σχετικισμό λέγοντας πως το κάθετι είναι ή μπορεί να θεωρηθεί ανήθικο. Αυτό δε διαρκεί για πολύ καθώς πιο κάτω επανερχόμαστε στον, κατ΄εμέ, ορθό δρόμο μιλώντας για “πραγματικές ή φανταστικές ανηθικότητες”. Το παράδειγμα των απολύσεων στην Ολυμπιακή ως παράδειγμα “ανήθικης συμπεριφοράς” που θα απέκλειε την επιθυμητή εξυγίανση είναι ατυχές ακριβώς επειδή στηρίζεται στην αντίληψη ότι όλα όσα έχει κανείς κατακτήσει και χάνει, κάθε “ξεβόλεμα” εν ολίγοις, είναι άδικο. Το να αδικείς είναι, φυσικά, σε κάποιες αλλά όχι όλες τις περιπτώσεις ανήθικο, αλλά αυτή είναι μία ορολογική συνέπεια που δεν απαιτώ από αυτού του είδους τα γραπτά. Αν, τελος πάντων, δεχθούμε ότι αυτό το ξεβόλεμα θα ήταν ανήθικο λόγω της αδικίας του, σκοντάφτουμε στην περιγραφική αντίληψη της ηθικής που δεν μας ενδιαφέρει: αν οι εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα θεωρούν ότι είναι ηθικό να κατασπαταλώνται τα χρήματα όλων των υπολοίπων για να απολαμβάνουν εκείνοι το προνόμιο της μονιμότητας και της οκνηρίας, κάνουν απλά λάθος. Τηρουμένων των αναλογιών, τα κεκτημένα τους αδικούν πολλούς και, σε πολλές περιπτώσεις, είναι αδίκως κτηθέντα ούτως ή άλλως.
Το επόμενο ατόπημα συνοψίζεται στη φράση “η ηθική δεν είναι ακριβής επιστήμη”. Κατ’ αρχάς, η ηθική δεν είναι επιστήμη – δε θα μπορούσε άλλωστε! Μάλλον το σχόλιο αναφέρεται στην ηθική φιλοσοφία, η οποία, ως φιλοσοφία, ασφαλώς και δεν είναι επιστήμη. Και λοιπόν; Πρώτον, οι επιστήμες που αποδεικνύουν με ακρίβεια ότι το Α είναι το σωστό και όλα τα άλλα λαθεμένα είναι ελάχιστες και αφορούν ακόμα λιγότερο την κυβέρνηση. Αν ρωτήσει κανείς δέκα οικονομόλογους για την περίπτωση του ΟΤΕ, δέκα συγκοινωνιολόγους για τα διόδια στην Αθήνα και δέκα πολεοδόμους για την ανάπλαση του κέντρου της Θεσσαλονίκης θα πάρει ισάριθμες διαφορετικές απαντήσεις. Δυστυχώς, οι πολιτικές αποφάσεις δε θα βρουν στην άλγεβρα τον ισχυρότερο σύμμαχό τους. Αυτό, όμως, επ’ ουδενί σημαίνει ότι δε θα πρέπει να ρωτήσουμε τους εν λόγω επιστήμονες πριν πάρουμε τις αντίστοιχες αποφάσεις. Δεύτερον, υπάρχουν “μη-επιστήμες” που έχουν κάνει τον κόσμο αυτό που είναι σήμερα: ουδείς απέδειξε με μαθηματικούς τύπους ότι τα απολυταρχικά καθεστώτα είναι απαράδεκτα ή ότι τα άτομα έχουν δικαιώματα που δεν μπορεί να καταργήσει το σύνολο. Συνεπώς, ο ρόλος της “ακριβούς επιστήμης” είναι ελάχιστος ως ανύπαρκτος στη διαδικασία λήψης πολιτικών αποφάσεων και η προσφορά της φιλοσοφίας ή άλλων θεωρητικών ασκήσεων ανεκτίμητη για την πρόοδο του πολιτικού μας συστήματος.
Φαίνεται, λοιπόν, πως το άρθρο του κ. Μανδραβέλη μας πείθει ελάχιστα για το ανεπιθύμητο της ανάδειξης της ηθικής των κυβερνώντων σε μείζον ζήτημα. Επιπροσθέτως, αποτυγχάνει να μας εξηγήσει γιατί αποτελεσματικότητα και ηθική δεν συνδυάζονται. Παρ’ όλα αυτά, έχει, ίσως, ο συγγραφέας κάποιο δίκιο: κάποιες φορές, το να κάνει κανείς το σωστό έχει ζημιογόνες συνέπειες σε επίπεδο οικονομικό ή υπό οποιαδήποτε άλλη έννοια “πρακτικό”. Η διάσωση ενός ανασφάλιστου παιδιού με ελικόπτερα και πανάκριβα μηχανήματα κοστίζει πάρα πολύ και επιβαρύνει όλους εμάς τους ασφαλισμένους φορολογούμενους. Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσον είναι προτιμώτερο οι πολιτικοί μας να κινούνται με βάση ηθικές αρχές που όλοι οι λογικοί άνθρωποι αποδέχονται ή απλά να κάνουν πράξεις όλη μέρα μπροστά σε υπολογιστές. Το πρώτο θα έσωζε το παιδάκι του παραδείγματος και το δεύτερο θα το καταδίκαζε. Νομίζω ότι θα έπρεπε να προτιμούμε να ζούμε σε μία κοινωνία που θα κυβερνάται με βάση αυτές τις αρχές εις βάρος ενίοτε της αποτελεσματικότητας παρά σε μία κυνική συνάθροιση λογιστών.
Τι γίνεται, όμως, για να επανέλθουμε στο αρχικό μας πρόβλημα, όταν η πλειονότητα των συγκοινωνών μας δε δέχεται ως ηθικό αυτό που ένας λογικός άνθρωπος θα δεχόταν ή δε δέχεται μόνο αυτό ως ηθικό; Ή, ακόμα χειρότερα, τι γίνεται όταν η πλειονότητα αυτή αδιαφορεί για όλα αυτά και προκρίνει τη “βολή” της; Η πρώτη περίπτωση θα περιελάμβανε τους φανατικούς θρησκόληπτους και οι δεύτερη τους χιλιάδες βολεμένους πολιτικάντηδες των υπουργείων (που είναι και στην μόδα). Νομίζω ότι η απάντηση είναι λιγότερο περίπλοκη απ’ όσο θα πίστευε κανείς: δε γίνεται τίποτα! Η μόνη υποχρέωση του βουλευτή -και κατ΄επέκταση του υπουργού, πρωθυπουργού κλπ- προς τους ψηφοφόρούς του, πέραν φυσικά του να κάνει το καλύτερο για τον τόπο, είναι να μην ψεύδεται. Για όσα σιώπησε στις προεκλογικές του διακηρύξεις ή για όσα δεν αποκλείονται από αυτές δεν είναι υποχρεωμένος να λογοδοτεί στον κάθε ψηφοφόρο ξεχωριστά. Αν ο Α ψήφισε τον Β γιατί ήλπιζε ότι θα επαναφέρει τις παλιές ταυτότητες ή θα τον διορίσει στο δημόσιο δεν έχει καμμία απολύτως αξίωση αν ο Β δεν του το είχε υποσχεθεί. Σε αντίθετη περίπτωση, έχει μεν την αξίωση απέναντι στον Β αλλά το άδικο και ανήθικο της υπόσχεσης/συναλλαγής υποχρεώνει τον τελευταίο να αρνηθεί την εξυπηρέτηση και να πληρώσει το πολιτικό τίμημα. Οι πολίτες έχουν το δικαίωμα να υπερψηφίζουν ή να καταψηφίζουν προγράμματα και χαρακτήρες πολιτικών και όχι να πωλούν την ψήφο τους. Ο δε βουλευτής πρέπει να δρα κατά συνείδηση και με κριτήριο το ορθό, το δίκαιο και το συμφέρον εν ευρεία εννοία και όχι εξυπηρετώντας “πελάτες”. Ο κυβερνών, λοιπόν, που θα λειτουργεί ηθικά θα λειτουργεί, στις περισσότερες των περιπτώσεων και ωφέλιμα για τον τόπο και τους πολίτες του συνολικά – με εξαίρεση όσους επιθυμούν άδικα να περνούν καλά και, φυσικά, μας είναι αδιάφοροι. Ταιριάζουν όλα αυτά σε ένα φιλελεύθερο κράτος, όπως, ίσως, θα το ήθελαν πολλοί από τους συμφωνούντες με το άρθρο; Αφαλώς: βασική ηθική αρχή της κυβέρνησης θα πρέπει να είναι, άλλωστε, η προστασία των δικαιωμάτων του ατόμου από τις επιθέσεις κάθε είδους πλειονοτήτων (και μειονοτήτων στην περίπτωση της Ελλάδας!) και η ευημερία όλων υπό καθεστώς ανεκτικότητας και δικαιοσύνης. Δε θα είναι, φυσικά, η μόνη, αλλά καμμία εφικτή αντίληψη του φιλελεύθερου κράτους δε θα έφερνε αντίλογο σε αυτό. Ίσως θα ήταν σοφό να ζητούμε περισσότερη ηθική, λοιπόν, για να απολαμβάνουμε περισσότερη αποτελεσματικότητα!
πολυ καλο κειμενο Κωσνταντινε
τονιζω ενα σημειο του Πασχου
αυτο καλα κανεις και το κριτικαρεις σαν ενα προφανες λαθος. Γενικα απο πολλες πλευρες του πολιτικου φασματος μια δυσκολη αποφαση συγχεεται με μια ανεπιθυμητη ή ανηθικη. Ας πουμε μια απολυση φαινεται εξορισμου να θεωρειται αντικοινωνικη και ανηθικη.
Αυτο προφανως ειναι λανθασμενο! Αν αυτος που απολυεται αξιζει την απολυση, ανηθικο θα ηταν να μην τον απολυσουν!
Τονιζω λοιπον εδω την πολυ ορθη κατεμε αποψη του Κωσταντινου
Με λιγα λογια το οτι κατι ειναι κεκτημενο δεν σημαινει κατακαθολου οτι πρεπει να παραμεινει στα χερια καποιου! (αλλιως θα πρεπει να θεωρουμε οτι και η μιση Κυπρος πρεπει να μεινει υπο κατοχη ας πουμε)
Εχω ομως και μια διαφωνια
σωστο κατα ποιον? Ας παρουμε την περιπτωση του ΟΤΕ. Το “σωστο” ειναι εν τελει πολιτικη αποφαση, γιατι εξαρταται αππλουστατα απο τις προτιμησεις των πολιτων. Χονδρικα, αν ολοι οι πολιτες θελαμε να υπαρχουν καποιοι τυχεροι, στους οποιου να δινουμε μονιμοτητα και να πληρωνουμε απο τους φορους μας διπλασιους μισθους αποτι θα επαιρναν στον ιδιωτικο τομεα, τοτε το σωστο θα ηταν πιθανοτατα (διορθωσε με Κωσταντινε αν διαφωνεις) να μεινουν αυτα τα ατομα στις θεσεις τους!
Δουλεια των οικονομολογων δεν ειναι να πουν αν αυτο ειναι σωστο, αλλα να ποσοτικοποιησουν την ζημια και να συγκρινουν με εναλλακτικες. Δηλαδη να πουν, αν η αγορα τηλεπικοινωνιων ανοιξει, θα εχουμε τοση αναπτυξη παραπανω, τοσες θεσεις εργασιας, τοσο χαμηλοτερες τιμες κτλ Σε αυτο δεν διαφωνουν οι οικονομολογοι παρα ελαχιστα (κοιταξτε εδω για το που διαφωνουν οι οικονομολογοι). Απο κει και περα ειναι ζητημα φιλοσοφων και πολιτικων να ζυγισουν τις διαφορες εναλλακτικες.
Το ιδιο θα ελεγα οτι ισχυει και για ολες τις κοινωνικες επιστημες, οι επιστημονες (“η αλγεβρα”) μπορουν μια χαρα να πληροφορησουν τους πολιτικους για τις επιπτωσεις καθε επιλογης, αλλα δεν μπορουν να παρουν την ευθυνη επιλογης απο τα χερια των πολιτικων…
(Μονη εξαιρεση ειναι θεματα οπως αναπλασεις κτλ που εχουν να κανουν με την αρχιτεκτονικη και ειναι εν μερει θεμα γουστου.)
Η ορθότητα κάποιων πολιτικών αποφάσεων πιθανότατα εξαρτάται από “το τι θέλουν οι πολίτες”. Νομίζω ότι αυτό ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις που το κράτος ως κράτος ή οι κυβερνώντες ως moral agents δεν έχουν την ηθική υποχρέωση να πράξουν με κάποιον συγκεκριμένο τρόπο. Αυτού του είδους οι υποχρεώσεις εκπορεύονται κατ’ εξοχήν, πιστεύω, από τα ατομικά δικαιώματα (όσοι και να θέλουν λχ να με δέρνουν κάθε πρωί δεν αλλάζει κάτι), αλλά είμαι διατεθειμένος να δεχθώ και άλλες πηγές – κυρίως την προώθηση αναμφισβήτητα καλών τρόπων ζωής (αθλητισμός, τέχνη, παιδεία κλπ μπαίνουν στην εικόνα). Από εκεί και πέρα, το αν θα βάψουμε άσπρο ή κόκκινο το μουσείο της Ακρόπολης είναι κάτι που μπορεί να μας επιβάλει η πλειονότητα όσο κι αν διαφωνούμε. Στο παράδειγμά σου, μάλλον διαφωνώ: το ότι επιθυμούν όλοι οι πολίτες να καλοπερνούν οι “τυχεροί” καθιστά, ίσως, αναγκαίο ή και ωφέλιμο σε επίπεδο γενικότερου welfare αλλά, και πάλι, δε θα ήταν “σωστό”. Το γιατί μπορεί να είναι ιδιαίτερα περίπλοκο, αλλά νομίζω ότι θα πρέπει να μας απασχολήσουν τα ζητήματα δικαιοσύνης που προκύπτουν.
Σε αυτό δε διαφώνησα – μόνο που η πληροφορία δεν συνεπάγεται και λύση. Η “άλγεβρα” μπορεί να πει στον πολιτικό με -κάποια- βεβαιότητα ότι “αν κάνεις Α θα συμβεί το Β, αν κάνεις Γ θα συμβεί το Δ” κοκ. Όμως, το αν θα πρέπει να προτιμηθεί μία λύση ακριβότερη αλλά ομορφότερη ή μία μέτριας αισθητικής αλλά φθηνή είναι απόφαση που δεν απαντά με βεβαιότητα καμμία επιστήμη και πρέπει να την πάρει ο πολιτικός. Γι’ αυτό, όπως έλεγε και ο μεγάλος Jim Hacker, “ministers are chosen exactly because they know nothing” εννοώντας, φυσικά, ότι πρέπει να βλέπουν τα πράγματα από την “broader view” και όχι από την σκοπιά του ειδικού.
ρε κωνσταντινε αμα ξαναδιαβασεις το αρθρο του μανδραβελη θα παρατηρησεις οτι συμφωνει σε ολα απο αυτα που λες.για την ολυμπιακη π.χ ο μανδραβελης ειναι υπερ της ιδιωτικοποιησης.ειναι προφανες απο το αρθρο οτι δεν θεωρει το κλεισιμο της ολυμπιακης ανηθικο.ξαναδιαβασε σε παρακαλω το αρθρο
Ok, Θάνο, θα το ξαναδιαβάσω το άρθρο του κ. Μανδραβέλη, αλλά νομίζω ότι πρέπει να ξαναδιαβάσεις κι εσύ το δικό μου κείμενο. Δε λέω πουθενά ότι το εν λόγω άρθρο υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να ιδιωτικοποιηθεί η ΟΑ. Λέω ότι η λήψη υπ΄’οψιν των προσταγών της ηθικής δεν αποκλείει καθόλου κάτι τέτοιο, όπως σαφέστατα πιστεύει ότι θα μπορούσε να συμβεί ο κ. Μανδραβέλης. Αντίθετα μάλιστα, πιστεύω ότι, όχι μόνο στην συγκεκριμένη περίπτωση αλλά και σε γενικές γραμμές, η αναζήτηση της ορθής (δίκαιης, ηθικής κλπ) λύσης συμβιβάζεται και συχνότατα προαπαιτείται αν θέλουμε αποτελεματικότητα. Το όλο άρθρο που σχολιάζω στηρίζεται στην ακριβώς αντίθετη “υποψία” την οποία υποτίθεται ότι επιβεβαιώνει το παράδειγμα της ΟΑ. Εκεί διαφωνούμε με τον κ. Μανδραβέλη.
επιμενω να συμφωνω με Κωνσταντινο. Θανο ο κ. Μανδραβελης, κατα λαθος μαλλον, χαριζει ετσι ακοπα ενα επιχειρημα στους εχθρους των αλλαγων και της κοινης λογικης εντελει, λεγοντας οτι εξορισμου μια κινηση οπως απολυση ειναι ανηθικη. Αυτο απλα δεν βγαζει νοημα.
προσεξε οτι δεν μιλω για μια πλειονοτητα αλλα για ολους. Δεν μπορω να φανταστω οτι η φιλοσοφια μπορει να θεωρει κατι που ολοι θελουν οτι δεν ειναι “σωστο”. Μου φαινεται πολυ αντιδιασθητικο…
δεχομαι οτι ισως υπαρχουν στοχοι που αξιζουν προωθησης, αλλα αν πραγματικα κανενας πολιτης δεν τους θελει ειτε τωρα ειτε στο μελλον?
ορθον. Αν και δεν ειμαι σιγουρος οτι ενας πολιτικος δεν θα επρεπε να εχει μια ειδικοτητα, δουλεια του δεν ειναι να βλεπει τον κοσμο μεσα απο το πρισμα μιας ειδικοτητας.
ok μπορει να προβαλλει αυτο το επιχειρημα ο μανδραβελης αλλα σε καμια περιπτωση δεν συμφωνει με την ανηθικοτητα της απολυσης.απλα εδωσε ενα παραδειγμα.δεν νομιζω οτι διαφωνουμε πουθενα.
Προσέχω, προσέχω… Κατ’ αρχάς, η “φιλοσοφία” δε θεωρεί τίποτα εν προκειμένω, διότι δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο ούτως ή άλλως. Επίσης, δεν μου φαίνεται αντιδιασθητικό αλλά μάλλον δύσκολο από λογικής απόψεως (κάτι που σε βολεύει περισσότερο, νομίζω). Τώρα, η απάντηση εξαρτάται από το τι εννοείς όταν λες “όλοι” – και θα κινηθώ περισσότερο απ΄όσο θα περίμενες σε πρακτικό επίπεδο. Αν αναφέρεσαι στο σύνολο των μελών μίας συγκεκριμένης κοινωνίας, τότε το επιχείρημά σου αδυνατίζει επικίνδυνα στις μικρές κοινωνίες. Φυσικά, μπορώ πάντα να φτιάξω ένα παράδειγμα όπου το σύνολο των πολιτών μίας θλιβερής κοινωνίας βρίσκει το βιασμό και το φόνο βρεφών επιθυμητό ή απλά ανεκτό. Αυτή η ομοφωνία καθιστά τη πράξη ορθή; Φυσικά όχι… Εσύ, όμως, θα μου πεις, σπρώχνοντάς με βίαια προς τον αληθινό κόσμο, ότι γι΄αυτόν ακριβώς το λόγο δεν υπάρχει τέτοια κοινωνία – διότι αυτό είναι τόσο εσφαλμένο που ελάχιστοι θα μπορούσαν να το πιστεύουν. Δεν αποκλείεται, όμως, ως προς το φόνο των βρεφών, μία τέτοια κοινωνία να υπήρξε προς το Νότο της Ελλάδας πριν 25 αιώνες.
Πριν από πολλά χρόνια θα μου πεις πάλι εσύ και υπό ιδιαίτερες συνθήκες – αν γινόταν αυτό σήμερα δε θα έβρισκε ποτέ καθολική αποδοχή και άρα το επιχείρημά μου στέκει, τουλάχιστον για τον σημερινό κόσμο. Κι όμως, κάποιες φυλές ιθαγενών της Ωκεανίας συμπεριλαμβάνουν το βιασμό ανηλίκων από ενήλικες στις τελετές μύησης των νέων μελών στην ενήλικη ζωή. Απ΄ όσο γνωρίζω η αποδοχή της πρακτικής είναι καθολική. Δε χρειάζομαι, λοιπόν, τεχνητά παραδείγματα για να αντικρούσω τις “διαισθήσεις” σου. Πρόσεξε ότι και στις δύο περιπτώσεις έχουμε θύματα που, λόγω της ανηλικότητάς τους, δεν έχουν θέση στις συζητήσεις περί ηθικού, ορθού, δικαίου κλπ. ‘Οσο συμφωνούν, λοιπόν, οι ενήλικες, θα υπάρχει ομοφωνία και τα άδικο, ανήθικο κοκ θα διαιωνίζεται.
Αν πάλι όταν λες “όλοι” εννοείς όλος ο κόσμος παντού και πάντα πάλι δεν πετυχαίνεις τον σκοπό σου, νομίζω. Πρώτον, για να επιστρέψουμε στο πρακτικό επίπεδο, δε θα βρεις παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις την ομοφωνία που χρειάζεσαι – αν, φυσικά θέλεις να είσαι σίγουρος ότι είναι σωστό, γιατί η θέση σου δεν αποκλείει να είναι κάτι που δεν πιστεύουν όλοι σωστό. Έτσι, μία σειρά από πράγματα που θα ήθελες να δεις στην πράξη δε θα είχαν καμμία ελπίδα υλοποίησης υπό την αυστηρή προϋπόθεση που θέτω παραπάνω. Τουλάχιστον, θα επέμενες πεισματικά, δε θα υλοποιούνταν ούτε όλα αυτά τα ανεπιθύμητα και προφανώς εσφαλμένα. Κι όμως, θα σου έλεγα εγώ, δεν αποκλείεται καταφανέστατα εσφαλμένες αντιλήψεις να είχαν κάποτε -και μάλιστα σχετικά πρόσφατα- απολύτως καθολική αποδοχή: “οι γυναίκες είναι κατώτερα όντα”, “τα ζώα δεν έχουν κανένα δικαίωμα και καλώς βασανίζονται προς ψυχαγωγίαν άλλων ζώων (ημών)”, “οι σωματικές ποινές και τα βασανιστήρια αρμόζουν στους εγκληματίες” κοκ. Μα, θα σκεφτεί κανείς, είναι δυνατόν να συμφωνούσαν κάποτε και οι γυναίκες με την πρώτη δήλωση;
Εδώ ερχόμαστε στο μείζον ζήτημα της προτίμησης και του τρόπου με τον οποίο διαμορφώνεται. Η συντριπτική πλειονότητα των Ινδών (ανδρών και γυναικών) θεωρεί αυτονόητο (στις μέρες μας!) ότι ο άνδρας είναι ανώτερος και κατ’ επέκταση προστάτης και αφέντης της γυναίκας. Ακόμα και όσοι διαφωνούν με την άποψη αυτή καθ΄ αυτήν θα συμφωνούσαν με την πρόταση “είναι καλύτερα να είναι ο άνδρας το αφεντικό και η γυναίκα υπάκουη για μία σειρά από πρακτικούς λόγους”. Αν ρωτήσει κανείς έναν έφηβο Αβορίγινα αμφιβάλλω για το αν θα καταδικάσει το βιασμό του από τους ενήλικες. Οι προτιμήσεις μας διαμορφώνονται συχνά, αλλά όχι πάντα, από παράγοντες περισσότερο αποτρεπτικούς της διαφοροποίησης παρά πειστικούς ως προς την ορθότητα της πρακτικής. Ο νεαρός Αβορίγινας μεγαλώνει ακούγοντας μόνο ότι η άρνηση των εθίμων της φυλής θα σημάνει και το τέλος της – την παράδοση στον παρεμβατικό δυτικό πολιτισμό- και, έτσι, ειλικρινά προτιμά να βιασθεί και να βιάσει παρά να χάσει την ταυτότητά του. Πόσο εύκολο είναι να “σπάσει” η ομοφωνία σε αυτές τις περιπτώσεις; Πόσο ενημερωμένη είναι μία προτίμηση, γενικότερα, όταν κανείς έχει γνωρίσει και σχεδόν εθιστεί πια σε έναν μόνο τρόπο ζωής; Πριν πάει ο Ορέστης Μακρής στο χωριό που γιατροπόρευε η μαία Γ. Βασιλειάδου όλοι οι πολίτες πίστευαν ότι ο πονοκέφαλος περνάει με το ξεμάτιασμα και η γαστροραγία με ματζούνια. Εσύ, αν ήσουν Υπουργός Υγείας, τι θα τους έστελνες, ξεματιάστρα ή γιατρό;
ΥΓ: Φίλε Θάνο, είναι, νομίζω, προφανές το που διαφωνούμε με τον κ. Μανδραβέλη αλλά θα το πω άλλη μία φορά: εγώ δεν πιστεύω ότι ηθική στην πολιτική και αποτελεσματικότητα δεν συμβαδίζουν (αντίθετα, θεωρώ ότι σε πολλές περιπτώσεις η πρώτη είναι εκ των προϋποθέσεων της δεύτερης). Το δε παράδειγμα της ΟΑ αποτυγχάνει να καταδείξει την ορθότητα της θέσης Μανδραβέλη, όπως εξηγώ στο κείμενο. Παρεμπιπτόντως, εγώ ξαναδιάβασα το άρθρο του, εσύ ξαναδιάβασες το δικό μου;