Δημοσιεύθηκε στα Νέα της 09ης Φεβρουαρίου 2023 σε ελαφρώς διαφορετική μορφή.
Η πρόσφατη νομοθετική πρωτοβουλία της Κυβέρνησης, διά της οποίας εισηγείται στην Εθνική Αντιπροσωπία την απαγόρευση καθόδου στις εκλογές πολιτικών κομμάτων των οποίων η ηγεσία έχει καταδικασθή σε πρώτο βαθμό για ορισμένα βαριά αδικήματα προξενεί έντονο προβληματισμό εξ επόψεως Συνταγματικού Δικαίου. Ας δούμε μερικά σημεία:
Κατά πρώτον, ο συντακτικός νομοθέτης του 1975 απέρριψε ρητώς το ενδεχόμενο εισαγωγής μιας διαδικασίας δικαστικής απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων, τέτοια που υπάρχει σε χώρες όπως η Γερμανία ή η Τουρκία. Καλώς ή κακώς (καλώς κατά την γνώμη μου), αυτή υπήρξε η θεμελιώδης συντακτική μας επιλογή, μια επιλογή φιλελεύθερη, γεμάτη αυτοπεποίθηση, η οποία διευρύνει στον μέγιστο βαθμό τα πολιτικά δικαιώματα και η οποία έγινε σεβαστή σε διαδοχικές συνταγματικές αναθεωρήσεις επί σαράντα χρόνια. Η ερμηνευτική της αξία συνεπώς παραμένει αναλλοίωτη: αν απερρίφθη η ευθεία οδός της δικαστικής απαγόρευσης στο πλαίσιο μιας επί τούτω διαδικασίας, πολλώ δε μάλλον απαγορεύονται συνταγματικά οι εκ πλαγίου και διά της τεθλασμένης οδού απαγορεύσεις, οι απαγορεύσεις ιδίως που δεν λέγονται απαγορεύσεις, αλλά κατ’ ουσίαν είναι. Όπως χαρακτηριστικά η ψηφισθείσα.
Ωστόσο, είναι αλήθεια ότι στο άρ. 29 Σ προβλέπεται ότι η οργάνωση και η δράση των πολιτικών κομμάτων «οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος», διάταξη η οποία έχει επιτρέψει στον Άρειο Πάγο διαχρονικά να μην ανακηρύξη συνδυασμούς κάποιων ακραίων μικροσκοπικών κομμάτων. Εν τούτοις, το συνταγματικό έθιμο που έχει αναπτυχθή και η σχετική θεωρητική διδασκαλία ερμηνεύουν την διάταξη αυτή υπό την έννοια ότι το ερευνώμενο κόμμα αρκεί να έχη καταθέσει την σχετική δήλωση και πέραν τούτου ουδέν. Πράγματι, θα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο για την «ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος», αν ο Άρειος Πάγος εξέδιδε τέτοιου είδους «πιστοποιητικά εξυπηρετήσεως», εάν προέβαινε δηλαδή σε ουσιαστική εκτίμηση των στόχων, των μεθόδων λειτουργίας και δράσης κ.λπ. κάθε πολιτικού κόμματος. Συνεπώς, ούτε αυτή η διάταξη παρέχει επαρκές έρεισμα απαγόρευσης, τυπικής και ουσιαστικής, ενός πολιτικού κόμματος.
Εξυπακούεται ότι οι κυβερνητικοί θα ισχυριστούν ότι δεν πρόκειται περί απαγόρευσης πολιτικού κόμματος, αφού δεν χρησιμοποιείται άλλωστε ο όρος αυτός. Το πολιτικό κόμμα του οποίου η συμμετοχή στις εκλογές απαγορεύεται θα είναι ελεύθερο να αναπτύξη κάθε άλλη δραστηριότητα, όπως π.χ. η κοπή της βασιλόπιτας ή ίσως σκακιστικούς αγώνες. Τα πολιτικά κόμματα όμως δεν είναι σωματεία, αλλά υπάρχουν και λειτουργούν για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας. Η απαγόρευση συμμετοχής στις εκλογές επιτρέπει μόνο την σκιώδη ύπαρξη ενός κόμματος απογυμνωμένου από κάθε εργαλείου επίτευξης των σκοπών του. Πρόκειται συνεπώς για κατ’ ουσίαν απαγόρευση, που εντρέπεται να διακηρύξη το πραγματικό της όνομα.
Συνεχίζοντας, η προτεινόμενη διάταξη αποστερεί τα πολιτικά κόμματα από το δικαίωμα κατάρτισης συνδυασμών, εάν οποιοδήποτε μέλος της «πραγματικής» ηγεσίας του κόμματος έχει καταδικασθή σε οποιονδήποτε βαθμό, δηλαδή ακόμη και σε πρώτο βαθμό, σε κάθειρξη για μια σειρά σοβαρών αδικημάτων. Ωστόσο, το άρ. 51 παρ. 3 Σ προβλέπει την αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων μόνο επί αμετάκλητης καταδίκης, ήτοι καταδίκης αφού εξαντληθούν όλοι οι βαθμοί δικαιοδοσίας και όχι μόνο ο πρώτος. Ασφαλώς, οι κυβερνητικοί θα ισχυριστούν ότι ο αποκλειόμενος υποψήφιος ένεκα πρωτοβάθμιας καταδίκης δεν κωλύεται να κατέλθη αυτόνομα στις εκλογές, ήτοι εκτός συνδυασμών κάποιου πολιτικού κόμματος. Το ισχύον όμως εκλογικό σύστημα κατ’ ουσίαν αποκλείει μαθηματικά την εκλογή οποιουδήποτε υποψηφίου κατέρχεται αυτόνομα. Συνεπώς, η αποστέρηση του παθητικού εκλογικού δικαιώματος είναι ολοκληρωτική και ουσιαστικώτατη.
Σημειωτέον ότι αυτή η αποστέρηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι επέρχεται απλώς και μόνο με μια πρωτοβάθμια καταδικαστική απόφαση. Πρόκειται για ρύθμιση που, ενόψει της βαρύτητάς της και της ανυπαρξίας ενδίκων βοηθημάτων κατ’ αυτής, προσβάλλει το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, ένα τεκμήριο το οποίο πλήττεται μεν και με την πρωτοβάθμια καταδίκη, ανατρέπεται όμως μόνο με την αμετάκλητη.
Αλλά οι φιλελεύθερες αντιρρήσεις δεν τερματίζονται εδώ. Διότι η προτεινόμενη ρύθμιση δεν αποστερεί απλώς τον υποψήφιο από το δικαίωμά του να εκλεγή, αλλά αποστερεί και από τους εκλογείς το δικαίωμά τους να τον ψηφίσουν (εννοείται με υπαρκτές, πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας). Η προσβολή όμως του ενεργητικού πολιτικού δικαιώματος, του δικαιώματος του εκλέγειν, είναι παντελώς αδικαιολόγητη, δεδομένου ότι τους εν λόγω πολίτες καμία καταδίκη δεν βαρύνει. Αν συνυπολογιστή δε το γεγονός ότι η εν λόγω διάταξη προτείνεται εν τω μέσω προεκλογικής περιόδου, αφορά φωτογραφικά συγκεκριμένο κόμμα, το οποίο δημοσκοπικά φαίνεται να υπερβαίνη τον εκλογικό πήχυ του 3%, ο δε αποκλεισμός του από την επόμενη Βουλή διευκολύνει την επίτευξη αυτοδυναμίας από το πρώτο κόμμα, το οποίο εκ συμπτωματικής συμπτώσεως είναι εκείνο ακριβώς που προτείνει την επίμαχη απαγόρευση, όλοι αυτοί οι παράγοντες λοιπόν αθροιζόμενοι θυμίζουν στον προσεκτικό αναγνώστη του Συντάγματος μια ακόμη διάταξή του, διαχρονικά κάπως παραμελημένη:
Σύμφωνα με το άρ. 52 Σ «H ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης, ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, τελεί υπό την εγγύηση όλων των λειτουργών της Πολιτείας, που έχουν υποχρέωση να τη διασφαλίζουν σε κάθε περίπτωση». Το Σύνταγμα λοιπόν επιτάσσει (και κάθε δημόσιος λειτουργός οφείλει υπακοή) η νομοθεσία να εξυπηρετή την ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής κυριαρχίας: ό,τι θέλει ο κυρίαρχος λαός. Η εκλογική νομοθεσία υποχρεούται να διασφαλίζη συνεπώς, και μάλιστα «σε κάθε περίπτωση», ότι ο κάθε πολίτης θα ψηφίζη το πολιτικό κόμμα και τον υποψήφιο που επιλέγει, χωρίς προσκόμματα εκ μέρους της νομοθετικής ή της εκτελεστικής λειτουργίας.
Δεν θα μπορούσε να το λέη πιο απλά. Ούτε πιο φιλελεύθερα.
1 thought on “Περί απαγορεύσεως κομμάτων”