Υπέρ της θανατικής ποινής εν καιρώ πολέμου

Η θανατική ποινή είναι το απόλυτο νομικό ξενέρωμα στην Ευρώπη του 2020. Ανήκει στα επιλελυμένα, όχι στα επιλυτέα: εκτός από την Ρωσσία, που όπως όλοι ξέρουμε δεν είναι ακριβώς Ευρώπη, ούτε επιβάλλεται ούτε εκτελείται εδώ και δεκαετίες. Τα φοιτητόνια, όταν διαβάζουν σχετικές αναπτύξεις στα συγγράμματα Ποινολογίας, τις προσπερνούν με τον ίδιο μορφασμό που πηδάνε και τις σελίδες για τον Διαφωτισμό. Η θανατική ποινή είναι για τους Κινέζους κομμουνιστές, τους Τεξανούς γελαδάρηδες, τους Σαουδάραβες αμμοπότες και κάτι τέτοιους.

Νά ένα ιδανικό πεδίο λοιπόν για αναστοχασμό καθεστηκυιών αντιλήψεων.

Σύμφωνα με το άρ. 7 παρ. 3 Σ:

Θανατική ποινή δεν επιβάλλεται, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο νόμο για κακουργήματα τα οποία τελούνται σε καιρό πολέμου και σχετίζονται με αυτόν.

Συνεπώς, η θανατική ποινή εν καιρώ πολέμου είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα. Ούτε η ανθρώπινη αξιοπρέπεια ούτε η απαγόρευση των βασανιστηρίων την απαγορεύουν.

Ωστόσο, ο κοινός νομοθέτης επέλεξε να μην πραγματώση την συνταγματική δυνατότητα. Αντιθέτως, με τον Ν. 3289/2004 κυρώθηκε από την χώρα μας το 13ο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ του 2002, αποκτώντας υπερνομοθετική ισχύ. Το Πρωτόκολλο της Βίλνας διαλαμβάνει την ολοσχερή κατάργηση της θανατικής ποινής, χωρίς καμία επιφύλαξη για επιβολή της εν καιρώ πολέμου. Έτσι λοιπόν, ολοκληρώνεται μια μακρά μετάβαση, που στην Ελλάδα εκκινεί το 1972, όταν εκτελέσθηκε ο τελευταίος θανατοποινίτης, περνά από το 1993, όταν καταργήθηκε η νομοθετική πρόβλεψη της θανατικής ποινής με τον Ν. 2172/1993, και καταλήγει στο 2004. Από τότε το ζήτημα ανήκει στην Ιστορία Δικαίου.

Καταπληκτικά, ανήκουμε στην χορεία των πεπολιτισμένων εθνών, ομονοούν σχετικώς άπαντες οι Καθηγητές Ποινικού Δικαίου.

Ας επιστρέψουμε τώρα στην ζέουσα πραγματικότητα.

Τις πρώτες πρωινές ώρες της 26ης Ιουλίου [1944] ξεκίνησε η γερμανική επιχείρηση, με την συμμετοχή τμημάτων του 1003ου και 1004ου Τάγματος Πεζικού, μιας ομάδας μάχης της 7ης βουλγαρικής Μεραρχίας και δυνάμεων από τον Λόχο Φρουράς της Ομάδας Στρατού Ε και των μονάδων επιφυλακής. Στην επιχείρηση συμμετείχαν και οι άντρες του Σούμπερτ, με επικεφαλής τους δύο υπαρχηγούς του, τον Γεώργιο Γερμανάκη και τον Γεώργιο Καπετανάκη […]. Στην συνέχεια οι “Σουμπερτέοι” λεηλάτησαν και πυρπόλησαν τα σπίτια. Υπολογίζεται ότι καταστράφηκαν πάνω από τριακόσιες κατοικίες. Κάτω από συνεχείς πυροβολισμούς και απειλές οδήγησαν τους συγκεντρωμένους από την κεντρική πλατεία στο σπίτι του Ευάγγελου Νταμπούδη, όπου τους έκαψαν ζωντανούς. Δύο γυναίκες ήταν οι μοναδικές που βγήκαν ζωντανές από το σπίτι του Νταμπούδη. Όσοι είχαν συγκεντρωθεί μπροστά στο καφενείο, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου και της οικογένειάς του, οδηγήθηκαν συνοδεία ενός χαρούμενου σκοπού, που έπαιζε στο βιολί ένας άντρας του Σούμπερτ, στον φούρνο του Στέφανου Γκουραμάνη και κλείστηκαν μέσα στο ζυμωτήριο. Ο μοναδικός τρόπος διαφυγής ήταν ένα παράθυρο στο πίσω μέρος του ζυμωτηρίου, από το οποίο κατάφεραν να γλυτώσουν έξι παιδιά, προτού γίνει αυτό αντιληπτό από τους Γερμανούς και τους “γερμανοντυμένους”. Οι άντρες του Σούμπερτ έστησαν ένα πολυβόλο και από μικρό παράθυρο της πόρτας άρχισαν να πυροβολούν έναντίον των γυναικοπαίδων. Κατόπιν, έριξαν ξερά χόρτα πάνω στα σώματα των νεκρών και των τραυματιών και με ένα πιστόλι φωτοβολίδας έβαλαν φωτιά. Όσες γυναίκες επιχείρησαν να βγουν έξω μαχαιρώθηκαν και ρίφθηκαν πάλι μέσα στον φούρνο. Μόνο δύο ενήλικες, ένας άντρας και μια γυναίκα, κατάφεραν να γλυτώσουν. Ήταν ο Παναγιώτης Σαρβάνης, εβδομήντα ετών, και η Μαρία Αγγελινούδη, τριάντα οκτώ ετών […] Συνολικά, εκείνη την ημέρα κάηκαν ζωντανοί, πυροβολήθηκαν, διαμελίστηκαν και σφαγιάστηκαν εκατόν σαράντα έξι άνθρωποι (Στράτου Δορδανά, Το αίμα των αθώων, Αντίποινα των γερμανικών αρχών κατοχής στην Μακεδονία 1941-1944, Εστία 2007, σελ. 531, 535-536, 538)

Θα σκοτώνατε ποτέ έναν πενηντάρη με φαλάκρα, γραβάτα και γυαλιά;

Και αφού διαβάσαμε την μείζονα πρόταση του δικανικού μας συλλογισμού και διαπιστώσαμε και την ελάσσονα, ας κάνουμε τώρα την υπαγωγή σύμφωνα με το 13ο Πρωτόκολλο της Βίλνας και τον κυρωτικό Ν. 3289/2004:

Οι κύριοι που έκαψαν ζωντανά τα γυναικόπαιδα είναι φορείς αναπαλλοτρίωτης ανθρώπινης αξίας. Από αυτήν την προκείμενη με κάποιο ταχυδακτυλουργικό τρόπο συνάγεται ότι δεν κάνει να τους σκοτώνουμε υφ’ οιασδήποτε συνθήκες, γιατί διαθέτουν επίσης απόλυτο δικαίωμα ζωής. Δηλαδή ψέματα, σε κατάσταση αμύνης κάνει να τους σκοτώνουμε, αν είναι αναγκαίο, γιατί εκεί η ανθρώπινη αξία τους τελικά δεν είναι και τόσο αναπαλλοτρίωτη ούτε η ζωή τόσο απόλυτη. Επίσης πάλι ψέματα, γιατί και σε περίοδο πολέμου πάλι κάνει να τους σκοτώνουμε, γιατί και τότε μπορούμε να απαλλοτριώσουμε την αναπαλλοτρίωτη και να αναπολυτοποιήσουμε την απόλυτη. Δεν κάνει μόνο να τους σκοτώνουμε ως ποινή, γιατί η θανατική ποινή δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό της ποινής. Δηλαδή ψέματα, γιατί εξυπηρετεί, αν κανείς υιοθετεί ανταποδοτικές θεωρίες. Επίσης πάλι ψέματα, γιατί εξυπηρετεί και την γενική πρόληψη, τόσο την αρνητική, όσο και την θετική. Μόνο την ειδική πρόληψη δεν εξυπηρετεί, αλλά καμία ποινή δεν καθορίζεται αποκλειστικά από την ειδική πρόληψη ούτως ή άλλως. Επίσης, η θανατική ποινή είναι βαρβαρότητα, γιατί όμως; Απλή σκέψη του λέγοντος: γενικώς, βαρβαρότητα είναι ό,τι ορίζει το Τσάιτγκάιστ.

Η απαγόρευση της θανατικής ποινής εν καιρώ πολέμου, με όσες σελίδες αναλύσεων και αν στηρίζεται, στην πραγματικότητα δεν είναι περισσότερο ορθολογική από την υποστήριξή της. Είναι μια αξιολογική στάσις και ως τέτοια νιώθεται. Στην τελική, ο κόσμος θα χωριστή σε όσους θέλουν ο Φριτς Σούμπερτ να εκτίση κάποια χρόνια στην φυλακή εξόδοις μας και μετά να αποφυλακιστή υφ’ όρους (δεν περιττεύει να θυμίσω ότι τάσσομαι κατά της πραγματικής ισόβιας κάθειρξης, γιατί αυτή είναι βάρβαρη) και σε όσους θέλουν να πεθάνη. Ε, εγώ χάρηκα που τον εκτελέσαμε. Αυτό είναι όλο.

Δεν θα βρεθή ένας να με ρωτήση αν θα πατούσα εγώ, εγώ προσωπικά, την σκανδάλη; Όχι πως πιστεύω ότι αποδεικνύει τίποτα, αλλά ναι, ρε φίλε, θα την πατούσα και θα του βλαστημούσα και την μάνα που τον γέννησε. Συγνώμη κιόλας.

Leave a Comment