Η τέχνη είναι μέσο έκφρασης για τους καλλιτέχνες. Πιο σωστά, μόνο για τους ταλαντούχους καλλιτέχνες. Για εμάς τους υπόλοιπους, που δεν ευλογηθήκαμε με ταλέντο πραγματικό, η τέχνη είναι αναμνήσεις. Θυμάμαι πολύ καλά την πρώτη φορά που με πήγαν οι γονείς μου στην Επίδαυρο: Τρωάδες, με την Άννα Συνοδινού. Θυμάμαι την πρώτη φορά που πήγα σε κανονική όπερα (να με συμπαθάτε, η Λυρική δεν μετράει): Così fan tutte στην Staatsoper της Βιέννης – θυμάμαι την συνοδό μου και πού σταθήκαμε (διότι χρήματα υπήρχαν μόνο για Stehplatz). Θυμάμαι ότι μου είχε κάνει φοβερή εντύπωση ο Κιμούλης στον Συρανό τότε παλιά στο Εθνικό (ήμουν μικρός ή ήταν ο Κιμούλης καλός τότε; ). Θυμάμαι την πρώτη φορά που διάβασα τον Ατσαλένιο Γίγαντα του Βερν, τη Δίκη, την Καμπάνα, τις Γραμμές των Οριζόντων. Θυμάμαι ποιο ήταν το πρώτο τραγούδι του Μπρελ που με έβαλε να ακούσω η δασκάλα των Γαλλικών μήπως και τα συμπαθήσω λίγο (έπιασε παρεμπιπτόντως). Θυμάμαι ότι δεν πίστευα στα αυτιά μου όταν άκουσα πρώτη φορά τυχαία τον Lawrence Tibbett να τραγουδάει αυτό. Θυμάμαι τα πρόσωπα των κοριτσιών που κάθονταν δίπλα μου στην Μποέμ του Τζεφιρέλι στην ΜΕΤ.
Γι’ αυτό το μόνο που μπορώ να γράψω για τον Θάνο Ανεστόπουλο είναι όσα θυμάμαι από την τέχνη του. Όπως τον Κάφκα, τον Μπρελ και τον Μοτσαρτ, έτσι κι εκείνον δεν τον αισθάνομαι ούτε φίλο μου, ούτε συνοδοιπόρο μου, ούτε εκφραστή των ιδεών μου. Δεν με ενδιαφέρει αν ήταν καλός με τους συνεργάτες, τους φίλους ή τις φιλενάδες του. Δεν έχει σημασία τι κόμμα ψήφιζε ή ποιον θεό προσκυνούσε. Σημασία έχει τι θυμόμαστε από την τέχνη του.
Θυμάμαι την πρώτη συναυλία των Κρίνων που παρακολούθησα. Φοιτητής στη Κομοτηνή, μάλλον το 1997, στο μεγάλο αμφιθέατρο της Πανεπιστημιούπολης. Λίγα ήξερα και μου φαινόταν ότι ‘όλοι αυτοί’ είναι κακέκτυπα των Sisters of Mercy, αλλά με τράβηξε σχεδόν με το ζόρι μια κοπέλα. Θυμάμαι ακριβώς τι φορούσε και ποιο ήταν το πρώτο τραγούδι που μας έφερε μπροστά-μπροστά. Θυμάμαι ότι χάσαμε τα λεωφορεία και μείναμε τελευταίοι να αναρωτιόμαστε αν θα περάσει άλλο. Θυμάμαι ότι τότε έκανα εκπομπή στο ραδιόφωνο και για δύο εβδομάδες τα Κρίνα είχαν την τιμητική τους. Θυμάμαι ότι κάπως έτσι ξεκίνησε μια μικρή εμμονή με αυτή την μπάντα.
Θυμάμαι την συναυλία στο Ρόδον, παρέα με τον Αναγνωστόπουλο. Τότε που μιλούσε συνέχεια για τη γυναίκα του και όχι για τα παιδιά του. Πριν γίνει διαπρεπής ποινικολόγος έτρεχε μπροστά με τη νεολαία και κοπανιόταν αγρίως, τραυματίζοντας με το καλαβρυτινό μένος του όποιον άτυχο βρισκόταν δίπλα του. Τώρα κοπανιέται στα έδρανα και πού και πού κοπανιόμαστε και μαζί για να θυμηθούμε τα παλιά. Θυμάμαι την πρώτη φορά που άκουσα το γρατζουνισμένο cd με το Λιώνοντας μόνος, το Κάτω από το Ηφαίστειο και την Μουχλαλούδα. Ο Αναγνωστόπουλος μου το έφερε για να μάθω και τίποτα πέρα από τα άλμπουμ. Θυμάμαι να περιμένω να πάρω εισιτήριο στο Ρόδον και να ντρέπομαι να πάρω μία από τις αφίσες της εισόδου. Μια κυρία που μόλις είχε κατεβάσει μία για το γιο της το κατάλαβε και κατέβασε μία και για μένα. Ακόμα στον τοίχο του εφηβικού μου δωματίου βρίσκεται. Θυμάμαι το Θάνο unplugged στο Closer να γκρινιάζει για το θόρυβο: ‘έγινε η βαβούρα σας συνήθειά μας’.
Θυμάμαι να κάθομαι με έναν συμφοιτητή μου σε έναν άθλιο μπλε καναπέ με μία τρισάθλια κιθάρα και να τραγουδάμε τις Μέρες Αργίας. Θυμάμαι το ίδιο τραγούδι να το παίζουν ένας Μαροκινός, ένας Σκωτσέζος, μια Ελβετίδα και δύο Έλληνες, επειδή άρεσε στον Σκωτσέζο (για την ακρίβεια του άρεσε το Μέρες Άργκιας, αλλά το ίδιο κάνει).
Τα Κρίνα δεν ήταν η καλύτερη μπάντα. Ένας -νομίζω- συνεργάτης τους είχε πει ότι καθένας ξεχωριστά δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο, αλλά όλοι μαζί είναι το κάτι άλλο. Το άλμπουμ Έγινε η απώλεια συνήθειά μας ήταν μία έκρηξη συμπιεσμένης δημιουργικότητας, αλλά πιο εντυπωσιακή ήταν η ωρίμανση και η μουσική πρόοδος της μπάντας. Ομοίως, ο Ανεστόπουλος δεν ήταν ο καλύτερος τραγουδιστής. Το στυλ του ή θα το αγαπούσες ή θα το μισούσες και κανείς δεν διασκέδαζε όταν ξεχνούσε τα λόγια και τραγουδούσε ό,τι να ‘ναι. Αλλά όπως είχε πει ένας παλιός και βαθύς γνώστης της όπερας που είχε ακούσει όλους τους μεγάλους: ‘ο Björling ήταν πάντα πολύ καλός, αλλά ο Corelli ήταν μία κακός και μία ανατριχιαστικός’. Ο Ανεστόπουλος στις καλές του ήταν ανατριχιαστικός. Και η ανατριχίλα δημιουργεί αναμνήσεις.
Ο θάνατος δεν είναι δα και τόσο τρομαχτικός όταν τον τραγουδάς όλη σου τη ζωή. Το ξέρεις πως θα ‘ρθει. Το θέμα είναι ποιο παλτό θα φοράς. Καλύτερα το φθαρμένο που αποδεικνύει ότι έζησες.
Πολυ ωραια τα’πες Κωνσταντινε.
Πρωτη μου συναυλια στο Αν, καπου το 96? Θα’θελα να’χω παει σε αλλες 50, ηταν ομως νομιζω και η τελευταια.
Και παρ’ολο που καλα λες
εχω την εντυπωση οτι ηταν και σωστος, αξιοπρεπης ανθρωπος, ειδικα για τα μετρα του κυκλου αυτου. Τελοσπαντων, παει.
Κλείνει χρόνος από την τελευταία συναυλία των Κρίνων. Μια τόσο συγκλονιστική εμπειρία… Θέλω να γράψω και γω κάτι.
Τι να πω. Ο θάνατος ενός τέτοιου ανθρώπου είναι τόσο άσχημος.